«Ἕλληνες ἀεί παῖδες ἐστε, γέρων δέ Ἕλλην οὐκ ἔστιν» (Πλάτων, Τίμαιος, 22b).


"Ὁμολογεῖται μὲν γὰρ τὴν πόλιν ἡμῶν ἀρχαιοτάτην εἶναι καὶ μεγίστην καὶ παρὰ πᾶσιν ἀνθρώποις ὀνομαστοτάτην· οὕτω δὲ καλῆς τῆς ὑποθέσεως οὔσης,
ἐπὶ τοῖς ἐχομένοις τούτων ἔτι μᾶλλον ἡμᾶς προσήκει τιμᾶσθαι. 24. Ταύτην γὰρ οἰκοῦμεν οὐχ ἑτέρους ἐκβαλόντες οὐδ' ἐρήμην καταλαβόντες
οὐδ' ἐκ πολλῶν ἐθνῶν μιγάδες συλλεγέντες, ἀλλ' οὕτω καλῶς καὶ γνησίως γεγόναμεν ὥστ' ἐξ ἧσπερ ἔφυμεν, ταύτην ἔχοντες ἅπαντα τὸν χρόνον διατελοῦμεν,
αὐτόχθονες ὄντες καὶ τῶν ὀνομάτων τοῖς αὐτοῖς οἷσπερ τοὺς οἰκειοτάτους τὴν πόλιν ἔχοντες προσειπεῖν".
(Ἰσοκράτης, Πανηγυρικός, στίχοι 23-24).

Τα άρθρα που φιλοξενούνται στον παρόντα ιστότοπο και προέρχονται απο άλλες πηγές, εκφράζουν αποκλειστικά και μόνον τις απόψεις των συγγραφέων τους.

Καθίσταται σαφές ότι η δημοσίευση ανάρτησης, δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά αποδοχή των απόψεων του συγγραφέως.


ΕΑΝ ΘΕΛΕΤΕ, ΑΦΗΝΕΤΕ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ, ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΑΡΘΡΟ-ΑΝΑΡΤΗΣΗ (΄κλίκ΄ στο "Δεν υπάρχουν σχόλια"). ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ.

Ακολουθήστε μας στο Facebook

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 21 Απριλίου 2014

Σε ποιά γλώσσα μίλησαν ο Πιλάτος με τον Χριστό;



Σε ποια γλώσσα μίλησαν ο Πιλάτος με τον Χριστό;


Διαβάστε τα στοιχεία εκείνα τα οποία αποδεικνύουν, ότι η συνομιλία μεταξύ Ποντίου Πιλάτου και Ιησού Χριστού έγινε στην ελληνική γλώσσα, αφού α) δεν αναφέρουν τα ευαγγέλια την ύπαρξη κάποιου διερμηνέα και β) η ελληνική γλώσσα ήταν διαδεδομένη παντού και οι πάντες γνώριζαν, τουλάχιστον, στην εξελληνισμένη Παλαιστίνη, να μιλούν και να γράφουν ελληνικά!..




Χάλκινο νόμισμα που κόπηκε από τον Πόντιο Πιλάτο. 
Οπίσθια όψη: Ελληνικά γράμματα TIBEPIOY KAICAPOC (Τιβερίου Καίσαρα ) 
Πρόσθια όψη: Ελληνικά γράμματα IOYLIA KAICAPOC ([Ιουλία -μητέρα του-Καίσαρα)


ΕΙΝΑΙ ένα θέμα που προβληματίζει πολλούς ερευνητές. Αν δηλαδή η συνομιλία που έγινε μεταξύ του Πόντιου Πιλάτου και του Ιησού Χριστού έγινε ή όχι στην ελληνική γλώσσα. Ας δούμε, όμως τι λένε ακριβώς οι 4 ευαγγελιστές και θα επανέλθουμε:

1. ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ:

«… 11 Ο δε Ιησούς έστη έμπροσθεν τού ηγεμόνος· και επηρώτησεν αυτόν ο ηγεμών λέγων· Σύ εί ο βασιλεύς των Ιουδαίων; ο δε έφη αυτώ· Σύ λέγεις. 12 και εν τώ κατηγορείσθαι αυτόν υπό των αρχιερέων και των πρεσβυτέρων ουδέν απεκρίνατο. 13 τότε λέγει αυτώ ο Πιλάτος· Ουκ ακούεις πόσα σου καταμαρτυρούσι; 14 και ουκ απεκρίθη αυτώ προς ουδέ έν ρήμα, ώστε θαυμάζειν τον ηγεμόνα λίαν. 

15 Κατά δε την εορτήν ειώθει ο ηγεμών απολύειν ένα τώ όχλω δέσμιον ον ήθελον. 16 είχον δε τότε δέσμιον επίσημον λεγόμενον Βαραββάν. 17 συνηγμένων ούν αυτών είπεν αυτοίς ο Πιλάτος· Τίνα θέλετε απολύσω υμίν, Βαραββάν ή Ιησούν τον λεγόμενον Χριστόν; 18 ήδει γάρ ότι διά φθόνον παρέδωκαν αυτόν. 19 Καθημένου δε αυτού επί τού βήματος απέστειλε προς αυτόν η γυνή αυτού λέγουσα· Μηδέν σοί και τώ δικαίω εκείνω· πολλά γάρ έπαθον σήμερον κατ' όναρ δι' αυτόν.

20 Οι δε αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι έπεισαν τους όχλους ίνα αιτήσωνται τον Βαραββάν, τον δε Ιησούν απολέσωσιν.
21 αποκριθείς δε ο ηγεμών είπεν αυτοίς· Τίνα θέλετε από των δύο απολύσω υμίν; οι δε είπον· Βαραββάν. 22 λέγει αυτοίς ο Πιλάτος· Τί ούν ποιήσω Ιησούν τον λεγόμενον Χριστόν; λέγουσιν αυτώ πάντες· Σταυρωθήτω. 23 ο δε ηγεμών έφη· Τί γάρ κακόν εποίησεν; οι δε περισσώς έκραζον λέγοντες· Σταυρωθήτω.

24 ιδών δε ο Πιλάτος ότι ουδέν ωφελεί, αλλά μάλλον θόρυβος γίνεται, λαβών ύδωρ απενίψατο τας χείρας απέναντι τού όχλου, λέγων· Αθώός ειμι από τού αίματος τού δικαίου τούτου· υμείς όψεσθε. 25 και αποκριθείς πάς ο λαός είπε· Τό αίμα αυτού εφ' ημάς και επί τα τέκνα ημών. 26 τότε απέλυσεν αυτοίς τον Βαραββάν, τον δε Ιησούν φραγελλώσας παρέδωκεν ίνα σταυρωθή…» (Ματθ. 27, 11-26).


2. ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ:
«1 Καί ευθέως επί το πρωί συμβούλιον ποιήσαντες οι αρχιερείς μετά των πρεσβυτέρων και γραμματέων και όλον το συνέδριον, δήσαντες τον Ιησούν απήνεγκαν και παρέδωκαν τώ Πιλάτω. 2 και επηρώτησεν αυτόν ο Πιλάτος· Σύ εί ο βασιλεύς των Ιουδαίων; ο δε αποκριθείς είπεν αυτώ· Σύ λέγεις. 3 και κατηγόρουν αυτού οι αρχιερείς πολλά, αυτός δε ουδέν απεκρίνατο. 

4 ο δε Πιλάτος πάλιν επηρώτα αυτόν λέγων· Ουκ αποκρίνη ουδέν; ίδε πόσα σου καταμαρτυρούσιν. 5 ο δε Ιησούς ουκέτι ουδέν απεκρίθη, ώστε θαυμάζειν τον Πιλάτον. 6 Κατά δε εορτήν απέλυεν αυτοίς ένα δέσμιον όνπερ ητούντο. 7 ήν δε ο λεγόμενος Βαραββάς μετά των συστασιαστών δεδεμένος, οίτινες εν τή στάσει φόνον πεποιήκεισαν. 8 και αναβοήσας ο όχλος ήρξατο αιτείσθαι καθώς αεί εποίει αυτοίς. 9 ο δε Πιλάτος απεκρίθη αυτοίς λέγων· Θέλετε απολύσω υμίν τον βασιλέα των Ιουδαίων; 

10 εγίνωσκε γάρ ότι διά φθόνον παραδεδώκεισαν αυτόν οι αρχιερείς. 11 οι δε αρχιερείς ανέσεισαν τον όχλον ίνα μάλλον τον Βαραββάν απολύση αυτοίς. 12 ο δε Πιλάτος αποκριθείς πάλιν είπεν αυτοίς· Τί ούν θέλετε ποιήσω ον λέγετε τον βασιλέα των Ιουδαίων; 13 οι δε πάλιν έκραξαν· Σταύρωσον αυτόν. 14 ο δε Πιλάτος έλεγεν αυτοίς· Τί γάρ εποίησε κακόν; οι δε περισσοτέρως έκραξαν· Σταύρωσον αυτόν. 15 ο δε Πιλάτος βουλόμενος τώ όχλω το ικανόν ποιήσαι, απέλυσεν αυτοίς τον Βαραββάν, και παρέδωκε τον Ιησούν φραγελλώσας ίνα σταυρωθή.
» (Μάρκ. 15, 1-15)

3. ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ:

«1 Καί αναστάν άπαν το πλήθος αυτών ήγαγον αυτόν επί τον Πιλάτον. 2 ήρξαντο δε κατηγορείν αυτού λέγοντες· Τούτον εύρομεν διαστρέφοντα το έθνος και κωλύοντα Καίσαρι φόρους διδόναι, λέγοντα εαυτόν Χριστόν βασιλέα είναι. 3 ο δε Πιλάτος ηρώτησεν αυτόν λέγων· Σύ εί ο βασιλεύς των Ιουδαίων; ο δε αποκριθείς αυτώ έφη· Σύ λέγεις. 4 ο δε Πιλάτος είπε προς τους αρχιερείς και τους όχλους ότι ουδέν ευρίσκω αίτιον εν τώ ανθρώπω τούτω. 5 οι δε επίσχυον λέγοντες ότι ανασείει τον λαόν διδάσκων καθ’ όλης της Ιουδαίας, αρξάμενος από της Γαλιλαίας έως ώδε. 

6 Πιλάτος δε ακούσας Γαλιλαίαν επηρώτησεν ει ο άνθρωπος Γαλιλαίός εστι· 7 και επιγνούς ότι εκ της εξουσίας Ηρώδου εστίν, ανέπεμψεν αυτόν προς Ηρώδην, όντα και αυτόν εν Ιεροσολύμοις εν ταύταις ταίς ημέραις. 8 ο δε Ηρώδης ιδών τον Ιησούν εχάρη λίαν· ήν γάρ εξ ικανού θέλων ιδείν αυτόν διά το ακούειν αυτόν πολλά περί αυτού, και ήλπιζέ τι σημείον ιδείν υπ' αυτού γινόμενον. 9 επηρώτα δε αυτόν εν λόγοις ικανοίς· αυτός δε ουδέν απεκρίνατο αυτώ.

10 ειστήκεισαν δε οι γραμματείς και οι αρχιερείς εντόνως κατηγορούντες αυτού.
11 εξουθενήσας δε αυτόν ο Ηρώδης σύν τοίς στρατεύμασιν αυτού και εμπαίξας, περιβαλών αυτόν εσθήτα λαμπράν ανέπεμψεν αυτόν τώ Πιλάτω. 12 εγένοντο δε φίλοι ό τε Ηρώδης και ο Πιλάτος εν αυτή τή ημέρα μετ' αλλήλων· προϋπήρχον γάρ εν έχθρα όντες προς εαυτούς. 13 Πιλάτος δε συγκαλεσάμενος τους αρχιερείς και τους άρχοντας και τον λαόν 

14 είπε προς αυτούς· Προσηνέγκατέ μοι τον άνθρωπον τούτον ως αποστρέφοντα τον λαόν, και ιδού εγώ ενώπιον υμών ανακρίνας ουδέν εύρον εν τώ ανθρώπω τούτω αίτιον ών κατηγορείτε κατ' αυτού. 15 αλλ' ουδέ Ηρώδης· ανέπεμψα γάρ υμάς προς αυτόν· και ιδού ουδέν άξιον θανάτου εστί πεπραγμένον αυτώ. 16 παιδεύσας ούν αυτόν απολύσω. 17 ανάγκην δε είχεν απολύειν αυτοίς κατά εορτήν ένα. 18 ανέκραξαν δε παμπληθεί λέγοντες· Αίρε τούτον, απόλυσον δε ημίν Βαραββάν· 19 όστις ήν διά στάσιν τινά γενομένην εν τή πόλει και φόνον βεβλημένος εις την φυλακήν.

20 πάλιν ούν ο Πιλάτος προσεφώνησε, θέλων απολύσαι τον Ιησούν. 21 οι δε επεφώνουν λέγοντες· Σταύρωσον σταύρωσον αυτόν. 22 ο δε τρίτον είπε προς αυτούς· Τί γάρ κακόν εποίησεν ούτος; ουδέν άξιον θανάτου εύρον εν αυτώ· παιδεύσας ούν αυτόν απολύσω. 23 οι δε επέκειντο φωναίς μεγάλαις αιτούμενοι αυτόν σταυρωθήναι, και κατίσχυον αι φωναί αυτών και των αρχιερέων. 24 ο δε Πιλάτος επέκρινε γενέσθαι το αίτημα αυτών, 25 απέλυσε δε αυτοίς τον Βαραββάν τον διά στάσιν και φόνον βεβλημένον εις την φυλακήν, ον ητούντο, τον δε Ιησούν παρέδωκε τώ θελήματι αυτών..» (Λουκ. 23, 1-25)

4. ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ:
«… 29 εξήλθεν ούν ο Πιλάτος έξω προς αυτούς και είπε· Τίνα κατηγορίαν φέρετε κατά τού ανθρώπου τούτου;
30 απεκρίθησαν και είπον αυτώ· Ει μη ήν ούτος κακοποιός, ουκ αν σοι παρεδώκαμεν αυτόν. 31 είπεν ούν αυτοίς ο Πιλάτος· Λάβετε αυτόν υμείς και κατά τον νόμον υμών κρίνατε αυτόν. είπον ούν αυτώ οι Ιουδαίοι· Ημίν ουκ έξεστιν αποκτείναι ουδένα· 32 ίνα ο λόγος τού Ιησού πληρωθή ον είπε σημαίνων ποίω θανάτω ήμελλεν αποθνήσκειν. 

33 Εισήλθεν ούν εις το πραιτώριον πάλιν ο Πιλάτος και εφώνησε τον Ιησούν και είπεν αυτώ· Σύ εί ο βασιλεύς των Ιουδαίων; 34 απεκρίθη αυτώ ο Ιησούς· Αφ' εαυτού σύ τούτο λέγεις ή άλλοι σοι είπον περί εμού; 35 απεκρίθη ο Πιλάτος· Μήτι εγώ Ιουδαίός ειμι; το έθνος το σόν και οι αρχιερείς παρέδωκάν σε εμοί· τι εποίησας; 36 απεκρίθη Ιησούς· Η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ τού κόσμου τούτου· ει εκ τού κόσμου τούτου ήν η βασιλεία η εμή, οι υπηρέται αν οι εμοί ηγωνίζοντο, ίνα μη παραδοθώ τοίς Ιουδαίοις· νύν δε η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εντεύθεν. 

37 είπεν ούν αυτώ ο Πιλάτος· Ουκούν βασιλεύς εί σύ; απεκρίθη Ιησούς· Σύ λέγεις ότι βασιλεύς ειμι εγώ. εγώ εις τούτο γεγέννημαι και εις τούτο ελήλυθα εις τον κόσμον, ίνα μαρτυρήσω τή αληθεία· πάς ο ών εκ της αληθείας ακούει μου της φωνής. 38 λέγει αυτώ ο Πιλάτος· Τί εστιν αλήθεια; και τούτο ειπών πάλιν εξήλθε προς τους Ιουδαίους και λέγει αυτοίς· Εγώ ουδεμίαν αιτίαν ευρίσκω εν αυτώ. 39 έστι δε συνήθεια υμίν ίνα ένα υμίν απολύσω εν τώ πάσχα· βούλεσθε ούν υμίν απολύσω τον βασιλέα των Ιουδαίων; 

40 εκραύγασαν ούν πάλιν πάντες λέγοντες·
Μή τούτον αλλά τον Βαραββάν. ήν δε ο Βαραββάς ληστής
» (Ιω. 18,29-40)



«1 Τότε ούν έλαβεν ο Πιλάτος τον Ιησούν και εμαστίγωσε. 2 και οι στρατιώται πλέξαντες στέφανον εξ ακανθών επέθηκαν αυτού τή κεφαλή, και ιμάτιον πορφυρούν περιέβαλον αυτόν 3 και έλεγον· Χαίρε ο βασιλεύς των Ιουδαίων· και εδίδουν αυτώ ραπίσματα. 4 εξήλθεν ούν πάλιν έξω ο Πιλάτος και λέγει αυτοίς· Ίδε άγω υμίν αυτόν έξω, ίνα γνώτε ότι εν αυτώ ουδεμίαν αιτίαν ευρίσκω. 5 εξήλθεν ούν ο Ιησούς έξω φορών τον ακάνθινον στέφανον και το πορφυρούν ιμάτιον, 6 και λέγει αυτοίς· Ίδε ο άνθρωπος. ότε ούν είδον αυτόν οι αρχιερείς και οι υπηρέται, εκραύγασαν λέγοντες· Σταύρωσον σταύρωσον αυτόν. λέγει αυτοίς ο Πιλάτος· Λάβετε αυτόν υμείς και σταυρώσατε· εγώ γάρ ουχ ευρίσκω εν αυτώ αιτίαν. 

7 απεκρίθησαν αυτώ οι Ιουδαίοι· Ημείς νόμον έχομεν, και κατά τον νόμον οφείλει αποθανείν, ότι εαυτόν Θεού υιόν εποίησεν. 8 Ότε ούν ήκουσεν ο Πιλάτος τούτον τον λόγον, μάλλον εφοβήθη, 9 και εισήλθεν εις το πραιτώριον πάλιν και λέγει τώ Ιησού· Πόθεν εί σύ; ο δε Ιησούς απόκρισιν ουκ έδωκεν αυτώ.

10 λέγει ούν αυτώ ο Πιλάτος· Εμοί ου λαλείς; ουκ οίδας ότι εξουσίαν έχω σταυρώσαί σε
και εξουσίαν έχω απολύσαί σε; 11 απεκρίθη Ιησούς· Ουκ είχες εξουσίαν ουδεμίαν κατ' εμού, ει μη ήν δεδομένον σοι άνωθεν· διά τούτο ο παραδιδούς με σοι μείζονα αμαρτίαν έχει. 12 εκ τούτου εζήτει ο Πιλάτος απολύσαι αυτόν· οι δε Ιουδαίοι έκραζον λέγοντες· Εάν τούτον απολύσης, ουκ εί φίλος τού Καίσαρος. πάς ο βασιλέα εαυτόν ποιών αντιλέγει τώ Καίσαρι. 13 ο ούν Πιλάτος ακούσας τούτον τον λόγον ήγαγεν έξω τον Ιησούν, και εκάθισεν επί τού βήματος εις τόπον λεγόμενον Λιθόστρωτον, Εβραϊστί δε Γαββαθά· 

14 ήν δε παρασκευή τού πάσχα, ώρα δε ωσεί έκτη· και λέγει τοίς Ιουδαίοις· Ίδε ο βασιλεύς υμών. 15 οι δε εκραύγασαν· Άρον άρον, σταύρωσον αυτόν. λέγει αυτοίς ο Πιλάτος· Τόν βασιλέα υμών σταυρώσω; απεκρίθησαν οι αρχιερείς· Ουκ έχομεν βασιλέα ει μη Καίσαρα. 16 τότε ούν παρέδωκεν αυτόν αυτοίς ίνα σταυρωθή…» (Ιω.19, 1-15).

Η συνομιλία έγινε στα ελληνικά!..

Σε δύο τηλεοπτικές εκπομπές που κάναμε στο παρελθόν με τον (αείμνηστο σήμερα) φίλο μου, συγγραφέα και ιστορικό ερευνητή Διονύση Γ. Χιώνη, όπου παρουσιάζαμε το βιβλίο του: «Μιλούσε ο Χριστός ελληνικά;», μεταξύ άλλων αναφέρθηκαν τα εξής:

«... Μα και όταν συνελήφθη ο Χριστός, μας λέει ο Ευαγγελιστής: «Οι αρχιερείς και οι υπηρέτες, εκραύγασαν λέγοντες˙ σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν. Λέγει αυτοίς ο Πιλάτος λάβετε αυτόν υμείς και σταυρώσατε˙ εγώ γαρ ουχ ευρίσκω εν αυτώ αιτίαν. Απεκρίθησαν αυτώ οι Ιουδαίοι˙ ημείς νόμον έχομεν και κατά τον νόμον ημών οφείλει αποθανείν ότι εαυτόν υιόν Θεού εποίησεν». (Ιωάν. 19, 6-7)

Και αλλού: «Και εισήλθεν (ο Πιλάτος) εις το Πραιτώριον και λέγει τω Ιησού˙ πόθεν ει σύ; ο δε Ιησούς απόκρισιν ουκ έδωκεν αυτώ. Λέγει ουν αυτώ ο Πιλάτος εμοί ου λαλείς; Ουκ οίδας ότι εξουσίαν έχω σταυρώσαι σε και εξουσίαν έχω απολύσαι σε; Απεκρίθη Ιησούς ουκ είχες εξουσίαν ουδεμίαν κατ’ εμού, ει μη ην σοι δεδομένον άνωθεν». ( Ιωάν. 19,9-11).

Θα ήταν λοιπόν πολύ αφελές να πιστέψη κανείς έστω και προς στιγμήν ότι ο περήφανος αυτός Ρωμαίος κυβερνήτης,
ο άνθρωπος της κραταιάς Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, θα μιλούσε μαζί με το Χριστό και τους Εβραίους γλώσσα αραμαϊκή ή εβραϊκή τη στιγμή που, όπως είναι γνωστό, ήξερε μόνο λατινικά και ελληνικά.

Τώρα, ίσως κάποιοι ρωτήσουν, γιατί δεν τους μίλαγε λατινικά; Μα γιατί είναι ιστορικώς εξακριβωμένο
ότι η λατινική γλώσσα ποτέ δεν μιλήθηκε από το λαό της Ανατολής. Άλλωστε, όλοι στην Ιερουσαλήμ γνώριζαν να μιλούν μόνο την ελληνική γλώσσα.
Μια γλώσσα που έχουμε καθήκον να τη διαφυλάξουμε εμείς οι Έλληνες ως κόρη οφθαλμού. Και αυτό, βέβαια όχι από στείρο εθνικισμό, αλλά από πεποίθηση ότι ο Ελληνισμός του τότε, του σήμερα και του αύριο (γλώσσα- πολιτισμός – φιλοσοφία – επιστήμες – τέχνες) εξέφραζε, εκφράζει και θα εκφράζει τον άνθρωπο στην ανώτερη αξία του.

Ας το προσέξουμε τώρα όσο ποτέ άλλοτε όλοι μας σήμερα που «οι καιροί ου μενετοί».
Σήμερα που τα σχέδια των εχθρών του Ελληνισμού δεν είναι άλλα, παρά ο οριστικός και παντελής αφανισμός της Ελλάδας μας.

Αναμφιβόλως ο Ιησούς Χριστός μιλούσε τόσο πολύ την ελληνική γλώσσα σαν να ήταν μητρική Του
και αυτό μπορούμε να το συναγάγουμε απ’ τα όσα στοιχεία μέσα σε τούτο το βιβλίο αναφέρω.

Βλέπουμε ότι σ’ όλη τη ζωή Του διδάσκει και μιλά μόνον προς τους Εβραίους των ελληνικών πόλεων της Γαλιλαίας,
που όπως μας βεβαιώνουν οι τότε ιστορικοί, μιλιόταν μόνο η Κοινή ελληνική γλώσσα. Όμως δεν παραλείπει να μιλά και στους Έλληνες αποίκους, κατοίκους της Γαλιλαίας και των γύρω από αυτή ελληνιστικών πόλεων και χωριών, όπως της ελληνικής Δεκαπόλεως, της Περαίας, της Τραχωνίτιδας χώρας και της Φοινίκης, οι κάτοικοι των οποίων δεν μιλούσαν την αραμαϊκή. Ποτέ δεν εδίδαξε στην ύπαιθρο της Σαμάρειας και της Ιουδαίας γιατί στα χωριά αυτά μιλιόταν μια ελληνορωμαϊκή διάλεκτος.

Μπορεί βέβαια για πολύ μικρό διάστημα να μίλησε στα Ιεροσόλυμα, αλλά μόνο στις μεγάλες θρησκευτικές γιορτές των Εβραίων˙ και τούτο γιατί τότε βρισκόντουσαν εκεί άνθρωποι (προσκυνητές) από όλες τις χώρες και τα χωριά της Παλαιστίνης που μιλούσαν την ελληνική Κοινή».


Τι λέει ο Λεωνίδας Ιω. Φιλιππίδης

Ο άλλος μεγάλος Καθηγητής της Ιστορίας των Θρησκευμάτων της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών,
Λεωνίδας Ιω. Φιλιππίδης, εις το έργο του: «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΕΞ ΑΠΟΨΕΩΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΚΑΙ ΠΑΝΘΡΗΣΚΕΙΑΚΗΣ» (Αθήνα 1958) υποστηρίζει ότι: «Ο Καίσαρ ευρίσκει ελληνικήν γραφήν και γλώσσαν». Και πιο κάτω: «άρα και εν Παλαιστίνη ήτο η ελληνική». 

Εις την σελίδα 539 του εν λόγω βιβλίου του υποστηρίζει, πέραν των άλλων ότι:
«Ο Πιλάτος εγνώριζε την ελληνικήν, ήτις ήτο τότε η κρατούσα εν τη οικουμένη γλώσσα, της λατινικής περιοριζόμενης μόνον
εν τω στρατώ, 56 αλλ’ η μετά των αραμαϊστί λαλούντων Εβραίων χρησιμοποίησις υπ’ αυτού της ελληνικής είναι απίθανον μόνον κατά τον εν τω εσωτερικώ του Πραιτωρίου διάλογον του Πιλάτου μετά του Ιησού, 57 όστις εν τη παγγνωσία αυτού εγνώριζε και ηδύνατο λαλείν πάσαν γλώσσαν και την ελληνικήν άρα, δεν αποκλείεται η χρησιμοποίησις της ελληνικής ή της λατινικής υπ’ αμφοτέρων.»


ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ:
Χωρίς αμφιβολία, η συνομιλία μεταξύ Ποντίου Πιλάτου και Ιησού Χριστού έγινε στην ελληνική γλώσσα, αφού α) δεν αναφέρουν τα ευαγγέλια την ύπαρξη κάποιου διερμηνέα και β) η ελληνική γλώσσα ήταν διαδεδομένη παντού και οι πάντες γνώριζαν, τουλάχιστον, στην εξελληνισμένη Παλαιστίνη, να μιλούν και να γράφουν ελληνικά!..


Διαβάστε περισσότερα... »

Σάββατο 19 Απριλίου 2014

Οι δικαστές του Θεανθρώπου




Eίναι εκείνοι που δίκασαν και οδήγησαν στο Σταυρό τον Χριστό και έβαψαν τα χέρια τους με αίμα.
Μόνο που δεν ήξεραν τότε πως ο δικός τους θάνατος θα ήταν πιο οδυνηρός! Ηταν εκείνοι που θέλησαν να σκοτώσουν Εκείνον που κατέβηκε στη Γη για να τους σώσει...


Ο Καϊάφας και το Σανχεδρίν (δηλαδή το συμβούλιο των Ιουδαίων) που τον καταδίκασε για βλασφημία, ο δε Πιλάτος για «Βασιλιά των Ιουδαίων» και εξέγερση εναντίον της Ρώμης.

Ποιοί πραγματικά ήταν;

Ιωσήφ Καϊάφας
Ο Καϊάφας ήταν αρχιερέας, πρόεδρος του Μεγάλου Εβραϊκού Συνεδρίου, που δίκασε και καταδίκασε σε θάνατο τον Κύριο Ιησού Χριστό. Τον αναφέρουν τα τρία από τα τέσσερα Ευαγγέλια και το 4ο κεφάλαιο των Πράξεων των Αποστόλων, όπου αναφέρεται ότι μπροστά σ’ αυτόν και σ’ άλλους αρχιερείς πήγαν τον Απόστολο Πέτρο για ανάκριση – δεν βρέθηκε ένοχος σε κάτι και αφέθηκε ελεύθερος.

Το Καϊάφας ήταν υποκοριστικό και σήμαινε «ο υποτάσσων» ή «ο βράχος» κατ’ άλλους, ενώ το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωσήφ. Ο Ρωμαίος επίτροπος Βαλέριος Γράτος τον έκανε αρχιερέα το 18 μ. Χ. Παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι το 36 μ. Χ. όταν ο λεγάτος της Συρίας Βιτέλλιος τον απομάκρυνε.

Ήταν ο μακροβιότερος αρχιερέας – κατά παράβαση του Μωσαϊκού Νόμου σύμφωνα με τον οποίο ο αρχιερέας άλλαζε κάθε χρόνο-, επειδή εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των κατακτητών Ρωμαίων.

Ποτέ δεν προστάτευσε σαν θρησκευτικός αρχηγός των Ιουδαίων τους συμπατριώτες του από τις ρωμαϊκές αυθαιρεσίες.Ούτε πρόβαλε αντίσταση στον Πιλάτο που επιχείρησε να τοποθετήσει στην Ιερουσαλήμ εικόνες του Αυτοκράτορα, ή όταν άρπαξε τον κορβανά, το ταμείο του Ναού κι έκανε σφαγές. Ο Ιησούς σε αυτόν οδηγήθηκε, αφού προηγουμένως τον πήγαν στον Άννα, την κόρη του οποίου είχε παντρευτεί ο Καϊάφας όπως αναφέρουν τα Ευαγγέλια.

Μετά την Ανάσταση του Χριστού η παράδοση λέει ότι καλέστηκε ο ίδιος με τον Πιλάτο, από τον αυτοκράτορα Τιβέριο στη Ρώμη για να απολογηθούν. Αλλά το πλοίο που μετέφερε τον Καϊάφα ναυάγησε στην Κρήτη, όπου μετά από λίγο καιρό αρρώστησε και πέθανε.
Όταν πήγαν να τον θάψουν «η γης τον ξερνούσε(απέβαλε) άλυωστο και μαύρο σαν τον Κάιν, για το μεγάλο κακό που έκανε, που καταδίκασε το Χριστό». Μαζεύτηκε πολύς κόσμος και με κατάρες τον έθαψε κάτω από ένα τεράστιο σωρό πέτρες.

Αυτό ήταν το τέλος του Καϊάφα και το μνήμα λέει η παράδοση βρίσκεται σε ένα χωριό κοντά στο Ηράκλειο –πολύ πιθανόν κοντά στην Κνωσό-. Του Καϊάφα το μνήμα όπως έμεινε στη μνήμη σωζόταν μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα.




Πόντιος Πιλάτος 

Ο Πόντιος Πιλάτος ήταν ο πέμπτος Ρωμαίος επίτροπος (ντε φάκτο) έπαρχος της Ιουδαίας από το 26 μέχρι το 36 μ. Χ. Καταγόταν από οικογένεια ευγενών κανένας όμως, δεν μπορεί να την προσδιορίσει με σιγουριά.

Μια εκδοχή υποστηρίζει ότι ήταν γιος του στρατηγού Μάρκου Πόντιου, που είχε συμμετάσχει υπό τις διαταγές του συνεργάτη του Αυγούστου Μάρκου Ουϊψάνιου Αγρίππα στον Κανταβρίκο πόλεμο, ότι ήταν φίλος του στρατηγού Γερμανικού και ότι η σύζυγός του Κλαύδια Πρόκουλα ήταν κόρη της θυγατέρας του Οκταβιανού Αυγούστου Ιουλίας, κάτι που θα μπορούσε να εξηγήσει την σταδιοδρομία του Πιλάτου όσο και την παρουσία της συζύγου του στην Ιουδαία.

Ο Πιλάτος διαδέχθηκε τον Βαλέριο Γράτο ενώ η διακυβέρνησή του ήταν σκληρή
και προκλητική απέναντι στους Ιουδαίους (λαό και αρχές). Όταν κάποια στιγμή οι βιαιοπραγίες ξεπέρασαν τα όρια ο Πιλάτος ανακλήθηκε στη Ρώμη και εξορίστηκε.




Η καταδίκη του Ιησού
Το χρονικό των γεγονότων καταγράφεται κι από τα τέσσερα Ευαγγέλια. Το Μεγάλο Συνέδριο κρίνει ένοχο τον Ιησού και τον καταδικάζει σε θάνατο, όμως η καταδίκη έπρεπε να επικυρωθεί και από τον Ρωμαίο επίτροπο γιατί διαφορετικά δεν μπορούσε να εφαρμοσθεί. Η κατηγορία με την οποία προσάγεται ο Ιησούς στον Πιλάτο ήταν ότι έκανε τον εαυτό του βασιλιά των Ιουδαίων. 

Ο Πιλάτος δεν δέχεται την κατηγορία, ο Καϊάφας και ο όχλος που τον συνοδεύει διαμαρτύρεται. Καταλαβαίνει ότι έχει μπροστά του έναν αθώο και ότι η καταδίκη θα ήταν άδικη, προσπαθώντας παράλληλα να πάει κόντρα στους Ιουδαίους θέλησε να τον σώσει. 

Εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι υπήρχε το έθιμο της απελευθέρωσης ενός κρατουμένου κάθε Πάσχα και πρότεινε στο μαινόμενο πλήθος που ζητούσε την καταδίκη του Ιησού να διαλέξει ανάμεσα σε Εκείνον και τον Βαραββά, σε ποιον από τους δύο να δοθεί χάρη.






Το αποτέλεσμα δεν ήταν αυτό που περίμενε ο Πιλάτος, οι Ιουδαίοι προτίμησαν χωρίς δεύτερη σκέψη να ελευθερωθεί ο Βαραββάς και να σταυρωθεί ο Ιησούς. 

Καθώς όμως ήταν ιδιοτελής και ενεργούσε πάντα με σκοπιμότητα, κατάλαβε πως όχι μόνο η απόφαση του όχλου ήταν αμετάκλητη, αλλά υπήρχε φόβος να τον κατηγορήσουν στον αυτοκράτορα Τιβέριο πως υποστήριξε έναν εχθρό, και να χάσει το αξίωμά του, υποχώρησε και επικύρωσε την καταδίκη του Ιησού αφού προηγουμένως έπλυνε τα χέρια και δήλωσε ότι ήταν αθώος από το αίμα του αθώου τούτου.


Το τέλος του Πιλάτου
Σύμφωνα με μια εκδοχή η σταύρωση του Χριστού ήταν για τον Πιλάτο απλώς μια σταύρωση ανάμεσα σε χιλιάδες που είχε διατάξει κατά τη θητεία του ως κυβερνήτης της Ιουδαίας. 

Ανακλήθηκε στη Ρώμη μετά από λίγα χρόνια και ανακαλέστηκε από τα καθήκοντά του, εξαιτίας της αγριότητας και βαναυσότητας που έδειξε απέναντι στους Ιουδαίους. Για τους Ρωμαίους αυτό ήταν μεγάλη ατίμωση που οδηγούσε σε δίκη και εξορία. Ο μόνος τρόπος για να ξεπλύνει κάποιος αυτήν την ντροπή ήταν η αυτοκτονία. 

Ο Πόντιος Πιλάτος αυτοκτόνησε χωρίς να μάθει ποτέ, ότι μία σταύρωση που επικύρωσε ανάμεσα σε τόσες άλλες θα άλλαζε τη ροή της παγκόσμιας ιστορίας και θα γινόταν η αφετηρία μιας νέας σελίδας για την ανθρωπότητα.


πηγή-newsbomb.gr
Διαβάστε περισσότερα... »

Παρασκευή 18 Απριλίου 2014

Το Τέλος των Σταυρωτών του Χριστού




Παρακάτω θα διαβάσετε ένα απόσπασμα από ένα υπέροχο βιβλίο που είχα βρει τυχαία (;) πριν αρκετά χρόνια, κρυμμένο μαζί με άλλα παλιά βιβλία, σε κάποιο πατάρι. Λέγεται «Η Δίκη του Χριστού» και είναι του Νικολάου Πετρόπολου, θεολόγου - Γυμνασιάρχου. 

Η κύρια προσπάθεια αυτού του αξιόλογου αλλά ελάχιστα γνωστού βιβλίου, είναι να αναλύσει διεξοδικά την δίκη του Χριστού εξ απόψεως νομικής. 

Η αλήθεια είναι ότι στην δίκη του Ιησού Χριστού καταλύθηκε κάθε έννοια δικαίου και είναι σίγουρο ότι στον σύγχρονο νομικό κόσμο δεν θα μπορούσε να σταθεί μια τέτοια δίκη -παρωδία.



Στον πρόλογο του βιβλίου διαβάζουμε:
«Η καταδίκη και η σταύρωση του Χριστού περιβεβλημένη τύπους μόνον νομικούς αποτελεί το τρανότατον παράδειγμα δικαστικής δολοφονίας εις τα δικαστικά χρονικά. Όλοι οι παραδεδειγμένοι τύποι της νομικής διαδικασίας κατά την δίκην περιεφρονήθησαν και διεστρεβλώθησαν, όπως εκμαιευθή εκβιαστικώς μια άδικος καταδικαστική απόφασις. ….

Η πρώτη παρανομία εσημειώθη δια του γεγονότος, ότι η σύλληψις του Χριστού έλαβε χώραν εν καιρώ νυκτός

• δευτέρα εις την παραπομπήν Αυτού ενώπιον του Άννα του αρχιερέως του προηγουμένου έτους, όστις αναρμοδίως και αντιδικονομικώς προέβη εις προανάκρισιν του Κυρίου

• τρίτη εις την κακήν σύνθεσιν του Συνεδρίου, με πρόεδρον τον κωλυόμενον, ως προεδρεύσαντα εις προηγούμενον μυστικόν συμβούλιον, Καϊάφαν

• τετάρτη εις την έλλειψιν κατηγορητηρίου

• πέμπτη εις την ασυμφωνίαν των βιαίως στρατολογηθέντων μαρτύρων κατηγορίας

• έκτη εις το γεγονός ότι η θανατική καταδίκη εστηρίχθη επί μόνης της ομολογίας του κατηγορουμένου 

• εβδόμη εις την μεταβολήν των δικαστών εις κατηγόρους ενώπιον του Πιλάτου

• ογδόη εις την έλλειψιν δημοσιότητος κατά την ενώπιον τούτου διαδικασίαν

• ενάτη εις το ότι ο Ιησούς εκηρύχθη αθώος υπό του μόνου αρμοδίου, προκειμένου περί καταδίκης εις θάνατον δικαστηρίου

• δεκάτη εις το ότι η απόφασις - καταδίκη εις θάνατον - ήτο δυσανάλογος προς την βαρύτητα των κατά του κατηγορουμένου ενδείξεων και πολλαί άλλαι, τας οποίας εν τη οικεία θέσει θέλομεν αναπτύξει»...



Το Τέλος των Σταυρωτών του Χριστού
Και τώρα ας δούμε εν συντομία ολόκληρη την αλληλουχία των γεγονότων της ζωής των ενόχων του αίματος του Ιησού, εις τους οποίους ενόχους πραγματοποιήθησαν οι λόγοι του Δαυίδ: 

«Έκχεον επ’ αύτούς την οργήν σου και ο θυμός της οργής σου καταλάβοι αυτούς γενηθήτω η έπαυλις αυτών ηρημωμένη. Εξαλειφθήτωσαν έκ βιβλίου ζώντων και μετά δικαίων μη γραφήτωσαν» (Ψαλμ. κη΄25-29). 

Εκείνος, που αναγινώσκει την ιστορίαν της καταστροφής των Ιεροσολύμων από τον Εβραίο ιστορικό Ιώσηπο, δεν είναι δυνατόν παρά να καταληφθεί υπό φρίκης και τρόμου…..

Τριάκοντα επτά μόλις έτη από του φοβερού εγκλήματος του Γολγοθά, ήτοι το 70 μ.Χ. η πόλη των Ιεροσολύμων
περιεκυκλώθη υπό του Ρωμαίου στρατηγού Τίτου και οι κάτοικοι αυτής απειλήθηκαν με ολοκληρωτική καταστροφή. 


Η πολιορκία έγινε στενότερη και η πείνα φρικαλεώτερη. Το αίμα έρρευσε άφθονο στις οδούς της πόλεως και οι φλόγες των πυρπολουμένων οικιών ανεχαιτίζοντο υπό του αίματος των υπερασπιστών της πόλεως.

Χιλιάδες κάθε ημέρα υφίσταντο μαρτυρικό θάνατον αλλά είναι άξιο παρατηρήσεως,
πράγμα που μαρτυρεί την κατ’ αυτών δίκαιη κρίση του Θεού, ότι πολλοί από αυτούς πέθαναν με σταυρικό θάνατο. 


Μάλιστα τόσο πλήθος κατά την άλωση της πόλεως των Ιεροσολύμων σταυρώθηκε, ώστε, καθώς μαρτυρεί ο ίδιος ο Ιώσηπος, δεν υπήρχαν ούτε σταυροί αρκετοί, ούτε τόπος για την τοποθέτηση των εσταυρωμένων. 

Η ιστορική δικαιοσύνη ικανοποιείται κατά τρόπον εκπληκτικό. «Το αίμα αυτού εφ’ ημάς και επί τα τέκνα ημών» (Ματθ. κζ΄3) δεν φώναζαν ωρυόμενοι της Ιερουσαλήμ οι όχλοι με τους άρχοντές τους και τους καθοδηγούς τους, τους Αρχιερείς, τους Γραμματείς, τους Φαρισαίους και Σαδδουκαίους; 

Και η λυσσαλέα αυτή κραυγή τους έφερε διά μέσου των αιώνων την μάλλον καταπληκτική και μοναδική ποινική κύρωση….


Η καταστροφή της πόλεως που ακολούθησε, υπήρξε ολοσχερής, μολονότι οχυρά φρούρια την υπεράσπιζαν, καθώς αναφέρει ο Ιώσηπος, όχι μόνον κατεκάη, αλλά και ανεσκάφη δι’ αρότρου. Υπό τα φρικώδη ερείπια της πόλεως εδέησε να ταφεί και ένα μέγα μέρος των εθνικών τους ονείρων.

Σε ερείπια δε κατήντησε και ο μεγαλοπρεπής Ναός του Σολομώντος,
ο οποίος μέχρι σήμερα δεν κατέστη δυνατόν να ανοικοδομηθεί, παρά τον διακαή των Εβραίων πόθο.




Αλλά και υπό του αυτοκράτορος Αιλίου Αδριανού κατεστράφη τελείως η πόλη των Ιεροσολύμων. Ονόμασε τη νέα πόλη Aelia Capitolia. Αιλίαν μεν από το όνομά του, Καπιτωλία δε για το ναό του Καπιτωλίου Διός, στη Ρώμη. Του οποίου ο ναός οικοδομήθηκε επί των ερειπίων του καταστραφέντος Ναού του Σολομώντος. 

Σήμερα η πόλη των Ιεροσολύμων είναι κτισμένη ακριβώς επί του τόπου εκείνου όπου ήταν και επί Αδριανού η Αίλια Καπιτωλία...

πηγή-redskywarning (προσαρμογή)
Διαβάστε περισσότερα... »

Ο εκατόνταρχος Λογγίνος, η Αγία λόγχη και τα Πάθη του Χριστού


Οι περισσότεροι έχετε ακούσει αλλά και διαβάσει για τη ζωή του Ιησού, τη διδασκαλία του και τα θαύματα του, αλλά και τη σταυρική του θυσία.

Το κείμενο είναι του Δημοσθένη Λιακόπουλου,
από τον Τόμο 25:
 Γιατί και πώς - "Οι φρουροί της Αγίας Λόγχης".




Ακούσατε για τον Λογγίνο, τον Ρωμαίο που λόγχισε τον Ιησού για να διαπιστώσει ότι πέθανε, ώστε να μη χρειαστεί να του σπάσουν τα πόδια πάνω στον τίμιο σταυρό. Ας αρχίσουμε λοιπόν την ιστορία μας και ας δούμε τι είναι αυτή η λόγχη του 

Λογγίνου;
Τι είναι αυτή η μυστηριώδης, αιχμή του δόρατος που κάποιοι έχουν αποκαλέσει λόγχη του πεπρωμένου,
ενώ άλλοι, λόγχη του Χριστού η ακόμη και Ιερή Λόγχη;

Υπάρχει ακόμα μετά από δύο χιλιάδες χρόνια, κι αν ναι, τι παράξενες δυνάμεις έχει;
Ενώ η ίδια η λόγχη μπορεί να είναι πιο παλιά από την πίστη που φούντωσε μετά τη σταύρωση του Χριστού, η γνωστή στούς περισσότερους ιστορία της ξεκινά αμέσως μετά τα πάθη του.

Επιτρέψτε μου όμως να σας πω για την ιστορία της όπως δεν ειπώθηκε ποτέ πριν.


Αν θυμάστε, αφού ο Πόντιος Πιλάτος, κυβερνήτης και Υπατος της υπό ρωμαϊκής κατοχής της Ιουδαίας,
δεν βρήκε ενοχές κατά του Ιησού για την όλη υπόθεση και ο Ιησούς ουσιαστικά καταδικάστηκε από το ανώτατο Εβραικό δικαστήριο.

Αυτή η ομάδα των Φαρισαίων, που δίκασε τον Ιησού, αποτελούνταν από άντρες
που ήταν και κληρικοί αλλά και δικαστές και βέβαια σχεδόν όλοι τους, κάθε άλλο παρά άνθρωποι του Θεού ήταν.


Και δεν αναφέρομαι στα κλασικά πάθη που η εξουσία καλλιεργεί σε εκείνους που την κατέχουν,
αλλά στο ότι οι περισσότεροι ήταν Χαζάροι από την Τάκλα Μακάν, όργανά του ίδιου του Σαμαέλ, αλλά και των αδελφοτήτων του σκότους.

Τον ξαναπήγαν λοιπόν στον Πιλάτο,
τον οποίο εξεβίασαν να τον καταδικάσει διότι αλλιώς θα τον έβγαζαν ανυπάκουο στον Καίσαρα.

Σε μια ύστατη προσπάθεια να σώσει ο Πιλάτος τον Ιησού, έδωσε την ευκαιρία στούς Εβραίους,
να διαλέξουν λόγου του εβραϊκού Πεσάχ ( Πάσχα ), σε όποιον επιθυμούν να δώσει χάρη.

Στον Ιησούν η στον Βαραβάν. Οι Εβραίοι επέλεξαν το Βαραβά λέγοντες για τον Χριστό, άρον άρον σταύρωσον αυτόν, το αίμα αυτού επί τας Κεφαλάς ημών και επί τας κεφαλάς των τέκνων ημών. Έτσι κι έγινε.



Μετά λοιπόν την καταδίκη του, φόρεσαν στον Ιησού ενα αγκάθινο στεφάνι, Τον μαστίγωσαν και μετά τον ανάγκασαν να κουβαλήσει ένα βαρύ ξύλινο σταυρό, σε ένα μέρος όπου οι Ρωμαίοι εκτελούσαν τους κοινούς κακοποιούς.

Η διαδικασία της εκτέλεσης άρχισε στο οχυρό Αντωνία, όπου στεγάζονταν και το πραιτώριο, η θέση της κυβέρνησης του Πόντιου Πιλάτου κι ολοκληρώθηκε στο Γολγοθά, <κρανίου τόπος>.

Εκεί ο Ιησούς κι άλλοι δύο καταδικασθέντες, με τα ονόματα Γέστας και Δημάς,
σταυρώθηκαν στούς αντίστοιχους σταυρούς για να περάσουν τη μέρα βασανιζόμενοι πάνω τους

Ο Δημάς ήταν Έλληνας και τον καταδίκασαν οι Εβραίοι, επειδή έχοντας πανδοχείο,
έπαιρνε την πελατεία σε φτηνότερες τιμές και χαλούσε την <πιάτσα>. Αυτό ήταν και ο <ληστής> που σώθηκε και πήγε στον παράδεισο.

Η σταύρωση ήταν ένας ιδιαίτερα άσχημος τρόπος για να πεθάνει κανείς,
κι είχε σκοπό να προκαλέσει το μεγαλύτερο δυνατό ψυχικό και σωματικό μαρτύριο στο θύμα.

Οταν κάποιος βρίσκεται στον Σταύρο, μπορεί, όσο έχει δύναμη, να σπρώξει προς τα επάνω
με το ένα του πόδι για να απελευθερώσει την πίεση, που προκαλείται στο στήθος από το βάρος του σώματος, που κρέμεται από τα χέρια.

Τελικά, η δύναμη χάνεται από την εξουθένωση και το θύμα ασφυκτιά,
από το ίδιο του το βάρος, καθώς συσφίγγονται οι πνεύμονες.

Εκτός από τον ανυπόφορο πόνο από τα βαριά, σιδερένια καρφιά, που καρφώνονται στα χέρια και τα πόδια,
και τον πόνο των μυών από τα πόδια, στην προσπάθεια κυριολεκτικά να διώξει το θάνατο, κάποιος έχει ώρα να σκεφτεί πότε θα αφήσει τον εαυτό του για να τελειώσουν όλα και τελικά κάποια στιγμή το κάνει. 

Στο τέλος, ο σταυρωμένος χάνεται, εξασθενημένος στο σώμα και στο πνεύμα.

Στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη, κεφάλαιο 19, στους στίχους 28 μέχρι 37 διαβάζουμε: Μετὰ τοῦτο εἰδὼς ὁ Ἰησοῦς ὅτι πάντα ἤδη τετέλεσται, ἵνα τελειωθῇ ἡ γραφή, λέγει· διψῶ.

Ιω. 19,28 
Έπειτα από το συμβάν αυτό ο Ιησούς, αφού εγνώρισε καθαρώτατα ότι όλα όσα είχαν προείπει οι προφήται και όσα άλλα είχε προαποφασίσει η αγαθότης και η δικαιοσύνη του Θεού εξεπληρώθησαν τελείως, δια να επαληθεύση η Γραφή εξ ολοκλήρου, μέχρι και της τελευταίας λεπτομερείας είπε· “διψώ”.

Ιω. 19,29 
σκεῦος οὖν ἔκειτο ὄξους μεστόν· οἱ δὲ πλήσαντες σπόγγον ὄξους καὶ ὑσσώπῳ περιθέντες προσήνεγκαν αὐτοῦ τῷ στόματι.

Ιω. 19,29 
Ευρίσκετο κάτω εκεί ένα δοχείον γεμάτο ξύδι. Αυτοί δε που ήκουσαν τον λόγον του Ιησού, εβούτηξαν ένα σφουγγάρι στο δοχείον αυτό, το εγέμισαν ξύδι και αφού το έβαλαν ανάμεσα εις ένα κλωνάρι υσσώπου, το έφεραν κοντά στο στόμα του.

Ιω. 19,30 
ὅτε οὖν ἔλαβε τὸ ὄξος ὁ Ἰησοῦς εἶπε, τετέλεσται, καὶ κλίνας τὴν κεφαλὴν παρέδωκε τὸ πνεῦμα.

Ιω. 19,30 
Οταν, λοιπόν, ο Ιησούς επήρε το ξύδι, είπε· “όλα έχουν πλέον τελειώσει· το άγιον σχέδιον του Θεού και όλαι αι προφητείαι έχουν εκπληρωθή. Η σωτηρία των ανθρώπων είναι πλέον γεγονός βεβαιότατον”. Και αφού έκλινεν την κεφαλήν, παρέδωσε μόνος του, με την εξουσίαν που είχε, το πνεύμα στον Πατέρα.

Ιω. 19,31 
Οἱ οὖν Ἰουδαῖοι, ἵνα μὴ μείνῃ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ τὰ σώματα ἐν τῷ σαββάτῳ, ἐπεὶ παρασκευὴ ἦν· ἦν γὰρ μεγάλη ἡ ἡμέρα ἐκείνη τοῦ σαββάτου· ἠρώτησαν τὸν Πιλᾶτον ἵνα κατεαγῶσιν αὐτῶν τὰ σκέλη, καὶ ἀρθῶσιν.

Ιω. 19,31 
Οι Ιουδαίοι, εφρόντισαν εν τω μεταξύ να μη μείνουν επάνω στον σταυρόν τα σώματα των κρεμασθέντων κατά την διάρκειαν του Σαββάτου. Διότι η ημέρα αυτήν της σταυρώσεως ήτο ημέρα προπαρασκευής δια το αυριανόν Πασχα. Ητο δε μεγάλη και επίσημος η ημέρα εκείνη του Σαββάτου, που θα ήρχιζεν αμέσως μόλις εβασίλευεν ο ήλιος, διότι συνέπιπτε με την πρώτην ημέραν του πάσχα. Παρεκάλεσαν, λοιπόν, τον Πιλάτον να σπάσουν οι στρατιώται τα σκέλη των σταυρωθέντων, δια να συντομευθή έτσι ο θάνατός των, και να τους πάρουν απ' εκεί πριν δύση ο ήλιος, δια να μη βεβηλωθή η εορτή του πάσχα.

Ιω. 19,32
ἦλθον οὖν οἱ στρατιῶται, καὶ τοῦ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη καὶ τοῦ ἄλλου τοῦ συσταυρωθέντος αὐτῷ·

Ιω. 19,32 
Ηλθαν πράγματι οι στρατιώται στον Γολγοθάν κατά διαταγήν του Πιλάτου και του μεν πρώτου ληστού έπασαν τα σκέλη, όπως επίσης και του άλλου, που είχε σταυρωθή μαζή με τον Ιησούν.

Ιω. 19,33 
ἐπὶ δὲ τὸν Ἰησοῦν ἐλθόντες ὡς εἶδον αὐτὸν ἤδη τεθνηκότα, οὐ κατέαξαν αὐτοῦ τὰ σκέλη,

Ιω. 19,33 
Οταν όμως ήλθαν στον Ιησούν, επειδή είδαν, ότι αυτός είχεν ήδη πεθάνει, δεν του έσπασαν τα σκέλη,

Ιω. 19,34 
ἀλλ᾿ εἷς τῶν στρατιωτῶν λόγχῃ αὐτοῦ τὴν πλευρὰν ἔνυξε, καὶ εὐθέως ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ.

Ιω. 19,34 
αλλά ένας στρατιώτης, ετρύπησε την πλευράν με την λόγχην· και αμέσως έτρεξε από εκεί αίμα και νερό καθαρόν.

Ιω. 19,35 
καὶ ὁ ἑωρακὼς μεμαρτύρηκε, καὶ ἀληθινὴ αὐτοῦ ἐστιν ἡ μαρτυρία, κἀκεῖνος οἶδεν ὅτι ἀληθῆ λέγει, ἵνα καὶ ὑμεῖς πιστεύσητε.

Ιω. 19,35 
Αυτό το μέγα και συμβολικόν γεγονός, εκείνος που το είδε με τα ίδια του τα μάτια (δηλαδή ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής) το εβεβαίωσε κατά τον πλέον επίσημον τρόπον και η μαρτυρίαν του αυτή είναι απολύτως αληθινή. Και εκείνος γνωρίζει πολύ καλά ότι λέγει την αλήθειαν δια το θαυμαστόν αυτό γεγονός, ώστε και σεις να πιστεύσετε.

Ιω. 19,36
ἐγένετο γὰρ ταῦτα, ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ, ὀστοῦν οὐ συντριβήσεται αὐτοῦ.

Ιω. 19,36 
Διότι έγιναν όλα αυτά, δια να εκπληρωθή η προφητεία της Γραφής· Δεν θα συντριβή κανένα από τα οστά του.

Ιω. 19,37 
καὶ πάλιν ἑτέρα γραφὴ λέγει· ὄψονται εἰς ὃν ἐξεκέντησαν.

Ιω. 19,37 
Και πάλιν άλλη προφητεία της Γραφής λέγει· Θα ιδούν εκείνον, τον οποίον ελόγχισαν. 

Η προγραμματισμένη ήμερα για το θάνατο του Ιησού ήταν η Παρασκευή,
αλλά όχι μια οποιαδήποτε Παρασκευή, αλλά η ημέρα πριν το Πάσχα, μιας από τις σημαντικότερες ημέρες του θρησκευτικού ημερολογίου των Εβραίων.

Το εβραϊκό Σάββατο ξεκινά με τη δύση του Ηλίου της Παρασκευής.
Σύμφωνα με το Ταλμούδ, απαγορεύονται οι εκτελέσεις και οι κηδείες το Σάββατο. Ετσι ο Χριστός κι άλλοι δύο που σταυρώθηκαν μαζί του, έπρεπε να πεθάνουν πριν τη Δύση και δεν μπορούσαν να ταφούν μέχρι την Κυριακή.

Όπως λέει κι ο Ιωάννης, καθώς πλησίαζε το απόγευμα οι άντρες ήταν ακόμη ζωντανοί,
οι Εβραίοι ιερείς πήγαν στον Πόντιο Πιλάτο και του ζήτησαν να δώσει την άδεια να σπάσουν τα πόδια των σταυρωμένων για να πεθάνουν από ασφυξία πριν το ξημέρωμα του Σαββάτου.




Ο Πιλάτος συμφώνησε και στάλθηκε η εντολή. Οι στρατιώτες έσπασαν τα πόδια του Γέστα και του Δημά κι έπειτα στράφηκαν για να κάνουν το ίδιο με τον Ιησού.

Σύμφωνα με το Ευαγγέλιο του Ιωάννη (19:34),
ένας από τους στρατιώτες με μια λόγχη τρύπησε τα πλευρά του, κι από εκεί βγήκε αίμα και νερό.

Ο Ματθαίος (27:54) αλλά και ο Μάρκος (15:39) αναφέρουν πως αυτός ο Ρωμαίος στρατιώτης αναφώνησε: <όντως αυτός ήταν ο υιός του Θεού>.

Λογγίνος είναι το όνομα που δόθηκε σε αυτό το στρατιώτη στο απόκρυφο Ευαγγέλιο του Νικόδημου ( η όπως αλλιώς λέγεται <οι πράξεις του Πόντιου Πιλάτου>), που γράφτηκε τον 6ο αιώνα.

Ο Έλληνας Πατριάρχης Γερμανός ονόμασε του στρατιώτη στα γραπτά του,
το 715 μΧ, ως Γάιος Κάσιος Λογγίνος.

Αυτή η ονομασία προτείνει ότι η λέξη Λογγίνος προέρχεται από την ελληνική λέξη λόγχη,
την οποία κι ο στρατιώτης χρησιμοποίησε.

Στα βήματα του Γερμανού, μεταγενέστεροι συγγραφείς χρησιμοποίησαν το Λογγίνος,
για το πλήρες όνομα Γάιος Κάσιος Λογγίνος.

Κατά τοΕυαγγέλιο του Νικόδημου, ο Γάιος ήταν ένας στρατιώτης προς το τέλος της θητείας του,
με μειωμένη όραση, που είχε μεγαλώσει υπηρετώντας στον ρωμαϊκό στρατό.

Μετά από μακρά λοιπόν θητεία, είχε σταλεί στην Ιουδαία και του είχε δοθεί η αποστολή
να παρακολουθεί και να αναφέρει τι γίνεται με τις διάφορες επαναστατικές ομάδες και τους ραβίνους τους.

Σύμφωνα με τον Νικόδημο, ο Γάιος ακολουθούσε τον Χρήστο για δύο χρόνια περίπου,
ακούγοντας τα κηρύγματα του και βλέποντας και τα θαύματα του.

Μετά τα δύο χρόνια συνεχούς παρακολούθησης του Ιησού, η αποστολή του έφτανε στο τέλος της,
όταν έγινε η δίκη του Ιησού στο συνέδριο, τη μέρα πριν τη σταύρωση.

Ο Γάιος λοιπόν, έφτασε σε σημείο να εκτιμά τον <άνθρωπο> που παρακολουθούσε τόσο καιρό.
Λέγεται πως λυπήθηκε πολύ με τον τρόπο που μεταχειριστήκανε τον Ιησού.

Αναφέρεται μάλιστα πως οπισθοχώρησε όταν ο Ιησούς χτυπήθηκε από ένα στρατιώτη
επειδή παρέμενε σιωπηλός στις ερωτήσεις του Καϊάφα, του ανώτερου ιερέα, σαν να μην ήθελε να συμμετέχει στη διαδικασία αυτή.

Ένα σημαντικό μέρος της ιστορίας του Γάιου Κάσιου,
είναι ότι κουβαλούσε σχεδόν παντού μαζί του τη μακριά του λόγχη.

Είχε μια μεταλλική κεφαλή στερεωμένη πάνω σε ένα πολύ ψηλό κοντάρι,
που ξεπερνούσε κατά πολύ το ύψος του. Ο πατέρας του Γάιου είχε κουβαλήσει την ίδια λόγχη όταν υπηρετούσε υπό τον Ιούλιο Καίσαρα.

Ο πατέρας του την είχε κουβαλήσει πριν από αυτόν. Η λόγχη είχε δοθεί από τον πατέρα στον γιο.
Ο Γάιος έλαβε αυτή τη λογική όταν στρατολογήθηκε στην ρωμαϊκή Λεγεώνα.

Σύμφωνα με τους χρονικογράφους του έκτου αιώνα, ο Ιούλιος Καίσαρας την παρουσιάζει
ως ένα ιδιαίτερο έπαθλο για την ανδρεία των λεγεωνάριων στην κατάκτηση της Γαλιλαίας.




Μυθικές αναφορές λένε πως οι λόγχη ήταν πολύ αιχμηρή, δεν σκούριαζε ποτέ και είχε κάποιου είδους <μαγικές> ιδιότητες. 

Είναι πολύ πιθανό, ο Γάιος να την χρησιμοποίησε εκείνη τη μέρα από σεβασμό η μπορεί και αγάπη η λατρεία, προς τον άνθρωπο που ακολουθούσε τόσο καιρό.

Σύμφωνα με τις περισσότερες γραφές, στην πραγματικότητα μαχαίρωσε το σώμα του Χριστού για να δείξει ότι ο <Προφήτης> ήταν νεκρός και δεν χρειαζόταν να του σπάσουν τα πόδια.

Το σπάσιμο των ποδιών του σταυρωμένου ήταν μια επιπλέον ατίμωση - ο ακρωτηριασμός του σώματος ήταν μια πρακτική ασέβειας, κάτι που ένας Ρωμαίος στρατιώτης θα έκανε μόνο σε έναν μισητό εχθρό.

Οι πράξεις του Γαΐου εκλαμβάνονται εδώ και 2000 χρόνια ως μια ακόμη απόδειξη για το ότι ο Ιησούς ήταν ο Χριστός, ο Μεσσίας της προφητείας.

Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω στον Ιωάννη, ο Ζαχαρίας προφήτευσε το εξής: <Κανένα κόκαλο του δεν θα σπάσει και θα κοιτάξουν αυτόν που έχουν τρυπήσει.>
Περισσότερες αποδείξεις για τη θεϊκότητά του Ιησού βρίσκουμε στην αξία της μεταστροφής του Γαΐου στο χριστιανισμό.

Αγιογραφικά κείμενα αναφέρουν ότι αμέσως μετά το τρύπημα των πλευρών του Ιησού ο Λογγίνος γονάτισε μπροστά στον Τίμιο Σταυρό.
Όπως κοίταξε προς τα πάνω, λίγο αίμα και λύμφη από το σώμα του Χριστού, έπεσε στα μάτια του, και θαυματουργικά βρήκε ξανά την όρασή του.

Όσον αφορά τον Λογγίνο, κυκλοφόρησαν και κυκλοφορούν δεκάδες ιστορίες με το τι έκανε μετά τη σταύρωση.

Αλλοί λένε ότι έγινε οπαδός του Χριστού, άλλοι ότι συνέχισε να ζει για πάντα καταραμένος να μην πεθάνει ποτέ στον κόσμο αυτό, άλλοι λένε ότι μαρτύρησε για την πίστη του Χριστού.

____________________
Δημοσθένης Λιακόπουλος
Τόμος 25 - Οι φρουροί της Αγίας Λόγχης



πηγή-atheatignosi
Διαβάστε περισσότερα... »

Πέμπτη 17 Απριλίου 2014

Η αυτοκτονία και η θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας



Η αυτοκτονία και η θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας 
Σπυρίδωνος Κοντογιάννη, Αθήνα 2001, σελ. 9-15


1. Ορισμός της αυτοκτονίας.Αυτοκτονία ονομάζεται η ανθρώπινη εκείνη πράξη, κατά την οποία ο ίδιος ο άνθρωπος τερματίζει την ζωή του.

Κατά κυριολεξία αυτοκτονία είναι η ολοκληρωμένη εκείνη ανθρώπινη πράξη,
η οποία έχει ως επισφράγισμα τον θάνατο του αυτόχειρα. Και αυτό σε σχέση πάντοτε με την λεγόμενη απόπειρα αυτοκτονίας, που είναι πράξη ανολοκλήρωτη, δεν έχει δηλαδή ως αποτέλεσμα τον θάνατο αυτού ο όποιος αποπειράται να αυτοκτονήσει.

Διάκριση επίσης γίνεται μεταξύ αυτοκτονίας και της τάσης προς αυτοκτονία,
μιας ενέργειας δηλαδή που μόλις έχει εκδηλωθεί ή και της ιδέας της αυτοκτονίας που είναι μια απλή νοητική αφετηρία, μια επιθυμία για να πεθάνει κανείς, άλλοτε έντονη και άλλοτε όχι.

Η αυτοκτονία είναι «φόνος», και είναι «εκ προαιρέσεως αφαίρεσις υφ' ημών της ιδίας ημών ζωής»
γι' αυτό και διαφέρει από τον κοινό φόνο, την αφαίρεση δηλαδή της ζωής του άλλου από κάποιον. Και ακόμη, η αυτοκτονία διακρίνεται σε άμεση και έμμεση.

Άμεση αυτοκτονία καλείται η εκ προαιρέσεως βίαιη, με φονικό όργανο η κίνηση,
αφαίρεση της ίδιας μας της ζωής, ενώ έμμεση είναι η αυτοκτονία που πραγματοποιείται εν γνώσει μας μεν, αλλά και εκ προθέσεως βαθμιαία, σιγά-σιγά, αφαίρεση της ζωής μας (π.χ. η άρνηση τροφής, η λήψη ναρκωτικών ουσιών ενώ γνωρίζουμε το τέλος της πράξεως αυτής, η ευθανασία, η εκ προθέσεως δηλαδή διακοπή της ζωής του ασθενούς όταν αυτή ζητηθεί από τον ίδιο τον ασθενή ή τον ιατρό ή από τους συγγενείς του, η συνειδητή και χωρίς κανένα λόγο έκθεση της ζωής μας σε κίνδυνο, όπως η παράλογη ταχύτητα με μηχανές ή αυτοκίνητο κ. α.).

Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί τι εννοούμε όταν λέμε προαίρεση για την αυτοκτονία.
Αναλύοντες τον όρο προαίρεση πρέπει να πούμε πως αυτός δηλώνει την πηγή και το κριτήριο των πράξεων του ανθρώπου, τη γενική κατεύθυνση της σκέψης, και του θυμικού (= το σύνολο των συναισθημάτων και των διαθέσεων) του ανθρώπου, βάσει της οποίας ο ίδιος ο άνθρωπος κρίνει τις πράξεις του αλλά και τις πράξεις των άλλων από ηθικής απόψεως. 

Πρόκειται δηλαδή, για το σύνολο των εσωτερικών κινήσεων του ανθρώπου ή καλύτερα για το σύνολο των βουλητικών του προδιαθέσεων, οι οποίες του υπαγορεύουν το τι πρέπει να κάνει σε κάθε περίπτωση, χωρίς όμως πολλή και μακρά σκέψη και έρευνα.


2. Στην αρχαία Ελλάδα

Στην αρχαία Ελλάδα υπήρχε νόμος σύμφωνα με τον όποιο οι αυτόχειρες δεν τύχαιναν
της ίδιας ταφής όπως οι άλλοι, των όποιων η ζωή τελείωνε φυσιολογικά, αλλά εθάπτονταν εκτός του κοινού νεκροταφείου και μάλιστα χωρίς το χέρι τους, το όποιο κράτησε το φονικό όργανο και επέφερε τα βίαια και θανάσιμα κτυπήματα και τελικά τον θάνατο τους, που εθάπτετο χωριστά από το άλλο σώμα. 

Και ακόμη, ο αυτόχειρας εθεωρείτο και ανάξιος να έχει σήμα (= ταφόπλακα) που να αναγράφει το όνομα του, ώστε κανένας να μη γνωρίζει ποιος κείται στον συγκεκριμένο τάφο. Και τούτο γιατί οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν μέγα παράπτωμα την αυτοκτονία και για λόγους θρησκευτικούς και για λόγους πολιτικούς (Πυθαγόρειοι, Πλάτων, Αριστοτέλης κ. α.). Ανάλογη.ταν η στάση προς τους αυτοκτονούντες και των άλλων λαών της αρχαιότητας.

Όταν όμως αμβλύνθηκαν οι ηθικές και οι πολιτικές ιδέες στην αρχαιότητα
, οι Κυνικοί και αργότερα οι Στωικοί φιλόσοφοι άρχισαν να διδάσκουν πως «ἴδιον τοῦ σοφοῦ εἶναι ἡ πρός τήν ζωήν ἀδιαφορία, ὁ δέ θάνατος, ὅστις εἶναι ἁπλοῦς χωρισμός, εἶναι τό μέσον πρός σωτηρίαν τῆς ἀνεξαρτησίας τῆς ψνχῆς» (Κ. Ι. Δυοβουνιώτου, «Αυτοκτονία - [ΘΡΗΣΚΕΥΤ.]» Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Στ', σελ. 274).

Η στωική αυτή διδασκαλία και θεώρηση της αυτοκτονίας, διαδόθηκε, ευρύτατα μάλιστα στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία
(Σενέκας) και οι αυτοκτονίες κατά την εποχή εκείνη πολλών επισήμων ανδρών υπό την πίεση της ρωμαϊκής δεσποτείας ήταν συχνές, όπως μας πληροφορούν ο Τάκιτος και ο Πλίνιος. Οι αντιλήψεις αυτές των αρχαίων σοφών, με διάφορες τροποποιήσεις, έγιναν αποδεκτές και από μεταγενέστερους φιλοσόφους και εμφανίσθηκαν στη φιλοσοφική σκέψη των νεωτέρων χρόνων.

3. Οι άλλες θρησκείες

Την αυτοκτονία την καταδικάζουν ανέκαθεν όλες οι θρησκείες ως έγκλημα βαρύτατο.
Έτσι η Ιουδαϊκή θρησκεία θεωρεί την αυτοκτονία ως δειλία και ασέβεια προς τον Θεό όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Ιώσηπος :«Ἡ αὐτοχειρία καί τῆς κοινῆς τῶν πάντων φύσεως ἀλλότριον καί πρός τόν κτίσαντα Θεόν ἐστιν ἀσέβεια... 
Ὅσων καθ' ἑαυτῶν ἐμάνησαν αἱ χεῖρες, τούτων ὁ μέν Ἁδης δέχεται τάς ψνχάς σκοτιώτερος, ὁ δέ τούτων πατήρ Θεός εἰς ἐκγόνου τιμωρεῖται τούς τῶν πατέρων ὑβριστής» (Ἰουδαϊκός Πόλεμος, Γ, 8. 5). 

Ενώ η Παλαιά Διαθήκη εντάσσει την αυτοκτονία στην εντολή του Θεού «οὐ φονεύσεις» (Εξοδος κ', 15) και την καταδικάζει.

Και το Ισλάμ καταδικάζει την αυτοκτονία αφού σύμφωνα με την διδασκαλία του
ως ύψιστη αρετή θεωρείται η απόλυτη υποταγή του ανθρώπου στη θεία βούληση, προς την όποια η αυτοκτονία ως εκούσια (θεληματική) καταστροφή της ζωής είναι παντελώς ασυμβίβαστη. Το ίδιο καταδικάζουν την αυτοκτονία και τα ιερά βουδιστικά κείμενα.


4. Η Ορθόδοξη Εκκλησία

Η χριστιανική διδασκαλία θεωρεί την αυτοκτονία ως ένα από τα μεγαλύτερα αμαρτήματα,
η δε Ορθόδοξη Εκκλησία στηριζόμενη στην Αγία Γραφή και στην Ιερά Παράδοση θεωρεί την αυτοκτονία ως έγκλημα εναντίον της ιερότητας της ανθρώπινης ζωής και ως κλονισμό και απώλεια της πίστεως και της ελπίδας του αυτόχειρα προς τον Θεό. 

Κατά την Καινή Διαθήκη ο άνθρωπος τη ζωή δεν την έχει από τον εαυτό του, αλλά την έλαβε ως δώρο από τον Θεό και ως δώρο του Θεού οφείλει να την εκτιμά και ανάλογα με τον σκοπό της πρέπει να την μεταχειρίζεται. «Οὐδείς γάρ ἡμῶν ἑαντῷ ζῇ καί οὐδείς ἑαυτῷ ἀποθνήσκει. Ἐάν τε γάρ ζῶμεν, τῷ Κυρίω ζῶμεν ἐάν τε ἀποθνήσκωμεν, τῶ Κνρίω ἀποθνήσκωμεν. Ἐάν τε ζῶμεν ἐάν τε ἀποθνήσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν» (Ρωμ. ιδ', 7 - 8).

Δηλαδή: «
κανείς από μας δεν ζει για τον εαυτό του και κανείς δεν πεθαίνει για τον εαυτό τον, διότι, εάν ζούμε, ζούμε για τον Κύριο, και εάν πεθαίνομε, πεθαίνομε για τον Κύριο. Είτε λοιπόν ζούμε είτε πεθαίνουμε ανήκουμε στον Κύριο, στον όποιο ανήκει η ζωή μας» και μόνος Εκείνος έχει απόλυτη κυριότητα επάνω σε αυτή, αφού Αυτός μας εξαγόρασε εκ της κατάρας του Νόμου και μάλιστα με το μεγάλο τίμημα της ίδιας της ζωής Του: «οὐκ ἐστέ ἑαυτῶν, ἠγοράσθητε γάρ τιμῆς» (Α' Κορινθ. στ', 19). 

Κάθε ένας δε, ο οποίος οικειοθελώς καταστρέφει την ζωή του γιατί ακρίτως κρίνει ότι τη βρίσκει αφόρητη, οικειοποιείται δικαιώματα του Θεού και τα παραβιάζει μάλιστα κατάφορα, και ασεβεί προς τον Θεό, γι' αυτό και θεωρείται ασυγχώρητος.

Η ζωή, ως δώρο του Θεού, έχει συγκεκριμένο και υψηλό μάλιστα σκοπό,
αφού ο Θεός τίποτε δεν έκαμε και δεν κάνει χωρίς σκοπό. Και είναι ο σκοπός της ζωής του ανθρώπου, του κάθε ανθρώπου, σύμφωνα προς τη χριστιανική διδασκαλία, η πνευματική τελείωση του ανθρώπου, δηλαδή, η αγιότητα, η όποια θα έχει ως τελική επιβράβευση τη Βασιλεία των Ουρανών. 

Η ορθή πίστη, η συνειδητή συμμετοχή στα Μυστήρια της Εκκλησίας και η τήρηση των εντολών του Θεού οδηγούν τον άνθρωπο στην απαλλαγή από τα πάθη και εν συνεχεία στην ένωση με τον Θεό, στην κατά χάρη δηλαδή, θέωσή του, δια της μετοχής στις άκτιστες ενέργειες του Τριαδικού Θεού

Και αυτόν τον σκοπό ο άνθρωπος, ως παιδί του Θεού και «υἱός τῆς Βασιλείας Αὐτοῦ» (Ματθ. η', 12), οφείλει να υπηρετεί «περιπατῶν ἀξίως τῆς κλήσεως ἧς ἐκλήθη» (Έφεσ. δ', 1) πάντοτε (Γαλάτ. δ', 19), σκοπό, τον οποίο παραβιάζει κατάφορα και ματαιώνει η πρόωρη και με βίαιο τρόπο έξοδος από αυτή τη ζωή, δηλαδή η αυτοκτονία η αυτοχειρία «ἄχρις οὗ μορφωθῇ Χριστός ἐν αὐτῷ».

Ο όλος άνθρωπος, ο όποιος αποτελείται από σώμα και ψυχή, έχει για τον Θεό μεγάλη αξία, διότι είναι ναός του ίδιου του Θεού
«ὑμεῖς γάρ ναός Θεοῦ ἐστε ζῶντος» (Β' Κορινθ. στ', 16) και εφ ' όσον είμαστε ναός του Θεού, είμαστε και κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος «ὅτι ναός Θεοῦ ἐστε καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν » (Α' Κορινθ. γ', 17).

Γι' αυτό και από αυτή τη σκοπιά της χριστιανικής πίστεως και διδασκαλίας η Εκκλησία καταδικάζει
διπλά την αυτοκτονία, από τη μια μεριά ως ασέβεια και επανάσταση κατά του Θεού, και από την άλλη ως φθορά και καταστροφή του ναού του Θεού, και την χαρακτηρίζει και την κολάζει ως θανάσιμο αμάρτημα, όπως χαρακτηριστικά τονίζει ο Απόστολος Παύλος: «εἴ τις τόν ναόν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθερεῖ τούτον ὁ Θεός- ὁ γάρ ναός τοῦ Θεοῦ ἅγιός ἐστιν, οἵτινές ἐστε ὑμεῖς» (Α' Κορινθ. γ', 17).


5. Αυστηρές πνευματικές ποινές - επιτίμια
Η συνείδηση της Εκκλησίας κατέταξε την αυτοκτονία στα θανάσιμα και φοβερά πνευματικά παραπτώματα
και γι' αυτό καθιέρωσε και αυστηρές πνευματικές ποινές-επιτίμια για τους αυτοκτονούντας, για να τονίσει έτσι την ανάγκη σεβασμού της ιερότητας και της αξίας της ανθρώπινης ζωής. Επομένως, ο χριστιανός άνθρωπος και ιδιαίτερα ο Ορθόδοξος, δεν μπορεί να διαθέτει κατ' αρεσκείαν το σώμα του.

Γνωρίζοντας μάλιστα τον αληθινό σκοπό της ζωής του, όπως σημειώθηκε παραπάνω
είναι η κατά χάρη θέωσή του, κανένα πάθημα ή πλημμέλημα δεν μπορεί να τον οδηγήσει στην απόγνωση και την απελπισία. Ο χριστιανός άνθρωπος γνωρίζει και πιστεύει ότι οφείλει να υπομείνει αγόγγυστα τις δυσκολίες και τις πικρές καταστάσεις αυτής της ζωής, ως επιτρεπόμενες από τον Θεό, για το πνευματικό μας συμφέρον. 

Και ακόμη, ο χριστιανός άνθρωπος γνωρίζει πως κανένα αμάρτημα δεν είναι τέτοιο και τόσο βαρύ (πλην της αυτοκτονίας, η οποία γίνεται εν συνειδήσει και εν επιγνώσει), το όποιο να μη συγχωρεί ο Θεός (π.χ. το παράδειγμα του προδότη Ιούδα).

Η Εκκλησία απορρίπτει την άνευ θελήσεως του Θεού διακοπή της ζωής γι' αυτό καιαπαγορεύει
οποιαδήποτε εκκλησιαστική Ακολουθία και Τελετή (Κηδεία, Ταφή σε Κοιμητήριο πιστών, Μνημόσυνο, Τρισάγιο, Θεία Λειτουργία) για αυτούς που αυτοκτονούν, γιατί με την πράξη τους αυτή, σύμφωνα με τα όσα αναφέραμε πιο πάνω, πρόσβαλαν τη θεία δωρεά της ζωής και αποκόπηκαν από το σώμα της Εκκλησίας.

Αιτία δηλαδή της απαγορεύσεως της εκκλησιαστικής κηδεύσεως είναι το μέγεθος του αμαρτήματος,
το όποιο διαπράττεται από τον αυτόχειρα που αποστερεί έτσι τον εαυτό του από τη ζωή, το θείο αυτό δώρο, και καταδικάζει τον εαυτό του στον δι' αυτοχειρίας θάνατο, πράξη την οποία ούτε οργή, ούτε φτώχεια, ούτε θλίψη, ούτε διάψευση ελπίδων, ούτε δειλία, ούτε οποιαδήποτε άλλη αποκαρτέρηση μπορεί να δικαιολογήσει.

«
Οὐκ ἄξια τά παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρός τήν μέλλονσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι.. τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλίψις ἡ στενοχώρια ἤ διωγμός ἤ λιμός ἤ γυμνότης ἤ κίνδυνος ἤ μάχαιρα.. ἀλλ ' ἐν τούτοις πᾶσιν ὑπερνικῶμεν διά τοῦ ἀγαπήσαντος ἡμᾶς - πέπεισμαι γάρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωή οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῷ ἡμῶν» (Ρώμ ­. η', 18 - 39).

Μόνο όσοι δεν πιστεύουν στον Θεό μπορεί να επιδοκι­μάζουν την αυτοκτονία
ως ηρωική πράξη και πιθανόν να επαινούν τη βίαιη έξοδο από αυτή τη ζωή, όταν κρίνουν πως κανένα καλό δεν τους δίνει η ζωή τους.

Όμως, οι Χριστιανοί πιστεύοντες στο Θεό και στην αθανασία της ψυχής σε καμμιά τραγική περίπτωση
οικονομική, κοινωνική, ηθική κ.λπ. και σέ καμμία αδυσώπητη κατάσταση δεν θα οπλίσουν το χέρι τους για να θέσουν βίαιο τέλος στη ζωή τους για δήθεν απελευθέρωση, γιατί αυτό είναι δειλία. Στην πραγματικότητα, η αυτοκτονία είναι η έσχατη έκφραση άκρατου εγωισμού και αμετανοησίας.

Ο πιστός χριστιανός δεν απελπίζεται, δεν χάνει την πίστη του στο έλεος
και τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Θεού. Γνωρίζει να υπομένει. Η αυστηρότητα αυτή της Εκκλησίας, η οποία επιθυμεί την πρόληψη των αυτοκτονιών, δεν είναι άσχετη και προς τον σκοπό της διδασκαλίας των επιζώντων (συγγενών, φίλων, γνωστών κ.λπ. του αυτόχειρα) για την ιερότητα του θείου αγαθού της ζωής, αλλά και τη βαρύτητα του αμαρτήματος της αυτοκτονίας, γι' αυτό και τονίζει ότι οι Κανονικές κυρώσεις - επιτίμια που επιβάλλει στους αυτόχειρες προϋποθέτουν ότι αυτός όταν έλαβε την απόφαση να αυτοκτονήσει είχε σώες τις φρένες και η πράξη αυτή έγινε με ελεύθερη βούληση του. Με άλλα λόγια, ο αυτόχειρας «είχεν εαυτόν» και δεν βρισκόταν σε κατάσταση ψυχοπάθειας.

6. Ευθανασία = φόνος + αυτοκτονία
Στη σελ. 7 της εργασίας αυτής σημειώθηκε από τον γράφοντα ότι στην «έμμεση» αυτοκτονία
που πραγματοποιείται εν γνώσει μας μεν, αλλά και εκ προθέσεως βαθμιαία, σιγά - σιγά, αφαίρεση της ζωής μας, κατατάσσεται και η «ευθανασία», η εκ προθέσεως δηλαδή διακοπή της ζωής του ανθρώπου όταν αυτό ζητηθεί από τον ίδιο τον ασθενή ή από τον ιατρό ή από τους συγγενείς του ασθενούς για να μην «ταλαιπωρείται ο άρρωστος».

Η «ευθανασία» είναι μία σύγχρονη κοινωνική αντίληψη για «αξιοπρεπή θάνατο»,
η δε νομική της κατοχύρωση στηρίζεται στο «δικαίωμα θανάτου» που έχει κάθε άνθρωπος σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, η όποια πηγάζει από τις ιδεολογίες της ευδαιμονίας που, στον προηγούμενο (20ο) αιώνα τουλάχιστον, προκάλεσαν γενοκτονίες και αναρίθμητες σφαγές.

Μέχρι τώρα καμία Χώρα δεν είχε προβεί σε νομιμοποίηση της «ευθανασίας»
γιατί εθεωρείτο από όλες τις κυβερνήσεις των Κρατών ως συνδυασμός «φόνου και αυτοκτονίας».

Για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητος το «κοινωνικό φρούτο της ευθανασίας»
θεσμοθετήθηκε από τη Βουλή της Ολλανδίας στις 28 Νοεμβρίου 2000 και νομιμοποιήθηκε με τις ψήφους (104 υπέρ, έναντι 40 κατά) των βουλευτών του Ολλανδικού Κοινοβουλίου! Με την ψήφιση του Νόμου αυτού η Ολλανδία έγινε το πρώτο Κράτος της Ευρώπης που, παρά τους Νόμους του που καταδικάζουν τον φόνο και την αυτοκτονία, νομιμοποιεί το δίδυμο του θανάτου, την ευθανασία δηλαδή που όπως και ανωτέρω σημειώθηκε είναι συνδυασμός φόνου και αυτοκτονίας!

Με αφορμή την ψήφιση του Νόμου αυτού από την Κυβέρνηση της Ολλανδίας και λόγω της σοβαρότητος του θέματος,
η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, στις 14 Δεκεμβρίου 2000, με ανακοινωθέν της ενημερώνει τους Ορθοδόξους Έλληνες για το τι είναι «ευθανασία» αφ' ενός και αφ' ετέρου ποιες είναι οι θέσεις της Εκκλησίας επί του θέματος αυτού.

Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος

Διαβάστε περισσότερα... »

Η φιλαργυρία είναι αρρώστια



Κάποιος σοφός Άραβας πριν πεθάνει είχε συντάξει τη διαθήκη του κι ανάμεσα στ’ άλλα είχε γράψει: “Έκλεισα όλη μου την περιουσία στο μεγάλο χρηματοκιβώτιο του γραφείου μου. Όσα περιέχει, τα παραχωρώ στον πιο ευτυχισμένο της γης”.

Μετά το θάνατό
του δέκα χιλιάδες άνθρωποι τρέξανε στον δικαστή να το βεβαιώσουν πως ήταν οι πιο ευτυχισμένοι της γης και πως έχουν δικαίωμα στο θησαυρό. Δεν έλειψαν οι φιλονικίες και οι φωνές. 

Ο δικαστής, για να προλάβει κάτι χειρότερο, έσπευσε να δηλώσει πως αυτός ήταν ο πιο ευτυχισμένος απ’ όλους κι ο θησαυρός του ανήκε. Τρέχει με λαχτάρα, ανοίγει το χρηματοκιβώτιο και τι να δει; 

Αντί για θησαυρό μερικά χαλίκια τυλιγμένα σ’ ένα σημείωμα που έγραφε: “Αν ήσουν πραγματικά ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος της γης, δε θα είχες ανάγκη από τα χρήματά μου”.

Αρρώστια η φιλαργυρία. Πάθος που αιχμαλωτίζει τον άνθρωπο και τον ρίχνει στα δεσμά των πιο φρικτών παθών. Για να διαπιστώσει ο καθένας μας το μέγεθος του κακού που μας οδηγεί η φιλαργυρία θα σας αναφέρουμε δυο μικρές ιστορίες.

Σ’ ένα πλοίο μεταξύ των ταξιδιωτών βρίσκονταν και δύο φιλάργυροι. Το πλοίο ναυάγησε. Ο κόσμος έτρεχε να σωθεί αφήνοντας όλα τα υπάρχοντά του στις καμπίνες του πλοίου. 

Οι δύο φιλάργυροι προσπαθούσαν και την τελευταία στιγμή να επωφεληθούν την κατάσταση και να ικανοποιήσουν την αρρώστια τους και αυτή τη στιγμή του ναυαγίου. 

Έτσι ο μεν ένας έτρεχε στις καμπίνες των επιβατών να κλέψει ό,τι πολύτιμο έβρισκε, ο δε άλλο κάθισε στην καμπίνα του, πήρε ένα χαρτί και άρχισε να καταγράφει την περιουσία του. Όταν συνειδητοποίησαν την κατάσταση, ήταν πλέον αργά. 

Βούλιαξαν στον πάτο της θάλασσας μαζί με το πάθος τους.

Η δεύτερη ιστορία είναι μια τέχνη που χρησιμοποιούν οι Αφρικανοί. 

Για να πιάσουν ζωντανούς τους πιθήκους κρεμούν στέρεο ένα σακί με ρύζι επάνω σ’ ένα δέντρο. Το ρύζι είναι η πιο αγαπητή τροφή των πιθήκων. Το σακί έχει τόσο άνοιγμα, όσο χωράει για να περάσει το χέρι του ζώου, αλλά όταν γεμίσει την χούφτα του ρύζι είναι αδύνατο να βγει. 

Προχωρεί το ζώο προς το δέντρο, βάζει το χέρι μέσα στο σακί και παίρνει μια χούφτα από το αγαπημένο του ρύζι. Μόλις αντιληφθεί ότι δεν μπορεί να το βγάλει, κάνει μορφασμούς, ταράζεται, σπαρταρά, κινείται με βία. Όμως χαμένος κόπος.... 

Δεν είχε ο πίθηκος παρά να χαλαρώσει το χέρι του, να πέσει το ρύζι, για να ξαναβρεί την ελευθερία του. Αλλά προτιμά την αιχμαλωσία, προτιμά το θάνατο, παρά ν’ αρνηθεί τη λεία του.

Τη Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ, που ψάλλεται στους ναούς ο όρθρος της Μεγάλης Παρασκευής,
ακούμε από τους ψάλτες μας: “Σήμερα ο Ιούδας εγκαταλείπει τον Διδάσκαλο και λαμβάνει ως φίλο και οδηγό του το διάβολο. Τυφλώνεται από το πάθος της φιλαργυρίας και χάνει ο σκοτεινός αυτός άνθρωπος το Φως (το Χριστό)…”.

Ο Ιούδας λοιπόν λάτρευε τα χρήματα. Δεν τα επιθυμούσε ή απλά τα αγαπούσε. Ένα πάθος που έγινε λύσσα (απόστιχα Μεγάλης Πέμπτης). Οδηγείται σε σκοτείνιασμα του μυαλού του. Σε ώρα σκοταδιού γίνεται η σύλληψη του Χριστού και το φίλημα της προδοσίας.

Το αποτέλεσμα είναι γνωστό: Αντί να ακολουθήσει την οδό της μετανοίας ακολουθεί το δρόμο της απελπισίας και της αυτοκτονίας

Προσκολλάται στον ένα από τους δύο κυρίους. Ό,τι μπορεί να συμβεί και με τον καθένα μας. Όμως δεν μπορείς να δουλεύεις σε δύο κυρίους. 

Ο καθένας μας ας τοποθετηθεί υπεύθυνα.

ΣΥΝΟΔΟΙΠΟΡΟΙ: από τα “Βήματα”, νεανική περιοδική έκδοση της Ιεράς Μητροπόλεως Κερκύρας, Παξών & Διαποντίων Νήσων (xfd.gr)


Διαβάστε περισσότερα... »

«ἄτερ ὄχλου» (= χωρίς την παρουσία του λαού)


Δρ.Θεολογίας 
Αθανάσιος Μουστάκης


Το ευαγγελικό ανάγνωσμα του όρθρου της Μεγάλης Πέμπτης προέρχεται από το22ο κεφάλαιο του ευαγγελίου του ευαγγελιστή Λουκά. Ενώ πλησιάζει η εορτή του Πάσχα, οι αρχιερείς και οι φαρισαίοι, θορυβημένοι από την αποδοχή του Ιησού από τον ιουδαϊκό λαό, σχεδιάζουν να τον σκοτώσουν, αλλά θέλουν να το πράξουν χωρίς να το γνωρίζει ο λαός.

Δεν ήταν δυνατό να τον συλλάβουν την ώρα που δίδασκε στο ναό που είχε κτίσει ο Ηρώδης ο Μέγας,
διότι ένιωθαν ότι θα υπήρχαν αντιδράσεις. Έτσι σχεδίασαν προσεκτικά τη σύλληψή Του. 

Πρώτα συνεννοήθηκαν με μέλος του στενού του κύκλου, τον μαθητή Του Ιούδα Ισκαριώτη, και του προσέφεραν αμοιβή για την πράξη του, έπειτα, αφού εξασφάλισαν το συνεργάτη, το ενδιαφέρον τους εστράφη στο να βρουν την κατάλληλη ευκαιρία. 

Για να είναι επιτυχημένη και ασφαλείς γι’ αυτούς, η προδοσία και η σύλληψη έπρεπε να γίνει νύχτα, έξω από την Πόλη, ενώ ο Ιησούς δεν θα ήταν περιτριγυρισμένος από τα πλήθη του λαού που τον είχαν δοξάσει προ ολίγων ημερών κατά την είσοδό Του στην πόλη.

Όλα έπρεπε να γίνουν «ἄτερ ὄχλου».

Το «ἄτερ» είναι πρόθεση, η οποία συντάσσεται με γενική και σημαίνει «χωρίς».


Πρόβλημα, λοιπόν, η παρουσία του όχλου για αυτούς που σχεδίαζαν τη θανάτωση του Κυρίου.

Από τη φράση αυτή του ευαγγελιστή Λουκά ξεπηδούν πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία. Πρώτα ο ευαγγελιστής μας δηλώνει τη δήναμη του λαού και τη σημασία του στην πορεία της ιστορίας και στη διαμόρφωσή της.

Έπειτα μας βοηθά να συνειδητοποιήσουμε,
πόσο ενοχλητική μπορεί να γίνει αυτή η παρουσία σε όσους επιβουλεύονται τα συμφέροντά του.

Ακόμη φαίνεται ότι ο λαός μπορεί με την δυναμική του αντίδραση είναι ικανός
να αποτρέψει την εφαρμογή των επιλογών των ισχυρών.

Οι διαπιστώσεις αυτές είναι ιδιαίτερα επίκαιρες σήμερα...,
 καθώς αποτελούν κρίκους που συνδέουν αυτούς που σφετεριζόμενοι την εξουσία που κατέχουν από το λαό για το λαό, προσπαθούν να τον παραμερίσουν, ώστε να εφαρμόσουν ανενόχλητοι τά άνομα και επικίνδυνα σχέδιά τους.

«Ἄτερ ὄχλου» λαμβάνονται αποφάσεις και σήμερα.
Ψηφίζονται νόμοι, αλλάζουν συμβάσεις εργασίας, καταργούνται δικαιώματα, ψαλιδίζονται ελευθερίες, εκμηδενίζονται μισθοί και χάνονται κόποι ετών!

Η εξουσία, όμως, και τότε και σήμερα φοβάται το λαό.

Ποιο λαό όμως;


Τον συνειδητοποιημένο και αποφασισμένο λαό. Τον λαό που ανταποκρίνεται στην αγάπη του Χριστού
και επευφυμεί τις πράξεις Του. Τον λαό που μπορεί να αντισταθεί και να αποτρέψει τα τεχνάσματα της εξουσίας. Τον λαό που μπορεί να επιβάλει τη θέλησή του.

Υπάρχει όμως και ο λαός που έμαθε να βάζει το στενό, προσωπικό συμφέρον πάνω από το συλλογικό,
ο λαός που αρέσκεται κάποιοι να του χαϊδεύουν τα αυτιά και να νεκρώνουν τις αντιδράσεις του με υποσχέσεις.

Ο λαός που κάνει τα πάντα για τα λεφτά. Ο λαός που δεν μπορεί να διακρίνει το άσπρο από το μαύρο. Ο λαός που δεν αφήνει την ασφάλεια (;) και την απάθεια του καναπέ του, όχι για να κατεβεί στις πλατείες υπακούοντας σε κομματικά κελεύσματα που διασπούν, αλλά για να αγωνιστεί να αποκτήσει πολιτικό λόγο, άποψη, γνώμη, και να γίνει πόλος αντίδρασης με την αγάπη στον πλησίον και την πίστη του σε ιδανικά και αξίες.

Το «ἄτερ ὄχλου» του ευαγγελιστή δίνει το στίγμα του φόβου της εξουσίας!

Τότε, το σχέδιο πέτυχε. Ο λαός ήταν απών. Ο Χριστός συνελήφθη και σταυρώθηκε!

Σήμερα, το πρόβλημα για την εξουσία δεν είναι τόσο η φυσική παρουσία του λαού, όπως ήταν τότε, όσο η απόκτηση της συνείδησης της αξίας και της δύναμής του. Η διεκδίκηση της ελευθερίας του από κάθε είδους δεσμά και η πίστη ότι μπορεί να πετύχει τους στόχους του όταν δεν είναι απών. 

Όταν έχει άποψη και την προβάλλει. Όταν πάψει να βλέπει τον πλησίον του ως αντικείμενο κέρδους και τον δει ως αντικείμενο αγάπης.

Η εξουσία κάθε εποχής προσπαθεί να πάρει και να εφαρμόσει τις αποφάσεις της «ἄτερ ὄχλου». Εμείς θα το επιτρέψουμε;


Διαβάστε περισσότερα... »