«Ἕλληνες ἀεί παῖδες ἐστε, γέρων δέ Ἕλλην οὐκ ἔστιν» (Πλάτων, Τίμαιος, 22b).


"Ὁμολογεῖται μὲν γὰρ τὴν πόλιν ἡμῶν ἀρχαιοτάτην εἶναι καὶ μεγίστην καὶ παρὰ πᾶσιν ἀνθρώποις ὀνομαστοτάτην· οὕτω δὲ καλῆς τῆς ὑποθέσεως οὔσης,
ἐπὶ τοῖς ἐχομένοις τούτων ἔτι μᾶλλον ἡμᾶς προσήκει τιμᾶσθαι. 24. Ταύτην γὰρ οἰκοῦμεν οὐχ ἑτέρους ἐκβαλόντες οὐδ' ἐρήμην καταλαβόντες
οὐδ' ἐκ πολλῶν ἐθνῶν μιγάδες συλλεγέντες, ἀλλ' οὕτω καλῶς καὶ γνησίως γεγόναμεν ὥστ' ἐξ ἧσπερ ἔφυμεν, ταύτην ἔχοντες ἅπαντα τὸν χρόνον διατελοῦμεν,
αὐτόχθονες ὄντες καὶ τῶν ὀνομάτων τοῖς αὐτοῖς οἷσπερ τοὺς οἰκειοτάτους τὴν πόλιν ἔχοντες προσειπεῖν".
(Ἰσοκράτης, Πανηγυρικός, στίχοι 23-24).

Τα άρθρα που φιλοξενούνται στον παρόντα ιστότοπο και προέρχονται απο άλλες πηγές, εκφράζουν αποκλειστικά και μόνον τις απόψεις των συγγραφέων τους.

Καθίσταται σαφές ότι η δημοσίευση ανάρτησης, δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά αποδοχή των απόψεων του συγγραφέως.


ΕΑΝ ΘΕΛΕΤΕ, ΑΦΗΝΕΤΕ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ, ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΑΡΘΡΟ-ΑΝΑΡΤΗΣΗ (΄κλίκ΄ στο "Δεν υπάρχουν σχόλια"). ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ.

Ακολουθήστε μας στο Facebook

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 17 Μαΐου 2014

Ετυμολογία, μυθολογικές και ιστορικές καταβολές, Ελληνικών τοπωνυμίων


Μη μου πείτε ότι ταξιδεύοντας σε κάποιο μέρος δεν έχετε κάποτε αναρωτηθεί γιατί έχει ονομαστεί έτσι. 


Και δεν αναφέρομαι στην Ουάσινγκτον ή… την Ισλανδία (Iceland), που η ίδια η ετυμολογία της λέξης προδίδει την ιστορία του ονόματός τους, αλλά σε περιοχές της Ελλάδας, των οποίων το «βαφτιστικό» όνομα, λόγω προφανώς και της πλούσιας, μακραίωνης ιστορίας της χώρας μας, κρύβει πολλά χρόνια μύθων και παραδόσεων.

Οι μυθικοί «νονοί» Καταρχήν, από πού πήρε το όνομά της η ίδια η χώρα μας;
Σύμφωνα με την ιστορία (και τον Όμηρο), η Ελλάδα πήρε το όνομά της από τον Έλληνα, γιο του Δευκαλίωνα ή του Δία ή του Προμηθέα και της Πύρρας. 

Την εποχή του Πελοποννησιακού πολέμου (τέλη του 5ου αιώνα π.Χ.) «ελληνικός» χαρακτηρίζεταιoλόκληρος ο γεωγραφικός χώρος της σύγχρονης ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας και ακόμα της Κάτω Ιταλίας και Σικελίας (Μεγάλη Ελλάς). Ότι η Αθήνα ονομάστηκε έτσι προς τιμήν της θεάς Αθηνάς, είναι γνωστό.





Αλλά η Θεσσαλονίκη; Η Θεσσαλονίκη, που ιδρύθηκε από τον Κάσσανδρο,
πήρε το όνομά της προς τιμή της συζύγου του, Θεσσαλονίκης, ετεροθαλούς αδελφής του Μεγάλου Αλεξάνδρου και θυγατέρας του Φιλίππου Β’ και της πέμπτης συζύγου του, της Θεσσαλίδας πριγκίπισσας Νικησιπόλεως. 


Το όνομά της προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων «Θεσσαλών» και «νίκη», εις μνήμην της νίκης των Μακεδόνων και των Θεσσαλών έναντι της τυραννίδας των Φερών και των συμμάχων της, Φωκέων, κατά τον Γ’ Ιερό Πόλεμο.

Αλλά και το όνομα Πάτρα προέρχεται από τον Πατρέα, τον μυθικό οικιστή της πόλης.
 

Ενώ η Πελοπόννησος, που αρχικά ονομαζόταν Πελασγία (από τον γενάρχη των Πελασγών)
και Απιά (από τον Απιό, γιο του Δευκαλίωνα), ονομάστηκε αργότερα από τον Πέλοπα, το γιο του Τάνταλου και βασιλιά της Ήλιδας.

Από μυθικά πρόσωπα πήραν το όνομά τους και αμέτρητα άλλα μέρη στην Ελλάδα,
όπως η Ζάκυνθος (φωτο) που, σύμφωνα με τον Όμηρο, ονομάστηκε έτσι από τον Ζάκυνθο, γιο του βασιλιά της Τροίας Δάρδανου, ο οποίος έφτασε στο νησί γύρω στα 1.500 π.Χ. και έκτισε εκεί την ομώνυμη πόλη. Ωστόσο, ο ιστορικός μελετητής Γούντ αναφέρει πως το όνομα του νησιού οφείλεται στην ορεινή μορφολογία του και ότι «Ζα-κυνθος» στα αρχαία σημαίνει «πολύ – λόφος».






Παραμένοντας στα Επτάνησα, η Κέρκυρα πήρε το όνομά της από την νύμφη Κέρκυρα, την κόρη του Ασωπού ποταμού, την οποία αγάπησε ο Ποσειδώνας και την πήγε στο νησί. Από τον έρωτά τους γεννήθηκε ο Φαίακας, στον οποίο χρωστά το νησί το μυθικό του όνομα ως «νησί των Φαιάκων». 

Και αν αναρωτιέστε γιατί στα αγγλικά λέγεται Corfu, στα χρόνια του Βυζαντίου το νησί ονομάστηκε «Κορυφώ», από τη δίκορφη Ακρόπολη, που βρισκόταν στη θέση της σημερινής πόλης. Δεν ήταν δύσκολο το 'Κορυφώ', να παραφραστεί σε 'Κόρφου'.

Η
Κεφαλονιά πήρε το όνομά της από τον Βασιλιά Κέφαλο, όμως άλλες πηγές αναφέρουν και την αρχαία φυλή των Κεφαλλήνων, ή ακόμα ότι το όνομα προέρχεται από τη λέξη «κεφάλι», εννοώντας την Κεφαλονιά ως την «κεφαλή» (είναι άλλωστε το μεγαλύτερο νησί) των Επτανήσων.

Όσο για τις Κυκλάδες, η
Μύκονος, για παράδειγμα, λέγεται πως πήρε το όνομά της από τον ήρωα Μύκονο. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, με το νησί καταπλάκωσε ο Ηρακλής τον τελευταίο από τους γίγαντες.

Η
Πάρος πήρε το όνομα του Πάρου, γιου του Παρασσίου του Αρκάδα, ο οποίος με άλλους αποίκους εγκαταστάθηκε στο νησί.

Και η
Νάξος πήρε το όνομά της πρώτα από τον Νάξο, τον θρυλικό ηγεμόνα των Κάρων, πρώτων αποίκων του νησιού.

Η
Σαντορίνη, βέβαια, είναι πιο περίπλοκη περίπτωση. Το όνομα "Θήρα" προέρχεται από τον αρχαίο Σπαρτιάτη Θήραν που αποίκησε πρώτος το νησί. 

Το όνομα "Σαντορίνη" προέρχεται από τους διερχόμενους Φράγκους Σταυροφόρους, οι οποίοι κατά το πέρασμα τους, στέκονταν για ανεφοδιασμό κοντά στην εκκλησία της Αγίας Ειρήνης που υπήρχε στο νησί. 

Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας επίσημα καθιερώθηκε το όνομα "Θήρα", οι ξένοι χάρτες όμως συνέχισαν να την ονοματίζουν "Σαντα-Είρηνα" και έτσι παρέμεινε με μικρή παραφθορά από τους Έλληνες ως "Σαντορίνη" (αντί του ορθότερου Σαντορήνη).





Μεγάλη ιστορία έχει και το όνομα της Κρήτης

Στο νησί αρχικά ζούσαν οι καλούμενοι Ιδαίοι Δάκτυλοι ή Κουρήτες που είχαν βρεθεί εκεί από τη Φρυγία (= η Τρωάδα στη Μ. Ασία). 

Οι αυτόχθονες αυτοί κάτοικοι, λεγόμενοι και Ετεοκρήτες, είχαν βασιλιά τον Κρή (Κρήτα), ο οποίος ανακάλυψε πολλά και πολύ σημαντικά πράγματα στο νησί, τα οποία είχαν τη δυνατότητα να ωφελήσουν την κοινωνική ζωή των ανθρώπων.

Το Πήλιο, πεδίο της Γιγαντομαχίας,
θερινή κατοικία των 12 θεών του Ολύμπου και Μυθική χώρα των Κενταύρων, φιλοξένησε στην κορυφή του τον γάμο της Θέτιδας και του Πηλέα, από τον οποίο πήρε το όνομά του. Ο Πηλέας ήταν μυθικός βασιλιάς της περιοχής, πατέρας του πασίγνωστου μυθικού ήρωα του Τρωικού Πολέμου, Αχιλλέα.

Όσο για την Εύβοια
, λέγεται βέβαια ότι πήρε το όνομα της από την Εύβοια, νύμφη και κόρη του ποταμού Ασωπού (ενώ παλαιότερα επικρατούσε και η ονομασία "Χαλκίς", λόγω των πλούσιων κοιτασμάτων χαλκού), αλλά παράλληλα το όνομά της φανερώνει το γόνιμο καλλιεργήσιμο έδαφος και την ανεπτυγμένη βοοτροφία του νησιού ("ευ" και "βους" σημαίνει "Καλό Βόδι").

Από τα πιο ενδιαφέροντα (ιστορικά) ονόματα ανακαλύψαμε πως έχει η Ανάφη. Ο μύθος λέει πως όταν οι Αργοναύτες επέστρεφαν από την Κολχίδα, συνάντησαν μεγάλη θαλασσοταραχή έξω από την Ανάφη. Τότε προσευχήθηκαν στον Απόλλωνα κι εκείνος έδιωξε την αντάρα, με αποτέλεσμα να "αναφανεί" μπροστά τους το νησί, όπου και αγκυροβόλησαν, ονομάζοντάς το "Ανάφη".






Διαφορετικές εκδοχές υπάρχουν για το όνομα της Καρπάθου . Η μυθολογική εκδοχή αναφέρει ότι επειδή οι πρώτοι κάτοικοι αγαπούσαν υπερβολικά τον τόπο τους, έκλεψαν (άρπαξαν) τους Ολύμπιους θεούς και τους πήγαν στο νησί. 

Από την πράξη τους αυτή, ονομάστηκαν Αρπάθεοι, που μετά μετατράπηκε σε Καρπάθεοι και τέλος σε Καρπάθιοι οπότε και η Κάρπαθος. Άλλες εκδοχές μιλούν για ορυκτά και φυτά που υπάρχουν στο νησί με παρόμοιο όνομα, ενώ ο Όμηρος την ονομάζει Κράπαθο.

Όσο για την Ικαρία, είναι γνωστό πως οφείλει το όνομά της, όπως και το Ικάριο Πέλαγος που την περιβάλλει, στον μυθικό ήρωα Ίκαρο, γιο του μηχανικού Δαίδαλου, που πετώντας με τον πατέρα του από την Κρήτη προς την Αθήνα με κέρινα φτερά, έπεσε και πνίγηκε κοντά στο νησί.

Τέλος, πολλές φορές έχουμε αναρωτηθεί προς τι η ονομασία Καμμένα Βούρλα
. Δυσκολευτήκαμε να βρούμε μία βάσιμη απάντηση, αλλά τελικά καταλήξαμε στο εξής: Η αρχική ονομασία των σημερινών Καμένων Βούρλων ήταν «Παλιοχώρι», αλλά κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας σε μια τουρκική επιδρομή, οι κάτοικοι, σύμφωνα με μια παράδοση αναζήτησαν καταφύγιο σωτηρίας μέσα στα βούρλα. 

Όταν πέρασε ο κίνδυνος, έγινε πολύς λόγος για τη σωτηρία τους και πάνω στη συζήτηση, κάποιος είπε τη φράση «ας είναι καλά τα καημένα τα βούρλα». Πρώτη επίσημη ονομασία ως «Καϋμένα Βούρλα» έχουμε στο βασιλικό διάταγμα του Γεωργίου Α` στις 29 Αυγούστου 1912 περί αναγνωρίσεως των Δήμων και Κοινοτήτων του Νομού Φθιώτιδος.





Το σχήμα των νησιών και εδαφική μορφολογία κάποιων περιοχών έπαιξαν εξίσου σημαντικό ρόλο στην ονομασία τους.

Η
Σκόπελος, για παράδειγμα, πήρε μάλλον το όνομα της από το σκοπελώδες των βόρειων ακτών της.

Το ίδιο και η
Σκύρος, που σύμφωνα με ιστορικούς ονομάστηκε έτσι από το άγριο πετρώδες έδαφος της, αφού «σκίρον» ή «σκύρον» σημαίνει συντρίμμια πέτρας (κατάλληλο για σκυρόδεμα) ή χαλίκι.

Όσο για τη Μάνη, υπάρχουν πολλές εκδοχές για το πότε και πώς δόθηκε το όνομά της.
Η μία λέει ότι προέρχεται από τη λατινική λέξη manus (=χέρι), επειδή καθώς οι ναυτικοί πλησίαζαν το ακρωτήρι Ταίναρο και αντίκριζαν το σχήμα της ξηράς, αποφάσισαν να ονομάσουν τη περιοχή Brazzo di Maina. 

Άλλη εκδοχή λέει πως, λόγω των ισχυρών ανέμων, οι ναυτικοί που περνούσαν από τη περιοχή έκαναν μάϊνα τα πανιά, ενώ σύμφωνα με μία τρίτη, οι Ρωμαίοι έλεγαν συχνά τη φράση «In Manis», επειδή εδώ ήταν η πύλη του Άδη, που εισέρχονταν οι ψυχές (Manes). 

Επικρατεί πάντως και η εκδοχή που παραπέμπει στο κτίσιμο του περίφημου κάστρου της Μαΐνης, που έχτισε ο αρχιτέκτονας Μαΐνης, ενώ τελευταία συζητιέται ότι το όνομα μπορεί και να προέρχεται από το πατέρα των Θεών «Μάνη». Ο Μάνης είναι ο πατέρας του Κρόνου και παππούς του Δία, για τον οποίο στην Θεογονία του Απολλόδωρου λέγεται «Μάνης το δεύτερο όνομα του Θεού Ουρανού».

Τέλος, το… χαριτωμένο Καρδίτσα
προήλθε πιθανότητα από το γεγονός ότι η πόλη βρίσκεται στην «καρδία» της Ελλάδος και δη του Θεσσαλικού κάμπου.

Το όνομα της Λευκάδας προήλθε από το όνομα «Λευκάς πέτρα» ή «Λευκάς άκρα»,
αρχαιότερη ονομασία του σημερινού Λευκάτα, νοτιότερου ακρωτηρίου του νησιού.






Και της Σκιάθου επειδή βρίσκεται στην "σκιά του Άθω" (του Αγίου Όρους). Αυθαιρεσίες και λεξιδάνεια Βέβαια δεν έχει παίξει μόνο η ιστορία και η γεωγραφία ρόλο στην ονομασία κάποιων περιοχών.

Μέρη δανείστηκαν ονόματα από παλαιότερους ξένους κατακτητές, άλλα μέρη βασίστηκαν σε θρησκευτικά ή χριστιανικά στοιχεία για το όνομά τους, ενώ κάποια ξεχώρισαν για κάποια τοπικά προϊόντα τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Μεθώνη, που οφείλει μάλλον το όνομά της στο ωραίο κρασί (μέθη) που παρήγαγε.

Ή οι Παξοί, των οποίων το όνομα, σύμφωνα με τον Μητροπολίτη Παραμυθία Αθηναγόρα, προέκυψε από την εξαγωγή πλακών που έβγαιναν στο νησί (σύνθεση της λέξης παξ = πλάκα και αε ή αι = νησί).

Η Κορώνη, από την άλλη, σύμφωνα με μια αρχαία λαϊκή παράδοση πήρε το όνομά της από ένα χάλκινο νόμισμα (Κουρούνα) που βρέθηκε όταν έσκαβαν τα θεμέλια για τα τείχη. Αναφέρεται ακόμη πως το αρχικό της όνομα ήταν Κορώνεια, που της έδωσε ο οικιστής Επιμηλίδης, ο οποίος καταγόταν από τη βοιωτική Κορώνεια. Οι ντόπιοι, όμως, μάλλον δεν μπορούσαν να συνηθίσουν αυτήν την ονομασία και την παρέφθειραν σε Κορώνη.

Λεξιδάνειο είναι η ονομασία Ζαγόρι που προέρχεται από την εποχή της καθόδου Σλάβων φυλών στην Ελλάδα, οι οποίοι μετάφρασαν το αρχαίο όνομα της περιοχής «Παρωραία» που σημαίνει «Παρά Τω Όρος» σε «Ζαγόρι» που στα σλαβικά σημαίνει «πίσω από το βουνό», γεωγραφικά σε σχέση με τα Ιωάννινα.







Αλλά και η Νίσυρος, λέξη που κατά μία άποψη είναι φοινικική και σημαίνει είτε "εποπτεία" είτε "απόκομμα", "θραύσμα". Μία άλλη ερμηνεία, ωστόσο, ετυμολογεί τη Νίσυρο από τις λέξεις «νέω» και «σύρω», συνδυάζοντας εύστοχα το όνομα του νησιού με το μύθο της δημιουργίας του. 

Σύμφωνα με αυτόν, η Νίσυρος σχηματίστηκε κατά τη Γιγαντομαχία, όταν ο Ποσειδώνας, κυνηγώντας το γίγαντα Πολυβώτη στο Αιγαίο, τον πρόλαβε κοντά στην Κω και, αποσπώντας με την τρίαινά του ένα τμήμα από αυτή, το έριξε στον γίγαντα. Η Νίσυρος αποτελεί τον βράχο με τον οποίο καταπλάκωσε ο Ποσειδώνας τον Πολυβώτη και το νησί τρέμει ακόμη από τον τιμωρημένο γίγαντα. Ο μύθος συμβολίζει το ηφαίστειο και τις δονήσεις που ταράζουν το νησί.

Ενώ χριστιανικές ρίζες φαίνεται να έχει το όνομα της Καλαμάτας, αφού σύμφωνα με την παλαιότερη εκδοχή οφείλεται στην εκκλησία της Παναγιάς της Καλομάτας που υπήρχε στην περιοχή. Νεότερες, ωστόσο, έρευνες έχουν απορρίψει την παραπάνω εκδοχή και υποστηρίζουν ότι η Καλαμάτα πήρε το όνομα της είτε από την γειτονική αρχαία πόλη των Καλαμών, ή από τους πολλούς καλαμιώνες της περιοχής. Συζητιέται, τέλος, ότι το όνομα μπορεί και να προήλθε από το σύνηθες στην περιοχή επώνυμο Καλαμάτης που είναι γνωστό από αρκετά υστεροβυζαντινά έγγραφα.

Τέλος, για θρησκευτικούς λόγους ονομάστηκε έτσι και η Ρόδος
. Το όνομα του νησιού συσχετίζεται με το ομώνυμο λουλούδι (αποκαλείται άλλωστε και νησί των ρόδων), ιερό στον Ήλιο. Τα αρχαία νομίσματα της Ρόδου, μάλιστα, παρίσταναν από το ένα μέρος το κεφάλι του Ήλιου και από το άλλο το ρόδον. 

Για την ιστορία, και επειδή γνωρίζω πως πολλοί έχουν αυτή την απορία, λόγω της περίφημης ελληνικής ταινίας με τον Χατζηχρήστο, η Κολοπετινίτσα είναι το ελληνικό όνομα του μικρού χωριού Τριταία, στο νομό Φωκίδας.


Έλενας Μπούλια
Διαβάστε περισσότερα... »

Τρίτη 13 Μαΐου 2014

Τι σημαίνει η ομηρική φράση "ἱερὸν μένος" και η ετυμολογία των λέξεων "ιερός" και "μένος"





Η ομηρική φόρμουλα "ἱερὸν μένος",
απαντά στην Οδύσσεια, πάντα μετά την πενθημιμερή τομή και πριν από ένα όνομα προσώπου στη γενική πτώση. 

Το όνομα αυτό είναι σχεδόν σε κάθε περίπτωση του Αλκίνοου,  Ἀλκινόοιο. Μια φορά μόνο έχουμε τη γενική Ἀντινόοιο, που αποτελεί απλώς ένα μετρικό υποκατάστατο, ενώ η γενική Ἠελίοιο απαντά μόνο στον μεταγενέστερο ομηρικό ύμνο στον Απόλλωνα (στ. 371). 

Εκτός από δύο ύστερα παραδείγματα στον Κόιντο τον Σμυρναίο, τα οποία δεν έχουν το συνακόλουθο όνομα προσώπου, και εκτός από μεταγενέστερα ομηρικά παραθέματα (π.χ. στα έργα των σχολιαστών και των γραμματικών), ο τύπος δεν παραδίδεται εκτός του Ομήρου. Είναι φανερό, επομένως, ότι συνδεόταν ειδικά με το όνομα του Αλκίνοου. 

Η λέξη "ιερός" στην εποχή του Ομήρου, σήμαινε ό,τι και σήμερα, ενώ η λέξη μένος σήμαινε «δύναμη, οργή, πάθος». 

Ωστόσο η απόδοση «ιερή δύναμη του Αλκίνοου» δεν βγάζει νόημα. Θα πρέπει να καταφύγουμε στην ετυμολογία των λέξεων και να βρούμε την αρχική τους σημασία. 

Ετυμολογικά η λέξη "ιερός" (< ισερός) είναι ομόρριζη με τη λέξη ισχυρός και η αρχική της σημασία ήταν ακριβώς αυτή, «δυνατός». 

Η σύνδεσή της με τη σφαίρα των θεών, προέκυψε από το γεγονός ότι αυτοί ήταν οι κατεξοχήν ισχυρές οντότητες. Από την άλλη η λέξη μένος είχε την πρωταρχική σημασία «νους, σκέψη», αφού συνδέεται με τη ρίζα μεν-, η οποία δήλωνε ακριβώς την ικανότητα για σκέψη.[i] 

Συνεπώς η αρχική σημασία της φράσης στην επική παράδοση ήταν «η δυνατή σκέψη του Αλκίνοου». Το ότι πράγματι αυτή ήταν η αρχική σημασία ενισχύεται από το δεδομένο ότι όταν πρωτοδημιουργήθηκε η φράση εμπεριείχε ένα ξεκάθαρο λεξιλογικό παίγνιο: 

Αλκίνοος είναι ετυμολογικά «αυτός που έχει δυνατή σκέψη», από το αλκή = δύναμη και το νους. 

Συνεπώς η φράση κυριολεκτικά σήμαινε «η δυνατή σκέψη Αυτού-που-έχει-δυνατή-σκέψη»! Άρα δεν έχει άδικο ο λεξικογράφος Ησύχιος, όταν ισχυρίζεται ότι η φράση δεν είναι τίποτα άλλο, από μια περίφραση για το όνομα του Αλκίνοου.


[Katz, “Inherited poetics”, στο Bakker, A Companion to the Ancient Greek Language, Blackwell 2010]


[i] Η ρίζα στη βαθμίδα μν- δίνει τον αναδιπλασιασμένο ενεστώτα μιμνήσκω, τα ουσιαστικάμνήμη, ανάμνηση, μνημοσύνη, μνήμων κ.ά. 

Στην βαθμίδα μεν- δίνει εκτός από το μένος και τη λέξη μέντωρ. Στην βαθμίδα μον- δίνει λ.χ. τον παρακείμενο μέμονα. 

Στην βαθμίδα μαν-/μαιν- δίνει τις λέξεις μανία, μαίνομαι, μαινάδα, μάντις κ.ά. Όλες οι λέξεις έχουν να κάνουν με την διανοητική ικανότητα του ανθρώπου (μέντωρ) ή την έλλειψή της (μανία). 


Διαβάστε περισσότερα... »

Σάββατο 26 Απριλίου 2014

Ετυμολογία λέξεων: Σύκο, συκώτι, συκωτόν ήπαρ, συκοφαντία - συκοφάντης


Από το σύκο, στο συκώτι 
και από το «έχει συκώτι», στο «το λέει η καρδιά του»




-'Τα σύκα σύκα και η σκάφη σκάφη'. 

-Υπάρχει σχέση ανάμεσα στο σύκο, το συκώτι και το συκοφάντη;

-Τι σημαίνουν οι φράσεις: «μου κόπηκαν τα ήπατα», «λέω τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη»;



Το συκώτι, ένα από τα σπουδαιότερα ανθρώπινα όργανα, εθεωρείτο
από την αρχαιότητα η έδρα του θάρρους, του θυμού και του φόβου. 


Η λέξη «λευκηπατίας» (ή λευχηπατίας), αυτός δηλαδή που έχει λευκό συκώτι, σήμαινε τον δειλό, αυτόν που δεν έχει αίμα στις φλέβες του, όπως θα λέγαμε σήμερα. 

Η αρχαιοελληνική σύνδεση του συκωτιού με το θάρρος και τον θυμό εμφανίζεται και σε άλλες γλώσσες: έτσι, στα ιταλικά και στα ισπανικά, η έκφραση «έχει συκώτι» (avere fegato και tener higado, αντίστοιχα) σημαίνει τον θαρραλέο άνθρωπο, αυτόν που «το λέει η καρδιά του».

Παρόμοια, οι Γάλλοι χρησιμοποιούν την έκφραση 'avoir les foies blancs' (έχει άσπρο συκώτι) για να χαρακτηρίσουν τον δειλό τον λιπόψυχο. Ανάλογο είναι και το αγγλικό 'lily-livered'. 

Στη νεοελληνική γλώσσα, λέμε μου 'κόπηκαν τα ήπατα' (αξιοπρόσεκτη η διατήρηση του αρχαίου τύπου!) για να δηλώσουμε τον υπερβολικό φόβο, όπως λέμε 'μου έπρηξες το συκώτι', σε κάποιον ενοχλητικό και 'μη χαλάς το συκώτι σου', δηλαδή μην θυμώνεις (για πράγματα ανάξια λόγου). 

Τέτοιες φράσεις βρίσκουμε και σε άλλες γλώσσες, λ.χ. στα ιταλικά λένε 'si mangia il fegato(τρώει το συκώτι του) για κάποιον που βράζει από το θυμό του, ενώ στα ισπανικά η έκφραση 'moler los higados' σημαίνει ακριβώς «πρήζω το συκώτι κάποιου».

Οι λέξεις foie, fegato, higado, προέρχονται όλες από τα ελληνικά, μέσω των λατινικών.
 

Η λέξη 'συκώτι', όμως, από πού προέρχεται; 

Από το σύκο, είναι η απάντηση, αν και η διαδρομή δεν είναι προφανής. 





Η συκιά και ο καρπός της, το σύκο, υπάρχουν στην Ελλάδα από πολύ παλιά -μαρτυρούνται και στον ‘Ομηρο, αν και η λέξη «σύκο», ίσως να είναι προελληνική. 

Το σύκο διαδραμάτιζε κεφαλαιώδη ρόλο στο διαιτολόγιο των αρχαίων Ελλήνων, το οποίο με τα σημερινά δεδομένα θα κρινόταν αφάνταστα φτωχό. 

Το σύκο λοιπόν, το εκτιμούσαν ιδιαίτερα και μάλιστα τάιζαν ορισμένα ζώα (ιδίως χήνες και γουρούνια), αποκλειστικά ή σχεδόν με σύκα, ώστε το συκώτι τους να νοστιμίσει. 

Αυτό το έδεσμα, κάτι ανάλογο με το σημερινό φουά-γκρα, το ονόμαζαν, πολύ λογικά, «συκωτόν ήπαρ». 

Με τον καιρό, το ουσιαστικό εξέπεσε και παρέμεινε το επίθετο, «συκωτόν», το οποίο έφτασε να χαρακτηρίζει, όχι μόνον το ειδικά προετοιμασμένο συκώτι, αλλά το συκώτι γενικά. 

Αυτό το γλωσσικό φαινόμενο, η έκπτωση δηλαδή του ουσιαστικού, είναι αρκετά συνηθισμένο στα ελληνικά (πρβλ. ποντικός μυς δηλ. το ποντίκι από τον (Εύξεινο) Πόντο, που έγινε ποντικός, νεαρόν ύδωρ, πανικός φόβος). 

Οι Ρωμαίοι ξεσήκωσαν από τα ελληνικά το 'συκωτόν ήπαρ', το είπαν 'iecur fegatum', μεταφράζοντας κατά λέξη, και με μια παρόμοια διαδικασία έμεινε το σκέτο 'fegatum' από το οποίο προήλθαν οι λέξεις που είδαμε πιο πάνω.





Αλλά ας γυρίσουμε στο σύκο. 

Στην αρχαία ελληνική, το σύκο ως λέξη, παίζει και αυτό σπουδαίο ρόλο. 




Πολλές παροιμιακές εκφράσεις υπάρχουν, όπως π.χ. «όσο διαφέρει σύκα καρδάμων» (για δύο όλως ανόμοια πράγματα) ή «σύκον χειμώνος αιτώ» για άκαιρες επιθυμίες ή επιχειρήσεις. 

Επειδή το ξύλο της συκιάς ούτε γερό είναι ούτε καίγεται καλά, βγήκε το επίθετο «σύκινος» που σήμαινε «άχρηστος, ανώφελος».





Πασίγνωστη είναι και η αρχαία έκφραση «ονομάζω τα σύκα σύκα (και τη σκάφη σκάφη)» που πέρασε απαράλλαχτη και στα νεότερα ελληνικά. Η προέλευση της σκάφης αυτής δεν έχει ξεκαθαριστεί, είναι όμως πιθανότατο να οφείλεται σε σεξουαλικό υπονοούμενο. 

Και βέβαια, το σύκο είχε από την αρχαιότητα και ερωτική σημασία, μια και σήμαινε το γυναικείο γεννητικό όργανο. Από αυτή την τελευταία σημασία ίσως προήλθε και η λέξη «συκοφάντης». 

Η εκδοχή που ακούγεται συχνότερα, ότι δηλαδή η λέξη προήλθε από αυτούς που κατάγγελλαν τους λαθραίους εξαγωγείς σύκων (πράγμα που, υποτίθεται, απαγορευόταν), όσο και αν είναι ελκυστική, δεν φαίνεται να ευσταθεί, καθώς δεν υπάρχει στα αρχαία κείμενα αναφορά σε τέτοιον αθηναϊκό νόμο. 

Μάλλον λοιπόν η λέξη προέρχεται (σύκον+φαίνω) από αυτούς που κατάγγελλαν συμπολίτες τους, για παράνομες ερωτικές σχέσεις.




Σε άλλες γλώσσες, αντίθετα, η μεταχείριση του σύκου είναι πιο υποτιμητική: 'non vale un fico secco', δηλαδή δεν αξίζει ένα ξερό σύκο, λένε οι Ιταλοί για κάτι που δεν αξίζει δεκάρα, 'no dar un higo' λένε οι Ισπανοί για κάτι που δεν τους ενδιαφέρει καθόλου, το ανάλογο και οι άγγλοι. 

Η γαλλική έκφραση 'mi-figue mi-raisin' (μισό σύκο, μισό σταφίδα) δηλώνει κάποιον ή κάτι που δεν είναι ούτε καλός ούτε κακός, που δεν είναι και τόσο σόι. 

Πάντως, και η ερωτική έννοια του σύκου διατηρείται: ανάμεσα στα άλλα παραδείγματα, ο οδηγός της εφημερίδας El País για το καλό στυλ (στα ισπανικά), συστήνει στους συντάκτες να αποφεύγουν διάφορες αγγλοσαξωνικές λέξεις, μεταξύ των οποίων και τη λέξη sexy, αντί της οποίας προτείνονται δύο λύσεις: η λέξη erótico και η λέξη sicalíptico. 

Η πρώτη δεν θέλει εξήγηση βέβαια, η δεύτερη όμως προέρχεται από το γνωστό μας σύκο και από το «άλειψις», δηλαδή χάιδεμα, τρίψιμο, διέγερση σαν να λέμε. Να προσθέσουμε ότι η λέξη δεν μαρτυρείται στα αρχαία ελληνικά: πλάστηκε στα τέλη του περασμένου αιώνα.


Δείτε επίσης: εδώεδώ, εδώ κι εδώ



[ΠΗΓΗ: Νίκος Σαραντάκος (www.sarantakos.com) (για περισσότερες πληροφορίες 24grammata.com)


Διαβάστε περισσότερα... »

Ετυμολογία λέξεων: "επί τον τύπον των ήλων"


Επί τον τύπον των ήλων 


ήλος: το καρφί. 


Σήμερα χρησιμοποιείται συνήθως στη φράση «θέτω τον δάκτυλον επί (εις) τον τύπον των ήλων» = στο αποτύπωμα των καρφιών (πάνω στο σώμα του Χρηστού), που μεταφορικά σημαίνει «στο σημείο, στο θέμα που κυρίως ενοχλεί. 

Δηλαδή, σήμερα η φράση χρησιμοποιείται μεταφορικά, για να δηλώσει την πρόθεση των ομιλητών να μπουν στην ουσία ενός ζητήματος, ν’ αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα άμεσα και ευθέως.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
-πρέπει να βάλουμε το δάχτυλο επί τον τύπον των ήλων, αντικρίζοντας κατάματα το πρόβλημα των ναρκωτικών




ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΛΕΞΕΩΣ "ΗΛΟΣ" 
στην αρχαία ελληνική η λέξη χρησιμοποιείται για το καρφί. Η λέξη ήλος στα χρόνια του μεσαίωνα αντικαθίσταται από το καρφί/ καρφίον, υποκοριστικό του αρχαίου κάρφος. 

Είναι γνωστή η φράση του Χριστού: «Μή κρίνετε , ἵνα μή κριθῆτε… Τι δέ βλέπεις τό κάρφος τό ἐν τῳ ὀφθαλμῷ του ἀδελφοῦ σου, τήν δέ ἐν τῳ σῷ ὀφθαλμῷ δοκόν οὐ κατανοεῖς;».

Η φράση «επί τον τύπον των ήλων» του Ευαγγελίου, που σήμερα χρησιμοποιείται μεταφορικά, για να δηλώσει την πρόθεση των ομιλητών να μπουν στην ουσία ενός ζητήματος, ν’ αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα άμεσα και ευθέως, είναι εσφαλμένη. 





Η ορθή φράση που απευθύνει στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο ο Θωμάς, στους λοιπούς αποστόλους, όταν του αναγγέλουν ότι είδαν τον Χριστόν, είναι: «ἐάν μή ἴδω ἐν ταῖς χερσίν αὐτοῦ τόν τύπον τῶν ἥλων καί βάλω τόν δάκτυλόν μου εἰς τόν τύπον τῶν ἥλων» και όχι "επί τον τύπον των ήλων". 

ΠΑΡΑΓΩΓΑ
-καθηλώνω (= στερεώνω με καρφιά), 
-καθήλωση (= κάρφωμα), 
-προσηλώνω (= αρχική σημασία «καρφώνω, στερεώνω» και στη συνέχεια «δίνω αποκλειστική προσοχή, αφοσιώνομαι), 
-ξηλώνω (αρχική σημασία ξεκαρφώνω – δεν έχει καμιά ετυμολογική σχέση με το ξύλο)


[ΛΕΞΙΚΑ: 
-Γ. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ Λεξικό Νέας Ελληνικής Γλώσσας 
-Γ. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Ιστορία των Λέξεων με σχόλια και ένθετους πίνακες, 
-ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ιδρύματος Μανώλη Τριανταφυλλίδη]
-ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ και στα ηλεκτρονικά λεξικά της ΠΥΛΗΣ για την Ελληνική γλώσσα


Διαβάστε περισσότερα... »

Ετυμολογία λέξεων: Ερμής, ερμηνεία, διερμηνέας, έρμαιο, ερμητικός, ανερμάτιστος, ερμαφρόδιτος






Ο Ερμής ήταν ιδιαίτερα αγαπητός από τους αρχαίους Έλληνες και τους Λατίνους (αγγελιαφόρος θεών, ψυχοπομπός, θεός των Γραμμάτων -Λόγιος Ερμής, θεός του εμπορίου - Κερδώος Ερμής, κ.ά.). 

Η ετυμολογία της λέξης προήλθε, πιθανότατα, από το έρμα (που σημαίνει «σωρός λίθων»), επειδή ο σωρός των λίθων που συγκεντρωνόταν πάνω από τους τάφους, ήταν συνδεδεμένος με τον Ψυχοπομπό Ερμή.

Η λέξη έρμα (και ο ερματισμός) χρησιμοποιήθηκε και στα καράβια για να δηλώσει το βάρος, που ρυθμίζει την ισορροπία των πλοίων (ιταλ.: zavora > σαβούρα). 

Απ' εδώ και ο ανερμάτιστος άνθρωπος (: ο δίχως ηθικό αντίβαρο)

Ο
Ερμής, εκτός των άλλων, επεξηγούσε στους ανθρώπους τη βούληση των θεών, ήταν, δηλαδή ο «εξηγητής» και γι αυτό οι λέξεις: ερμηνεία, ερμηνευτής, διερμηνέας, ερμηνευτικός, ερμηνεύω, κ.ά., φέρουν το όνομα του. 

Αντίθετα, κατά το Μεσαίωνα, συνδυάστηκε με τους Αλχημιστές (Hermetici > Ερμητικοί) και ιδιαίτερα με την τεχνική να σφραγίζουν τα δοχεία τους με αποτέλεσμα η λ. ερμητικός να δηλώνει το «εντελώς κλειστό», το «σφραγισμένο»

Στο θεό Ερμή αποδιδόταν και το έρμαιο:
«το δώρο του Ερμή», το «θεόσταλτο», «το απροσδόκητο εύρημα»



Κοιμώμενος Ερμαφρόδιτος. Αρχαίο αντίγραφο του 3ου π.Χ. αιώνα. Μουσείο Λούβρου.



Τοιχογραφία της Πομπηίας που παριστάνει Ερμαφρόδιτο να τυγχάνει περιποίησης από θεραπαινίδες. Ο αριστερός πωγωνοφόρος είναι προφανώς ο Κύπριος Αφρόδιτος.




Ο Ερμαφρόδιτος ήταν ο μυθικός γιος του Ερμή και της Αφροδίτης (εξ ου και το όνομα του), ο οποίος παρουσίαζε χαρακτηριστικά και των δύο φύλων

Η εμπορικοί δρόμοι των αστικών κέντρων είναι, συνήθως, αφιερωμένοι στο θεό
Ερμή,
τον Κερδώο Ερμή (οδός Ερμού), ο οποίος ήταν και προστάτης του εμπορίου. 

Στα Λατινικά o Ερμής «πέρασε» ως Mercurius > ιταλ. mercato, γαλλ: mercenaire, αγγλ.: market








[ΠΗΓΗ: 24grammata.com / από τη ζωή των λέξεων]

Διαβάστε περισσότερα... »

Ετυμολογία λέξεων: 'ειρήσθω εν παρόδω', 'εν τη ρύμη του λόγου'


«Ειρήσθω εν παρόδω» – «εν τη ρύμη του λόγου»
συχνά οι δυο λόγιες αυτές εκφράσεις, συγχέονται στη χρήση και προκαλούν λάθη. 

Το πρώτο, χρησιμοποιείται για την προαναγγελία της αναφοράς από τον ομιλητή, στοιχείων συμπληρωματικών, π.χ. Ο Περικλής, ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, ηγείτο των Αθηναίων, υπήρξε ο αρχιτέκτονας του μεγαλείου της αθηναϊκής ηγεμονίας.

Ενώ το «εν τη ρύμη του λόγου», σημαίνει στη ροή του λόγου, καθώς μιλάει κανείς, π.χ. του ξέφυγαν τα λόγια αυτά, εν τη ρύμη του λόγου του. 

Εν ολίγοις, το «ειρήσθω εν παρόδω», σημαίνει χονδρικά «ας μου επιτραπεί να αναφέρω παρενθετικώς», ενώ το  «εν τη ρύμη του λόγου», σημαίνει αδρομερώς «στη ροή του λόγου, μιλώντας».
 



«ΕΙΡΗΣΘΩ ΕΝ ΠΑΡΟΔΩ»
η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται παρενθετικά, για να δηλώσει ο ομιλητής, ότι πρόκειται να προσθέσει συμπληρωματικά ή διευκρινιστικά, ορισμένες πληροφορίες

Αντίθετα το...

«ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ»
έχει διαφορετική σημασία και χρήση. Με τη φράση αυτή, που έχει κατά κανόνα αρνητική (κακόσημη) υφολογική χροιά, σχολιάζεται και εξηγείται από τον ομιλητή η στάση κάποιου, τα λεγόμενά του κ.λπ. 

Δηλαδή:
«εν τη ρύμη του λόγου» σημαίνει: καθώς μιλά κανείς γρήγορα. 

Η λέξη 'ρύμη' σημαίνει: 
1. ορμή, δύναμη με την οποία κινείται κάτι. 
2. στενός δρόμος, σοκάκι. 



ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ 
ΣΗΜΕΡΙΝΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΤΩΝ ΕΚΦΡΑΣΕΩΝ
-Αυτά τα έξοδα, ειρήσθω εν παρόδω, δεν θα βαρύνουν τον προϋπολογισμό του Πανεπιστημίου, αλλά θα καταβληθούν από την Κοινότητα. 

-Ο Υπουργός, εν τη ρύμη του λόγου του, ομολόγησε ορισμένα βαριά λάθη που διέπραξε η κυβέρνησή του. 

-Εν τη ρύμη του λόγου, αναφέρθηκε και σε άλλα θέματα. 

-Ήταν φυσικό, εν τη ρύμη του λόγου, να υπερβάλει. 


[ΛΕΞΙΚΑ
-Γ. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ Λεξικό Νέας Ελληνικής Γλώσσας 
- Γ. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Ιστορία των Λέξεων με σχόλια και ένθετους πίνακες, 
-ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ιδρύματος Μανώλη Τριανταφυλλίδη ]



Διαβάστε περισσότερα... »

Ετυμολογία λέξεων: βανδαλισμός, βάνδαλος, βάρβαρος



Βανδαλισμός 
το 1973 ο Ρωμαιοκαθολικός αββάς Γρηγόριος, έπλασε τη λέξη vandalisme «βανδαλισμός», για να καταδικάσει την καταστροφή βιβλιοθηκών και μνημείων κατά τις ταραχές μετά τη Γαλλική Επανάσταση, που του υπενθύμιζαν τη δράση των Βανδάλων. 

Έκανε μάλιστα το εξής σχόλιο: «Δημιουργώ τη λέξη, για να σκοτώσω το πράγμα».




ΒΑΝΔΑΛΙΣΜΟΣ
βάρβαρη, καταστροφική πράξη, σκόπιμη πρόκληση φθοράς καλλιτεχνικών δημιουργημάτων 


βάνδαλος
αυτός που καταστρέφει σκόπιμα έργα του πολιτισμού και κατ’ επέκταση αυτός που προκαλεί καταστροφές, χωρίς να ενδιαφέρεται για την αξία όσων καταστρέφει, ο άξεστος, ο απολίτιστος, ο αγροίκος, ο βάρβαρος


ΒΑΡΒΑΡΟΣ 
αυτός που δεν έχει εκπολιτιστεί, που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ανθρωπιάς, ευγένειας, λεπτότητας.

ΣΥΝΩΝΥΜΑ: σκαιός, βάναυσος, απάνθρωπος.


ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ ΒΑΡΒΑΡΟΣ 
η λέξη αυτή δήλωνε αρχικά τον αλλόγλωσσο, δηλαδή αυτόν που μιλούσε ακατανόητη στους Έλληνες γλώσσα. 

Για παράδειγμα στον Όμηρο, χαρακτηρίζονται βαρβαρόφωνοι οι Κάρες της Μικράς Ασίας. 

Σε άλλα κείμενα αργότερα, ως βάρβαροι αναφέρονται οι Τρώες, οι Μήδοι και οι Πέρσες. 

Στον Πλάτωνα συναντούμε τη διάκριση των ανθρώπων σε Έλληνες και βαρβάρους, με την έννοια ότι οι άνθρωποι, είναι είτε ελληνόφωνοι, είτε όχι. 

Επειδή όπως οι λαοί της Ασίας, που ήταν με την παραπάνω έννοια βαρβαρόφωνοι, ζούσαν σε καθεστώτα απολυταρχικά, χωρίς ελευθερίες, στη συνείδηση των Ελλήνων οι «βάρβαροι» λαοί ταυτίστηκαν με την ανελευθερία και τη δουλικότητα. 

Η Ιφιγένεια, μάλιστα, στην τραγωδία του Ευριπίδη «Ιφιγένεια εν Αυλίδι, υποστηρίζει ότι είναι φυσικό να εξουσιάζουν οι Έλληνες τους βαρβάρους και όχι το αντίστροφο, ακριβώς επειδή οι Έλληνες είναι ελεύθεροι, ενώ οι βάρβαροι δούλοι. 

Αξίζει να σημειωθεί ότι τέτοιες απόψεις, που οδήγησαν στην περίφημη διατύπωση «πας μη Έλλην βάρβαρος», δεν εμπεριέχουν ρατσιστικές ιδέες, κρίνοντας με τα σύγχρονα δεδομένα, αλλά βασίζονται στη διαπίστωση της υπεροχής των ελεύθερων πολιτών έναντι ανθρώπων που δεν γνώρισαν ποτέ πολιτική ελευθερία. 

Μετά τους Περσικούς Πολέμους, η λέξη απέκτησε κακόσημο περιεχόμενο και δήλωσε επίσης τον απολίτιστο, τον άγριο και αμαθή. 

Έτσι, βαθμηδόν η λέξη βάρβαρος απέκτησε τη σημερινή σημασία «σκληρός και απάνθρωπος, κτηνώδης», που βρίσκεται δηλαδή σε άγρια ή ημιάγρια κατάσταση, άνθρωπος που δεν καταλαβαίνει από τέχνη 

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ 
ΣΗΜΕΡΙΝΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ
-Bάρβαρες φυλές της Αφρικής. 
-Στην εποχή μας δεν υπάρχουν πια βάρβαροι λαοί. 
-Ο φασισμός είναι βάρβαρο καθεστώς. 
-H γενοκτονία των Αρμενίων ήταν μια βάρβαρη πράξη. (έκφρ.) 
-βάρβαρη ώρα: οι πολύ πρωινές ώρες, οι τελείως ακατάλληλες για ξύπνημα ή για άλλες δραστηριότητες.
-Πότε θα μάθεις τρόπους, βάρβαρε άνθρωπε; 


[ΛΕΞΙΚΑ: Γ. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ Λεξικό Νέας Ελληνικής Γλώσσας και Γ. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Ιστορία των Λέξεων με σχόλια και ένθετους πίνακες, ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ιδρύματος Μανώλη Τριανταφυλλίδη ]

ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ και στα ηλεκτρονικά λεξικά της ΠΥΛΗΣ για την Ελληνική γλώσσα


Διαβάστε περισσότερα... »

Παρασκευή 25 Απριλίου 2014

Ετυμολογική προσέγγιση των λέξεων: "Λυκαβηττός", "Υμηττός" και "Αρδηττός" ("Αρδιττός")




1. Ο 'Λυκαβηττός'  είναι ένα χαρακτηριστικό σημείο γεωμορφολογίας της Αθήνας από την αρχαιότητα καθώς αποτελεί και το ψηλότερο σημείο της. 

Ονομάστηκε επίσης και 'Αγχεσμός' για να δηλώσει την κοντινή του απόσταση ως προς την Αθήνα (αγχι= κοντά, πλησίον) μια εποχή που η πόλη δεν είχε επεκταθεί ως αυτόν.

Το πιο παράλογο που έχει γραφεί για τον Λυκαβηττό
είναι πως το όνομα προέρχεται από τους λύκους που κατοικούσαν ή περιφέρονταν στον λόφο.

Μια άλλη, λιγότερο απογοητευτική, εξήγηση έρχεται από τον Ησύχιο που γράφοντας «λύκοις πληθύειν του όρους»
εννοούσε πως ο λόφος ήταν κατάφυτος από τα κρινάκια της Ιριδας που ο λαός ονόμαζε λύκους.

Η ορθή όμως προσέγγιση, είναι αυτή που λέει πως ο λόφος ονομάστηκε
έτσι από το λυκαυγές (λύκη) και το βαίνω (έρχομαι), καθώς ο ήλιος ξεπρόβαλλε κάθε πρωί πάνω από αυτόν, για τους κατοίκους της Αθήνας. 

Το όνομα σχεδόν ταυτίζεται με τη λέξη λυκάβας που χρησιμοποιούσαν
οι αρχαίοι για τον ενιαυτό (το έτος) σημειώνοντας την πορεία του ηλιακού φωτός μέσα από τον κύκλο των εποχών.


Αυτό όμως που δεν προσδιορίζεται από κανέναν είναι, πως το δεύτερο συνθετικό της λέξης, το «ηττος», δεν είναι ένα απλό συνοδευτικό που μπήκε ώστε να ολοκληρωθεί το όνομα, ούτε μια «τραβηγμένη» κατάληξη για να διαφοροποιήσει τον Λυκαβηττό, από άλλες λέξεις και ονόματα όπως τα λυκάβας, λυκίβατος, Λυκαστός, κλπ.

Το «ηττος» μπήκε σκόπιμα, σημαίνοντας κάτι πολύ συγκεκριμένο, με την σοφία που οι πρόγονοί μας
διέθεταν ώστε η κάθε λέξη που δημιουργούσαν να αντικατοπτρίζει με ακρίβεια τα χαρακτηριστικά που ήθελαν να περιγράψουν.

Στην αρχαιότητα οι κατοικίες των Αθηναίων και η καρδιά της πόλης, η αγορά, βρίσκονταν βόρεια του Παρθενώνα.
Από εκεί κοιτάζοντας, κάθε πρωί, ανατολικά (όπου η θέση του Λυκαβηττού σε σχέση με αυτούς) έβλεπαν τον λόφο να εμποδίζει το πρώτο φώς της ημέρας (λύκη) να φτάσει στα σπίτια τους.

Αυτόν τον περιορισμό (ελάττωση-έλλειψη), αποτύπωσαν στο όνομα 'Λυκαβηττός',
χρησιμοποιώντας την λέξη 'ήττα', διατυπωμένη ως «ηττός», καθώς αυτό που αντίκριζαν ήταν η ήττα του φωτός εξ αιτίας του λόφου.

Όπως θα δούμε στην συνέχεια, αυτή δεν ήταν η μοναδική περίπτωση
που η λέξη 'ήττα' χρησιμοποιείται ως δεύτερο συνθετικό, για την δημιουργία ονόματος.


Μια πιο τολμηρή ανάλυση του ονόματος θα το χώριζε σε τρία μέρη (Λυκ+αβ+ηττός) όπου, χωρίς να αλλάζει το νόημά ως προς το «λυκ» και το «ηττος», το παρένθετο «αβ» θα σήμαινε την θέση του λόφου με βάση τα σημεία του ορίζοντα. 

Δηλαδή το «αβ» θα μπορούσε να προσδιορίζει ανατολή+βορά καθώς, για να είμαστε ακριβείς, ο Λυκαβηττός βρισκόταν βορειοανατολικά της αρχαίας Αθήνας.

Ενας βορειοανατολικός προσανατολισμός που ανάλογα με την πορεία του ηλίου ανάμεσα
στις ισημερίες και τα ηλιοστάσια έφερνε το πρώτο φώς της ημέρας πότε πιο βόρεια και πότε πιο νότια στον ανατολικό ορίζοντα των Αθηναίων πολιτών.


2.Ανάλογη χρήση του «ηττος» έχουμε και στο όνομα του 'Υμηττού'.


'ΥΜΗΤΤΌΣ' - Φωτό: George Bassiliou


Ο Υμηττός αναφέρεται από την αρχαιότητα ως ένα κατ’ εξοχήν ξηρό και άνυδρο όρος και αυτό αποτυπώνεται στην επιπρόσθετη ονομασία του νότιου τμήματός του ως ‘Άνυδρος Υμηττός (λεγόταν επίσης Ελάσσων Υμηττός).

Δείτε τις πολλές άστοχες εκδοχές για το όνομα:
users.otenet.gr/~mictop/hymeto.htm

Δεν γνωρίζουμε από πότε δόθηκε η ονομασία Άνυδρος Υμηττός,
όμως αυτό το διπλό όνομα αποτελεί πλεονασμό και φανερώνει την άγνοια της γλώσσας μας αυτών που το χρησιμοποιούσαν γιατί με το όνομα Υμηττός επισημαίνεται ήδη ο άνυδρος τόπος.

Το «ηττος» είδαμε πως μπαίνει σε μια λέξη ή όνομα
για να δηλώσει την έλλειψη-περιορισμό (ήττα) του πρώτου συνθετικού.

Το πρώτο συνθετικό του ονόματος, το «υμ» προέρχεται από την λέξη 'ύμα',  που και αυτή με την σειρά της παράγεται από το 'ύω' (=βρέχω, υγραίνω, ποτίζω) που μας δίνει τον υετό (=βροχή).

Το 'ύμα' (ουδ.), δηλώνει αυτό που είναι βρεγμένο, υγρό, που περιέχει νερό. 

'Υμος' είναι ή υγρασία, που στα λατινικά πέρασε σαν humus,humidus' με το αρχικό h να παίρνει τη θέση της δασείας' που είχε η λέξη.

Ο Υμηττός δεν έχει πολλά νερά, κάτι που επισημάνθηκε από τους τότε κατοίκους της Αττικής και μας μεταφέρθηκε μέσω του ονόματος (υμα+ηττος).

Σημειώστε, επίσης, πως στην αρχαιότητα υπήρχε πόλη στην Βοιωτία
(κοντά στον Ορχομενό) με το όνομα Υηττός (υ+ηττος).

Γνωρίζουμε πως το 'Υ' χρησιμοποιείται για να δηλώσει το υγρό στοιχείο ή την κοιλότητα που το περιέχει (ύδωρ, υδρία),
όπως γνωρίζουμε και για την αποξήρανση της Βοιωτικής λίμνης από τους Μινύες. Αυτή η «ήττα» του υγρού στοιχείου εκεί, αποτυπώνεται στο όνομα της Υηττού.

Την ίδια λογική μπορούμε να ακολουθήσουμε, ώστε να εξηγήσουμε
και άλλα ονόματα που τελειώνουν σε «ηττος» σε συνδυασμό πάντα με ιδιαίτερα γνωρίσματα μιας περιοχής ή πόλης.

Αρχαίοι Δήμοι της Αττικής υπήρξαν οι Γαργηττός και Σφηττός. Δεν έχω επαρκή στοιχεία για την προέλευση των ονομάτων,
αν και το δεύτερο συνθετικό, όπως είδατε, έχει αποκρυπτογραφηθεί.

(Οπωσδήποτε τα ονόματα –αυτά και άλλα- δεν προέρχονται από μυθολογικούς ήρωες. 
Η απόδοση ενός ονόματος σε κάποιον ημίθεο ή ήρωα είναι κάτι που, τις περισσότερες φορές, «κατασκευάζεται» εκ των υστέρων για να αποκτήσει μια πόλη τον δικό της, ιδιαίτερο χαρακτήρα).


3. Μια άλλη, ξεχωριστή περίπτωση αποτελεί το όνομα 'Αρδηττός'.


Φαινομενικά, και με βάση το πώς το γράφουμε, αποτελείται από το «αρδ» και το «ηττος».

Άρα πάλι θα είχαμε έλλειψη του υγρού στοιχείου αφού το «αρδ» προέρχεται από την υδρόλεκτη (*) ρίζα «αρ»
που επίσης χρησιμοποιείται για ονόματα λιμνών, ποταμών, ποτάμιων θεοτήτων, κλπ. π.Χ. ‘Αρδας, ‘Αραχθος, Αράχυτος (ποταμοί), Αράλη (λίμνη), Αρέθουσα (νηριήδα, θεότητα των νερών και όνομα πηγής), Αρήνη (ποτάμια πόλη), αρύω (αντλώ ύδωρ).

Όμως, γνωρίζουμε από την αρχαιότητα πως ο συγκεκριμένος λόφος δεν υπήρξε ποτέ άνυδρος.
Αντίθετα, ήταν πάντα κατάφυτος και με τον ποταμό Ιλισσό, να περνάει από τα «πόδια» του.

Άρα δεν υπάρχει έλλειψη νερού ή δυσκολίες στην άρδευση του λόφου
και της γύρω περιοχής, όπως μας περιγράφει το όνομα Αρδηττός.

Τι συμβαίνει λοιπόν και που είναι το λάθος; 

Η απάντηση βρίσκεται ταυτόχρονα στην ορθογραφία της λέξης και στην τοπική μορφολογία.

Γράφουμε το όνομα λανθασμένα. Ακόμα κι αν έφτασε ως εμάς από αρχαία κείμενα ή επιγραφές σαν Αρδηττός,
κατηγορηματικά δηλώνω πως ήταν κι εκεί το όνομα γραμμένο ανορθόγραφα.

Αυτοί που έδωσαν το όνομα είπαν τον λόφο Αρδιττό (με γιώτα), για συγκεκριμένο λόγο γνωρίζοντας πολύ καλά τι έκαναν.

Γιατί… φτάνοντας ο ποταμός Ιλισσός κάτω από τον λόφο, χωρίζεται σε δύο ρεύματα, γίνεται διττός (διπλός, σε δύο μέρη).
 

Πιο κάτω βέβαια, τα δύο ρεύματα ενώνονταν πάλι σε ένα, αλλά η διπλή αυτή ροή, συνέβαινε μόνο στους πρόποδες του λόφου.

Πλήρης περιγραφή της πορείας του Ιλισσού και της περιοχής:




Άρα έχουμε το υδρόλεκτο «αρ»
μαζί με το «διττός» (αρ+διττός) για να χαρακτηρίσει αυτό το ιδιαίτερο φυσικό φαινόμενο (διπλό ρεύμα)
σε ένα σημείο που θα ονομαζόταν έτσι είτε υπήρχε εκεί ο λόφος είτε όχι.

Απλά ο λόφος «έτυχε» να στέκεται δίπλα σε αυτή την διττή ροή
του Ιλισσού και πήρε το όνομα που τον συνοδεύει ως τις μέρες μας.

Παρακαλούνται λοιπόν οι αρμόδιοι κρατικοί -δημοτικοί φορείς, σύλλογοι και οργανώσεις όπως και οι συγγραφείς , ερευνητές ή δημοσιογράφοι να διορθώσουν την λανθασμένη γραφή του 'Αρδιττού' σε επίσημα έγγραφα, οδικές επιγραφές, ανακοινώσεις, κείμενα, άρθρα, κλπ, ώστε να αποκατασταθεί το πραγματικό νόημα του ονόματος και να τιμηθεί η Ελληνική γλώσσα και αυτοί που την υπηρετούσαν με σεβασμό και δημιουργική φαντασία.

(*) Υδρόλεκτα: όρος από το βιβλίο 'Υδατική Λεξιγραφία', των Δωρικού-Χατζηγιαννάκη (εκδ. Ελεύθερη Σκέψη), για ρίζες της γλώσσας μας, που έχουν σχέση με το υγρό στοιχείο.


Γιάννης Χριστόπουλος-Δελφικός


Διαβάστε περισσότερα... »