Οἰνοφλυγία γάρ, καί γαστριμαργία, καί λαγνεία,
καί ὀψοφαγία, καί πάντα τά τοιαῦτα, περί τάς εἰρημένας
ἐστίν αἰσθήσεις,εἰς ἄπερ μόρια ἡ ἀκολασία διαιρεῖται.
Γιατί η φιλοποσία, η γαστριμαργία, η λαγνεία, η ψαροφαγία,
και όλα τα παρόμοια, απευθύνονται στις αισθήσεις
που αναφέραμε και είναι μέρη στα οποία διαιρείται η ακολασία.
(Αριστοτέλης, Ηθικά Ευδήμεια, Γ.2.19-21)
Τα ιχθυοπινάκια ήταν δημοφιλές είδος ερυθρόμορφων αγγείων στην αρχαιότητα. Στην επιφάνειά τους συνωστίζονται μπριάνες και λέστιες, γαρίδες και χταπόδια, αλλά και ιππόκαμποι. Ο υπομονετικός παρατηρητής ανακαλύπτει διαρκώς νέες λεπτομέρειες που χαρίζουν σε καθένα από τα πιάτα αυτά, ακόμη και σε καθένα από τα εικονιζόμενα θαλάσσια όντα, έναν μοναδικό, ανεπανάληπτο χαρακτήρα.
Η παραγωγή τους ξεκίνησε σε αττικά εργαστήρια γύρω στα τέλη του 5ου αρχές του 4ου αι. π.Χ. Γνώρισαν ωστόσο ευρύτατη διάδοση στα εργαστήρια των ελληνικών αποικιών της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας, ιδιαίτερα στο διάστημα 350-320 π.Χ. Σήμερα υπάρχουν παγκοσμίως 1.000 γνωστά ιχθυοπινάκια.
Παρά την εύλογη σύνδεσή τους με την κατανάλωση ψαριών, η χρήση τους δεν είναι βεβαιωμένη ούτε ξεκάθαρη. Φαίνεται ότι τα ιχθυοπινάκια δεν έβρισκαν θέση μόνο στο τραπέζι των αρχαίων αλλά –κυρίως– συνόδευαν τους νεκρούς στο ταξίδι τους στον Κάτω Κόσμο.
Τα ιχθυοπινάκια της Συλλογής Florence Gottet, που παρουσιάζουμε εδώ, προέρχονται στο μεγαλύτερο μέρος τους από τις ελληνικές αποικίες στη δυτική Μεσόγειο (Σικελία και σημερινές περιοχές της Καμπανίας και της Απουλίας) και χρονολογούνται στο β´ μισό του 4ου αιώνα π.Χ.
Ονομασία, προέλευση
Ως ιχθυοπινάκια χαρακτηρίζουμε καταρχάς ένα συγκεκριμένο σχήμα αγγείου, ανεξάρτητα από τη γραπτή του διακόσμηση. Τα αγγεία αυτά διακρίνονται για το χείλος με κάθετο περιχείλωμα και μία κεντρική κοίλανση, ενώ το πόδι ποικίλλει ανάλογα με το χώρο και το χρόνο κατασκευής τους. Η καθιέρωση της ονομασίας αυτής οφείλεται στην ερμηνεία της χρήσης των πινακίων, η οποία βασίστηκε στη διακόσμησή τους: θεωρείται πως τα ιχθυοπινάκια στην αρχαία Ελλάδα ήταν επιτραπέζια σκεύη για το σερβίρισμα του ψαριού και ότι η κεντρική κοίλανση χρησίμευε στη συγκέντρωση των υγρών του ψαριού, του γάρου.
Αγγεία με τα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά των ιχθυοπινακίων εμφανίζονται στην Αττική λίγο μετά το 400 π.Χ. Τότε προέκυψε από μια μεγάλη ποικιλία πινακίων μια ομάδα αγγείων (περίπου τριάντα) με χαμηλό πόδι, κάθετο περιχείλωμα και μικρό κοίλο ομφαλό, τα οποία έφεραν όλα στην επιφάνειά τους παραστάσεις του μύθου της αρπαγής της Ευρώπης. Σε αυτά, για πρώτη φορά, εμφανίζονται ως τμήμα της γραπτής διακόσμησης ψάρια και άλλα θαλάσσια πλάσματα συμβολίζοντας τη θάλασσα την οποία διέσχισε ο ταύρος του μύθου της αρπαγής της Ευρώπης.
Έτσι, η πρώτη παρουσία ψαριών σε ιχθυοπινάκια δεν συνδέεται με το διατροφικό είδος, αλλά με τη συμβολική απεικόνιση της θάλασσας. Ποια ήταν όμως η θέση του ψαριού στο τραπέζι του αρχαίου Έλληνα;
Το ψάρι στη διατροφή των αρχαίων
Η σχέση των αρχαίων Ελλήνων με τη θάλασσα και τα πλάσματα που την κατοικούσαν αποτελεί ένα μακρύ και όχι εύκολα κατανοητό κεφάλαιο πολιτισμικής ιστορίας.Για τους ομηρικούς ήρωες, το ψάρι έχει υποδεέστερη θέση ως διατροφικό είδος. Η καλλιεργημένη γη ήταν η μοναδική πηγή διατροφής και πλουτισμού, κι η θάλασσα ο αντίποδάς της:
ένας χώρος γεμάτος κινδύνους, όπως φαίνεται και από τις παραστάσεις αγγείων της όψιμης γεωμετρικής περιόδου με ναυαγούς που κατασπαράσσονται από ψάρια.
Οι σύντροφοι του Οδυσσέα τρώνε ψάρια μονάχα όταν φτάσουν στο σημείο να κινδυνεύουν να πεθάνουν από ασιτία (δ 368-369, μ 329 κ.ε.). Αυτό συνδέεται και με το γεγονός ότι οι αρχαίοι γνώριζαν πως ορισμένα είδη ψαριών τρώνε ανθρώπινο κρέας.
Έτσι, ο Αχιλλέας θανατώνει το γιο του Πριάμου Λυκάονα (Φ 120 κ.ε.) και στη συνέχεια τον ρίχνει στον Σκάμανδρο ποταμό για να τον φάνε τα ψάρια, καταδικάζοντάς τον σε έναν επαίσχυντο θάνατο δίχως ταφή. Τέλος, ο Όμηρος παρομοιάζει τους νεκρούς μνηστήρες στο παλάτι του Οδυσσέα με ψάρια που σύρθηκαν έξω από τη θάλασσα μέσα στα δίχτυα, ξεχύθηκαν στην άμμο λαχταρώντας να βρεθούν στο νερό και ξεψύχησαν (χ 384-388). Πρόκειται για μια εικόνα σαφώς αρνητική, όμως μαρτυρεί ότι από τα χρόνια του Ομήρου οι άνθρωποι ψάρευαν με δίχτυα.
Στην ύστερη κλασική και την ελληνιστική περίοδο οι συνθήκες άλλαξαν άρδην. Η θάλασσα θεωρούνταν μεν το ίδιο απειλητική, ο άνθρωπος δεν είχε δαμάσει ακόμη τα στοιχεία της φύσης, αλλά τώρα είχε μάθει να αξιολογεί καλύτερα τον κίνδυνο. Τα ψάρια και τα θαλασσινά παίζουν πλέον πιο σημαντικόρόλο στο τραπέζι των αρχαίων Ελλήνων.
Το επάγγελμα του ψαρά είναι παρ’ όλα αυτά σχεδόν συνώνυμο της φτώχειας, το κέρδος του εξαρτάται από την τύχη, κι αυτό γιατί οι θεοί είναι εκείνοι που ευλογούν (ή όχι) τα δίχτυα του. Οι κάτοικοι της Κέρκυρας, για παράδειγμα, αφιέρωσαν στους Δελφούς έναν χάλκινο ταύρο χρησιμοποιώντας μέρος του κέρδους από μια καλή ψαριά θύννων, θέλοντας να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους στους θεούς (Παυσανίας, 10.9.3-4). Τα δώρα της θάλασσας παρέμεναν λοιπόν απρόβλεπτα στη συνείδηση των ανθρώπων και οι προϋποθέσεις για μια καλή ή μια κακή ψαριά ασαφείς.
Το ψάρι καταναλωνόταν είτε νωπό είτε παστό.
Στην ύστερη κλασική και την ελληνιστική περίοδο οι συνθήκες άλλαξαν άρδην. Η θάλασσα θεωρούνταν μεν το ίδιο απειλητική, ο άνθρωπος δεν είχε δαμάσει ακόμη τα στοιχεία της φύσης, αλλά τώρα είχε μάθει να αξιολογεί καλύτερα τον κίνδυνο. Τα ψάρια και τα θαλασσινά παίζουν πλέον πιο σημαντικόρόλο στο τραπέζι των αρχαίων Ελλήνων.
Το επάγγελμα του ψαρά είναι παρ’ όλα αυτά σχεδόν συνώνυμο της φτώχειας, το κέρδος του εξαρτάται από την τύχη, κι αυτό γιατί οι θεοί είναι εκείνοι που ευλογούν (ή όχι) τα δίχτυα του. Οι κάτοικοι της Κέρκυρας, για παράδειγμα, αφιέρωσαν στους Δελφούς έναν χάλκινο ταύρο χρησιμοποιώντας μέρος του κέρδους από μια καλή ψαριά θύννων, θέλοντας να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους στους θεούς (Παυσανίας, 10.9.3-4). Τα δώρα της θάλασσας παρέμεναν λοιπόν απρόβλεπτα στη συνείδηση των ανθρώπων και οι προϋποθέσεις για μια καλή ή μια κακή ψαριά ασαφείς.
Το ψάρι καταναλωνόταν είτε νωπό είτε παστό.
Όσον αφορά την Αθήνα του 5ου και του 4ου αι. π.Χ. οι γραπτές αναφορές είναι αρκετά εκτενείς. Για τη μεγάλη πλειονότητα των Αθηναίων, που δεν ανήκαν στην πλούσια άρχουσα τάξη, έφταναν κάθε μέρα στην πόλη γενναίες ποσότητες μικρών ψαριών, όπως σαρδέλες ή παπαλίνες. Αποτελούσαν βασικό διατροφικό είδος και εικάζεται ότι η τιμή τους κρατιόταν σε χαμηλά επίπεδα για πολιτικούς λόγους.
Υπήρχε επίσης το ψάρι το διατηρημένο στο αλάτι, που χρησίμευε κυρίως για τη σίτιση των ναυτών.
Από τους παραγωγούς παστών ψαριών αναπτύχθηκε στην ελληνιστική περίοδο και άκμασε στη ρωμαϊκή αυτοκρατορική περίοδο μια κανονική «βιομηχανία ψαριών σε κονσέρβα», η επινόηση της οποίας απο δίδεται στους Καρχηδόνιους. Στο πλαίσιο αυτής της βιομηχανίας μπορεί να τοποθετηθεί και η παραγωγή σάλτσας ψαριού (garum) στην Πομπηία.
Στο άλλο άκρο της κλίμακας τιμών βρίσκουμε τα εκλεκτά ψάρια, που δεν άντεχε το βαλάντιο του μέσου Αθηναίου.
Εξαιτίας της σπανιότητάς τους και της υψηλής τιμής τους απευθύνονταν στους εύπορους λάτρεις των ψαριών. Σχετικές αναφορές βρίσκουμε στις κωμωδίες του Αριστοφάνη και στους πλατωνικούς διαλόγους. Ωστόσο, οι άνθρωποι που μπορούν να αγοράσουν τόσο ακριβά ψάρια συχνά παρουσιάζονται ως αμφιβόλου ηθικής και παραδομένοι στην παρακμή, όπως παρατήρησε ο James Davidson αναφερόμενος στον όρο οψοφαγία.
Οι αρχαίοι Έλληνες διέκριναν τα εδέσματα σε σίτο και όψον, άρτο και προσφάι, το οποίο τρωγόταν πάνω σε ψωμί.
Η σημασία του όψου περιορίστηκε στο πέρασμα του χρόνου στο «ψάρι». Οψοφάγος χαρακτηριζόταν «ο εσθίων εκείνος άνευ άρτου εδέσματα μετ’ άρτου εσθιόμενα, ο αγαπών εμμανώς τα καλά φαγητά και ιδιαίτερα τους ιχθύς, ο λαίμαργος, ο λιχούδης», κάποιος που έτρωγε το ψάρι χωρίς ψωμί, που έκαιγε το στόμα του με το ψάρι που λαίμαργα κατάπινε, γιατί περιφρονούσε το ψωμί.
Ο Davidson ισχυρίζεται ότι ο όρος χρησιμοποιούνταν με πολιτική συνδήλωση από τον 5ο αι. π.Χ. και έπειτα, ιδιαίτερα από τον Αριστοφάνη και τον ρήτορα Αισχίνη: οι τρόποι του Κλέονα και του Τιμάρχου στο τραπέζι (η οψοφαγία τους με την κυριολεκτική και με τη μεταφορική της έννοια) ήταν το ίδιο αξιοκατάκριτοι με τις πολιτικές μεθόδους τους.
Υπήρχε επίσης το ψάρι το διατηρημένο στο αλάτι, που χρησίμευε κυρίως για τη σίτιση των ναυτών.
Από τους παραγωγούς παστών ψαριών αναπτύχθηκε στην ελληνιστική περίοδο και άκμασε στη ρωμαϊκή αυτοκρατορική περίοδο μια κανονική «βιομηχανία ψαριών σε κονσέρβα», η επινόηση της οποίας απο δίδεται στους Καρχηδόνιους. Στο πλαίσιο αυτής της βιομηχανίας μπορεί να τοποθετηθεί και η παραγωγή σάλτσας ψαριού (garum) στην Πομπηία.
Στο άλλο άκρο της κλίμακας τιμών βρίσκουμε τα εκλεκτά ψάρια, που δεν άντεχε το βαλάντιο του μέσου Αθηναίου.
Εξαιτίας της σπανιότητάς τους και της υψηλής τιμής τους απευθύνονταν στους εύπορους λάτρεις των ψαριών. Σχετικές αναφορές βρίσκουμε στις κωμωδίες του Αριστοφάνη και στους πλατωνικούς διαλόγους. Ωστόσο, οι άνθρωποι που μπορούν να αγοράσουν τόσο ακριβά ψάρια συχνά παρουσιάζονται ως αμφιβόλου ηθικής και παραδομένοι στην παρακμή, όπως παρατήρησε ο James Davidson αναφερόμενος στον όρο οψοφαγία.
Οι αρχαίοι Έλληνες διέκριναν τα εδέσματα σε σίτο και όψον, άρτο και προσφάι, το οποίο τρωγόταν πάνω σε ψωμί.
Η σημασία του όψου περιορίστηκε στο πέρασμα του χρόνου στο «ψάρι». Οψοφάγος χαρακτηριζόταν «ο εσθίων εκείνος άνευ άρτου εδέσματα μετ’ άρτου εσθιόμενα, ο αγαπών εμμανώς τα καλά φαγητά και ιδιαίτερα τους ιχθύς, ο λαίμαργος, ο λιχούδης», κάποιος που έτρωγε το ψάρι χωρίς ψωμί, που έκαιγε το στόμα του με το ψάρι που λαίμαργα κατάπινε, γιατί περιφρονούσε το ψωμί.
Ο Davidson ισχυρίζεται ότι ο όρος χρησιμοποιούνταν με πολιτική συνδήλωση από τον 5ο αι. π.Χ. και έπειτα, ιδιαίτερα από τον Αριστοφάνη και τον ρήτορα Αισχίνη: οι τρόποι του Κλέονα και του Τιμάρχου στο τραπέζι (η οψοφαγία τους με την κυριολεκτική και με τη μεταφορική της έννοια) ήταν το ίδιο αξιοκατάκριτοι με τις πολιτικές μεθόδους τους.
Αν και η Μεσόγειος, σε σύγκριση με άλλες θάλασσες, είναι λιγότερο πλούσια σε ποικιλία και ποσότητα ψαριών, η Σικελία βρίσκεται σε αρκετά προνομιούχα θέση για την αλιεία, κι αυτός μπορεί να είναι ο λόγος που στην αρχαιότητα η κουζίνα που χρησιμοποιούσε το ψάρι προερχόταν από τη Σικελία και πόλεις της Κάτω Ιταλίας.
Γνωστοί πέρα από τα όρια της Σικελίας φαίνεται πως ήταν οι συγγραφείς Αρχέστρατος από τη Γέλα και Μίθαικος, που έγραψαν για την τέχνη της μαγειρικής και παρέδωσαν εκλεκτές συνταγές με ψάρια. Και εδώ, η υψηλή γαστριμαργική εκλέπτυνση φαίνεται πως συνοδεύεται από μια υπολανθάνουσα σύνδεση με την ηθική παρακμή.
Για τους Έλληνες της μητροπολιτικής χώρας, οι Έλληνες των δυτικών αποικιών θεωρούνταν ούτως ή άλλως διεφθαρμένοι σε πολλούς τομείς, μεταξύ των οποίων στην πολυτέλεια, την επίδειξη του πλούτου, την κραιπάλη και την τροφή, αλλά και ως προς τις πολιτικές τους πεποιθήσεις. Γι’ αυτό και η σύνδεση μεταξύτης κατανάλωσης ακριβών ψαριών και πολιτικής-ηθικής φαυλότητας δεν μοιάζει και τόσο απίθανη.
Η τάση της γαστριμαργικής εκλέπτυνσης συνεχίστηκε στην επιτραπέζια πολυτέλεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορικής περιόδου. Στο παράθεμα που ακολουθεί, ο Σενέκας διατυπώνει ένα σύμπτωμα της ηθικής παρακμής. Γύρω στο 62 μ.Χ. γράφει:
«Απορούσαμε για το πόσο απαιτητικοί ήσαν οι άνθρωποι: που δέχονταν να αγγίξουν ψάρι μοναχά εάν αυτό είχε αλιευθεί την ίδια μέρα, αν –όπως έλεγαν– μύριζε θάλασσα. Εξού και τα ψάρια μεταφέρονταν τροχάδην, εξού και ο κόσμος παραμέριζε για να περάσουν οι μεταφορείς που έτρεχαν ασθμαίνοντες και φωνασκούντες.
Σε ποιο σημείο καλοφαγίας έχουμε φτάσει πλέον;
Οι άνθρωποι αυτοί θεωρούν το ψάρι κιόλας άχρηστο, που λίγο πριν έχει ξεψυχήσει.
Γνωστοί πέρα από τα όρια της Σικελίας φαίνεται πως ήταν οι συγγραφείς Αρχέστρατος από τη Γέλα και Μίθαικος, που έγραψαν για την τέχνη της μαγειρικής και παρέδωσαν εκλεκτές συνταγές με ψάρια. Και εδώ, η υψηλή γαστριμαργική εκλέπτυνση φαίνεται πως συνοδεύεται από μια υπολανθάνουσα σύνδεση με την ηθική παρακμή.
Για τους Έλληνες της μητροπολιτικής χώρας, οι Έλληνες των δυτικών αποικιών θεωρούνταν ούτως ή άλλως διεφθαρμένοι σε πολλούς τομείς, μεταξύ των οποίων στην πολυτέλεια, την επίδειξη του πλούτου, την κραιπάλη και την τροφή, αλλά και ως προς τις πολιτικές τους πεποιθήσεις. Γι’ αυτό και η σύνδεση μεταξύτης κατανάλωσης ακριβών ψαριών και πολιτικής-ηθικής φαυλότητας δεν μοιάζει και τόσο απίθανη.
Η τάση της γαστριμαργικής εκλέπτυνσης συνεχίστηκε στην επιτραπέζια πολυτέλεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορικής περιόδου. Στο παράθεμα που ακολουθεί, ο Σενέκας διατυπώνει ένα σύμπτωμα της ηθικής παρακμής. Γύρω στο 62 μ.Χ. γράφει:
«Απορούσαμε για το πόσο απαιτητικοί ήσαν οι άνθρωποι: που δέχονταν να αγγίξουν ψάρι μοναχά εάν αυτό είχε αλιευθεί την ίδια μέρα, αν –όπως έλεγαν– μύριζε θάλασσα. Εξού και τα ψάρια μεταφέρονταν τροχάδην, εξού και ο κόσμος παραμέριζε για να περάσουν οι μεταφορείς που έτρεχαν ασθμαίνοντες και φωνασκούντες.
Σε ποιο σημείο καλοφαγίας έχουμε φτάσει πλέον;
Οι άνθρωποι αυτοί θεωρούν το ψάρι κιόλας άχρηστο, που λίγο πριν έχει ξεψυχήσει.
“Σήμερα το πιάσαμε.” “Αδύνατον να σ’ εμπιστευθώ σ’ ένα τόσο σημαντικό ζήτημα. Μόνο το ψάρι πορώ να εμπιστευθώ. Φέρτε το εδώ. Θέλω να βρει το τέλος του μπροστά στα μάτια μου”.
Το στομάχι των καλοφαγάδων μας είναι τόσο καλομαθημένο, που μόνον τότε μπορούν να καταναλώσουν ένα ψάρι, εάν κατά τη διάρκεια του γεύματος το έχουν δει να κολυμπά και να σαλεύει».
Τα ψάρια, αντίθετα με πολλά άλλα ζώα, δεν χρησιμοποιούνταν κατά κανόνα από τους αρχαίους Έλληνες σε θυσίες.
Ο λόγος γι’ αυτό μπορεί να ήταν ότι τα ψάρια δεν έδιναν τη δυνατότητα μιας «αιματηρής» θυσίας, και ο βωμός της εκάστοτε θεότητας έπρεπε να ραντιστεί με αίμα. Το τελετουργικό προέβλεπε πως το κρέας ενός θυσιασμένου οικόσιτου ζώου έπρεπε να διανεμηθεί σε θεούς και ανθρώπους σύμφωνα με προκαθορισμένο κώδικα.
Το μερίδιο των θεών περιοριζόταν μεν σε εκείνα που ο άνθρωπος δεν έτρωγε, τα κόκαλα, το τρίχωμα και τα εντόσθια, αλλά το βρώσιμο κρέας μοιραζόταν δίκαια και σε ίσες μερίδες σύμφωνα με προσυμφωνημένη διαδικασία και χωρίς διακρίσεις ανάμεσα σε τρυφερά κομμάτια φιλέτου και πιο σκληρά μυώδη μέρη. Ο Davidson κυρίως διαπίστωσε ότι σε αντίθεση προς αυτή τη «συλλογική» απόλαυση του κρέατος, το ψάρι, ως είδος πολυτελείας που δεν μοιραζόταν, μπορούσε να αποκτηθεί μόνο αντί σεβαστού χρηματικού ποσού και είχε το χαρακτήρα αγαθού πολυτελείας.
Από την άλλη μεριά, υπάρχουν μαρτυρίες για το ότι σε συγκεκριμένες κοινότητες η κατανάλωση ψαριών ή ενός είδους ψαριού απαγορευόταν. Η τρίγλη (μπαρμπούνι) αναφέρεται συχνά στην αρχαία ελληνική γραμματεία. Σύμφωνα με τον Αιλιανό, η κατανάλωση αυτού του ψαριού απαγορευόταν στα Ελευσίνια Μυστήρια και στο ιερό της Ήρας στο Άργος. Σύμφωνα με τον Αθήναιο, η τρίγλη συνδεόταν με την Εκάτη και την Άρτεμη. Φαίνεται όμως ότι και οι Πυθαγόρειοι απαγορευόταν να φάνε μπαρμπούνι και κάποια άλλα είδη ψαριών.
Από όλες αυτές τις πληροφορίες συνάγεται ότι τον 4ο αιώνα π.Χ., την περίοδο που εμφανίζονται τα γραπτά ιχθυοπινάκια, το ψάρι είχε σημαντική θέση στην οικονομία των Ελλήνων. Πολύ σημαντική είναι επίσης η κοινωνική αξία συγκεκριμένων σπάνιων ειδών ψαριού ως ειδών κατανάλωσης των πλουσίων –κάτι αντίστοιχο ίσως με το χαβιάρι στον δικό μας πολιτισμό.
Από όλες αυτές τις πληροφορίες συνάγεται ότι τον 4ο αιώνα π.Χ., την περίοδο που εμφανίζονται τα γραπτά ιχθυοπινάκια, το ψάρι είχε σημαντική θέση στην οικονομία των Ελλήνων. Πολύ σημαντική είναι επίσης η κοινωνική αξία συγκεκριμένων σπάνιων ειδών ψαριού ως ειδών κατανάλωσης των πλουσίων –κάτι αντίστοιχο ίσως με το χαβιάρι στον δικό μας πολιτισμό.
Το ψάρι στα αττικά και τα απουλικά ιχθυοπινάκια
Παρά τη θέση του ψαριού στη διατροφή των αρχαίων Ελλήνων, πριν από την εμφάνιση των ιχθυοπινακίων δεν απεικονίζεται συστηματικά σε κανένα άλλο είδος αγγείων. Αναζητώντας μία ερμηνεία χρήσης που να ισχύει για το σύνολο των ιχθυοπινακίων ανεξαρτήτως προέλευσης, οι ερευνητές προσέκρουσαν στις διαφορές μεταξύ των αττικών και των απουλικών ιχθυοπινακίων.
Τα αττικά ιχθυοπινάκια στα οποία απεικονίζεται ο μύθος της αρπαγής της Ευρώπης είναι τα πρώτα που εμφανίζουν μεταξύ τους τεχνοτροπικές και διακοσμητικές ομοιότητες ώστε να μπορεί να αποδοθεί σε αυτά μία και μοναδική χρήση. Φέρουν παραστάσεις της απαγωγής της φοινικικής πριγκίπισσας Ευρώπης από τον ταύρο, σε έναν εικονιστικό τύπο που παρουσιάζει κοινά με τις παραστάσεις γάμων.
Τα θαλάσσια πλάσματα χρησιμεύουν ώστε να προσδιορίσουν το χώρο: η Ευρώπη απάγεται από τον ταύρο και μεταφέρεται διά θαλάσσης στην Κρήτη, όπου ο θεϊκός γαμπρός αναμένει τη νύφη του.
Τα θαλάσσια ζώα εξυπηρετούν σε αυτή την ομάδα αγγείων και το «γέμισμα» των κενών της παράστασης.
Η παραγωγή της μεγαλύτερης ομάδας των αττικών στερεότυπων ιχθυοπινακίων ξεκινά περίπου την ίδια περίοδο με τα πινάκια του μύθου της Ευρώπης. Η πανίδα των αττικών ιχθυοπινακίων, σύμφωνα με τους McPhee και Trendall παρουσιάζει μικρότερη ποικιλία απ’ ό,τι η αντίστοιχη των ατωιταλιώτικων, ενώ συχνά τα εικονιζόμενα ψάρια δεν μπορούν να ταυτιστούν με συγκεκριμένα είδη, καθώς αποδίδονται εντελώς σχηματικά. Έτσι, οι παραστάσεις αυτές αφήνουν μεγάλα περιθώρια ιαφορετικών ερμηνειών της χρήσης των αγγείων και δεν επιτρέπουν μια ενιαία ερμηνεία που να αφορά το σύνολο των αττικών ιχθυοπινακίων.
Ένα άλλο στοιχείο που πρέπει να τονιστεί είναι ότι τα μεγάλα ψάρια στα αττικά στερεότυπα ιχθυοπινάκια απεικονίζονται συχνά με κυρτές ουρές. Μοιάζουν αφύσικα και άψυχα και όχι σαν να κολυμπούν στο νερό. Οι ζωγράφοι των αγγείων θα πρέπει να είχαν ως πρότυπα τα ψάρια που έβλεπαν στην αγορά, γιατί κατά κανόνα στα αττικά ιχθυοπινάκια εικονίζονται βρώσιμα ψάρια.
Εντελώς διαφορετική εικόνα παρουσιάζουν τα απουλικά ιχθυοπινάκια.
Εδώ τα ψάρια παριστάνονται γεμάτα ζωντάνια και χρώμα. Το δελφίνι μοιάζει να πηδά έξω από το νερό, τα πτερύγια και οι ουρές των ψαριών είναι ανασηκωμένα, ενώ η διάταξή τους με την κοιλιά προς το κέντρο των αγγείων (σε αντίθεση με τα αντίστοιχα αττικά, όπου τα ψάρια απεικονίζονται με την κοιλιά προς τηνπερίμετρο του χείλους του αγγείου) δίνει μια πιο δυναμική εικόνα και επιτρέπει μεγαλύτερη ελευθερία στη σύνθεση.
Είναι σαφές ότι οι ζωγράφοι επιδίωκαν μια όσο το δυνατόν πιο «ζωντανή» παράσταση. Απόδειξη για το γεγονός ότι στα απουλικά αγγεία απεικονίζονται ζωντανά ψάρια βρίσκουμε στο αγγείο της διπλανής εικόνας, όπου παριστάνονται οι ψεκάδες νερού όπου βγαίνουν από το στόμα του δελφινιού. Ωστόσο, και χωρίς αυτή τη λεπτομέρεια, τα εικονιζόμενα δελφίνια –που δεν συγκαταλέγονται στα βρώσιμα ψάρια– οδηγούν στο συμπέρασμα ότι στα απουλικά ιχθυοπινάκια δεν υπάρχει σύνδεση μεταξύ του εικονιζόμενου ψαριού και του ψαριού ως είδους διατροφής.
Είναι σαφές ότι οι ζωγράφοι επιδίωκαν μια όσο το δυνατόν πιο «ζωντανή» παράσταση. Απόδειξη για το γεγονός ότι στα απουλικά αγγεία απεικονίζονται ζωντανά ψάρια βρίσκουμε στο αγγείο της διπλανής εικόνας, όπου παριστάνονται οι ψεκάδες νερού όπου βγαίνουν από το στόμα του δελφινιού. Ωστόσο, και χωρίς αυτή τη λεπτομέρεια, τα εικονιζόμενα δελφίνια –που δεν συγκαταλέγονται στα βρώσιμα ψάρια– οδηγούν στο συμπέρασμα ότι στα απουλικά ιχθυοπινάκια δεν υπάρχει σύνδεση μεταξύ του εικονιζόμενου ψαριού και του ψαριού ως είδους διατροφής.
Θεωρίες χρήσης και ταφικά ευρήματα
Το ερώτημα της χρήσης των ιχθυοπινακίων λοιπόν παραμένει αναπάντητο.
Έτρωγαν οι αρχαίοι Έλληνες το ψάρι τους σερβιρισμένο σε αυτά; Σύμφωνα με την παλαιότερη ερμηνεία, όπως αναφέραμε, το ιχθυοπινάκιο είναι ένα σκεύος προορισμένο για το σερβίρισμα βρώσιμων ψαριών. Δικαίως ωστόσο ο Norbert Kunisch παρατήρησε ότι χωρίς τη διακόσμησή τους με ψάρια, βάσει δηλαδή μόνο του σχήματος των αγγείων αυτών, δεν θα μας περνούσε ποτέ από το νου κάτι τέτοιο.
Έτρωγαν οι αρχαίοι Έλληνες το ψάρι τους σερβιρισμένο σε αυτά; Σύμφωνα με την παλαιότερη ερμηνεία, όπως αναφέραμε, το ιχθυοπινάκιο είναι ένα σκεύος προορισμένο για το σερβίρισμα βρώσιμων ψαριών. Δικαίως ωστόσο ο Norbert Kunisch παρατήρησε ότι χωρίς τη διακόσμησή τους με ψάρια, βάσει δηλαδή μόνο του σχήματος των αγγείων αυτών, δεν θα μας περνούσε ποτέ από το νου κάτι τέτοιο.
Επίσης τα ιχθυοπινάκια που έχουν βρεθεί δεν φέρουν ίχνη χρήσης. Παρ’ όλα αυτά, η ιδέα ότι κάτω από το σερβιρισμένο ψάρι, στην κεντρική κοίλανση υπήρχε μια πικάντικη σάλτσα ή συγκεντρωνόταν ο γάρος, τα υγρά του ψαριού, φαίνεται πως είναι αρκετά δελεαστική για να πάψει να επαναλαμβάνεται σε διάφορους καταλόγους παρουσίασης ιχθυοπινακίων.
Οι πληροφορίες από τα αρχαιολογικά ευρήματα δεν είναι ούτε σαφείς ούτε μονοσήμαντες. Σύμφωνα με αυτές, στη μητροπολιτική Ελλάδα τα ιχθυοπινάκια είχαν οικιακή χρήση, ενώ αντίθετα στις αποικίες της Κάτω Ιταλίας συνόδευαν τους νεκρούς στην τελευταία τους κατοικία.
Σε σύγκριση με τη μητροπολιτική Ελλάδα, τα πινάκια στην Ιταλία ήταν διαδεδομένα κτερίσματα. Για ποιο λόγο όμως επέλεγαν το συγκεκριμένο σχήμα αγγείων με τις παραστάσεις θαλάσσιων όντων για να συνοδεύσει το νεκρό στον Κάτω Κόσμο;
Οι πληροφορίες από τα αρχαιολογικά ευρήματα δεν είναι ούτε σαφείς ούτε μονοσήμαντες. Σύμφωνα με αυτές, στη μητροπολιτική Ελλάδα τα ιχθυοπινάκια είχαν οικιακή χρήση, ενώ αντίθετα στις αποικίες της Κάτω Ιταλίας συνόδευαν τους νεκρούς στην τελευταία τους κατοικία.
Ιχθυοπινάκιο στο μουσείο του Παλέρμο
Μια πιθανή ερμηνεία είναι ότι τα ιχθυοπινάκια παρέπεμπαν στη μητροπολιτική Ελλάδα, την πατρίδα, και άρα συνδέονταν με τη μνήμη και την καταγωγή των Ελλήνων των αποικιών – παρόλο που στις αποικίες το ιχθυοπινάκιο είχε χάσει την αρχική του χρήση ως επιτραπέζιου σκεύους. Έτσι, τα ιχθυοπινάκια ήταν στις αποικίες κατά κύριο λόγο συμβολικά αγγεία που συνέδεαν το νεκρό με τον τόπο καταγωγής του, αλλά και φορείς ενός παρήγορου μηνύματος, του μηνύματος μιας καινούργιας, μεταθανάτιας ζωής.
(Περιοδικό αρχαιολογία 116ο τεύχος christian zindel Meeresleben und Jenseitsfahrt. Die Fischteller der Sammlung Florence Gottet, Akanthus. Σύνοψη κειμένων του καταλόγου και απόδοση από τα γερμανικά: Πελαγία Τσινάρη)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου