του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος,
κυρού Χριστοδούλου
Σ’ ένα απέριττο μοναχικό ταφο, στο φτωχικό κοιμητήρι που βρίσκεται πίσω από το Κυριακό της αγιορείτικης Σκήτης της Αγίας Άννης, κυριολεκτικά μεταξύ ουρανού και γης, αναπαύεται από τις 28.6.96 το χοϊκό σκήνος του Γέροντος Ανθίμου του Πνευματικού, μιας από τις σπάνιες φυσιογνωμίες που ανέδειξε στον αιώνα μας το «Περιβόλι της Παναγιάς», το Άγιον Όρος. Οι προσκυνητές της Αγίας Άννης είχαν για πολλά χρόνια το ακριβό προνόμιο να επισκέπτονται το κελλί του, που μοιάζει με αητοφωλιά σ’ ένα από τα υψηλότερα σημεία της Σκήτης, τον Γέροντα Άνθιμο, που και μόνο με την βιβλική του φυσιογνωμία εντυπωσίαζε.
Κι όμως αυτός ο Γέρων κατά βάθος ήταν, όπως όλοι οι γνήσιοι άνθρωποι του Θεού: όλος αγάπη, όλος στοργή, όλος θέρμη για καθέναν πού έφθανε μέχρι το απόμερο ενδιαίτημά του. Κι όταν έβγαινε από το Άγιον Όρος κι ερχόταν στον «κόσμο», δεν έχανε ποτέ την παρθενική του αθωότητα, εκείνο το μειλίχιο ύφος, που λες και σνομπάρει κάθε φορά τις πολυπραγμοσύνες και τις μικρότητες των «κοσμικών».
Μικρός το δέμας και καλωσυνάτος Γέρων, ο παπα-Άνθιμος ο Πνευματικός είχε επάνω του κάτι το θεϊκό. Τον είπαν «χαρισματικό» και «ουράνιο άνθρωπο». Άλλοι «θεοφόρο Πνευματικό και σοφό διδάσκαλο». Και άλλοι «σπουδαστή της ερήμου».
Η αλήθεια είναι ότι η πολυετής άσκηση του χάρισε διορατικότητα, σοφία και διάκριση, καρποί των οποίων ήταν η ταπείνωσή του, η αγάπη του και η ανεπιτήδευτη εξωτερική συμπεριφορά του, όλα εκφραστικά της βιωματικής εμπειρίας που του είχε χαρίσει η κατά Χριστόν ζωή, που με θαυμαστή συνέπεια ακολούθησε όλα τα χρόνια της επίγειας ζωής του.
Πήγε στο Άγιον Όρος σε ηλικία 17 ετών, πριν καν γνωρίσει καλά-καλά τον κόσμο και τα προς χαμαιζηλίαν κακά του. Παιδί ακόμη αμούστακο, νεαρός έφηβος, παρακινούμενος από ένθεο ζήλο για την πνευματική τελείωση, ο Κωνσταντίνος Ζαφειρόπουλος ξεκίνησε από το χωριό του, τους Καλλιάνους της Κορινθίας, έχοντας τελειώσει το τότε σχολαρχείο, και πάτησε για πρώτη φορά το πόδι του στον αγιασμένο τόπο του Άθωνος, επιλέξας εις κατοίκησιν την ιεράν Σκήτην της Αγίας Άννης, το θεοφρούρητο αυτό κάστρο της ασκητικής Ορθοδοξίας, με τους ευάριθμους μέν, αλλά πολύαθλους οικιστές του.
Ποθών τον βίον της ασκήσεως, έφθασε στα ιερά αυτά σκηνώματα, παρακινούμενος από τη μυστική εκείνη φωνή, που εκ των ένδον προερχομένη, παρωθεί τον άνθρωπο σε μεγάλα βήματα προς την κορυφή της θεώσεως. Ανεξιχνίαστες είναι οι βουλές του Κυρίου και ανεξερεύνητα τα κρίματά Του.
Ποιός μπορεί να εξηγήσει τους μυστικούς αυτούς μηχανισμούς που λειτουργούν μέσα στην ανθρώπινη καρδιά, και υπαγορεύουν στα «μωρά του κόσμου και τα εξουθενωμένα» ένα τρόπο ζωής που διαφέρει τόσο πολύ από εκείνον των πολλών; Ποιος έχει την δύναμη να προσπελάσει σ’ αυτό το μυστήριο και να δώσει μια πειστική απάντηση στο ερώτημα που πλανάται, κάθε φορά που το φαινόμενο της αναχώρησης προκαλεί και δέος και σκάνδαλο στους ανθρώπους του κόσμου; Κανείς άλλος, παρά μόνον ο ίδιος ο άνθρωπος που επιλέγεται κάθε φορά να βιώσει μέσα του τη δύναμη του πόθου της αφιέρωσης, που θεωρεί τα πάντα σκύβαλα μπροστά στη θέα του Θεού, στην αιχμαλώτευση του Ηγαπημένου.
Το 1930 κάνει το μεγάλο βήμα. Να γίνει Αγιαννανίτης. Η φήμη της Σκήτης εκείνη την εποχή τον συνεπαίρνει. Εντάσσεται στη συνοδεία του περιώνυμου Γέροντος Γαβριήλ του εκ Μαδύτου, που τον κείρει μοναχό και αναλαμβάνει και την πνευματική του καθοδήγηση.
Άνθιμος ιερομόναχος Αγιαννανίτης (1913-1996),
ως νέος μοναχός (αριστερά), με τον μοναχό Θεόφιλο (δεξιά)
και τον γέροντά τους μοναχό Γαβριήλ (†1959)
Κοντά στον Γέροντα αυτόν και τον αόμματο αυτάδελφό του Γέροντα Μιχαήλ, παρέμεινε ο Άνθιμος υποτασσόμενος με θέληση και δύναμη αγγέλου, υπηρετώντας τους με παραδειγματική αφοσοίωση, ταπείνωση και υπακοή. Εκεί εγνώρισε τα μυστικά του αοράτου πνευματικού πολέμου, την εκ του συστάδην μάχη του πνεύματος, τα όπλα της πνευματικής στρατείας, τις πτώσεις και τις νίκες,
Η πνευματική του πρόοδος φαίνεται και από το γεγονός ότι μετά τριετίαν, δηλαδή το 1933, εχειροτονείτο διάκονος στο Κυριάκο της Αγίας Άννης από τον αείμνηστο Μητροπολίτη Μιλητουπόλεως Ιερόθεο, μόνιμο και αυτόν οικήτορα του Όρους, για να επακολουθήσει έπειτα και πάλι από τρία χρόνια, το 1936, η εις πρεσβύτερον χειροτονία του από τον ίδιο Μητροπολίτη. Στο Όρος δεν γίνεσαι εύκολα «Παπάς». Γιατί το να είσαι ιερομόναχος σημαίνει να είσαι λειτουργός καθημερινός, ευλογών και αγιάζων τους αδελφούς.
Και το έργο αυτό δεν το εμπιστεύονται στον καθένα. Ο «Παπάς», όπως λέγεται θωπευτικά στο Άγιον Όρος ο ιερομόναχος, είναι πρόσωπο αξιοσέβαστο, αξιόπιστο και αξιοζήλευτο. Τέτοιο πρόσωπο κατάφερε να γίνει μέσα σε έξη χρόνια ο παπα-Άνθιμος, ξεπερνώντας με ταχύτητα τα εμπόδια στην ανοδική του πορεία και ξεφεύγοντας από τις παγίδες του πονηρού. Με τη χάρη της ιερωσύνης ο Γέρων εξελίσσεται βαθμηδόν σε έμπειρο οδηγόψυχών, σε θεραπευτή των τραυμάτων που ανοίγει στην ψυχή η αμαρτία, σε αναιρέτη του πονηρού.
Γνώστης το κατά δύναμιν των ιερών Κανόνων, των αγιορείτικων αποφάνσεων, της πρακτικής απόκρουσης των πειρασμών του αλάστορος, αλλά και των αδυναμιών της ανθρώπινης ψυχής, καλείται κάθε φορά όχι μόνο να ανακουφίσει τις ψυχές από το βάρος των ανομιών των, αλλά και να θεραπεύσει πληγές και τραύματα με το έλαιον της θείας ευσπλαχνίας και τον οίνον της πνευματικότητος. Και ο παπα-Άνθιμος δεν άργησε να αποκτήσει όνομα φημισμένου Γέροντος – Πνευματικού, γεμάτου αγάπη προς το πλάσμα του Θεού, «το μέγα τραύμα, τον άνθρωπον».
Όσοι τον εγνώρισαν, ιδίως κατά τα τελευταία χρόνια, απεκόμιζαν την εντύπωση ενός χαριτωμένου Γέροντα, με ανθρωπιά και γλυκύτητα, αλλά ταυτόχρονα με προσήλωση στην Παράδοση. Συνεδύαζε κατά αριστοτεχνικό τρόπο την πατρικότητα με την στοργή, τη φιλικότητα με την απόσταση, την παραδοσιακότητα με τον ρεαλισμό, την ασκητικότητα με την διάκριση.
Ήταν ένας σοφός Γέρων με όλη τη σημασία της λέξεως. Εγνώριζε και σεβόταν το μέτρο, τα όριά του, τη χρήση του. Γι’ αυτό και όσοι τον συμβουλεύονταν έμεναν στο έπακρον ικανοποιημένοι. Νουνεχής, πρακτικός και απλός, όπως ήταν στη ζωή του, έτσι ήταν και στα λόγια του. Γελούσε αυθόρμητα και συνοφρυωνόταν με νόημα. Δεν είχε στη συμπεριφορά του τίποτε το επιτηδευμένο και ψεύτικο.
Ήταν αυθεντικός.
Επειδή ήταν αυστηρός στον εαυτόν του, φερόταν με επιείκια στους άλλους. Στο βλέμμα του ξεχώριζες τον ασκητή της ερήμου, που πολίζει την έρημο, Η Καλύβη του έγινε πολλές φορές καταφύγιο ψυχών ιερών.
Πολλοί «κοπιώντες και πεφορτισμένοι» βρήκαν κοντά του ανακούφιση και παρηγοριά. Μιλούσε από την θεωτική εμπειρία του, γι’ αυτό και οι λόγοι του είχαν μια αξιοθαύμαστη πειθώ. Όταν μετείχε στις ιερές Ακολουθίες, λες και πετούσε στα ουράνια. Εξαϋλωμένος έμοιαζε μετά από κάθε θεία Λειτουργία. Μεταρσιωνόταν νους και καρδιά στον ουρανό.
Τους αγίους θεωρούσε φίλους του Χριστού και δικούς του. Τους μιλούσε με απλότητα. Την Κυρία Θεοτόκο σεβόταν υπερβαλλόντως. Έφθασε στα όρια της θέωσης. Γι’ αυτό και ο Θεός του χάρισε το προορατικό χάρισμα. Το εχρησιμοποίησε μόνον εις δόξαν Θεού και ποτέ προς ιδική του προβολή και δόξα.
Στην Αθήνα κατέβαινε ενίοτε, για να εξομολογήσει. Ο λαός τον ανέμενε και στο επιτραχήλι του απέθετε τα βάρη των ανομιών του. Τα εσήκωνε αγόγγυστα. Αυτή ήταν η αποστολή του. Σεβόταν τους ανωτέρους του, τους Επισκόπους της Εκκλησίας, τον Πατριάρχη του. Σώζονται φωτογραφίες του με τον αείμνηστο Δημήτριο, με τον Παναγιώτατο Βαρθολομαίο. Τα μάτια του πετούν σπίθες από εσωτερική ικανοποίηση. Υπήρξε άνδρας εκκλησιαστικός.
Πετούσε από τη χαρά του σαν ενα απλό γεροντάκι. Μου διηγήθη τα της Καλύβης του, μου παρουσίασε τον υποτακτικό του, τον π. Χερουβίμ, με ξενάγησε με καύχηση εν Κυρίω στα διάφορα διαμερίσματα της Καλύβης, στο ναό, στην αυλή, στο μπαλκόνι. Έπλεε σε πελάγη ευτυχίας, καθώς με έβλεπε να αποθαυμάζω τους κόπους μιας ολόκληρης ζωής.
Εκεί μέσα με τα χεράκια του πάνω από πενήντα χρόνια είχε δουλέψει κτίζοντας, σκάβοντας, φυτεύοντας, μεταφέροντας χώμα και πέτρες. Η φωλιά του ήταν κτισμένη με δομικό υλικό αίμα και ιδρώτα. Ποιος να το ‘ξερε ότι τον Ιούνιο του 1996 έμελλε να πέσει από μια πεζούλα, στην προσπάθειά του, τώρα στα 83 του, να φθάσει με τα χέρια του κάποια άκρη, να τη διορθώσει, να μη μείνει αγιάτρευτη η πληγή της αταξίας…
Η πτώση του υπήρξε μοιραία. Στις 28.6.96 εκοιμήθη στο νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης, όπου διεκομίσθη μετά τον θανάσιμο τραυματισμό του. Επέστρεψε στο Κελλί του νεκρός. Το λείψανό του είχε μιάν ανείπωτη ομορφιά.
Ο Γέρων μέσα στο φέρετρο κοιμόταν ήσυχα, αναμένων την σάλπιγγα του αγγέλου. Είχε ήδη τελειώσει τον δρόμο του, είχε τηρήσει την πίστη του, τώρα του απέμενε το βραβείο της άνω κλήσεως. Τον εκήδευσε η Κοινότης της Σκήτης με όλες τις τιμές. Τον έθαψαν στο κοιμητήρι. Πάνω από τον τάφο του ένας μαύρος ξύλινος σταυρός και δίπλα του ένας φοίνικας, σύμβολο της αθανασίας.
Ας έχουμε την ευχή του.
Περιοδικό «Πειραϊκή Εκκλησία».
Σεπτέμβριος 1996