«Ἕλληνες ἀεί παῖδες ἐστε, γέρων δέ Ἕλλην οὐκ ἔστιν» (Πλάτων, Τίμαιος, 22b).


"Ὁμολογεῖται μὲν γὰρ τὴν πόλιν ἡμῶν ἀρχαιοτάτην εἶναι καὶ μεγίστην καὶ παρὰ πᾶσιν ἀνθρώποις ὀνομαστοτάτην· οὕτω δὲ καλῆς τῆς ὑποθέσεως οὔσης,
ἐπὶ τοῖς ἐχομένοις τούτων ἔτι μᾶλλον ἡμᾶς προσήκει τιμᾶσθαι. 24. Ταύτην γὰρ οἰκοῦμεν οὐχ ἑτέρους ἐκβαλόντες οὐδ' ἐρήμην καταλαβόντες
οὐδ' ἐκ πολλῶν ἐθνῶν μιγάδες συλλεγέντες, ἀλλ' οὕτω καλῶς καὶ γνησίως γεγόναμεν ὥστ' ἐξ ἧσπερ ἔφυμεν, ταύτην ἔχοντες ἅπαντα τὸν χρόνον διατελοῦμεν,
αὐτόχθονες ὄντες καὶ τῶν ὀνομάτων τοῖς αὐτοῖς οἷσπερ τοὺς οἰκειοτάτους τὴν πόλιν ἔχοντες προσειπεῖν".
(Ἰσοκράτης, Πανηγυρικός, στίχοι 23-24).

Τα άρθρα που φιλοξενούνται στον παρόντα ιστότοπο και προέρχονται απο άλλες πηγές, εκφράζουν αποκλειστικά και μόνον τις απόψεις των συγγραφέων τους.

Καθίσταται σαφές ότι η δημοσίευση ανάρτησης, δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά αποδοχή των απόψεων του συγγραφέως.


ΕΑΝ ΘΕΛΕΤΕ, ΑΦΗΝΕΤΕ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ, ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΑΡΘΡΟ-ΑΝΑΡΤΗΣΗ (΄κλίκ΄ στο "Δεν υπάρχουν σχόλια"). ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ.

Ακολουθήστε μας στο Facebook

Κυριακή 13 Απριλίου 2014

Ο άραφος χιτώνας του Χριστού




Ο Χιτών του Κυρίου;




Για πρώτη φορά μετά από 16 ολόκληρα χρόνια, εκτέθηκε και πάλι ο «Χιτώνας του Χριστού», τον οποίο σύμφωνα με τους πιστούς φορούσε ο Θεάνθρωπος πριν τη σταύρωσή Του. Ο χιτώνας του Κυρίου εκτέθηκε από τις 13 Απριλίου έως και τις 13 Μαΐου 2012 στην πόλη Τρηρ της Γερμανίας.

Περισσότεροι από 500.000 πιστοί επισκέφθηκαν τον χώρο έκθεσης, την Επισκοπής της Τρηρ…

Η τελευταία φορά που ήταν ανοικτή για το κοινό η έκθεση, ήταν το 2006,
οπότε και 700.000 άνθρωποι έσπευσαν να δουν από κοντά το ένδυμα που φέρεται να φορούσε ο Κύριος πριν την σταύρωσή Του.


πηγή-hristospanagia.gr


Για μεγέθυνση, κάντε 'κλίκ' επάνω στη εικόνα
 



Για μεγέθυνση, κάντε 'κλίκ' επάνω στη εικόνα
Δείτε το εδώ






Ο θησαυρός της Βασιλικής του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης

Η λειψανοθήκη με κομμάτι από τον άρραφο χιτώνα του Χριστού που διακρίνεται
καθαρά μέσα από τη θυρίδα στο κάτω μέρος του εσωτερικής θήκης της λειψανοθήκης.
Διαστάσεις λειψανοθήκης 28,5 Χ 24 Χ 9,5 εκ.
Σύμφωνα με τα αρχεία της Βασιλικής του Αγίου Φραγκίσκου ήταν δώρο της γαλλίδας
βασίλισσας (1284-1305) Ιωάννα της Ναβάρρας:
Domina Johanna regina uxor quondam Phylippis regis Francie.





Η πίσω πλευρά της λειψανοθήκης με το κομμάτι του άρραφου χιτώνος του Χριστού.
Παριστάνεται η Γέννηση του Χριστού.







Σύντομη ιστορία του χιτώνα του Χριστού
Της Ειρήνης Ταχατάκη

Ήταν τα χρόνια που ο Χριστός είχε αρχίσει τη διδασκαλία του στους ανθρώπους και προετοίμαζε το δρόμο της Μεγάλης Θυσίας για τη σωτηρία τους.

Κουρασμένος ο κόσμος από την αδικία που επικρατούσε από την εκμετάλλευση,
τη βάρβαρη συμπεριφορά, τη δουλεία, ονειρευόταν ένα άρχοντα δίκαιο, αφοσιωμένο στο λαό του που θα τον έσωζε από τα τόσα δεινά!

Το Πάσχα των Εβραίων πλησίαζε, η μεγαλύτερη γιορτή τους. Συγκεντρώνονταν όλοι στην Ιερουσαλήμ.
Εκεί έφταναν καραβάνια από πολλά μέρη του κόσμου με εμπορεύματα. Το θέαμα ήταν ωραίο και πολύς λαός έπαιρνε μέρος στο γιορτάσι. Οι Ρωμαίοι, σα διοικητικοί αρχηγοί, θέλανε να ελέγχουν τέτοιες ευκαιρίες συνάθροισης και έστελναν στρατιωτικές μονάδες για επιτήρηση της τάξης. 


Και όλοι τούτοι οι στρατιωτικοί με τις φανταχτερές στολές τους συμπλήρωναν την πολύχρωμη και πολύβουη εορταστική εικόνα. Εστηναν τις στρατιωτικές σκηνές τους και οι ντόπιοι τους πρόσφεραν σ’ όλη τη διάρκεια της διαμονής τους πλούσια φαγητά. 

Ο φτωχός λαός ήταν εκείνος που υπέφερε ιδιαίτερα από το ρωμαϊκό ζυγό. Οι πλούσιοι του λαού ήταν συνήθως ευχαριστημένοι. Προσποιούνταν βέβαια τους ευχαριστημένους, όμως στην πραγματικότητα, αφού καλοπερνούσαν, δεν θα ήθελαν να ξεσηκωθεί ο λαός και να ζητήσει την ανεξαρτησία του.

Η επανάσταση δεν τους συνέφερε μέσα στην καλοπέραση και τα πλούτη τους.
Μάζευαν τους φόρους για λογαριασμό του αυτοκράτορα, όμως νόμιμα κρατούσαν για πάρτη τους ένα μεγάλο μερτικό. Γιατί λοιπόν να έχουν παράπονα και διάθεση ξεσηκωμού; 

Ομως οι φτωχοί κι οι καταπιεσμένοι ήθελαν την ανεξαρτησία τους. Λαχταρούσαν να βρεθεί ένας άρχοντας δίκαιος που θα τους γλίτωνε. Ηθελαν να γνωρίσουν ένα Μεσσία ελευθερωτή τους. Το έλεγαν και οι προφήτες πως θα έρθει κάποια μέρα ο Μεσσίας να τους χαρίσει τη χαμένη ελευθερία τους.

Ετσι στη μεγάλη αυτή γιορτή του εβραϊκού Πάσχα στη μεγάλη αυτή εορταστική κοσμοσυρροή,
έβρισκαν την ευκαιρία να εκφράσουν τις ελπίδες τους για τον ερχομό του αναμενόμενου Μεσία. Ολοι αυτό λαχταρούσαν εκτός από τους πλούσιους υποκριτές που η τσιγκουνιά τους και η φιλοχρηματία τους σκέπαζε και εξαφάνιζε τον πατριωτισμό τους. Μα κι οι Ρωμαίοι καλά κρατούσαν. 


Σε όλα τα φρούρια είχαν τοποθετήσει στρατιωτικές μονάδες με στρατιώτες και αξιωματούχους. Αλλοι εκατόνταρχοι άλλοι χιλίαρχοι που φρόντιζαν να κρατούν τις κατακτήσεις τους. 

Κι εκείνοι πάλι με τη σειρά τους εξαγοράζοντας τους πλούσιους κατακτημένους, τα κατάφερναν τόσο καλά να υπερασπίζουν τα συμφέροντα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας που ήταν η δύναμη, του χρυσού και της απάτης. Εστελναν κι άφηναν τους φτωχούς να σκοτώνονται μεταξύ τους στις μάχες, ενώ οι μεγάλοι κι οι πλούσιοι πουλούσαν αδείλιαστα και η καταπίεση με τη δουλεία ορτίαζαν.

Ηταν λοιπόν ο λαός, το θύμα του πλούτου και των συμφερόντων. Ηταν το κοπάδι χωρίς βοσκό.
Κι αν κανείς τολμούσε να ξεσηκώσει το λαό ενάντια στην αδικία, αμέσως τον συλλαμβάνανε σαν εχθρό του καθεστώτος και τον εξαφάνιζαν μπροστά στον κίνδυνο να χάσουν τα προσωπικά τους συμφέροντα.

Η ζωή και η τύχη του Ναζωραίου Ιησού βρισκόταν ήδη στα χέρια των σταυρωτών του.
Είχε προηγηθεί η εκδίωξη των εμπόρων από το Ναό γιατί είχαν κάνει “τον οίκο του Πατρός του, οίκον εμπορίου”. Δεν ήταν φυσικά αυτή η αιτία που τον συνέλαβαν. Βαθύτερα ήταν τα αίτια. 

Ο φόβος της απώλειας της εξουσίας που τον κυνηγούσε από τα βρεφικά του χρόνια, μαζί με την αδικία, τότε που είχε γίνει η σφαγή των νηπίων από τον αιμοσταγή Ηρώδη. Για τον ίδιο λόγο και τώρα θέλανε να του πάρουν τη ζωή γιατί ήταν... κατά τη γνώμη τους ο (Ι.Ν.Β.Ι.) Ιησούς Ναζωραίος Βασιλεύς των Ιουδαίων, κάτι που δεν τους συνέφερε καθόλου. Του είχαν λοιπόν φορέσει ένα κόκκινο χιτώνα μια και ήταν βασιλιάς, μαζί με ένα ακάνθινο στεφάνι. Δεν άργησαν να τον δικάσουν και να τον καταδικάσουν σε σταυρικό θάνατο.

Καθώς βάδιζε στο μαρτύριό Του, ο χιτώνας του ριγμένος προς τα πίσω, άφηνε να φαίνονται τα σημάδια
από το μαρτύριο και οι πληγές που αιμορραγούσαν. Ο δικαστής Πόντιος Πιλάτος, φαινόταν να τα έχει χαμένα. Ηταν σε δύσκολη θέση καθώς έβλεπε την εχθρική στάση του πλήθους στον κατηγορούμενο Ιησού. Ζήτησε να του φέρουν μια λεκάνη με νερό για να πλυθεί και να βγάλει από πάνω του την ευθύνη... “από το αίμα του αθώου τούτου”. Φοβήθηκε λοιπόν τις ταραχές και υποχώρησε ανακοινώνοντας την καταδίκη του αθώου: “Σταυρωθήτω”.

Ενας Ρωμαίος αξιωματικός είχε πρωτοστατήσει στη διαδικασία του σταυρικού θανάτου
και ήδη ο καταδικασθείς ζούσε ακόμη επί του Σταυρού γεμάτος οδύνη τις στερνές ώρες της ζωής του. Ο χιτώνας, κάτι αχρείαστο πια γι’ αυτόν είχε αφεθεί στη ρίζα του Σταυρού. Οι στρατιώτες έπιναν κι έπαιζαν ζάρια. Ο επικεφαλής αξιωματικός ένιωθε βαθιές τύψεις γι’ αυτό το μαρτύριο του κατάδικου κι έπινε για να ξεχνά. 

Αποφάσισαν στη συνέχεια να παίξουν στα ζάρια το χιτώνα να δουν τίνος θα ήταν της τύχης να τον πάρει. Ετυχε στο Ρωμαίο επικεφαλής αξιωματικό κι έδωσε με νόημα εντολή στον υπηρέτη του να τον πάρει και να τον φυλάξει. Κάποια στιγμή ο πονεμένος κατάδικος ξεψύχησε πάνω στο Σταυρό. Εκείνη τη στιγμή σκοτείνιασε η γης και σείστηκε δυνατά ενώ αστραπές με κεραυνούς έσχιζαν τη μαυρισμένη απεραντοσύνη.

Τούτα επιβεβαίωναν τέλεια τη θεϊκή καταγωγή Του! Ο υπηρέτης πήρε το χιτώνα
να τον φυλάξει κρατώντας τον σφικτά με τα δυνατά του μπράτσα στην αγκαλιά του. Ω! εκείνο το άγγιγμα. Εκείνη η επαφή με το χιτώνα του Σωτήρα... 

Ενιωσε να απλώνεται στην ψυχή του μια πρωτόγνωρη ανείπωτη γαλήνη. Σκέφτηκε να τον φυλάξει δικό του σαν ένα ενθύμιο από ‘Κείνον που τον είχε φορέσει και που ένιωθε γι’ Αυτόν μια απέραντη συμπάθεια στα τρίσβαθα της ψυχής του. Αντίκρυ του έβλεπε τον αφέντη του που με το χέρι στο ιδρωμένο μέτωπό του προσπαθούσε να διώξει τις τύψεις που τον βασάνιζαν. Κάποια στιγμή ξεφώνισε δυνατά: “Είμαι βρώμικος... Ντρέπομαι για ό,τι έκαμα...”

Ευτυχώς γι’ αυτόν η μεγάλη οχλοβοή στην αίθουσα που ήταν συγκεντρωμένοι σκέπασαν
το ξεφώνημά του. Διασκέδαζαν και γλεντούσαν οι Ρωμαίοι συγκλητικοί και στρατιωτικοί, με πλούσια φαγητά και ποτά. Μα ο σταυρωτής του Ιησού παρέμενε αμίλητος, κακόκεφος και αδιάφορος. 

Εδειχνε ότι ψυχικά βασανιζόταν. Ο Πόντιος Πιλάτος τον πλησίασε και τον ρώτησε γιατί ήταν τόσο δύσθυμος. Εκείνος σκέφτηκε λίγο και μετά αποφασιστικά και θαρρετά του λέει: “Ο άνθρωπος αυτός που θανατώσαμε πάνω στο Σταυρό δεν είχε κανένα έγκλημα”. 

Θυμωμένος ο Πιλάτος τον επέπληξε και λέει: “Αμφισβητείς την απόφαση του δικαστηρίου; Είσαι εχθρικός στην εξουσία;...” του έδωσαν μετά εντολή να φορέσει τον χιτώνα που κρατούσε ο υπηρέτης στα χέρια του. Με τη βία τον φόρεσε ενώ οι άλλοι τον χλεύαζαν. Φανερά ενοχλημένος πέταξε το χιτώνα στον υπηρέτη του με εντολή να τον κάψει και να τον εξαφανίσει. Και σα να ήταν τρελός, έδειχνε σημεία έντονου παραλογισμού. Οι άλλοι βρήκαν τη δικαιολογία ότι έφταιγε ο χιτώνας γιατί... ήταν καταραμένος.

Μετά από αυτή την κρίση ο συγκλητικός πατέρας του έδωσε εντολή στον υπηρέτη του
να τον πάρει και να τον πάει στην Αθήνα, να φροντίσει να τον θεραπεύσουν οι γιατροί εκεί και να τον συνεφέρουν από τον παραλογισμό του και τον κλονισμό των νεύρων του. Κάποια στιγμή ο άρρωστος αξιωματικός έψαχνε να βρει κάτι δικό του-ένα εγχειρίδιο-και είχε ανοίξει ψάχνοντας και το σάκο του υπηρέτη του. 

Εκεί μέσα βρήκε και ανέσυρε τον κόκκινο χιτώνα. Δίχως να συνειδητοποιήσει καλά-καλά τι έκανε πήρε το χιτώνα κοντά του και τον κρατούσε σαν μουδιασμένος... Μια παράξενη λύτρωση του συνέβαινε... Ο εκνευρισμός και ο φόβος του είχαν περάσει. Μια γαλήνη απλώθηκε στην ψυχή του που την ένιωθε για πρώτη φορά. Καφτά δάκρυα πλημμύριζαν τα μάτια του...




Τον είχαν κρύψει σε υπόγειο μετά την επανάσταση του 1917 στη Ρωσία Τεμάχιο του άρραφου χιτώνα, που φορούσε ο Ιησούς Χριστός κατά τη Σταύρωσή Του, βρέθηκε στο... Μουσείο Αρχιτεκτονικής του Γιαροσλάβ, πόλης της κεντροδυτικής ευρωπαϊκής Ρωσίας. Η σημαντική αυτή είδηση μεταδόθηκε από τη Ρωσία και συγκεκριμένα, από την εφημερίδα «Τρουντ» κι έχει προκαλέσει συγκίνηση σ’ όλο τον κόσμο. 

Το μοναδικό αυτό κειμήλιο, είχε εξαφανιστεί από τους μπολσεβίκους μετά την επανάσταση του 1917 κι έκτοτε ήταν άγνωστο πού βρισκόταν. Πρόσφατα υπάλληλος του Μουσείου Αρχιτεκτονικής του Γιαροσλάβ ανακάλυψε το χιτώνα του Χριστού σε ένα υπόγειο του μουσείου εντός κιβωτίου, που φέρει βιβλικές παραστάσεις. 

Ιστορικοί της Τέχνης, αρχαιολόγοι και άλλοι ειδικοί επιστήμονες, διαπίστωσαν ότι πράγματι το ευρεθέν τεμάχιο ήταν αυτό που έως το 1917 φυλασσόταν στον Καθεδρικό Ναό του Προφήτη Ηλία της πόλης Γιαροσλάβ.

Κατά τη ρωσική παράδοση, ο άρραφος χιτώνας του Χριστού είχε περιέλθει στα χέρια Γεωργιανού μισθοφόρου στρατιωτικού, ο οποίος και τον μετέφερε στην πατρίδα του, τη Γεωργία, όπου τελικά και ύστερα από αιώνες φυλάχτηκε στο Μοναστήρι Μζκέτα, κοντά στην Τιφλίδα. Το 1617 οι Πέρσες που κατέκτησαν τη Γεωργία πήραν ως πολύτιμο λάφυρο το χιτώνα και το 1625 τον προσέφεραν ως δώρο στον τσάρο της Ρωσίας. 

Το 1650 ο τσάρος Αλέξιος Μιχαΐλοβιτς Α΄ προσέφερε τεμάχιο του χιτώνα στον προαναφερθέντα ναό του Προφήτη Ηλία του Γιαροσλάβ. Στη συνέχεια, ο ίδιος αυτοκράτορας προσέφερε άλλα τεμάχια στην Αγία Σοφία του Κιέβου, σε ένα μοναστήρι της Κοστρόμα και σε δύο εκκλησίες της Αγίας Πετρούπολης.

Άλλα τεμάχια του άρραφου χιτώνα υπάρχουν στη Δύση και συγκεκριμένα στις πόλεις Τρεβ της Γερμανίας και Αρζαντέιγ της Γαλλίας. 

Από το 1512 πολλοί προσκυνητές επισκέπτονται την Τρεβ για να προσκυνήσουν το τεμάχιο του άρραφου χιτώνα, το οποίο βρίσκεται εκεί από τον 4ο αιώνα, όταν, κατά την παράδοση της πόλης, τον μετέφερε εκεί η Αγία Ελένη, μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Το τεμάχιο της Αρζαντέιγ δόθηκε στον Καρλομάγνο από την Ειρήνη την Αθηναία, την αυτοκράτειρα της Ελληνορωμαϊκής Αυτοκρατορίας.





Για τοὺς χιτῶνες τοῦ Κυρίου


Μὲ ῥωτᾶς, σεβαστὴ ἀδελφή, γιά τοὺς τρεῖς χιτῶνες μὲ τοὺς ὁποίους ἦταν ντυμένος καὶ σκεπασμένος ὁ Κύριος κατά τὸ διάστημα ἀρκετῶν ὡρῶν τή Μεγάλη Παρασκευή.

Γιατὶ ὁ Πιλᾶτος τὸν ἔντυσε μὲ πορφυρὸ χρῶμα; 

Γιατὶ ὁ Ἡρώδης τὸν ἔντυσε μὲ λευκὸ χρῶμα; 

Καὶ γιατὶ οἱ ἐκτελεστὲς ἐπίσης λίγο πρὶν Τὸν θανατώσουν Τὸν ἔντυσαν πάλι μὲ τὸν δικὸ Του χιτῶνα;

Ὅλα ὅσα συνέβησαν κατά τή διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ Χριστοῦ ἔχουν μεγάλη σημασία, ὅλα ἀποκαλύπτουν κάποια ἀλήθεια καὶ χρησιμεύουν ὡς δίδαγμα στούς ἀνθρώπους. Κάποια ἀπὸ αὐτὰ τὰ διδάγματα εἶναι ἄμεσα καὶ ἐμφανῶς ἀντιληπτά, ἐνῶ κάποια ἄλλα εἶναι ἔμμεσα καὶ μὲ παραστάσεις πού χρήζουν ἑρμηνείας. 

Τὸ σκέπασμα τοῦ Χριστοῦ μὲ τρεῖς χιτῶνες, ἀνήκει σ’ αὐτὴν τή δεύτερη κατηγορία διδαγμάτων.

Ὁ Πορφυρὸς χιτῶνας εἶναι ὁ χιτῶνας τοῦ Ῥωμαίου αὐτοκράτορα. 

Ὅταν ὁ Κύριος εἶπε στόν Πιλάτο ὅτι τὸ βασίλειό Του «οὔκ ἐστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου» (Ἰωά. 18, 36) αὐτὸ φάνηκε στό ὑλιστικὸ πνεῦμα τοῦ Ῥωμαίου ἀξιωματούχου ὡς ἀνοησία καὶ ὡς ἐμπαιγμὸς τῆς αὐτοκρατορικῆς ἀξιοπρέπειας. 

Γι’ αὐτὸ οἱ στρατιῶτες τοῦ Πιλάτου ἔντυσαν τὸν Χριστὸ μὲ πορφυρὸ χιτῶνα ‒δηλαδή μὲ τὸν πιὸ εὐτελῆ πού μποροῦσαν νά βροῦν‒ γιά νά τὸν χλευάσουν ἀποκαλώντας Τον βασιλιά. Ἀλλὰ καὶ μόνον αὐτὸς ὁ χιτῶνας αὐτοκρατορικοῦ χρώματος μαρτυρεῖ γιά τὸν Κύριο, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι πράγματι Βασιλιάς.

Οἱ παλικαράδες τοῦ Πιλάτου, λοιπόν, κοροϊδεύοντας στήν πραγματικότητα ἀνακήρυξαν τὸν Κύριο σ’ αὐτό πού πράγματι ἦταν! Κανεὶς ἀπ’ ὅλους αὐτοὺς δέν μποροῦσε νά διανοηθεῖ ὅτι τὸ βασίλειο τοῦ Χριστοῦ, θὰ κυριαρχήσει πάνω στή Ῥωμαϊκὴ αὐτοκρατορία καὶ σὲ κάθε ἄλλη αὐτοκρατορία τοῦ κόσμου.

Ὁ βρώμικος βασιλιὰς Ἡρώδης, περίμενε πώς ὁ Χριστὸς θὰ κάνει κάποιο θαῦμα μπροστὰ του. Δέν ἐπιθυμοῦσε, βέβαια, κάποιο χρήσιμο καὶ φιλάνθρωπο θαῦμα, ἀλλὰ ἕνα βάρβαρο θαῦμα τὸ ὁποῖο θὰ χρησίμευε μόνο γιά τὴν ἱκανοποίηση τῶν ὀφθαλμῶν του. 

Ἐν τῷ μεταξύ, μπροστὰ του στεκόταν τὸ μεγαλύτερο θαῦμα τοῦ κόσμου: ἄνθρωπος καθαρὸς καὶ ἀναμάρτητος.

Ἡ ἀκριβὴς ἀντίθεση τοῦ βασιλιᾶ τῆς γενοκτονίας καὶ τοῦ δολοφόνου τοῦ Ἰωάννη τοῦ προδρόμου. Ἐγὼ κρατῶ ὅτι αὐτὸς ὁ νέος ἀκάθαρτος ἀπόγονος τοῦ Ἠσαῦ μποροῦσε νά πιστέψει σὲ ὅλα τὰ θαύματα τοῦ κόσμου, ἀλλὰ μὲ τίποτα καί ποτέ στό θαῦμα τῆς ἁγνότητας καὶ τοῦ ἀναμάρτητου ἑνὸς ἀνθρώπου. Καὶ ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ μέγιστο καὶ σπάνιο θαῦμα στάθηκε μπροστὰ του.
Ἀλλὰ αὐτὸς βρώμικος στή ψυχὴ δέν μποροῦσε νά τὸ δεῖ. 

Ἀπογοητευμένος ἀπὸ τὶς προσδοκίες του ὁ Ἡρώδης, ἔντυσε μὲ λευκὸ χιτῶνα τὸν Χριστό. Τὸ λευκὸ εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς καθαρότητας καὶ τῆς ἀθωότητας. Θὰ διάβασε, βέβαια, ὅτι οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ, ἐμφανίζονται μὲ λευκοὺς χιτῶνες.

Κι ἔτσι λοιπόν, ὁ ἀκάθαρτος Ἡρώδης πού σκέφτηκε ὅτι ὁ Χριστὸς δεν εἶναι καθαρὸς ὅπως καὶ αὐτὸς καὶ οἱ ἄλλοι, Τοῦ φόρεσε λευκὸ χιτῶνα, σύμβολο τῆς καθαρότητας καὶ τῆς ἁγνότητας. Αὐτὸ ἀποτελεῖ καὶ στίς δύο περιπτώσεις ἀναγνώριση τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς Του, ἔστω κι ἂν αὐτὸ ἔγινε ἄθελά τους καὶ ἀσυνείδητα.

Τέλος, μόνο πρὶν τή σταύρωση ὁ Κύριος ντύθηκε μὲ τὸν δικὸ Του χιτῶνα. Ἦταν ὁ χιτῶνας πού τοῦ εἶχε ὑφάνει ἡ δικὴ Του Ἁγία Μητέρα, ἡ Θεοτόκος. Εἶναι ὁ ἴδιος χιτῶνας μὲ τὸν ὁποῖο περπάτησε στή γῆ καί πάνω στόν ὁποῖο οἱ στρατιῶτες στόν Γολγοθᾶ ῥίχνουν τὰ ζάρια.

Ἀλλὰ δέν βλέπεις σ’ ὅλα αὐτὰ ἕνα μεγάλο δίδαγμα γιά μᾶς; Οἱ ἄνθρωποι συχνὰ ἀποφαίνονται γιά τὸ ἂν εἴμαστε καλοὶ ἢ κακοί. Ἀνάλογα μὲ τὴν ἀπόφασή τους μᾶς ἐκτιμοῦν, μᾶς θαυμάζουν ἢ μᾶς κατακρίνουν. 

Οἱ διάφορες κρίσεις τῶν ἀνθρώπων δέν μοιάζουν γιά μᾶς μὲ χιτῶνες; τή μία μᾶς ντύνουν μὲ τὸν χιτῶνα τοῦ σοφοῦ, τὴν ἄλλη μὲ τὸν μαδνύα τοῦ τρελλοῦ. 

Τή μία μᾶς περιβάλλουν μὲ τὸν μανδύα τῆς ἀνδρείας, τὴν ἄλλη μᾶς σκεπάζουν μὲ τὰ κουρέλια τῆς ἀπαξίωσης. Ἀλλὰ ὅλοι οἱ χιτῶνες γρήγορα βγαίνουν κι ἀλλάζουν, ἀνάλογα μὲ τὶς ἀσταθεῖς καί συχνὰ ἐναλλασσόμενες κρίσεις τῶν ἀνθρώπων. Ὅμως, ἐν τέλει, τὴν ὥρα τοῦ θανάτου ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς θὰ φανεῖ μὲ τὸ δικὸ του χρῶμα, μὲ τὸν δικὸ του χιτῶνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: