«Ἕλληνες ἀεί παῖδες ἐστε, γέρων δέ Ἕλλην οὐκ ἔστιν» (Πλάτων, Τίμαιος, 22b).


"Ὁμολογεῖται μὲν γὰρ τὴν πόλιν ἡμῶν ἀρχαιοτάτην εἶναι καὶ μεγίστην καὶ παρὰ πᾶσιν ἀνθρώποις ὀνομαστοτάτην· οὕτω δὲ καλῆς τῆς ὑποθέσεως οὔσης,
ἐπὶ τοῖς ἐχομένοις τούτων ἔτι μᾶλλον ἡμᾶς προσήκει τιμᾶσθαι. 24. Ταύτην γὰρ οἰκοῦμεν οὐχ ἑτέρους ἐκβαλόντες οὐδ' ἐρήμην καταλαβόντες
οὐδ' ἐκ πολλῶν ἐθνῶν μιγάδες συλλεγέντες, ἀλλ' οὕτω καλῶς καὶ γνησίως γεγόναμεν ὥστ' ἐξ ἧσπερ ἔφυμεν, ταύτην ἔχοντες ἅπαντα τὸν χρόνον διατελοῦμεν,
αὐτόχθονες ὄντες καὶ τῶν ὀνομάτων τοῖς αὐτοῖς οἷσπερ τοὺς οἰκειοτάτους τὴν πόλιν ἔχοντες προσειπεῖν".
(Ἰσοκράτης, Πανηγυρικός, στίχοι 23-24).

Τα άρθρα που φιλοξενούνται στον παρόντα ιστότοπο και προέρχονται απο άλλες πηγές, εκφράζουν αποκλειστικά και μόνον τις απόψεις των συγγραφέων τους.

Καθίσταται σαφές ότι η δημοσίευση ανάρτησης, δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά αποδοχή των απόψεων του συγγραφέως.


ΕΑΝ ΘΕΛΕΤΕ, ΑΦΗΝΕΤΕ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ, ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΑΡΘΡΟ-ΑΝΑΡΤΗΣΗ (΄κλίκ΄ στο "Δεν υπάρχουν σχόλια"). ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ.

Ακολουθήστε μας στο Facebook

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΔΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΔΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 22 Ιουνίου 2015

Η έννοια του Φιλοσόφου στον Πλάτωνα και στον Αριστοτέλη




Η εικόνα του φιλοσόφου σκιαγραφείται και από τους ορισμούς που δίνουν οι φιλόσοφοι για τη φιλοσοφία. Για τον Πλάτωνα, η φιλοσοφία είναι η γνώση ή η θέαση των αιώνιων και αμετάβλητων ιδεών, ενώ για τον Αριστοτέλη είναι η έρευνα των αιτιών- ο έρωτας προς τη γνώση και η επιδίωξη της σοφίας στη βάση της απορίας και του θαυμασμού[5]. Στη συνέχεια, θα ανατρέξουμε σε αποσπάσματα από την Πολιτεία του Πλάτωνα και τα Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλη και θα προσπαθήσουμε να προσδιορίσουμε την εικόνα του φιλοσόφου. Η μελέτη είναι χωρισμένη σε δυο μεγάλες ενότητες και ακολουθούν τα συμπεράσματα, όπου επιχειρείται μια συγκριτική προσέγγιση των θέσεων των φιλοσόφων.


Πλάτωνας – Πολιτεία
Στην πλατωνική Πολιτεία, η πολιτεία και τα άτομα παραλληλίζονται ως προς την τριαδική τους σύσταση. Όπως το άτομο αποτελείται από τα τρία μέρη της ψυχής, το επιθυμητικόν, το θυμοειδές και το λογιστικόν, έτσι και η Πολιτεία αποτελείται από τρεις τάξεις: τους παραγωγούς, τους φύλακες και τους κυβερνήτες[6]. Οι πολίτες τοποθετούνται στις διάφορες τάξεις, χωρίς να έχουν τη δυνατότητα μετακίνησης, ενώ το μοναδικό μέσο ταξινόμησης είναι η παιδεία, και κυρίως η απόδοσή τους στα μαθηματικά[7]. 

Στην ιδανική πολιτεία όλα λειτουργούν ιδανικά και η κάθε τάξη έχει τη δική της αρετή: οι φύλακες την ανδρεία, η παραγωγική τάξη τη σωφροσύνη και οι φιλόσοφοι τη σοφία. Τέλος, η δικαιοσύνη είναι μια αρετή που πρέπει να υπάρχει σε κάθε πολίτη ώστε οι πράξεις του να είναι σωστές[8]. Για να διατηρήσει τη δικαιοσύνη που ορίζεται ως ο άξονας της ισορροπίας στην ηθική και πολιτική, ο Πλάτων, «φτάνει», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Romilly, στα άκρα»[9]. Πιστεύει ότι, η ανθρώπινη ζωή είναι πλήρης μόνο μέσα στην Πολιτεία. Εκεί, ο φιλόσοφος είναι ο βασιλιάς, απαλλαγμένος από δεσμεύσεις και με μοναδικό κτήμα του τον εσωτερικό πλούτο. 

Το κύριο μέλημα είναι να κυβερνήσει την πολιτεία με σοφία, έχοντας υπόψη του το Αγαθό που περιγράφεται ως «την ουσία αλλά και κάτι ακόμα πέρα από την ουσία»[10]. Το κράτος που θα κυβερνάται με αυτό τον τρόπο «είναι δεδομένο ως τέλειο για την αιωνιότητα». Σε ένα κράτος όπου οι φιλόσοφοι έχουν πάντα δίκιο και ποτέ δεν κάνουν λάθος, ποτέ δεν συμβαίνει τίποτα, δεν υπάρχει εξέλιξη[11]. Υπάρχει όμως, η διαδρομή του ανθρώπου από τα κατώτατα επίπεδα γνώσης στα ανώτερα. Την πορεία αυτή μας τη δείχνει ο Πλάτων με τις αλληγορικές εικόνες του ήλιου, της γραμμής και του σπηλαίου[12]. 


Αλληγορία του ήλιου
Σε αυτήν την αλληγορία, ο Πλάτωνας αντιπαραβάλλει τον ορατό κόσμο[ήλιος] με τον νοητό κόσμο στον οποίο βασιλεύει η ιδέα του αγαθού[13]. Όπως ο ήλιος μας δίνει τη δυνατότητα της όρασης, χωρίς να είναι ο ίδιος όραση, έτσι και η αλήθεια και η γνώση σχετίζονται με το αγαθό χωρίς όμως να ταυτίζονται[14]. Για να μπορέσουμε να δούμε τα διάφορα αντικείμενα χρειάζεται ένας διάμεσος. Ποιο είναι το ενδιάμεσο στοιχείο που θα μας βοηθήσει να τα δούμε; Το φως. Ποιος εκπέμπει το φως; Ο ήλιος. Τον ήλιο μπορούμε να τον δούμε; Όχι, γιατί μόλις τον κοιτάξουμε θα στραβωθούμε. Όπως είναι ο ήλιος έτσι είναι και το αγαθό. Για να δούμε τα γνωστικά αντικείμενα χρειαζόμαστε τον ενδιάμεσο, δηλαδή τη νόηση. Εδώ, επεμβαίνει ο φιλόσοφος, ο μόνος σύμφωνα με τον Πλάτωνα που μπορεί να κυβερνήσει την Πολιτεία, και που μπορεί να υποδείξει τη συνάφεια όλων των πραγμάτων με το αγαθό, το οποίο όπως ο ήλιος υπόσταση σε όλη την αισθητή και νοητή πραγματικότητα[15].


Αλληγορία της γραμμής
Στην αλληγορία της γραμμής, ο Πλάτωνας χωρίζει μια γραμμή σε δυο άνισα τμήματα, στο νοητό και στο ορατό. Στο κατώτατο τμήμα του ορατού αντιστοιχούν οι εικόνες, (δηλαδή οι σκιές, τα είδωλα των πραγμάτων, κ.λπ), ενώ στο ανώτατο όλα τα έμβυα όντα (δηλαδή καθετί φυσικό, όλα τα ανθρώπινα κατασκευάσματα). Στο κατώτερο οντολογικό τμήμα του νοητού αντιστοιχούν τα μαθηματικά/υποθέσεις, ενώ στο ανώτατο αντιστοιχούν οι ιδέες. 

Σε αυτά τα τέσσερα τμήματα της οντολογικής πραγματικότητας αντιστοιχούν τέσσερις γνωσιολογικές καταστάσεις που υπάρχουν μέσα στην ψυχή: η εικασία, η πίστις, η διάνοια και η νόησις[16]. Για να οδηγηθούμε στο ανώτατο σημείο της γνώσης πρέπει να ξεκινήσουμε από τις εικασίες, που είναι αποτέλεσμα της πραγματικότητας. Η αμέσως επόμενη γνωσιακή προσέγγιση της πραγματικότητας είναι η πίστη. Τις υποθέσεις τις προσεγγίζουμε μέσω της διάνοιας και τις ιδέες μέσω της νόησης ή της επιστήμης. 

Ο φιλόσοφος έχει ως αφετηρία τις υποθέσεις/τα αξιώματα, τις ξεπερνάει και φτάνει στην ιδέα του αγαθού. Αντίθετα, οι μαθηματικοί προϋποθέτουν «το περιττό, το άρτιο, κά[…] και βασίζουν επάνω τους τις αποδείξεις[…] για να καταλήξουν, με λογική ακολουθία, σε εκείνο το οποίο είχαν αρχικά ορίσει ως αντικείμενο της έρευνας τους»[17]. Μόνο οι φιλόσοφοι γνωρίζουν πλήρως τις τέσσερις οντολογικές βαθμίδες, ενώ οι υπόλοιποι πολίτες γνωρίζουν μόνο την αισθητή ορατή πραγματικότητα ή κάποιες ελάχιστες μαθηματικές έννοιες[18]. 


