Αγιογραφία Χριστόφορου Καραβιώτη
Για τη Μεγάλη Σαρακοστή λέγανε παλιά στα παιδιά, πως είναι μέσα στην εκκλησιά εφτά καλόγριες.
Κάθε που περνούσε μια βδομάδα τους λέγανε: “Ετσούρησενε (γκρεμίστηκε) η πρώτη καλογρέ”. Κι αργότερα: “Ετσούρησενε κι δεύτερη καλογρέ”. Κι έτσι την “τσουρούσανε” μια-μια, μέχρι που ερχόταν το Πάσχα.
Την εβδομάδα που προηγείται της Μεγάλης Εβδομάδας, τη λέγανε βουβή εβδομάδα, επειδή δεν έχει χαιρετισμούς της Παναγίας όπως οι προηγούμενες τέσσερις.
Την εβδομάδα που προηγείται της Μεγάλης Εβδομάδας, τη λέγανε βουβή εβδομάδα, επειδή δεν έχει χαιρετισμούς της Παναγίας όπως οι προηγούμενες τέσσερις.
Νηστεία
Στη νηστεία τους οι παλιοί ήταν απόλυτοι. Την Καθαρή Δευτέρα πλένανε με καυτή αλουσιά (βραστό νερό περασμένο από στάχτη) τα “λερωμένα” σκεύη της κουζίνας Ούτε με τη γλώσσα δε δοκίμαζαν “λεριά”. (Έτσι λέγανε κάθε τι που απαγόρευε η νηστεία τους, δηλαδή κάτι που λερώνει, που μαγαρίζει).
Αν μια νοικοκυρά είχε άρρωστο και του μαγείρευε πασχαλινό, ούτε το δοκίμαζε αυτή αν έχει αλάτι.. “Για να μη μαγαρίσει”, όπως έλεγε.
Μόνο ασθενής και οδοιπόρος είχαν δικαίωμα να φάνε λεριά τη Σαρακοστή για να μη διαμαρτύρονται τα παιδιά, που τα νήστευαν υποχρεωτικά οι γονείς τους, τους λέγανε: “όποιο κοπέλι νηστεύει, θα βρει τη Λαμπρή την περδικιά”, δηλαδή φωλιά πέρδικας με περδικάκια.
Όλη τη Μεγαλοβδομάδα νήστευαν και το λάδι, εκτός από τη Μεγάλη Πέμπτη.
Όλη τη Μεγαλοβδομάδα νήστευαν και το λάδι, εκτός από τη Μεγάλη Πέμπτη.
Ακόμη και το Μέγα Σάββατο, γιατί είναι το μοναδικό Σάββατο που νηστεύεται το λάδι: “ανάθεμα που νήστεψε Σαββάτο μέρα λάδι, όξω (εκτός από) το Μέγα Σάββατο για του Χριστού τη χάρη”.
“Μεγάλη Δευτέρα, μεγάλη μαχαίρα”.
“Μεγάλη Δευτέρα, μεγάλη μαχαίρα”.
“Μεγάλη Τρίτη, μεγάλη κρίση”.
“Μεγάλη Τετάρτη, ο Χριστός εχάθη”.
“Μεγάλη Πέμπτη, ο Χριστός ευρέθη”.
“Μεγάλη Παρασκευή, ο Χριστός στο καρφί”.
“Μεγάλο Σαββάτο, ο Χριστός στον τάφο”.
“Μεγάλη Τετάρτη, ο Χριστός εχάθη”.
“Μεγάλη Πέμπτη, ο Χριστός ευρέθη”.
“Μεγάλη Παρασκευή, ο Χριστός στο καρφί”.
“Μεγάλο Σαββάτο, ο Χριστός στον τάφο”.
Μεγάλη Πέμπτη
Τη Μεγάλη Πέμπτη οι νοικοκυρές, εκτός από τις άλλες δουλειές (βάψιμο αυγών κ.λ.π.), έπρεπε να ράψουν οπωσδήποτε κάτι, έστω ένα μπάλωμα σε κάποιο τρύπιο παντελόνι του συζύγου ή των παιδιών. Οι κοπελιές, να προσθέσουν έστω και μερικές βελονιές στο κέντημά τους, σε κάποιο προικιό τους.Μεγάλη Παρασκευή
Τη Μεγάλη Παρασκευή, όχι μόνο ο χαρκιάς (σιδεράς) του χωριού σταματούσε τη δουλειά του (γιατί χαρκιάς είχε φτιάξει τα καρφιά που κάρφωσαν το Χριστό στο σταυρό), αλλά και κανείς χωρικός δεν έβαζε πουθενά καρφί, όση ανάγκη κι αν είχε. Ούτε χαρτιά έπαιζαν στα καφενεία.
Κρεμούσε ο καφετζής στο ανώφυλλο της πόρτας του καφενείου το βαλέ γύφτο (Ιούδα) και τον ξεκρεμούσε μόνο το μεσημέρι του Μ. Σαββάτου, που έλεγε ο παπάς στην εκκλησιά το “Ανάστα ο Θεός…”
“Μεγάλο μου Σαββάτο και πως θα σε περάσω, απού ‘χεις πέντε γιόματα και πέντε μεσημέρια και πέντ’ αποτσακίσματα κι ακόμη κι άλλη μέρα”
Τα λουλούδια που παίρνανε από το ξεστόλισμα του επιτάφιου, το Μ. Σάββατο, (στον αέρα, όπως τα πέταγε ο παπάς, όχι από χάμω), τα φύλαγαν στο σπίτι για να θυμιάζουν σε μάτιασμα, αρρώστια κ.λ.π. “Αναπιάνανε” όμως μ’ αυτά και προζύμι. Βράζανε μερικά, και στο νερό τους ρίχνανε αλεύρι και φτιάχνανε προζύμι, το οποίο “ανέβαινε” κανονικά χωρίς άλλη μαγιά.
Ημέρα της Ανάστασης
Στάχτη του οφανού έριχναν στα βόδια τους “για να μη μυγιάζουνται”. Με την ίδια στάχτη πασπάλιζαν τα περιβόλια τους για μην πιάνουν ψύλλους. Κι ακόμη, τη μέρα του Πάσχα, έριχναν λίγη από αυτή τη στάχτη στο χωμάτινο πάτωμα του σπιτιού και μετά το σκούπιζαν με ένα κλαδί αζώγυρου για να μην πιάνει το σπίτι κατσαρίδες.
Τα παιδιά που είχαν φτιάσει τον οφανό, γύριζαν όλα τα σπίτια του χωριού και, χτυπώντας ένα σημαντήρι (σήμαντρο), τραγουδούσαν: “Όξω ψύλλοι και κοριοί και στη όρη μ-ποντικοί”. Κρατούσαν καλάθια και όλες οι νοικοκυρές τους δώριζαν αυγά, βρασμένα ή άβραστα, και παξιμαδάκια
Όταν τέλειωνε η ακολουθία της αγάπης ,όπως λέγεται, το μεσημέρι της Λαμπρής, οι άνδρες του χωριού, αφού προσκυνούσαν το ευαγγέλιο που κρατούσε ο παπάς, φιλούσαν το χέρι του και το στήθος του δεξιά κι αριστερά., στεκόταν ο ένας πλάι στον άλλο με τη σειρά που περνούσαν από το ευαγγέλιο και καθένας που περνούσε φιλούσε όλη τη σειρά και στεκόταν στο τέλος της.
“Μεγάλο μου Σαββάτο και πως θα σε περάσω, απού ‘χεις πέντε γιόματα και πέντε μεσημέρια και πέντ’ αποτσακίσματα κι ακόμη κι άλλη μέρα”
Τα λουλούδια που παίρνανε από το ξεστόλισμα του επιτάφιου, το Μ. Σάββατο, (στον αέρα, όπως τα πέταγε ο παπάς, όχι από χάμω), τα φύλαγαν στο σπίτι για να θυμιάζουν σε μάτιασμα, αρρώστια κ.λ.π. “Αναπιάνανε” όμως μ’ αυτά και προζύμι. Βράζανε μερικά, και στο νερό τους ρίχνανε αλεύρι και φτιάχνανε προζύμι, το οποίο “ανέβαινε” κανονικά χωρίς άλλη μαγιά.
Ημέρα της Ανάστασης
Στάχτη του οφανού έριχναν στα βόδια τους “για να μη μυγιάζουνται”. Με την ίδια στάχτη πασπάλιζαν τα περιβόλια τους για μην πιάνουν ψύλλους. Κι ακόμη, τη μέρα του Πάσχα, έριχναν λίγη από αυτή τη στάχτη στο χωμάτινο πάτωμα του σπιτιού και μετά το σκούπιζαν με ένα κλαδί αζώγυρου για να μην πιάνει το σπίτι κατσαρίδες.
Τα παιδιά που είχαν φτιάσει τον οφανό, γύριζαν όλα τα σπίτια του χωριού και, χτυπώντας ένα σημαντήρι (σήμαντρο), τραγουδούσαν: “Όξω ψύλλοι και κοριοί και στη όρη μ-ποντικοί”. Κρατούσαν καλάθια και όλες οι νοικοκυρές τους δώριζαν αυγά, βρασμένα ή άβραστα, και παξιμαδάκια
Όταν τέλειωνε η ακολουθία της αγάπης ,όπως λέγεται, το μεσημέρι της Λαμπρής, οι άνδρες του χωριού, αφού προσκυνούσαν το ευαγγέλιο που κρατούσε ο παπάς, φιλούσαν το χέρι του και το στήθος του δεξιά κι αριστερά., στεκόταν ο ένας πλάι στον άλλο με τη σειρά που περνούσαν από το ευαγγέλιο και καθένας που περνούσε φιλούσε όλη τη σειρά και στεκόταν στο τέλος της.
Έτσι η σειρά όλο και μάκραινε, και συνέχιζε μέχρι έξω στην αυλή της εκκλησίας. Όλοι φιλιόνταν, εχθροί και φίλοι. Πολλοί που είχαν μαλώσει, φίλιωναν με την ευκαιρία αυτού του όμορφου εθίμου.
Όπως ακριβώς λέει ο Δ. Σολωμός σε σχετικό ποίημά του:
“…Ανοίξτε αγκαλιές ειρηνοφόρες εμπροστά στους αγίους και φιληθείτε. Φιληθείτε γλυκά χείλη με χείλη, πέστε Χριστός ανέστη, εχθροί και φίλοι”.
“…Ανοίξτε αγκαλιές ειρηνοφόρες εμπροστά στους αγίους και φιληθείτε. Φιληθείτε γλυκά χείλη με χείλη, πέστε Χριστός ανέστη, εχθροί και φίλοι”.
Παροιμίες
- Αν έχει η βούρια σου ψωμί, είναι “Χριστός ανέστη”, α(ν) δεν έχει, “θάνατο πατήσας”- Το Μάη βούι μη ρεχτείς και τη Λαμπρή γυναίκα, αν είναι κι εκατό χρονώ δείχνει πως είναι δέκα.
- “Νηστεύω σε, Θε(έ) μου”. “Στανιό σου φτωχέ μου”.
Νηστεύει ο δούλος του Θεού, για(τί) δε έχει να φάει
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου