«Ἕλληνες ἀεί παῖδες ἐστε, γέρων δέ Ἕλλην οὐκ ἔστιν» (Πλάτων, Τίμαιος, 22b).


"Ὁμολογεῖται μὲν γὰρ τὴν πόλιν ἡμῶν ἀρχαιοτάτην εἶναι καὶ μεγίστην καὶ παρὰ πᾶσιν ἀνθρώποις ὀνομαστοτάτην· οὕτω δὲ καλῆς τῆς ὑποθέσεως οὔσης,
ἐπὶ τοῖς ἐχομένοις τούτων ἔτι μᾶλλον ἡμᾶς προσήκει τιμᾶσθαι. 24. Ταύτην γὰρ οἰκοῦμεν οὐχ ἑτέρους ἐκβαλόντες οὐδ' ἐρήμην καταλαβόντες
οὐδ' ἐκ πολλῶν ἐθνῶν μιγάδες συλλεγέντες, ἀλλ' οὕτω καλῶς καὶ γνησίως γεγόναμεν ὥστ' ἐξ ἧσπερ ἔφυμεν, ταύτην ἔχοντες ἅπαντα τὸν χρόνον διατελοῦμεν,
αὐτόχθονες ὄντες καὶ τῶν ὀνομάτων τοῖς αὐτοῖς οἷσπερ τοὺς οἰκειοτάτους τὴν πόλιν ἔχοντες προσειπεῖν".
(Ἰσοκράτης, Πανηγυρικός, στίχοι 23-24).

Τα άρθρα που φιλοξενούνται στον παρόντα ιστότοπο και προέρχονται απο άλλες πηγές, εκφράζουν αποκλειστικά και μόνον τις απόψεις των συγγραφέων τους.

Καθίσταται σαφές ότι η δημοσίευση ανάρτησης, δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά αποδοχή των απόψεων του συγγραφέως.


ΕΑΝ ΘΕΛΕΤΕ, ΑΦΗΝΕΤΕ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ, ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΑΡΘΡΟ-ΑΝΑΡΤΗΣΗ (΄κλίκ΄ στο "Δεν υπάρχουν σχόλια"). ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ.

Ακολουθήστε μας στο Facebook

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2015

Θυμητάρια από τον Άγιο Νεκτάριο




Στο θάλαμο 2 του δεύτερου ορόφου, εκεί στο Αρεταίειο Νοσοκομείο, όπου ο Άγιος Νεκτάριος άφησε την τελευταία του πνοή, καίει σήμερα διαρκώς ένα καντήλι μπρὸς στην πάνσεπτη εικόνα του.

Καθημερινὰ περνούν απὸ εκεί πλήθος πιστών, κυρίως αρρώστων, οι οποίοι στέκονται για λίγο και νοερὰ αφήνουν τους στεναγμοὺς της καρδιάς τους, σαν μία θερμὴ ικεσία προς τον φιλάνθρωπο Άγιο.




Και κείνος φαίνεται να συγκατανεύει. Τους δίνει κουράγιο με το ιλαρό του βλέμμα και ενισχύει την πίστη τους. Τους θυμίζει ότι και ο ίδιος πόνεσε ψυχικὰ και σωματικὰ, αλλὰ ενισχυόταν πάντα απὸ την αδιάκοπη επαφή του με τον Θεό.



Η μητέρα του Αγίου Νεκταρίου, Μπαλού (Βασιλική) Τριανταφυλλίδου, ήταν από την Σηλυβρία.



Μαριώρα Κεφαλά, η αδελφή του Αγίου Νεκταρίου.


Μάλλον για λόγους υγείας, την είχε φέρει ο Άγιος από τη Σηλυβρία στην Αθήνα.

Έδειξε δηλαδή μέσα στα τόσα καθήκοντά του μεγάλο ενδιαφέρον για την αδελφή του. Λίγο διάστημα έζησε η Μαριώρα στην Αθήνα, κοιμήθηκε από καρκίνο του στήθους το 1900. 

Μόνος του ο Άγιος αντιμετώπισε την ασθένεια, το θάνατο και την ταφή της αδελφής του. Αγόρασε ο Άγιος τάφο στο μοναδικό τότε Α' Νεκροταφείο Αθηνών, όπου τάφηκε η αδελφή του.


"Προσκυνητής"
http://anazhthseis-elena.blogspot.gr/
πηγή-estavromenos
Διαβάστε περισσότερα... »

Ένας συκοφαντημένος στον Παράδεισο...



Πείτε μου ποιος έχει διαβάσει τον βίο του Αγ. Νεκταρίου και δεν ένιωσε αγάπη και σεβασμό για το πρόσωπο του; Όχι δεν είναι μόνο τα θαύματα που τον έκαναν τόσο αγαπητό στο λαό μας. Αλλά αυτή η βαθιά αίσθηση αδικίας που διατρέχει ολόκληρη την ζωή του. Διαβάζεις το συναξάρι του και νιώθεις την ανάγκη να τον πάρεις μια τεράστια αγκαλιά. 

Ταλαιπωρημένος, διωκόμενος, συκοφαντημένος και αδικημένος. Ένας άνθρωπος που κατακρίθηκε τόσο πολύ στην ζωή του, που ειπώθηκαν τόσα ψέματα για το πρόσωπο του, και γνώρισε σε τέτοιο βαθμό την ψευτιά και υποκρισία των ανθρώπων «άξιζε» και "έπρεπε" να ανακηρυχτεί άγιος της εκκλησίας. 

Ίσως για πολλούς λόγους που γνωρίζει καλύτερα ο Θεός, μα πάνω από όλα, για να 'χουν σήμερα στην ζωή τους, όλοι οι συκοφαντημένοι και παρεξηγημένοι, οι κατά κόσμο περιφρονημένοι ένα δικό τους άνθρωπο στο ουρανό. Μια γλυκιά ζωντανή παρουσία, να παρηγορεί την πίκρα της αδικίας και της συκοφαντίας…..

π. λίβυος 

Διαβάστε περισσότερα... »

«Ο ΕΝ ΤΗ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ», της Α. Τζιροπούλου-Ευσταθίου








Η σοφία Στη γλώσσα έχουμε το σημαίνον (τη λέξη) και το σημαινόμενο (την έννοια). Στην Ελληνική γλώσσα αυτά τα δύο έχουν πρωτογενή σχέση, καθώς αντίθετα με τις άλλες γλώσσες το σημαίνον δεν είναι μια τυχαία σειρά από γράμματα. 

Σε μια συνηθισμένη γλώσσα όπως τα Αγγλικά μπορούμε να συμφωνήσουμε όλοι να λέμε το σύννεφο car και το αυτοκίνητο cloud, και από την στιγμή που το συμφωνήσουμε να είναι και έτσι. 

Στα Ελληνικά κάτι τέτοιο είναι αδύνατον. Γι’ αυτόν τον λόγο πολλοί διαχωρίζουν τα Ελληνικά σαν «εννοιολογική» γλώσσα από τις υπόλοιπες «σημειολογικές» γλώσσες. Μάλιστα ο μεγάλος φιλόσοφος και μαθηματικός Βένερ Χάιζενμπεργκ είχε παρατηρήσει αυτή την σημαντική ιδιότητα για την οποία είχε πεί «Η θητεία μου στην Αρχαία Ελληνική γλώσσα υπήρξε η σπουδαιότερη πνευματική μου άσκηση. Στην γλώσσα αυτή υπάρχει η πληρέστερη αντιστοιχία ανάμεσα στην λέξη και στο εννοιολογικό της περιεχόμενο». 

Όπως μας έλεγε και ο Αντισθένης, «Αρχή σοφίας, η των ονομάτων επίσκεψις». 

Για παράδειγμα, ο «άρχων» είναι αυτός που έχει δική του γη (άρα=γη + έχων). Και πραγματικά, ακόμα και στις μέρες μας είναι πολύ σημαντικό να έχει κανείς δική του γη / δικό του σπίτι. 

Ο «βοηθός» σημαίνει αυτός που στο κάλεσμα τρέχει. Βοή=φωνή + θέω=τρέχω. 

Ο Αστήρ είναι το αστέρι, αλλά η ίδια η λέξη μας λέει ότι κινείται, δεν μένει ακίνητο στον ουρανό (α + στήρ από το ίστημι που σημαίνει στέκομαι). Αυτό που είναι πραγματικά ενδιαφέρον, είναι ότι πολλές φορές η λέξη περιγράφει ιδιότητες της έννοιας την οποία εκφράζει, αλλά με τέτοιο τρόπο που εντυπωσιάζει και δίνει τροφή για τη σκέψη. 

Για παράδειγμα ο «φθόνος» ετυμολογείται από το ρήμα «φθίνω» που σημαίνει μειώνομαι, συρρικνώνομαι. Και πραγματικά ο φθόνος ως συναίσθημα, σιγά σιγά μας φθίνει και μας καταστρέφει. Μας «φθίνει» -ελαττώνει σαν ανθρώπους– και μας φθίνει ως και την υγεία μας. Και φυσικά όταν θέλουμε να χαρακτηρίσουμε κάτι που είναι τόσο πολύ ώστε να μην τελειώνει πώς το λέμε; Μα φυσικά «άφθονο». 

Έχουμε την λέξη «ωραίος» που προέρχεται από την «ώρα». Διότι για να είναι κάτι ωραίο, πρέπει να έρθει και στην ώρα του. Ωραίο δεν είναι ένα φρούτο ούτε άγουρο ούτε σαπισμένο, και ωραία γυναίκα δεν είναι κάποια ούτε στα 70 της άλλα ούτε φυσικά και στα 10 της. Ούτε το καλύτερο φαγητό είναι ωραίο όταν είμαστε χορτάτοι, επειδή δεν μπορούμε να το απολαύσουμε. 

Ακόμα έχουμε την λέξη «ελευθερία» για την οποία το «Ετυμολογικόν Μέγα» διατείνεται «παρά το ελεύθειν όπου ερά» = το να πηγαίνει κανείς όπου αγαπά. Άρα βάσει της ίδιας της λέξης, ελεύθερος είσαι όταν έχεις τη δυνατότητα να πας όπου αγαπάς. 

Πόσο ενδιαφέρουσα ερμηνεία… 

Το άγαλμα ετυμολογείται από το αγάλλομαι (ευχαριστιέμαι) επειδή όταν βλέπουμε ένα όμορφο αρχαιοελληνικό άγαλμα η ψυχή μας αγάλλεται. Και από το θέαμα αυτό επέρχεται η αγαλλίαση. Αν κάνουμε όμως την ανάλυση της λέξης αυτής θα δούμε ότι είναι σύνθετη από αγάλλομαι + ίαση(=γιατρειά). Άρα για να συνοψίσουμε, όταν βλέπουμε ένα όμορφο άγαλμα (ή οτιδήποτε όμορφο), η ψυχή μας αγάλλεται και ιατρευόμαστε. Και πραγματικά, γνωρίζουμε όλοι ότι η ψυχική μας κατάσταση συνδέεται άμεσα με τη σωματική μας υγεία. 

Παρένθεση: και μια και το έφερε η «κουβέντα», η Ελληνική γλώσσα μας λέει και τι είναι άσχημο. Από το στερητικό «α» και τη λέξη σχήμα μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε τι. Για σκεφτείτε το λίγο… 

Σε αυτό το σημείο, δεν μπορούμε παρά να σταθούμε στην αντίστοιχη λατινική λέξη, για το άγαλμα (που άλλο από λατινική δεν είναι). Οι Λατίνοι ονόμασαν το άγαλμα, statua από το ελληνικό «ίστημι» που ήδη αναφέραμε σαν λέξη, και το ονόμασαν έτσι επειδή στέκει ακίνητο. Προσέξτε την τεράστια διαφορά σε φιλοσοφία μεταξύ των δύο γλωσσών, αυτό που σημαίνει στα Ελληνικά κάτι τόσο βαθύ εννοιολογικά, για τους Λατίνους είναι απλά ένα ακίνητο πράγμα. Μια και αναφέραμε τα Λατινικά, ας κάνουμε άλλη μια σύγκριση. 

Ο «άνθρωπος στα Ελληνικά ετυμολογείται και ως το ον που κοιτάζει προς τα πάνω (άνω + θρώσκω). Πόσο σημαντική και συναρπαστική ετυμολογία που μπορεί να αποτελέσει βάση ατελείωτων φιλοσοφικών συζητήσεων. Αντίθετα στα Λατινικά ο άνθρωπος είναι «Homo» που ετυμολογείται από το χώμα. Το ον που κοιτάζει ψηλά στον ουρανό λοιπόν για τους Έλληνες, σκέτο χώμα για τους Λατίνους… Υπάρχουν και άλλα παρόμοια παραδείγματα που θα μπορούσαν να αναφερθούν εδώ. 

Είναι λογικό ότι μια γλώσσα που βασίστηκε στην Ελληνική αντιγράφοντάς την, εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να έχει τα ίδια υψηλά νοήματα. Είναι προφανής η σχέση που έχει η γλώσσα με τη σκέψη του ανθρώπου. Όπως λέει και ο Τζορτ Όργουελ στο αθάνατο έργο του «1984», απλή γλώσσα σημαίνει και απλή σκέψη. 

Εκεί το καθεστώς προσπαθούσε να περιορίσει τη γλώσσα για να περιορίσει τη σκέψη των ανθρώπων, καταργώντας συνεχώς λέξεις. «Η γλώσσα και οι κανόνες αυτής αναπτύσσουν την κρίση» έγραφε ο Μιχάι Εμινέσκου, εθνικός ποιητής των Ρουμάνων. Μια πολύπλοκη γλώσσα αποτελεί μαρτυρία ενός προηγμένου πνευματικά πολιτισμού. Το να μιλάς σωστά σημαίνει να σκέφτεσαι σωστά, να γεννάς διαρκώς λόγο και όχι να παπαγαλίζεις λέξεις και φράσεις.


Στην Ελληνική γλώσσα ουσιαστικά δεν υπάρχουν συνώνυμα, καθώς όλες οι λέξεις έχουν λεπτές εννοιολογικές διαφορές μεταξύ τους. 

Για παράδειγμα η λέξη «λωποδύτης» χρησιμοποιείται για αυτόν που βυθίζει το χέρι του στο ρούχο (=λωπή) μας και μας κλέβει, κρυφά δηλαδή, ενώ ο «ληστής» είναι αυτός που μας κλέβει φανερά, μπροστά στα μάτια μας. 

Επίσης το «άγειν» και το «φέρειν» έχουν την ίδια έννοια. 
Όμως το πρώτο χρησιμοποιείται για έμψυχα όντα, ενώ το δεύτερο για τα άψυχα. 

Στα Ελληνικά έχουμε τις λέξεις «κεράννυμι», «μίγνυμι» και «φύρω» που όλες έχουν το νόημα του «ανακατεύω». Όταν ανακατεύουμε δύο στερεά ή δύο υγρά μεταξύ τους αλλά χωρίς να συνεπάγεται νέα ένωση (π.χ. λάδι με νερό), τότε χρησιμοποιούμε την λέξη «μειγνύω» ενώ όταν ανακατεύουμε υγρό με στερεό τότε λέμε «φύρω». Εξ’ού και η λέξη «αιμόφυρτος» που όλοι γνωρίζουμε αλλά δεν συνειδητοποιούμε τι σημαίνει. 

Όταν οι Αρχαίοι Έλληνες πληγωνόντουσαν στην μάχη, έτρεχε τότε το αίμα και ανακατευόταν με την σκόνη και το χώμα. 

Το κεράννυμι σημαίνει ανακατεύω δύο υγρά και φτιάχνω ένα νέο, όπως για παράδειγμα ο οίνος και το νερό. Εξ’ού και ο «άκρατος» (δηλαδή καθαρός) οίνος που λέγαν οι Αρχαίοι όταν δεν ήταν ανακατεμένος (κεκραμμένος) με νερό. Τέλος η λέξη «παντρεμένος» έχει διαφορετικό νόημα από την λέξη «νυμφευμένος», διαφορά που περιγράφουν οι ίδιες οι λέξεις για όποιον τους δώσει λίγη σημασία. 

Η λέξη παντρεμένος προέρχεται από το ρήμα υπανδρεύομαι και σημαίνει τίθεμαι υπό την εξουσία του ανδρός, ενώ ο άνδρας νυμφεύεται, δηλαδή παίρνει νύφη. 

Γνωρίζοντας τέτοιου είδους λεπτές εννοιολογικές διαφορές, είναι πραγματικά πολύ αστεία μερικά από τα πράγματα που ακούμε στην καθημερινή – συχνά λαθεμένη – ομιλία (π.χ. «ο Χ παντρεύτηκε»). Η Ελληνική γλώσσα έχει λέξεις για έννοιες οι οποίες παραμένουν χωρίς απόδοση στις υπόλοιπες γλώσσες, όπως άμιλλα, θαλπωρή και φιλότιμο. Μόνον η Ελληνική γλώσσα ξεχωρίζει την ζωή από τον βίο, την αγάπη από τον έρωτα. 

Μόνον αυτή διαχωρίζει, διατηρώντας το ίδιο ριζικό θέμα, το ατύχημα από το δυστύχημα, το συμφέρον από το ενδιαφέρον. 

Πηγές: «Έλλην Λόγος– Πώς η Ελληνική γονιμοποίησε τον παγκόσμιο λόγο» της Α. Τζιροπούλου – Ευσταθίου «Ο εν τη λέξει λόγος» της Α. Τζιροπούλου – Ευσταθίου «Ελληνική Αγωγή – Μαθήματα αρχαίας Ελληνικής γλώσσας» της Α. Τζιροπούλου – Ευσταθίου 

Διαβάστε περισσότερα... »

Η ψυχολογία των αρχαίων Ελλήνων



Το βασικότερο ψυχολογικό γνώρισμα εκείνης της εποχής, αν θέλουμε να το χαρακτηρίσουμε με μια μόνη λέξη, ήταν αυτό που ο Έλληνας λέει «πλεονεξία», η επιθυμία να θέλει κανείς όλο και περισσότερα, η απληστία και η έπαρση, η αρχομανία και η φιλαυτία, που ανάμεσα στ' άλλα εκδηλώνεται με μια σχεδόν υστερική μανία για νεωτερισμούς. 

Χαρακτηριστικός εκπρόσωπος αυτής της τάσης, όπως και για κάθε τι άλλο, είναι φυσικά η Αθήνα. «Γιατί εδώ η πρόοδος, η καινοτομία και η περιφρόνηση για το παραδοσιακό θεωρούνται η αληθινή και η μόνη σοφία», διαβάζουμε στον Αριστοφάνη. Ακόμα πιο σαφής όμως είναι ο Θουκυδίδης. 

Βάζει τους Κορίνθιους να πουν στους Λακεδαιμόνιους ότι οι Αθηναίοι είναι γεννημένοι για να μην ησυχάζουν ποτέ ούτε ν’ αφήνουν ήσυχους τους άλλους, και ο Κλέων φωνάζει στους Αθηναίους κατά πρόσωπο: «Είστε δούλοι του ασυνήθιστου και περιφρονητές του συνηθισμένου, και θα ’λεγε κανείς ότι ζητάτε πάντα κάτι άλλο απ’ αυτό που έχετε.» 

Σ' ένα άλλο σημείο διαβάζουμε ότι οι Αθηναίοι είναι πάντα ακούραστα δραστήριοι, ότι πάντα λείπουν από τη χώρα τους για ν’ αυξήσουν την περιουσία τους, ότι σπάνια απολαμβάνουν ήσυχα τους καρπούς των κόπων τους, γιατί ολοένα σκέφτονται πώς θ' αποκτήσουν καινούργια πράγματα, μια και γι' αυτούς το χρήμα δεν είναι μέσο, αλλά αυτοσκοπός. […]


Αν τους κοιτάξουμε από κοντά, οι Αθηναίοι ήταν, όπως σχεδόν κάθε αστικός πληθυσμός, μια αεικίνητη μυρμηγκιά από δουλευτές, παράσιτα και κερδοσκόπους. Κι ωστόσο ο Ζαν Πάουλ, συμφωνώντας με τόσους και τόσους αρχαιολάτρες, υποστήριξε ότι η μελέτη της αρχαιότητας είναι το «διάβα μέσα από τον σιωπηλό ναό των μεγάλων εποχών και ανθρώπων της αρχαιότητας στην εμποροπανήγυρη των μεταγενέστερων αιώνων.». Αυτή ακριβώς ήταν η βασική πλάνη του κλασικισμού. 

Οι κλασικιστές ξέπλυναν τα χρώματα όχι μόνον από τα ελληνικά αγάλματα, αλλά κι από την ίδια την ελληνική ζωή κι άφησαν μονάχα ένα άχρωμο και ψεύτικο πρόπλασμα, στημένο πάνω στην έδρα της σκυθρωπής αίθουσας ενός αυστηρού σχολείου.



Ο άνθρωπος όμως αποτελείται από αντιφάσεις, και γι’ αυτό δεν πρέπει να παραβλέψουμε, από την άλλη μεριά, ότι το ήθος και η χάρη εκείνης της εποχής πρέπει να είχαν μια λεπτότητα που ίσως κανένας λαός και καμιά άλλη περίοδος δεν μπόρεσε ποτέ να φτάσει. Ιδεώδης άνθρωπος θεωρούνταν εκείνος που μπορούσε βάσιμα να διεκδικήσει για τον εαυτό του τον χαρακτηρισμό άστεως: αυτή η ιδιότητα, που σημαίνει επί λέξει τον αναθρεμμένο σε πόλη, ήταν λέξη της μόδας και μαζί τιμητικός τίτλος, όπως περίπου τον δέκατο όγδοο αιώνα η λέξη «ανθρωπιστικός» (human). 

Αλλά η κομψότητα και η φινέτσα της κοινωνικής συμπεριφοράς δεν συγγένευε με την αυλική μορφή του μπαρόκ και του ροκοκό, γιατί αγνοούσε ολότελα την εθιμοτυπία, ούτε με την αστική μορφή του δέκατου ένατου αιώνα, γιατί της έλειπε κάθε συναισθηματισμός: ακόμα και τα ταφικά μνημεία δεν δείχνουν ίχνος μελαγχολίας, οι νεκροί συνεχίζουν τη ζωή τους πάνω στην πέτρα περιτριγυρισμένοι από τους ζωντανούς συγγενείς τους, με τους οποίους ανταλλάζουν συγκρατημένες διαχύσεις.

Egon Friedell, Πολιτιστική ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας
[Εκδόσεις Πορεία, 1994, σελ. 212-213]

Διαβάστε περισσότερα... »

Το άναμμα του καντηλιού και ο συμβολισμός του





Το άναμμα του καντηλιού ενέχει τον συμβολισμό ότι προσφέρεται ως θυσία σεβασμού και τιμής προς τον Θεό και τους Αγίους του.

Συμβολίζει επίσης, το φώς του Χριστού που φωτίζει κάθε άνθρωπο, καθώς επίσης συμβολίζει και το γνωστό παράγγελμα του Κυρίου μας ότι πρέπει να είμαστε, οι χριστιανοί, τα φώτα του κόσμου.

Το έλαιον, το λάδι δηλαδή που καίει στα καντήλια μας,“τον του Θεού υπεμφαίνει έλαιον”, γράφει ο Άγ. Συμεών Θεσσαλονίκης, το έλεος του Θεού που φανερώθηκε όταν η περιστερά του Νώε επέστρεψε στην Κιβωτό για να σημάνει την παύση του κατακλυσμού, έχοντας στο ράμφος της κλάδο ελαίας, ή όταν ο Ιησούς, καθώς επροσηύχετο εκτενώς, επότιζε με τους θρόμβους του ιδρώτος του την ελιά, κάτω από τα κλαδιά της οποίας γονάτισε την μαρτυρική εκείνη νύχτα, στο Όρος των Ελαιών.

Βέβαια, όλοι ξέρουμε πως απείρως ανώτερος του υλικού φωτισμού είναι ο εσωτερικός, αγιοπνευματικός φωτισμός. Έγραφε λοιπόν ο Θεοφόρος Πατήρ Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός : “Φωτίσωμεν …γλώσσαν” και συμπληρώνει ο σχολιαστής του: Επετεύχθη τούτο

Το λάδι συμβολίζει το άπειρο έλεος του Θεού, αλλά και τα κανδήλια συμβολίζουν την Εκκλησία που είναι μεταδοτική Θείου ελέους και φωτιστική. Συμβολίζουν βέβαια τους ίδιους τους αγίους που το Φώς τους έλαμψε, κατά το λόγο του Κυρίου, «έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσι τα καλά έργα και δοξάσωσι τον Πατέρα τον εν τοίς ουρανοίς».


Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους πρέπει οι Ορθόδοξοι να ανάβουμε το καντήλι όπως για παράδειγμα:

- για να μάς θυμίζει την ανάγκη για προσευχή,

- για να φωτίζει το χώρο και να διώκει το σκότος όπου επικρατούν οι δυνάμεις του κακού,

- για να μάς θυμίζει ότι ο Χριστός είναι το μόνο αληθινό Φώς και η πίστη σε Αυτόν είναι Φώς,

- για να μάς θυμίζει ότι η ζωή μας πρέπει να είναι φωτεινή,

- για να μάς θυμίζει ότι όπως το καντήλι απαιτεί το δικό μας χέρι για να ανάψει έτσι και η ψυχή απαιτεί το χέρι του Θεού, τη Χάρη Του δηλαδή,

- για να μάς θυμίζει ότι πρέπει το θέλημά μας να καεί και να θυσιαστεί

- για την αγάπη προς το Θεό.

Διαβάστε περισσότερα... »