Αλληγορία του σπηλαίου
Σε αυτή την αλληγορία, ο Αθηναίος φιλόσοφος παρουσιάζει την εικόνα ενός σπηλαίου, όπου η είσοδος του είναι ανοιχτή στο φως και στο βάθος ζουν αλυσοδεμένοι άνθρωποι από τα πόδια και τον αυχένα με τέτοιο τρόπο ώστε να βλέπουν μόνο τοίχο. Πίσω τους και μακριά καίει μια φωτιά. Ότι βλέπουν είναι οι σκιές των πραγμάτων και έχουν την εντύπωση ότι οι σκιές είναι τα ίδια τα πράγματα. Εάν κάποιος δεσμώτης κατορθώσει να ανέβει πάνω στη γη ή κάποιος τον τραβήξει για να ανέβει, μόλις αντίκρισει τον ήλιο θα «αισθανθεί έντονο πόνο στα μάτια»[19]. Τότε θα δει μια άλλη πραγματικότητα, σιγά-σιγά θα αντιληφθεί ότι «είναι κάπως πιο κοντά στην πραγματικότητα» και τέλος, θα συνειδητοποιήσει ότι η πραγματικότητα που έβλεπε μέχρι τότε δεν ήταν η πραγματική. 

Οι τρεις αλληγορίες συνδέονται μεταξύ τους και όλες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι μόνο οι φιλόσοφοι μπορούν να κυβερνούν την Πολιτεία. Ο ήλιος είναι στον ορατό κόσμο το αντίστοιχο της ιδέας του Καλού στον κόσμο των Ιδεών. Η παιδεία ασκεί πάνω στον άνθρωπο την μεταλλαγή που γνώρισε ο άνθρωπος της σπηλιάς και που σιγά-σιγά συνήθισε στο φως. Ο φιλόσοφος που φτάνει σε αυτό το επίπεδο, δεν έχει καμία διάθεση να επιστρέψει στο σπήλαιο, το κάνει όμως από αγάπη για τη δικαιοσύνη, παρά το γεγονός ότι αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο να γελοιοποιηθεί, να θεωρηθεί τρελός ακόμα και να θανατωθεί[20]. 

Το σπήλαιο παρομοιάζεται με τον αισθητό ορατό κόσμο, η φωτιά και το φως της με τον ήλιο και τη δύναμή του, η ανάβαση προς τα πάνω και η θέαση του επάνω κόσμου με την γνωσιολογική άνοδο της ψυχής στον οντολογικό νοητό κόσμο και τέλος, οι δεσμώτες με τους πολίτες[21].

Για τον Πλάτωνα, όπως απορρέει από τα παραπάνω, σκοπός της φιλοσοφίας και της γνώσης είναι η ηθικο-πολιτική αναγέννηση της κοινωνίας. Θεωρεί βασική την ανάγκη «αναγέννησης του κόσμου με βάση μια τάξη θεμελιωμένη στις αξίες που μόνο ο φιλόσοφος είναι σε θέση να αντιληφθεί»[22]. Για τον Αριστοτέλη αντίθετα, όπως θα δούμε παρακάτω, σκοπός της φιλοσοφίας ήταν η ορθολογική ερμηνεία όλου του φάσματος των όντων και των λειτουργιών του κόσμου και της φύσης.


Αριστοτέλης – Ηθικά Νικομάχεια
«κάθε τέχνη και κάθε επιστημονική έρευνα 
όπως και κάθε πράξη 
και κάθε κατόπιν σκέψεως λαμβανόμενη απόφαση 
φαίνεται ότι αποβλέπει σε κάποιο αγαθό»[ΗΝ 1094a1-2][23]. 

Τα Ηθικά Νικομάχεια ξεκινούν με αυτή τη φράση, τονίζοντας ότι κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα αποσκοπεί σε κάποιο αγαθό, που με τη σειρά του εξυπηρετεί κάποιο άλλο αγαθό. Αυτή η αλυσίδα, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, θα πρέπει να έχει κάποιο τελικό σκοπό, κάποιο τέλος. Κάθε επιμέρους στόχος δεν είναι παρά το ενδιάμεσο στάδιο ώστε να φτάσει ο άνθρωπος στο ύψιστο αγαθό, την ευδαιμονία. 

Η ευδαιμονία, δεν είναι μια ψυχική κατάσταση -θα μπορούσε να συμβεί και σε έναν άνθρωπο που κοιμάται- ούτε έξις, είναι μια ενέργεια «επιθυμητή καθαυτή» που πραγματοποιείται «καθ’ υπαγόρευση της αρετής»[24]. Η επιθυμητική ενέργεια απηχεί τη διαφορετική ψυχική κατάσταση κάθε ανθρώπου. Η ευδαιμονία δεν εξαρτάται από απολαύσεις, ηδονές και διασκεδάσεις, αλλά είναι αποτέλεσμα πολλών παραμέτρων. Σε αυτό το πλαίσιο, θα μπορούσε και ένας δούλος να εξασφαλίσει την ευδαιμονία, αλλά είναι αδύνατο αφού δεν είναι ελεύθερος[25].

Ευδαίμων δεν γίνεται κάποιος μόνο τη στιγμή του θανάτου του, αλλά στο σύνολο της ανθρώπινης ζωής του πρέπει να «αντιμετωπίζει την ηθική του ποιότητα υπό την προοπτική της διάρκειας και της συνέχειας»[26]. Βασικός πυρήνας της ευδαιμονίας είναι η αρετή, διότι μόνο μέσα από αυτή μπορεί ο άνθρωπος να φτάσει στην τέλεια ευδαιμονία. 

Ο Αριστοτέλης διαιρεί τις αρετές σε δυο βασικές κατηγορίες, σε διανοητικές και ηθικές. Οι διανοητικές αρετές στηρίζονται στην ενέργεια του νου και χωρίζονται σε θεωρητικές και πρακτικές σύμφωνα με τη διαίρεση του νου σε θεωρητικό και πρακτικό. Οι ηθικές αρετές στηρίζονται στη σχέση του επιθυμητού με το λογικό μέρος της ψυχής,[27] και ορίζονται ως «μέσον» ανάμεσα σε δύο ακρότητες[28]. 

Αν υποθέσουμε ότι ο νους είναι ένα κομμάτι του θεού μέσα στον άνθρωπο ή έστω ότι είναι το πιο κοντινό κομμάτι του θεού μέσα μας, σε αρμονία με την οικεία του αρετή αποτελεί μια ενέργεια καθαρά πνευματική και επιτυγχάνει την τέλεια ευδαιμονία[29]. Αυτή η θεωρητική ενασχόληση είναι συνεχής αφού «μπορούμε να σκεφτόμαστε συνεχώς πολύ περισσότερο από το να πράττουμε οτιδήποτε συνεχώς»[30], αγαπάται περισσότερο και περιέχει τη δική της ηδονή. Καλλιεργώντας το θεϊκό στοιχείο, το άτομο μπορεί να εξομοιωθεί κατά το δυνατό με το θεό, και σε ένα επόμενο βήμα θα πρέπει να αποβάλλει τη θνητή του φύση και να «[…] αποβλέπει στην αθανασία[…] και να προσαρμόζει τις πράξεις της ζωής του σε εκείνο που είναι ανώτερο από όλα»[31]. 

Η ευδαιμονία που πηγάζει από τον «δαίμονα» που βρίσκεται στο κεφάλι μας, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο During, κατευθύνει τον άνθρωπο προς την ουράνια περιοχή, ενώ όποιος παραμένει παγιδευμένος στις επιθυμίες και στις φιλοδοξίες, μένει δέσμιος στη γη[32]. Ο θεωρητικός νους[33] αποβλέπει στη γνώση της αλήθειας και η απελευθέρωση του ανθρώπου από την υποδούλωση του σε κάθε άλλο σκοπό[εξωτερικά αγαθά και θνητή φύση], τον διευκολύνει στην προσπάθεια του να γίνει ον ελεύθερο[34]. Σε αντίθεση με το θεωρητικό νου, ο πρακτικός έχει περισσότερο ανάγκη τα εξωτερικά μέσα[35]. Η αρετή του είναι η φρόνηση, που προσδιορίζει, ως νοητική ενέργεια, το σκοπό και ταυτόχρονα βρίσκει τα μέσα για την πραγμάτωση του[36].

Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε, ότι ο θεωρητικός βίος είναι εκείνος της συνεχούς άσκησης της θεωρίας (της θεωρητικής γνώσης)[37] και ότι η ευδαιμονία τίθεται ως εφικτός στόχος για κάθε άνθρωπο και κυρίως για τους φιλοσόφους. Η δραστηριότητα της θεωρίας[38] περιγράφεται ως η καλύτερη και απολαυστικότερη ενέργεια που αναφέρεται στα «αιώνια όντα και όχι στα ανθρώπινα, επισφαλή και ασταθή πράγματα»[39]. Οι άνθρωποι-φιλόσοφοι που απέκτησαν τη γνώση και μπορούν να ενεργοποιούν το φιλοσοφικό πνεύμα, απελευθερώνονται και απολαμβάνουν μια ευδαιμονία καθαρή και τέλεια, διότι είναι αυτάρκης[40]. 

Ο σοφός άνθρωπος (αν εξασφαλίσει τα προς το ζην) «μπορεί ακόμη κι αν είναι μόνος του, να ασχολείται με φιλοσοφικές θεωρίες (και όσο περισσότερο ασχολείται) τόσο περισσότερο σοφός (γίνεται)», ενώ ο δίκαιος χρειάζεται γύρω του ανθρώπους, για τους οποίους θα κάνει δίκαιες πράξεις»[41]. Η ενασχόληση του φιλοσόφου με το νου είναι διαφορετική από την ασχολία του πολιτικού άντρα με τα κοινά που στοχεύει σε εξουσία και τιμές. 

Επίσης, είναι διαφορετική από τις πολεμικές υποθέσεις γιατί και οι δυο (πολεμικές και πολιτικές ενέργειες) σκοπεύουν σε διαφορετικό στόχο, δεν αφήνουν ελεύθερο χρόνο και δεν περιλαμβάνουν τη θεωρητική ενέργεια του νου[42]. 

Ο άνθρωπος είναι ένα σύνθετο ον που αποτελείται από πνεύμα και σώμα και χρειάζεται την κοινωνία των ομοίων του. Σύμφωνα με τον Gigon, ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι υπάρχουν τρεις ομάδες αγαθών: οι πνευματικές, οι σωματικές και οι εξωτερικές,[43] που αποτελούν ένα ιεραρχικά δομημένο σύνολο. Η «ποσότητα» του καθενός υποσυνόλου που υπάρχει στη ζωή του κάθε ανθρώπου, αυτόματα τον κατατάσσει σε κάποια κατηγορία. 

Η σχέση μεταξύ των αγαθών δεν είναι απόλυτα σαφής, ενώ τα πνευματικά αγαθά υπερέχουν σε σύγκριση με τις άλλες δυο κατηγορίες. Αν εναρμονίσουμε την ψυχή μας, με τα τρία επίπεδα, με το πνεύμα και με αυτό που το πνεύμα βλέπει, «πετυχαίνουμε το στόχο που μας έθεσαν οι θεοί[...] την άριστη ζωή. Εν κατακλείδι, ο ευδαίμων βίος του ανθρώπου δεν είναι άλλος από τον τέλειο φιλοσοφικό βίο. 


Συμπεράσματα
Οι διαφορετικές εικόνες των φιλοσόφων συνήθως οφείλονται στη μεταβολή του ρόλου του φιλοσόφου, αλλά και στη διαφορετικότητα της αποστολής του. Ο Πλάτωνας τοποθετεί το φιλόσοφο στην ιδανική Πολιτεία στο υψηλότερο βάθρο, όπου συνυπάρχει η γνώση μαζί με την εξουσία, τόσο σε πολιτικό, κοινωνικό όσο και σε εκπαιδευτικό επίπεδο. Ο φιλόσοφος, αναγκάζεται να ασχοληθεί με τα κοινά «συνενώνοντας αρμονικά τους πολίτες..…για να τους χρησιμοποιήσει ο ίδιος για την ενίσχυση της ενότητας της πόλης»[44]. Ο πραγματικός ρόλος του φιλοσόφου μπορεί να υπάρχει μόνο στην Ιδανική Πολιτεία ενώ σε μια άδικη κοινωνία θα ήταν απλά κάποιος που αναζητεί τη σοφία, αλλά δεν κατορθώνει ποτέ να την κατέχει πλήρως[45]. 

Ο φιλόσοφος στον Αριστοτέλη ξεπερνά τα όρια του πολιτικού βίου, δεν ενδιαφέρεται για την άσκηση της εξουσίας και μπορεί κάλλιστα να απομονωθεί από τους ανθρώπους. Η θέση του είναι διαφορετική από αυτή των πολιτικών και των πολεμιστών και μοναδικός σκοπός του είναι η κατάκτηση της ευδαιμονίας. Και ο Πλάτωνας πιστεύει ότι οι άνθρωποι δεν πρέπει απλώς να ζουν, αλλά να ζουν καλά και ευδαιμονικά. Η επίτευξη της ευδαιμονίας για τον Πλάτωνα πετυχαίνεται αν ο πολίτης αντικρίσει το φως της αλήθειας. 

Ο κόσμος του Αριστοτέλη είναι ενιαίος και ομοιογενής και η δομή είναι οριζόντια. Ο κόσμος του Πλάτωνα είναι χωρισμένος σε υψηλό και χαμηλό επίπεδο και για να υπάρξει ενότητα δημιούργησε μια κάθετη ιεραρχική δομή με «όπλα» τη διαλεκτική και τα μαθηματικά[46]. Στο έργο του, η ύπαρξη των ιδεών είναι κυρίαρχη ενώ ο Αριστοτέλης «ανοίγει την πόρτα» σε όλες τις γνώσεις: στη λογική, στη ρητορική και στην επιστήμη γενικότερα[47]. 

Πυρήνας της διδασκαλίας του Πλάτωνα όσο και του Αριστοτέλη είναι η ψυχή του ανθρώπου. Σύμφωνα με τον Σκουτερόπουλο,[48] η Πολιτεία είναι μια ιδιότυπη αλληγορία αφού η «αρίστη πόλις είναι η πολιτεία της ανθρώπινης ψυχής». Δηλαδή, είναι η επιστροφή της ψυχής στον εαυτό της. Οι αλυσίδες των δεσμωτών στο σπήλαιο που τους κρατούν μακριά από τη γνώση και την αλήθεια, μας θυμίζουν το απόσπασμα από τον Αριστοτέλη που αναφέρει για τα υλικά που κρατούν δέσμιους τους ανθρώπους. Χρειάζεται μόχθος και άσκηση για την άνοδο προς τον ήλιο του Πλάτωνα, ή το υπέρτατο αγαθό του Αριστοτέλη. Η λύτρωση της ψυχής δεν γίνεται χωρίς αγώνα


Σημειώσεις-Παραπομπές 
[1]. Gigon O., Bασικά Προβλήματα της Αρχαίας Φιλοσοφίας, μτφρ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος, Γνώση, Αθήνα, 1991, 221.
[2]. Hadot, P., Τι είναι η αρχαία ελληνική φιλοσοφία, μτφρ. Κλαμπατσέα, εκδ Ίνδικτος, Αθήνα, 2002, 50.
[3]. Hadot, P., ό.π., 78. 
[4]. Μπαμπινιώτης Γ., Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας Ε.Π.Ε, Αθήνα, 1998.
[5]. Βασιλείου Σ., Λεξικό των επιστημών του ανθρώπου, Guttenberg, Αθήνα, 1992.
[6. Θεοδωρακόπουλος Ι., «Η Αρχή της Επιστήμης και της Φιλοσοφίας», Ιστορία του Ελληνικού έθνους, τόμ. Γ2’, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1971, 484. 
[7]. Βιρβιδάκης Σ., κ.ά., Ελληνική Φιλοσοφία και Επιστήμη, από την Αρχαιότητα έως τον 20ο αιώνα, τόμ. Α’, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα, 2000, 153.
[8]. Μανιάτης, Γ., Φιλοσοφία και Πολιτεία στον Πλάτωνα: Ο φιλόσοφος-βασιλεύς και η αρίστη πολιτεία, Έννοια, Αθήνα, 2005, 34.
[9]. Romilly, J., Γιατί η Ελλάδα; μτφρ. Μ. Αθανασίου, Κ. Μηλιαρέση, Το άστυ, Αθήνα, 1999, 270.
[10]. ΠΠ, 495.
[11]. Μπονάρ Α., Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός, τόμ. 3, μτφρ. Ε. Γαρίδη, Θεμέλιο, Αθήνα, 1985, 112. 
[12]. Στις αλληγορίες, μεταξύ άλλων, διακρίνουμε το κέντρο της πλατωνικής φιλοσοφίας, τη Θεωρία των Ιδεών. Ο Πλάτωνας διέκρινε δυο κόσμους το γήινο και τον ιδανικό. Ο τελευταίος περιέχει τις ιδέες, τις φωτεινές υπάρξεις με ψυχή και κίνηση, άυλες, οι οποίες συνιστούν τα τέλεια πρότυπα των διαφόρων ηθικών και γνωστικών ιδεών και αποτελούν τα δεδομένα της εμπειρίας του κόσμου των αισθητών. Ο κόσμος αυτών μας παρέχει γνώση, ενώ o ορατός γνώμη (δόξα). Γιαννόπουλος Ι., Κατσιαμπούρα Γ., Κουκουζέλη Α., Σημαντικοί Σταθμοί του Ελληνικού Πολιτισμού, τόμ. Β’, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα, 2000, 117. 
[13]. Μανιάτης, ό.π., 71
[14]. ΠΠ, 489.
[15]. Μανιάτης, ό.π., 72.
[16]. ΠΠ, 501. 
[17]. ΠΠ, 497.
[18]. Μανιάτης, ό.π., 74. 
[19]. ΠΠ, 505.
[20]. Romilly, ό.π., 269. 
[21]. Η άνοδος της ψυχής ξεκινάει από τις σκιές-εικόνες, εικασίες, στη συνέχεια ο δεσμώτης απελευθερώνεται και βλέπει με το φως τα ορατά όντα, πιστεύοντας και στη συνέχεια βγαίνει από το σπήλαιο και θεωρεί τις έννοιες των μαθηματικών έχοντας διάνοια και τέλος ανεβαίνει στο υψηλότερο τμήμα του νοητού τόπου και θεωρεί τις ιδέες, έχοντας την ανώτερη γνώση της νοήσεως. Μανιάτης, ό.π., 76-77. 
[22]. Vegetti, M., Ιστορία της αρχαίας φιλοσοφίας, μτφρ. Γ. Α. Δημητρακόπουλος, εκδ Π. Τραυλός, Αθήνα, 2003 (2000), 212.
[23]. «Πάσα τέχνη και πάσα μέθοδος, ομοίως δε πράξις τε και προαίρεσις, αγαθού τινος εφίεσθαι δοκει.διο καλως απεφήναντο ταγαθόν, ου παντ’εφίεται», ΗΝβ, μετάφραση Β. Μόσκοβη (Νομική Βιβλιοθήκη).
[24]. ΗΝα, 4, 173.
[25]. ΗΝα, 4, 177.
[26]. Βιρβιδάκης ό.π., 207
[27]. Η ψυχή χωρίζεται σε τρία είδη, στο θρεπτικό, στο αισθητικό και στο νοητικό. Την ανώτατη ψυχική βαθμίδα, δηλαδή τη νοητική ψυχή, έχει μόνο ο άνθρωπος και για αυτό διαφέρει από τα ζώα. Θεοδωρακόπουλος, ό.π.,505. 
[28]. Για παράδειγμα η ανδρεία είναι αρετή στο μέτρο που βρίσκεται ανάμεσα στην υπερβολή του θράσους και στην έλλειψη του φόβου. Αυτή είναι η έννοια της μεσότητας, βλ. σχετικά Βιρβιδάκης, ό.π., 209.
[29]. ΗΝα, 5, 179.
[30]. ΗΝα, 5, 179.
[31]. ΗΝα, 5, 179.
[32]. Düring, I., Ο Αριστοτέλης. Παρουσίαση και ερμηνεία της σκέψης του, τόμ. Β΄, μτφρ. Α. Γεωργίου-Κατσιβέλα, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 2003 (1994), 56.
[33]. Η επιστήμη, η διάνοια, η σοφία είναι αρετές του θεωρητικού νου, ενώ η τέχνη και η φρόνηση του πρακτικού. Θεοδωρακόπουλος, ό.π., 507. 
[34]. Γεωργούλης, όπ., 258.
[35]. ΗΝα, 5, 187.
[36]. Θεοδωρακόπουλος, ό.π., 507.
[37]. Βιρβιδάκης, ό.π., 211.
[38]. Το ρήμα θεωρείν σημαίνει πάντοτε ενεργοποιώ τη γνώση, όχι έχω τη γνώση, αλλά την αφήνω να δράσει. During, όπ., 258
[39]. Βιρβιδάκης, ό.π., 211.
[40]. Vegetti, ό.π., 251. 
[41]. ΗΝα, 5, 181.
[42]. ΗΝα, 5, 181.
[43]. Στις πνευματικές προέχουν η αυτοπειθαρχία, η ευφυΐα, η δικαιοσύνη, στις σωματικές η υγεία, η δύναμη, η ομορφιά, και στις εξωτερικές, ο πλούτος, η δύναμη, η ευδοκόμιση και η φιλία. Gigon, ό.π., 284. 
[44]. ΠΠ, 517.
[45]. Koyré, Α., Φιλοσοφία και Πολιτεία. Εισαγωγή στην ανάγνωση του Πλάτωνα, μτφρ. Λ. Κασίμη, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 1990, 86.
[46]. Vegetti, ό.π., 212.
[47]. Romilly, ό.π., 273.
[48]. Πλάτων Πολιτεία, εισ. σημείωμα-μετάφραση - ερμ. σημειώματα Ν. Μ. Σκουτερόπουλος, Αθήνα: Πόλις, 2002, 21. 


Βιβλιογραφία
Πηγές
Πλάτων Πολιτεία, εισ. σημείωμα-μετάφραση - ερμ. σημειώματα Ν. Μ. Σκουτερόπουλος, Αθήνα: Πόλις, 2002, 488-518[=507d-511e• 514a-521b]
Αριστοτέλους, Ηθικά Νικομάχεια, (Ηνα), τόμ. Γ’, Κάκτος, Αθήνα.
------------------ Ηθικά Νικομάχεια, (Ηνβ), τόμ. Β’, απόδοση Β. Μοσκόβης, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, 1993, 538-557(=1176a30-1179a32). 

Μελέτες
Düring, I., Ο Αριστοτέλης. Παρουσίαση και ερμηνεία της σκέψης του, τόμ. Β΄, μτφρ. Α. Γεωργίου-Κατσιβέλα, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 2003 (1994). 
Gigon O., Bασικά Προβλήματα της Αρχαίας Φιλοσοφίας, μτφρ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος, Γνώση, Αθήνα, 1991.
Hadot, P., Τι είναι η αρχαία ελληνική φιλοσοφία, μτφρ. Κλαμπατσέα, Ίνδικτος, Αθήνα, 2002.
Koyré, Α., Φιλοσοφία και Πολιτεία. Εισαγωγή στην ανάγνωση του Πλάτωνα, μτφρ. Λ. Κασίμη, εκδ Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 1990.
Romilly, J., Γιατί η Ελλάδα; μτφρ. Μ. Αθανασίου, Κ. Μηλιαρέση, Το άστυ, Αθήνα, 1999, 269. 
Ross, W. D., Αριστοτέλης, μτφρ. Μ. Μητσού, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 1991.
Vegetti, M., Ιστορία της αρχαίας φιλοσοφίας, μτφρ. Γ. Α. Δημητρακόπουλος, Π. Τραυλός, Αθήνα, 2003 (2000).
Βασιλείου Σ., Λεξικό των επιστημών του ανθρώπου, Guttenberg, Αθήνα, 1992. 
Βιρβιδάκης Σ., et al (επιμ), Ελληνική Φιλοσοφία και Επιστήμη, από την Αρχαιότητα έως τον 20ο αιώνα, τόμ. Α’, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα, 2000.
Γεωργούλης Κ.Δ., Ιστορία της ελληνικής φιλοσοφίας, Παπαδήμα, Αθήνα, 1994.
Γιαννόπουλος Ι., et al, Σημαντικοί Σταθμοί του Ελληνικού Πολιτισμού, τόμ. Β’, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα, 2000.
Θεοδωρακόπουλος Ι., «Η Αρχή της Επιστήμης και της Φιλοσοφίας», Ιστορία του Ελληνικού έθνους, τόμ. Γ2’, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1971, 469-511.
Μανιάτης, Γ., Φιλοσοφία και Πολιτεία στον Πλάτωνα: Ο φιλόσοφος-βασιλεύς και η αρίστη πολιτεία, Έννοια, Αθήνα, 2005.
Μπαμπινιώτης Γ., Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας Ε.Π.Ε, Αθήνα, 1998.
Μπονάρ Α., Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός, τόμ. 3, μτφρ. Ε. Γαρίδη, Θεμέλιο, Αθήνα, 1985, 112.

© 2006 Θεώνη Δέδε
πηγή-archive.gr
Διαβάστε περισσότερα... »

Κυριακή 17 Μαΐου 2015

Τι πρεσβεύει η Σωκρατική φιλοσοφία, για την ψυχή του Ανθρώπου;





Διαβάστε ένα αποκαλυπτικό κείμενο για το πώς βλέπει το θέμα της ψυχής η Επιστήμη, αλλά και η Θρησκεία, για την οποία η ύπαρξη της ψυχής είναι μία θεμελιώδης και ακλόνητη αρχή! Κι όχι μόνο! Τι πρεσβεύει η σωκρατική φιλοσοφία για την ψυχή του ανθρώπου;

Ευθύς εξ αρχής θα πρέπει να πούμε ότι με τον όρο «ψυχή», καλούμε την ζωτική αρχή, που ξεχωρίζει στη φύση τα ζώα από τα άψυχα όντα. Μια παραπέρα διάκριση μεταξύ του ανθρώπου και των ζώων θέτει το πρόβλημα ενός πιο συγκεκριμένου ορισμού της ανθρώπινης ψυχής, ενός ορισμού που να εξηγεί με την παρουσία της ψυχής. την πνευματικότητα (λογική, ευαισθησία, ηθική κλπ.) που ξεχωρίζει τον άνθρωπο από τα ζώα.

Το πρόβλημα της ψυχής, όπως είναι ευνόητο, τέθηκε από τη φιλοσοφία και τη θρησκεία και αυτός ο λόγος που θα γίνουμε πιο διεξοδικοί στην ανάπτυξη των επιχειρημάτων μας.

Η φιλοσοφική έννοια της ψυχής 
Η αρχαία ελληνική φυσιοκρατία των προσωκρατικών δεν είχε μια πραγματική έννοια της ψυχή και γι’ αυτό δέχτηκε μια ουσία –ο αέρας κατά τον Aναξιμένη ή η φωτιά κατά τον Ηράκλειτο– ως αρχή της ζωής του σύμπαντος και επομένως και του ανθρώπου.

Ο Πλάτωνας διετύπωσε την πλήρη θεωρία της ψυχή: είναι ουσία άυλη, άφθαρτη και επομένως αθάνατη· από αυτήν εξαρτώνται η γνώση και η ηθικότητα του ανθρώπου.

Ο Αριστοτέλης όρισε την ψυχή μορφή μιας ύλης, έτσι που το άτομο παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα της στενής τους αλληλοσύνδεσης. Με τον τρόπο αυτό όμως η ψυχή δεν μπορεί να υπάρχει πλέον μετά τον θάνατο.

Η χριστιανική διδασκαλία για την ψυχή, ουσιαστικά πολύ πλησιέστερη στη θεωρία του Πλάτωνα, προσπάθησε σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα να συμβιβάσει τον αριστοτελισμό με την αρχή της αθανασίας. Αλλά η φιλοσοφία της Αναγέννησης απέδειξε το ασυμβίβαστό τους και επανεξέτασε το αριστοτελικό κείμενο ανεξάρτητα από θρησκευτικές προκαταλήψεις.

Από τον Ντεκάρτ η ψυχή θεωρήθηκε, κατά τον τρόπο του Aγίου Αυγουστίνου, ως ατομική συνείδηση στην οποία μπορούμε να ξαναβρούμε τον Θεό και ως πηγή κάθε βεβαιότητας. Αλλά και ο Ντεκάρτ δέχτηκε την ψυχή ως πνευματική ουσία. Η νομιναλιστική πολεμική που ακολούθησε εναντίον της έννοιας της ουσίας, πρώτα τον 17o και αργότερα τον 18o αι., αποκάλυψε ότι η έννοια της ψυχής - ουσίας είναι κενή και αδιανόητη. Συγχρόνως η εμπειριοκρατία, με την ανακάλυψη του ψυχικού συνειρμού, επεξεργάστηκε την ιδέα της ψυχή ως δέσμης αισθήσεων.

Η κατεύθυνση της εμπειριοκρατίας επηρέασε και τον Καντ, που πίστευε ότι η συζήτηση για την ψυχή δεν μπορούσε να καταλήξει πουθενά. Ο μετακαντιανός ιδεαλισμός μετατόπισε το ενδιαφέρον του προς υπερατομικές οντότητες (απόλυτο Εγώ, Πνεύμα, Ιστορία), ενώ ο θετικισμός ξαναγύρισε στην αντίληψη του συνειρμού, που υποστήριζε η εμπειριοκρατία για την ψυχή.


Η θρησκευτική έννοια της ψυχής
Η χριστιανική θρησκεία διδάσκει ότι η ψυχή είναι μια ουσία άυλη, αθάνατη, δημιούργημα του Θεού, η οποία ρυθμίζει τη ζωή του σώματος.

Ωστόσο, αίσθηση προκάλεσε στον γράφοντα μία τηλεοπτική εκπομπή υπό τον τίτλον: «Ανιχνεύσεις», που παρουσιάζει ο εκλεκτός συνάδελφος κ Παντελής Σαββίδης στον κρατικό τηλεοπτικό δίαυλο ΕΤ-3, όπου ο προσκεκλημένος του και γνωστός κληρικός και θεολόγος κ Νικόλαος Λουδοβίκος, κάτοικος Πανοράματος Θεσσαλονίκης, ανέπτυξε την συγκλονιστική θεωρία περί μιας μορφής ύλης της ψυχής, που είναι συστατικό στοιχείο για την προσδοκώμενη ανάσταση! Μάλιστα, για να ενισχύσει την επιχειρηματολογία του, ανέφερε διάφορους Πατέρες της Εκκλησίας, μεταξύ των οποίων και τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, που έχει κάνει ειδική αναφορά στη θεωρία αυτή!

Παρά ταύτα, να πούμε ότι ο άνθρωπος αποτελείται από ψυχή και σώμα: η ψυχή είναι αυτόνομη γιατί είναι πνεύμα ενώ το σώμα είναι ύλη. «Η ψυχή είναι το πνευματικό μέρος του ανθρώπου, με το οποίο αυτός ζει, αντιλαμβάνεται και είναι ελεύθερος».

Κατά τη διάρκεια της ζωής υπάρχει ενότητα ψυχής και σώματος και ο άνθρωπος συνθέτει μέσα του, με την ίδια τη σωματική του υπόσταση, τα στοιχεία του υλικού κόσμου, έτσι που αυτά μέσα από τον άνθρωπο φτάνουν στην έσχατη τελείωσή τους και αποκτούν φωνή για να υμνήσουν ελεύθερα τον Δημιουργό.

Με τον θάνατο η ψυχή χωρίζεται από το σώμα και εξακολουθεί να υπάρχει αιώνια. Η ψυχή με την αθάνατη φύση της μπορεί από μόνη της vα αντιπροσωπεύει ολόκληρη την ανθρώπινη προσωπικότητα, που είναι υπεύθυνη απέναντι στον Θεό για κάθε πράξη που έκανε στη Γη.

Η χριστιανική αυτή αντίληψη δεν βρίσκει αντιστοιχία σε όλες τις θρησκείες και ακόμα και μέσα στον χριστιανικό κόσμο μερικές λαϊκές αντιλήψεις προϋποθέτουν ιδέες περί ψυχή που διαφέρουν από τα διδάγματα της Εκκλησίας.

Στην ιστορία των θρησκειών διατυπώθηκαν πολυάριθμες αντιλήψεις πάνω στο τι κατά προσέγγιση μπορεί να είναι αυτό που λέγεται ψυχή Μπορούμε όμως να προσπαθήσουμε να δώσουμε μια τυπολογική ταξινόμηση, ανατρέχοντας σε δύο στοιχειώδεις αντιλήψεις που μπορούν να συνδυαστούν κατά διαφόρους τρόπους: τη δυναμική αντίληψη και την περσοναλιστική αντίληψη.

Δυναμική είναι αυτή που βλέπει κυρίως την ψυχή ως απρόσωπη δύναμη που κάνει το σώμα να ζει. Μερικές φορές η δύναμη αυτή εδρεύει σε ένα μέρος του σώματος ή ταυτίζεται απόλυτα με αυτό.
Άλλες φορές η ψυχή νοείται ως ζωτική πνοή, όπως η ίδια η αναπνοή του ανθρώπου: το ινδικό ατμάν, το ελληνικό ψυχή, το λατινικό animus π.χ., όλες λέξεις, που εκφράζουν διάφορες αντιλήψεις περί της ψυχής, προέρχονται από ρίζες που σημαίνουν την πνοή του ανέμου ή της αναπνοής.

Η ίδια η λέξη πνεύμα (όπως και το λατινικό spiritus), με το οποίο χαρακτηρίζεται η ουσία της ψυχή, σήμαινε αρχικά τόσο τον άνεμο όσο και την αναπνοή. Και στο σημείο αυτό μπορούμε να θυμηθούμε πως και στη βιβλική περιγραφή της δημιουργίας του ανθρώπου, ο Θεός «ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού (του ανθρώπου) πνοήν ζωής, και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν» (Γένεσις, Β, 7).

Περσοναλιστική αντίληψη, αντίθετα, είναι αυτή που θεωρεί την ψυχή εικόνα του προσώπου, με μορφές που κατά κάποιο τρόπο απεικονίζουν το ζωντανό άτομο. Χαρακτηριστική στην περίπτωση αυτή είναι η ψυχή σκιά, της οποίας με μορφικά στοιχεία προέρχονται από την εμπειρία των πραγματικών σκιών που ρίχνουν τα σώματα. Μια παρόμοια αντίληψη βρίσκουμε π.χ. στην ετρουσκική θρησκεία.

Ψυχιατρική και ψυχολογία
Όπως δείχνει η ετυμολογία των λέξεων (ψυχολογία = επιστήμη της ψυχής, ψυχιατρική = ιατρική της ψυχής), οι επιστήμες αυτές μελετούν τις ψυχικές λειτουργίες (συναίσθημα, νόηση, συνείδηση κλπ.) και τις αμοιβαίες σχέσεις τους, τα διάφορα επίπεδα ωριμότητας ή τις ανωμαλίες. 

Δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι τελευταίως όλο και πληθαίνουν οι πανεπιστημιακές σχολές που μελετούν το θέμα της ψυχής (για παράδειγμα, στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών υπάρχει ειδικό τμήμα Ψυχολογίας), ενώ ακόμη και οι τηλεοπτικές εκπομπές θεωρούν απαραίτητη την παρουσία ενός ψυχολόγου για κάθε θέμα που συζητούν.

Και δεν θα μιλήσουμε, ασφαλώς, για την ψυχιατρική επιστήμη η οποία πολλές φορές καλείται να δώσει απαντήσεις και να εξηγήσει διάφορες δυσερμήνευτες ή δυσεξήγητες συμπεριφορές ατόμων της κοινωνίας…

Η ανθρωπολογία του Πλάτωνος και η θεωρία περί ψυχής

Διαβάζοντας κανείς το βιβλίο «Προσεγγίσεις στον Πλάτωνα», από την Ομάδα Μελέτης Ελλήνων Συγγραφέων του 1ου Λυκείου Κερατσινίου, θα διαπιστώσει ότι:

«Τρεις είναι οι σφαίρες, που κινείται ο φιλοσοφικός στοχασμός του Πλάτωνος:

α) ο αισθητός κόσμος,
β) ο κόσμος των Ιδεών
και
γ) ο υπερβατικός κόσμος; της Ιδέας του αγαθού ή του Θεού.

Κεντρική έννοια της πλατωνικής φιλοσοφίας, που απλώνεται και στους τρεις αυτούς κόσμους είναι η έννοια της ψυχής. 

Η πλατω­νική έννοια περί ανθρώπου, η ανθρωπολογία του φιλοσόφου, δεν νοείται χωρίς τον αγώνα, που διεξάγεται στους διάλογους για την αξία της ψυχής και χωρίς την μέρι­μνα για την παιδεία της και την μεταφυσική της τύχη και σωτηρία. Η έννοια της ψυχής ταυτίζεται με την έννοια της προσωπικότητας του ανθρώπου, έχει μεταφυσι­κή ρίζα, και τούτο σημαίνει, ότι η ψυχή ως προσωπική μονάδα είναι αιώνια. Η κατα­νόηση της ουσίας της ψυχής συμπίπτει με την ερμηνεία των δυνάμεων, που την συνι­στούν και γενικώς με την ερμηνεία της όλης πνευματικής ζωής. Επειδή όμως η ψυχή και η ιδέα ανταποκρίνονται η μία στην άλλη, η ερμηνεία της ψυχής είναι αδύνατον να γίνει χωρίς συνεχή αναφορά στον κόσμο των ιδεών.

Ο ηθικός αγώνας του ανθρώπου μέσα στην πολιτεία, όπως και ο μόχθος του για την απόκτηση της επιστημονικής γνώσεως, είναι κεφάλαια της ψυχικής ζωής, και αυτά είναι δυνατόν να κατανοηθούν, μόνον εφόσον αποκτήσουμε σαφή γνώση για την ουσία της ψυχής και για τους τρόπους, με τους οποίους η ψυχή εκφράζεται και δρα. 

Ο Πλάτων όμως εκτός από την ατομική ψυχή, η οποία είναι το αιώνιο στοιχείο του ανθρώπου, παραδέχεται και μία ψυχή του κόσμου, μία ψυχή του σύμπαντος, η οποία είναι στοιχείο καταστατικό της δομής του κόσμου. Η έννοια αυτή της ψυχής του σύμπαντος είναι γνήσια Ελληνική και κατάγεται από την προσωκρατική φιλο­σοφία, ενώ η έννοια της ατομικής ψυχής έρχεται από την ορφική και πυθαγόρεια διδασκαλία. Όμως στον Πλάτωνα η θρησκευτική αυτή ιδέα περί ατομικής ψυχής μεταβάλλεται σε φιλοσοφική και θεμελιώνεται και διαφωτίζεται με κριτήρια λογικά. Η ψυχή γίνεται το κέντρο της γνώσης και της αυτοσυνειδησίας.»


Η ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ ΘΕΩΡΙΑ ΣΤΟΝ «ΦΑΙΔΩΝΑ»
Εάν θελήσουμε τώρα να κάνουμε μία ευρύτατη περίληψη του διαλόγου του Πλάτωνος, όπως είναι ο «Φαίδων», μέσα στον οποίο θα αναζητήσουμε και τις σκέψεις του Σωκράτους περί ψυχής, αφού ο Πλάτων, κατά βάσιν, απεικόνιζε τις απόψεις του διδασκάλου του, θα παρακολουθήσουμε τις σκέψεις της Ομάδας Μελέτης Ελλήνων Συγγραφέων, η οποία, μέσα στο έργο «Προσεγγίσεις στον Πλάτωνα» γράφει, μεταξύ άλλων, και τα εξής:

Βρισκόμαστε στον Φλειούντα, πόλη στα νοτιοδυτικά της Κορίνθου, κάπου ανάμεσα στην Σικυωνίδα και την Αργολίδα, δύο ή τρεις μήνες μετά τον θάνατο του Σωκράτους. Ένας Φλειάσιος, οπαδός του φιλοσόφου Πυθαγόρα, ο Ερράτης, παρακαλεί τον Φαίδωνα, μαθητή του Σωκράτους και αυτόπτη μάρτυρα των τελευταίων στιγμών του μεγάλου δασκάλου, να τού αφηγηθεί το τέλος του Σωκράτους και ό,τι είπε, πριν πεθάνει. Ο Φαίδων δέχεται να μιλήσει και αρχίζει να αφηγείται την συζήτηση, που έγινε στην φυλακή μεταξύ των Σωκράτους και των μαθητών και φίλων του, την τελευταία ημέρα της ζωής του. Έτσι, αρχίζει εκθέτοντας την ψυχολογική κατάσταση και τα ονόματα των παρευρισκομένων (Πλάτωνος Φαίδων, κεφ. 1-2).

Οι φίλοι και οι μαθητές του Σωκράτους έρχονται στην φυλακή. Με αφορμή την θλιβερή αποχώρηση της γυναίκας του Ξανθίππης, ο Σωκράτης παρατηρεί, ότι ο στε­νός σύνδεσμος μεταξύ του ευχάριστου και του λυπηρού θα μπορούσε να αποτελέσει θέμα κάποιου μύθου του Αισώπου. Ο Κέβης ρωτά τον Σωκράτη, με αφορμή την απορία του ποιητή Ευήνου, γιατί στιχούργησε τους μύθους του Αισώπου στην φυλα­κή. Ο φιλόσοφος απαντά, ότι το έκανε, επειδή ήθελε να εξηγήσει κάποιο όνειρο του και εύχεται να τον ακολουθήσει και ο Εύηνος σε αυτήν την καλλιτεχνική δραστη­ριότητα ύστερα από λίγο. 

Ο Σιμμίας εξεπλάγη, όταν άκουσε από τον φιλόσοφο, ότι επιδιώκει τον θάνατο, και ρωτά μαζί με τον Κέβητα την γνώμη του Σωκράτους για την αυτοκτονία. Ο Σωκράτης, τότε εξηγεί, ότι ο φιλόσοφος αποζητά τον θάνατο, χωρίς να έχει το δικαίωμα να αυτοκτονήσει. Και αυτό γιατί η ψυχή μας βρίσκεται σε μία "φυλακή" και ως κτήματα των θεών που είμαστε, κατά τον Σωκράτη, δεν επι­τρέπεται σε καμμία περίπτωση να διαπράξουμε αυθαίρετη απόδραση από αυτήν (την φυλακή) (Πλάτωνος, Φαίδων, κεφ. 3-6).

Στο άκουσμα των λόγων του Σωκράτους, ότι κανείς δεν πρέπει να αυτοκτονεί, ο Κέβης παρατηρεί, ότι θα ήταν βλακώδες να θέλει ο άνθρωπος να αποχωρίζεται τους θεούς, που φροντίζουν τους ανθρώπους και επιπλέον οι άνθρωποι αποτελούν χτή­ματα τους. Ρωτάει, έτσι, τον Σωκράτη, γιατί πρέπει να επιθυμούμε τον θάνατο και εκείνος απαντά, ότι η ψυχή και στον Άδη θα βρει, πιθανότατα, ανθρώπους καλύτε­ρους από αυτούς, που είναι στην γη και ασφαλώς θεούς επίσης αγαθούς. Παράλληλα, δεν υπακούει σε σύσταση του δημίου, να διακόψει την συζήτηση (Πλάτωνος, Φαίδων, κεφ. 7-8).

Ο Σωκράτης, προσπαθώντας να αποκρούσει φαινομενική αντίφαση, λέει, ότι αν ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα είναι θάνατος, ο φιλόσοφος, επειδή παραμελεί το σώμα και φροντίζει την ψυχή, επειδή χωρίζει δηλαδή το σώμα από την ψυχή, διώχνει τον θάνατο. Έτσι ο φιλόσοφος στην ζωή κυνηγά την γνώση της αλήθειας. Σ' αυτήν φτάνει όχι με τις αισθήσεις, που μπορεί να τον ξεγελάσουν αλλά μόνο με την σκέψη, δηλαδή μέσω καθαρής διανοητικής εργασίας. Πράγματι το σώμα με τις αδυναμίες του μόνον εμπόδια φέρνει στην ψυχή, που κυνηγά την γνώση της αλήθειας. Επομένως, η φιλοσοφία είναι εξάσκηση για τον θάνατο. Η αρετή συνίσταται στην απαλλαγή της ψυχής από τις επιθυμίες του σώματος (Πλάτωνος, Φαίδων, κεφ. 9-11).

Από το προηγούμενο συμπέρασμα του, ο Σωκράτης υποστηρίζει, ότι ο αληθινός φιλόσοφος του οποίου όλη η ζωή είναι προετοιμασία για τον θάνατο, χαίρεται, όταν πεθαίνει, καθώς μόνον μετά τον θάνατο, όταν δηλαδή η ψυχή είναι απαλλαγμένη από το σώμα, θα βρει την γνώση της αλήθειας. 

Σύμφωνα με αυτό ο αληθινός φιλόσοφο; έχει την αληθινή ανδρεία, αφού δεν φοβάται τον θάνατο, και την αληθινή σύνεση, αφού παραμελεί το σώμα του και τις ηδονές, που αυτό μπορεί να του πρόσφερα· αντίθετα η σύνεση και η ανδρεία των πολλών είναι παρωδίες της αρετής και, κατά του ιδρυτές των μυστηρίων, αυτός που θα έχει καθαρθεί, θα κατοικεί στον Άδη με τους θεούς και με αγαθούς φίλους. Επομένως ο φιλόσοφος, που επιζητεί τον θάνα­το δεν πρέπει να τον φοβάται (Πλάτωνος, Φαίδων, κεφ. 12,13).

Σε ένσταση του Κέβητος, ότι η χαρά του φιλοσόφου, όταν πεθαίνει είναι δίκαιολογημένη μόνον υπό την προϋπόθεση, ότι η ψυχή είναι αθάνατη, ο Σωκράτης ανα­λαμβάνει να αποδείξει, ότι υπάρχει η αθανασία της ψυχής. Συνακόλουθα ο Σωκράτης υποστηρίζει, ότι, κατά γενικό κανόνα, το αντίθετο δίνει γέννηση στο αντί­θετο του και εξηγεί στην συνέχεια, ότι κάτι, που είναι μεγάλο, έγινε μεγάλο, εφόσον ήταν προηγουμένως πιο μικρό. Εάν αυτό, λέει, αληθεύει, συνεπάγεται, ότι τα αντί­θετα διαδέχονται το ένα το άλλο χωρίς σταμάτημα. Π.χ. η κατάσταση της ζωής, αντί­θετη στην κατάσταση του θανάτου, διαδέχεται τον θάνατο.

Αυτό το πέρασμα από την μία κατάσταση σε μίαν άλλη μπορεί να πραγματοποιηθεί προς την μία ή την άλλη κατεύθυνση, γιατί αν ένα πέρασμα δεν πραγματοποιείτο παρά μόνον προς μία κατεύθυνση, πάντα την ίδια, το κάθε τι θα έβρισκε τελικά μία σύγχυση σε μία ακίνη­τη μονάδα. Άρα, από την αρχή αυτή, που εφαρμόζεται στην αντίθεση μεταξύ ζωής και θανάτου, προκύπτει ότι δεν πρέπει μόνο να υπάρχει, όπως το δείχνει η εμπειρία, πέρασμα μόνο από την ζωή προς τον θάνατο, αλλά επίσης πέρασμα και από τον θάνατο στην ζωή. Ο θάνατος, λοιπόν, δεν είναι μια εξαφάνιση, αφού οι ψυχές των νεκρών βρίσκονται κάπου στον Άδη, για να μπορούν να επανέλθουν στην ζωή. Αν δεν υπήρχε η αναβίωση, η μετεμψύχωση, θα είχαμε ευθεία γραμμή από την ζωή στον θάνατο, και όχι κύκλο, οπότε τα πάντα θα εξαφανίζονταν (Πλάτωνος, Φαίδων, κεφ. 14-17).

0 διάλογος συνεχίζεται με μία παρατήρηση του Κέβητος, που θα φέρει το δεύτερο επιχείρημα. Ο Κέβης λέει, ότι, σύμφωνα με την θεωρία της ανάμνησης, έχουμε οπωσδήποτε μάθει παλαιότερα αυτό, που ξαναβρίσκει το μυαλό μας στο παρόν. Ο Σωκράτης επανέρχεται σε αυτήν την θεωρία και τονίζει, ότι η ανάμνηση παρουσιά­ζεται, όταν αναφερόμαστε σε μίαν έννοια ιδεατή, την οποία ίσως γνωρίσαμε, προτού να ζήσουμε σε αυτόν τον κόσμο. 

Αυτό αποδεικνύεται, καθώς οι άνθρωποι, όταν καθοδηγούνται σωστά, βρίσκουν μόνοι του την αλήθεια, την οποία ποτέ πιο πριν δεν διδάχτηκαν στην ζωή. Άλλωστε κάθε ανάμνηση προϋποθέτει προηγούμενη γνώση, η οποία ανακαλείται στην μνήμη, όταν βλέπουμε όμοιες ή παρόμοιες παραστάσεις. Μαζί με την ανάπλαση ομοίων παραστάσεων συνδέεται και η κρίση μας για την ομοιότητα ή μη αυτής της παράστασης προς την παλιότερη" επειδή η λειτουργία των αισθήσεων, από τις οποίες αποκτούμε τις παραστάσεις των αισθήσεων, αρχίζει με την γέννηση, οι ιδέες, με τις οποίες συγκρίνουμε τα αισθητά, είναι ήδη γνωστές, από εκείνη την στιγμή, καθώς θα έχουμε ασφαλώς γνωρίσει αυτές τις ιδέες πριν από την γέννηση.

Αν γνωρίζουμε κάποιες ιδέες πριν από την γέννηση ή αν έχουμε αυτές, καθώς γεννιόμαστε και για όλη μας την ζωή ή αν τις χάσαμε κατά την γέννηση, τις απο­κτούμε ύστερα με την βοήθεια των αισθήσεων, με την ανάμνηση, δηλαδή με την ανά­πλαση από όμοια ή ανόμοια.

Αν, λοιπόν, η πρώτη απόδειξη ήταν σωστή, τότε οι άνθρωποι για όλη τους την ζωή θα κατέχουν την γνώση της αλήθειας. Η πείρα, όμως, διαψεύδει αυτό ακριβώς. Από εδώ αληθεύει η δεύτερη. Οι ψυχές έλαβαν την γνώση πριν από την γέννηση μας και, όπως ήδη αποδείχτηκε, έχουν γνωστική δύναμη. Άρα προϋπάρχουν της γεννήοεως. Μία τρίτη υπόθεση, ότι δηλαδή παίρνουμε την γνώση κατά την γέννηση και την αποβάλλουμε αμέσως κατά την διάρκεια της, είναι γελοία. Είναι ανάγκη, λοιπόν, μετά από αυτήν την λογική αναγκαιότητα, κατά την οποία δεχόμαστε την ύπαρξη των ιδεών και την γνώση τους πριν από την γέννηση μας, να δεχτούμε, ότι η ψυχή μας, αυτή που γνωρίζει αυτά, προϋπήρξε της γεννήσεως μας (Κεφ. 18-22).

Στην ερώτηση του Κέβητος σχετικά με την ύπαρξη της ψυχής μετά τον θάνατο, ο Σωκράτης απαντά, ότι, όπως αποδείξαμε μέχρι τώρα "ά,τι ξη γεννιέται απ' αυτό, που είναι πεθαμένο". Άρα, αν η ψυχή υπάρχει πριν από την γέννηση και αν γεν­νιέται, όταν έρχεται στην ζωή, αυτή της η γέννηση δεν έχει άλλη προέλευση παρά την κατάσταση του θανάτου. Τότε πώς δεν είναι απαραίτητο η ψυχή να υπάρχει, ιδίως μετά τον θάνατο της, μια και οφείλει να ξαναγεννηθεί;

Ο Σωκράτης κάνει εδώ την σύνδεση των δύο επιχειρημάτων: Των αντιθέτων και της ανάμνησης. Αν η ανάμνηση αποδεικνύει την ύπαρξη των ψυχών, το επιχείρημα των αντιθέτων αποδεικνύει, ότι οι ψυχές, που επιζούν, είναι εκείνες των πεθαμένων. Αν η ψυχή υπάρχει πριν από την ενσώματη ζωή και αν δεν μπορεί να έρθει στην ζωή από καμμιά άλλη κατάσταση παρά μόνον από τον θάνατο, είναι απαραίτητο, αφού εγκαταλείψει το σώμα, να συνεχίζει να ζη, για να μπορέσει να ξαναγεννηθεί στην ζωή. Η ανάμνηση χρησιμοποιείται για την ολοκλήρωση του πρώτου επιχειρήματος. Η ύπαρξη της ψυχής μετά τον θάνατο χαρακτηρίζεται, όπως άλλωστε και στην πρω­τύτερη ύπαρξη της, από την ικανότητα της σκέψης.

Tα δύο πρώτα επιχειρήματα αποτελούν ένα σύνολο, αλλά η απόδειξη της αθα­νασίας της ψυχής είναι ακόμα ελλιπής, όπως προσδιορίζει ο Πλάτων, δείχνοντας, ou ο Σιμμίας και ο Κέβης δεν έχουν ακόμα πειστεί, πώς η ψυχή μπορεί να διατηρηθεί μετά τον θάνατο. Για να συμπληρωθεί η σκέψη, δεν μένει παρά να αποδειχτεί, ότι η ψυχή ανήκει στην φύση των εννοιών, είναι άρα απλή και ασώματη (Πλάτωνος Φαίδων, Κεφ.23).

Η βάση, στην οποία στηρίζεται το τρίτο επιχείρημα είναι, ότι "το όμοιο είναι γνω­στό από το όμοιο". Είναι ανάγκη, όμως, να μελετηθεί βαθύτερα το θέμα του θανά­του, με σκοπό να νικηθεί τελικά ο φόβος του. Ο Σωκράτης επιχειρεί την απόδειξη του τρίτου επιχειρήματος λέγοντας, πως κάθε τι σύνθετο μπορεί να διαλυθεί, κάθε απλό, όμως, είναι αδιάλυτο. Αυτό, που αλλοιώνεται συνεχώς, είναι σύνθετο, ενώ το αναλλοίωτο είναι απλό. Tα αισθητά είναι αντιληπτά με τις αισθήσεις, ενώ οι ιδέες, που είναι αόρατες, γίνονται αντιληπτές με το πνεύμα.

Από τα όντα άλλα είναι ορατά και άλλα αόρατα, και από αυτά τα ορατά είναι μεταβλητά, ενώ τα αόρατα αμετάβλητα και αναλλοίωτα. Από αυτά τα δύο συστατι­κά του ανθρώπου είναι: το σώμα ορατό και η ψυχή αόρατη. Επειδή, όμως, τις ιδέες τις αντιλαμβανόμαστε μόνο με την ψυχή - και τις αντιλαμβανόμαστε καλύτερα, όσο περισσότερο η ψυχή είναι απαλλαγμένη από την επιρροή του σώματος - η ψυχή είναι όμοια με τις αθάνατες και αναλλοίωτες ιδέες, ενώ το σώμα με τα αισθητά.

Επειδή η ψυχή μοιάζει με το θείο και την αρχικότητα, συνεπάγεται ότι, αφού είναι όμοια με το θείο και τις ιδέες, έχει και όλες τις ιδιότητες τους. Είναι δηλαδή θεία, αθάνατη, νοητή, απλή, αδιάλυτος, καθώς δεν μπορεί να διαλυθεί από τον άνεμο και αναλλοίωτη. Το αντίθετο είναι το σώμα.

Έτσι το σώμα είναι διαλυτό, η ψυχή αδιάλυτη, αλλά αν κάποια σώματα και ιδίως κάποια τμήματα τους είναι και μετά τον θάνατο αδιάλυτα, όπως τα ταριχευμένα σώματα, π.χ. τα οστά, σχεδόν αθάνατα, πολύ περισσότερο αθά­νατη οφείλει να είναι η ψυχή, και μάλιστα αν έμενε κατά την ζωή καθαρή από το σώμα (Πλάτωνος Φαίδων, Κεφ. 24-29).

Στο σημείο αυτό τίθεται το ζήτημα, του τί περιμένει τις ψυχές μετά τον θάνατο, και της μετεμψύχωσης. Οι ψυχές των φαύλων, καθώς είναι συνδεδεμένες με τα σώματα και βεβαρημένες από τις επιθυμίες τους, έλκονται στην γη και μετά τον θάνατο, ώσπου να ενταχθούν σε νέο σώμα. Έτσι, οι ψυχές αυτών εντάσσονται σε σώματα ζώων, που έχουν ανάλογα ήθη με αυτές.

Στους θεούς φτάνουν μόνον οι αληθινοί φιλόσοφοι, αυτοί που αυστηρά απέχουν από τις σωματικές επιθυμίες και έχουν καθάρει την ψυχή τους με την φιλοσοφία. Η φιλοσοφία, όταν βρίσκει την ψυχή του φιλοσόφου φυλακισμένη στο σώμα και αξιοθρήνητη, ζητά να λύσει τα δεσμά της, με το να διδάσκει, ότι οι αισθήσεις είναι απατηλές, οι ηδονές και οι λύπες την καθηλώ­νουν στο σώμα, με το οποίο αναγκάζεται να γίνει ομόδοξη, ομότροπη και ομότροφη, ανίκανη να ανέλθει στην κοινωνία των θεών. Μόνον η φρόνηση οδηγεί στην αλήθεια.

Η ψυχή, που καθοδηγείται από την φιλοσοφία και επιδιώκει την καθαρή αλήθεια στην ζωή, μετά τον θάνατο απέρχεται στους θεούς, χωρίς να φοβάται μήπως στην πορεία διαλυθεί από τους ανέμους (Πλάτωνος, Φαίδων, Κεφ. 30-34).

Ενώ όλοι σιωπούν, ο Σιμμίας και ο Κέβης είναι στενοχωρημένοι. Αμφιβάλλουν και διστάζουν να μιλήσουν. Ο Σωκράτης, όμως, που το κατάλαβε, τους προτρέπει να μιλήσουν χωρίς δισταγμό. Ο Σιμμίας, λοιπόν, συγκρίνει την ψυχή με την αρμονία και το σώμα με την λύρα και τις χορδές της. Λέει, ότι η αρμονία είναι πράγμα αόρατο, ασώματο, τέλειο στην κουρδισμένη λύρα, αλλά η λύρα αυτή καθαυτή και οι χορδές της είναι σώματα, επομένως συγγενικά με την θνητή φύση. Ας υποθέσουμε, ότι η λύρα σπάει και ότι οι χορδές της κόβονται. Η αρμονία θα καταστραφεί. Τότε ποιο θα είναι το πρώτο πράγμα, που θα δεχτεί την φθορά; Η αρμονία ή η λύρα; (Κεφ. 35-36).

Ο Κέβης δέχεται, ότι η ψυχή είναι ισχυρότερη και πιο μακρόζωη από το σώμα, αλλά νομίζει, ότι και αυτή στο τέλος, καθώς διέρχεται μέσα από πολλά σώματα εξα­ντλείται και πεθαίνει. Όπως ο υφαντής, αφού υφάνει πολλά ιμάτια και τα κατατρίψει, στο τέλος πεθαίνει, έτσι και η ψυχή αφού φθαρεί σε πολλά σώματα, στο τέλος εξαντλείται η ίδια και φθείρεται. Με αυτήν την αντίρρηση οι παρευρισκόμενοι, αν και προηγουμένως είχαν πεισθεί, τώρα αρχίζουν να δυσπιστούν. Ο Εχεκράτης, που διακόπτει τον Φαίδωνα κατά την αφήγηση του, δικαιώνει αυτούς (Πλάτωνος Φαίδων, Κεφ. 37,38).

0 Σωκράτης παραδέχεται, ότι το ζήτημα δεν είναι απλό και προσπαθεί όλους να ινς ενθαρρύνει. Μόνο μία ατυχία δεν πρέπει να τους καταβάλλει: μεταξύ των επι­χειρημάτων συμβαίνει, ό,τι συμβαίνει και μεταξύ των ανθρώπων. Από αυτούς πολλοί είναι μέτριοι αλλά ελάχιστοι οι εξαιρετικοί. Δεν πρέπει λοιπόν να μιλούν με μισόλογα, αλλά να ζητήσουν νέα επιχειρήματα (Πλάτωνος Φαίδων, Κεφ. 39-40). 

Ο Σωκράτης επαναλαμβάνει την άποψη του Σιμμία και αποδεικνύει: α) ότι αυτή βρίσκεται σε αντίφαση προς την θεωρία της ανάμνησης, γιατί αν η ψυχή ήταν αρμο­νία, δεν θα ήταν νοητή η προΰπαρξη της ψυχής, β) ότι η αρμονία έχει διάφορους βαθ­μούς, ενώ η ψυχή δεν έχει, γ) ότι αν η -ψυχή ήταν αρμονία, θα έπρεπε να ακολουθεί τα μέρη στα οποία βρίσκεται, ενώ η ψυχή εναντιώνεται στο σώμα. Η ψυχή, άρα είναι δύναμη, η οποία εξουσιάζει και διευθύνει το σώμα (Κεφ. 41-43).

Μετά από αυτά ο Σωκράτης έρχεται στην αντίρρηση του Κέβητος, ο οποίος παραδέχεται την ύπαρξη της ψυχής, αλλά αρνείται την αθανασία της. Έτσι, ο μεγά­λος φιλόσοφος εκθέτει, πώς κατέληξε να παραδεχτεί την θεωρία των ιδεών. Η φυσι­κή φιλοσοφία των Ιώνων εξετάζει, βέβαια, πλήθος δευτερευόντων στοιχείων ως αιτίων, αλλά δεν φτάνει στην πρώτη αιτία. Ο Αναξαγόρας παραδέχεται, βέβαια, ότι ο νους είναι αιτία όλων των πραγμάτων, αλλά συγχρόνως απέδιδε την αιτία στον αέρα, τον αιθέρα και σε άλλα. Έτσι ο Σωκράτης αναγκάστηκε να χαράξει ίδια πορεία και να λύσει το πρόβλημα, που τον απασχολεί. Αιτία λοιπόν της γέννησης και της φθοράς αλλά και της ύπαρξης είναι μόνον η ιδέα, η ιδανική και η απόλυτη ύπαρ­ξη με την παρουσία και κοινωνία της οποίας είναι ο,τιδήποτε είναι και γίνονται, όσα γίνονται (Πλάτωνος, Φαίδων Κεφ. 44-49).

Η δεύτερη απόδειξη των αντιθέτων έχει ως εξής; Κάθε πράγμα είναι αυτό που είναι, μόνον επειδή συμμετέχει σε μίαν ορισμένη ιδέα. Καμμία ιδέα δεν μπορεί να δεχτεί το αντίθετο της. Χωρίς αμφιβολία, ένα συγκεκριμένο υποκείμενο μπορεί να είναι μεγάλο ή μικρό, ανάλογα με την περίπτωση, αλλά η ιδέα της μεγαλοσύνης σε καμμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να δεχτεί την μικρότητα ή και το αντίθετο. 

Έτσι, τα συγκεκριμένα και ατομικά πράγματα, των οποίων η ουσία υπονοεί μόνον τον ένα από τους δύο αντίθετους όρους, είναι απρόσιτα το ένα στο άλλο. Δεν είναι μόνον η ιδέα της ομοιότητας, που δεν θα μπορούσε να δεχτεί την ιδέα της ανομοιότητας, αλλά ένας οποιοσδήποτε ζυγός αριθμός δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει μονός ή, ακόμα, to χιόνι δεν είναι περισσότερο προσιτό στην ζέστη απ' ότι η ιδέα του κρύου σε αυτήν του ζεστού.

Άρα η ψυχή έχει για ουσία την ζωή, την οποία φέρει παντού μαζί της. Απορρίπτει επομένως το αντίθετο της, τον θάνατο, και όπως δεν υπάρχει άλλο δυνα­τό ξαναγέννημα της ζωής παρά μόνο ο θάνατος, η "ψυχή είναι άφθαρτη (Πλάτωνος Φαίδων, κεφ. 50-56).

Μετά από αυτά ο Πλάτων περιγράφει, όπως φαντάζεται, την Γή εσωτερικά κα εξωτερικά, καθώς και την κρίση των ψυχών στον Άδη. Εκεί οι ψυχές των κακών. αναλόγως, βέβαια, με τα εγκλήματα, που έκαναν στη ζωή, θα τιμωρηθούν ή θα καθαρθούν, ενώ οι ψυχές των αγαθών θα αμειφθούν και περισσότερο όσες καθάρ θηκαν στην Γή με την φιλοσοφία (Πλάτωνος, Φαίδων, κεφ. 57-63).

Επειδή η ώρα του θανάτου του Σωκράτους πλησίαζε, ο Κρίτων ζήτησε από αυτόν να τού πει τις τελευταίες επιθυμίες του. 

Ο Σωκράτης εγκαταλείπει το δωμάτιο του, για να λουστεί και οι μαθητές του θρηνούν. Μόλις επέστρεψε, ο υπηρέτης των ένδε­κα τον ειδοποίησε να ετοιμαστεί. Ο Σωκράτης, χωρίς να περιμένει την δύση, ζητάει να τού φέρουν το κώνειο. Το πίνει ατάραχος, ενθαρρύνει του μαθητές του και πεθαίνει ήσυχος. Ο Φαίδων τελειώνει την αφήγηση του, μιλώντας με συγκινητικό τρόπο για τον δάσκαλο του (Πλάτωνος Φαίδων, Κεφ. 64-67). 

(1ο Λύκειο Κερατσινίου, Ομάδα Μελέτης Ελλήνων Συγγραφέων, Επιβλέπων: Παναγιώτης Κων. Μητροπέτρος: «Προσεγγίσεις στον Πλάτωνα», Δήμος Κερατσινίου-1998).

Διαβάστε περισσότερα... »

Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014

Αρχαίες Ελληνίδες Φιλόσοφοι




Αν εξαιρέσουμε την μεγάλη Ελληνίδα φιλόσοφο Υπατία, δύσκολα οι πιο πολλοί θα μπορούσαμε να ονοματίσουμε κάποια άλλη. 

Όμως υπήρχαν σημαντικές και πολυγραφότατες γυναίκες φιλόσοφοι, που συνέβαλαν τα μέγιστα στο θαύμα της Αρχαίας Ελλάδος. Μερικές από αυτές ήταν οι εξής:

Αρήτη της Κυρήνειας -5ος αιώνας 
Η Αρήτη ήταν σύγχρονη του Σωκράτη. Δίδασκε φιλοσοφία στη σχολή της Αττικής. Ήτανε κόρη του Αριστίππου, του ιδρυτή της Κυρηναϊκής Σχολής της φιλοσοφίας. Ακόµη και την εποχή του Βοκάκιου (1313-1375) χίλια χρόνια αργότερα µνηµονευόταν ως πολύτιµη πηγή γνώσεων, συγγραφέας 40 βιβλίων, και δασκάλα περισσοτέρων από 110 φιλοσόφων. 

Ο γιος της Αρίστιππος επίσης φιλόσοφος, συνέχισε την οικογενειακή παράδοση ως διευθυντής της Κυρηναϊκής Σχολής. Ονοµάστηκε «Μητροδίδακτος», επειδή διδάχτηκε τη φιλοσοφία από τη µητέρα του, πράγµα σπάνιο για την εποχή εκείνη. 

Διοτίμα από τη Μαντινεία - φιλόσοφος 
Ο Πλάτωνας έγραψε ότι τιµήθηκε από τον Σωκράτη (-469,-399) ως δασκάλα του. Ο Πλάτωνας δίδαξε δύο γυναίκες στο σχολείο του: την Λασθένια και Αξιόθεα του Φύλου (-350). 

Υπήρξε επίσης ιέρεια στην Μαντινεία της Αρκαδίας. Σήµερα, κέντρα µελετών και ιδρύµατα φέρουν το όνοµά της. 

Περικτιώνη - Φυσική φιλόσοφος 
Υπήρξε µαθήτρια του Πυθαγόρα (-569, – 475) και πιθανόν δίδασκε στη σχολή του. Δύο από τα έργα της που έχουν διασωθεί µέχρι σήµερα και αποδίδονται σ’ αυτήν είναι η «Σοφία» και «Αρµονία της Γυναίκας». 

Θυµίστα - φυσική φιλόσοφος 
Σύζυγος του Λέοντος, και επιστολογράφος του Επίκουρου (-371, – 271). 

Ονοµαζόταν "η θηλυκή Σόλων" και ήταν γνωστή ως φιλόσοφος. (Ο Σόλων ήταν ο µεγάλος νοµοθέτης της Αρχαίας Αθήνας). 

Υππαρχία του Κυνικών – 360, – 280 
Υπήρξε µέλος της µη δηµοφιλούς σχολής των κυνικών. H Υππαρχία παντρεύτηκε έναν άλλον κυνικό φιλόσοφο που λεγόταν Κράτης και επέλεξαν τον τρόπο ζωής των κυνικών. Έτσι διάλεξε µια ζωή χωρίς ανέσεις, ιδιοκτησία και τεχνητούς συµβατικούς κανόνες, συµπεριλαµβανοµένου και του γάµου. 

Οι κυνικοί πίστευαν ότι για να γίνουν πολίτες του σύµπαντος πρέπει να απορρίψουν την ισχύουσα κοινωνική και πολιτική τάξη πραγµάτων. 

Λασθινία - Φυσική φιλόσοφος 
Ο Πλάτωνας αναφέρει αρκετές γυναίκες οι οποίες ήτανε αναγνωρισµένες φιλόσοφοι στην Αρχαία Ελλάδα. Η Λασθινία ήτανε µία από αυτές. 

Θεανώ η Θουρία Αρχαία 
Ελληνίδα μαθηματικός και αστρονόμος. Καταγόταν από τους Θούριους της Κάτω Ιταλίας και άκμασε περί τον -6ο αιώνα. Η Θεανώ ήταν κόρη του ιατρού Βροντίνου. Υπήρξε αρχικά μαθήτρια και στη συνέχεια σύζυγός του κατά 30 χρόνια μεγαλύτερού της Πυθαγόρα. Δίδαξε αστρονομία και μαθηματικά στις Σχολές του Πυθαγόρα στον Κρότωνα και μετά το θάνατο του συζύγου στη Σάμο.

Επιμελήθηκε τη διάδοση της διδασκαλίας και του έργο του, τόσο στον κυρίως Ελλαδικό χώρο, όσο και στην Αίγυπτο, σε συνεργασία με τα παιδιά της την Δαμώ, την Μύια, την Αριγνώτη τον Μνήσαρχο και τον Τηλαύγη που ανέλαβαν με τη σειρά τους και τη διοίκηση των Πυθαγορείων σχολών. 

Πηγές: http://www.pi.ac.cy/ (αρχείο pdf Έρευνα-επιλογή: Μ. ΛΟΟΣ, 
Μετάφραση: Μ. ΣΚΟΜΠΑ, 
Επιµέλεια: Β. ΚΑΝΤΖΑΡΑ). 
Αντικλείδι, http://antikleidi.com

Διαβάστε περισσότερα... »