«Ἕλληνες ἀεί παῖδες ἐστε, γέρων δέ Ἕλλην οὐκ ἔστιν» (Πλάτων, Τίμαιος, 22b).


"Ὁμολογεῖται μὲν γὰρ τὴν πόλιν ἡμῶν ἀρχαιοτάτην εἶναι καὶ μεγίστην καὶ παρὰ πᾶσιν ἀνθρώποις ὀνομαστοτάτην· οὕτω δὲ καλῆς τῆς ὑποθέσεως οὔσης,
ἐπὶ τοῖς ἐχομένοις τούτων ἔτι μᾶλλον ἡμᾶς προσήκει τιμᾶσθαι. 24. Ταύτην γὰρ οἰκοῦμεν οὐχ ἑτέρους ἐκβαλόντες οὐδ' ἐρήμην καταλαβόντες
οὐδ' ἐκ πολλῶν ἐθνῶν μιγάδες συλλεγέντες, ἀλλ' οὕτω καλῶς καὶ γνησίως γεγόναμεν ὥστ' ἐξ ἧσπερ ἔφυμεν, ταύτην ἔχοντες ἅπαντα τὸν χρόνον διατελοῦμεν,
αὐτόχθονες ὄντες καὶ τῶν ὀνομάτων τοῖς αὐτοῖς οἷσπερ τοὺς οἰκειοτάτους τὴν πόλιν ἔχοντες προσειπεῖν".
(Ἰσοκράτης, Πανηγυρικός, στίχοι 23-24).

Τα άρθρα που φιλοξενούνται στον παρόντα ιστότοπο και προέρχονται απο άλλες πηγές, εκφράζουν αποκλειστικά και μόνον τις απόψεις των συγγραφέων τους.

Καθίσταται σαφές ότι η δημοσίευση ανάρτησης, δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά αποδοχή των απόψεων του συγγραφέως.


ΕΑΝ ΘΕΛΕΤΕ, ΑΦΗΝΕΤΕ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ, ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΑΡΘΡΟ-ΑΝΑΡΤΗΣΗ (΄κλίκ΄ στο "Δεν υπάρχουν σχόλια"). ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ.

Ακολουθήστε μας στο Facebook

Σάββατο 7 Μαρτίου 2015

To μήλο και οι νόμοι… των πολεμιστών!


Newton-WilliamBlake

Νεύτων:
Τι κάνει ένα μήλο..
όταν πέσει στο κεφάλι..!

1ος Νόμος:.
Κάθε σώμα παραμένει ακίνητο ή κινείται ευθύγραμμα και ομαλά, εφ’ όσον δεν ασκείται καμία δύναμη πάνω σ’αυτό, ή αν, ασκούνται δυνάμεις, η συνιστάμενη τους, ισούται με το μηδέν.

Αδράνεια είναι η ιδιότητα της ύλης, ν’ αντιστέκεται, σε οποιαδήποτε μεταβολή της κινητικής της κατάστασης.

Συμπέρασμα:
Κανένας άνθρωπος δεν θέλει να αλλάξει την κατάσταση, στην οποία βρίσκεται όσο «χάλια» και αν είναι αυτή.

Ερώτηση:
Πόση δύναμη χρειάζεται και που να εφαρμοστεί για να μετακινηθεί η «παγιωμένη» αντίληψη των πραγμάτων;


2ος Νόμος:
Η επιτάχυνση που αποκτά ένα σώμα, είναι ανάλογη της δύναμης που θα ασκηθεί σ’ αυτό και αντιστρόφως ανάλογη της μάζα του.

Συμπέρασμα:
Όσο μεγαλύτερη «μάζα» έχει συγκεντρωθεί, τόσο δυσκολότερη η «κίνηση»!

Ερώτηση:
«Μέσα» ή «απ’έξω», πρέπει ν’ασκηθεί η δύναμη;

3ος Νόμος:
Όταν ένα σώμα ασκεί δύναμη σ’ένα « άλλο», τότε και το «άλλο» σώμα, ασκεί δύναμη στο πρώτο, ίσου μέτρου και αντίθετης φοράς.

Την μια δύναμη την ονομάζουμε «δράση» και την άλλη «αντίδραση».

Συμπέρασμα:
Δεν μπορούμε να απομονώσουμε μια δύναμη.
Τις δυνάμεις, τις συναντάμαι, πάντα κατά ζεύγη!
΄Έτσι πετούν τα αεροπλάνα, τα πουλιά, λειτουργεί το «κάρμα», κ.λ.π.

Ερώτηση:
Υπάρχει «πραγματική» μοναξιά στο σύμπαν, κάτω από την αλληλεπίδραση των δυνάμεων;

Διαβάστε περισσότερα... »

Η ποιότητα των λογισμών - Όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης





Από την ποιότητα των λογισμών ενός ανθρώπου φαίνεται ή πνευματική του κατάσταση. 

Οι άνθρωποι κρίνουν τα πράγματα ανάλογα με το περιεχόμενο πού έχουν μέσα τους. 

Αν δεν έχουν πνευματικό περιεχόμενο, βγάζουν λάθος συμπεράσματα και αδικούν τον άλλον. Αν λ.χ. δη κάποιον αργά το βράδυ έξω ένας πού κάνει ελεημοσύνες την νύχτα, για να μην τον βλέπουν, ποτέ δεν θα βάλει κακό λογισμό. 

Αν τον δει όμως κάποιος πού ξενυχτάει στην αμαρτία, θα πει: το τέρας, ποιος ξέρει πού ξενυχτούσε, γιατί τέτοιες εμπειρίες έχει. Η αν ακούγονται την νύχτα από τον επάνω όροφο ντούκ-ντούκ, ένας πού έχει καλούς λογισμούς θα πει: μετάνοιες κάνει, ενώ ένας πού δεν έχει καλούς λογισμούς θα πη: όλη την νύχτα χορεύει. 

Αν ακούγεται μελωδία, ό ένας θα πει: τί ωραίες ψαλμωδίες, ενώ ό άλλος θα πει: τί τραγούδια είναι αυτά;

Όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης

Διαβάστε περισσότερα... »

Τρίτη 3 Μαρτίου 2015

Τα χαμένα αριστουργήματα του Φειδία




Ο Φειδίας (περ. 490 π.Χ. - 430 π.Χ.) ήταν Έλληνας γλύπτης, ζωγράφος και αρχιτέκτονας, ο οποίος έζησε τον 5ο αιώνα π.Χ. και θεωρείται ευρέως ως ένας από τους σημαντικότερους γλύπτες της Κλασικής εποχής. Το Άγαλμα του Ολυμπίου Διός στην Ολυμπία, το οποίο φιλοτέχνησε ο Φειδίας, ήταν ένα από τα Επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου.

Ο Φειδίας σχεδίασε επίσης τα αγάλματα της θεάς Αθηνάς που βρίσκονταν στην Ακρόπολη των Αθηνών, δηλαδή την Αθηνά Παρθένο, που βρισκόταν μέσα στον Παρθενώνα, και την Αθηνά Προμάχο, ένα κολοσσιαίο χάλκινο άγαλμα που βρισκόταν ανάμεσα στο Ερεχθείο και τα Προπύλαια.

Τα πρώτα έργα του Φειδία ήταν αφιερωμένα εις μνήμην της νίκης των Ελλήνων στον Μαραθώνα εναντίον των Περσών. Στους Δελφούς ο Φειδίας ανήγειρε ένα γλυπτικό σύμπλεγμα από ορείχαλκο, που περιελάμβανε τα αγάλματα του Απόλλωνα και της Αθηνάς, μερικών άλλων ηρώων μαχητών και του στρατηγού Μιλτιάδη.



Αργότερα κατασκεύασε τη χάλκινη Αθηνά Προμάχο που ήταν ανάθημα της Αθήνας στην Ακρόπολη από τα λάφυρα της νίκης. Το άγαλμα είχε ύψος 8-9 μέτρα και όπως αναφέρει ο περιηγητής του 2ου αιώνα μ.Χ. Παυσανίας, η αιχμή του δόρατος και η κορυφή του λοφίου από το κράνος της ήταν ορατά από το Σούνιο. Ήταν στημένο μεταξύ Προπυλαίων και Ερεχθείου, όπου διατηρείται η θεμελίωση του βάθρου.

Ο Φειδίας φιλοτέχνησε το περίφημο χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς Παρθένου για το σηκό του Παρθενώνα (446-438 π.Χ.), που είχε κολοσσιαίο μέγεθος και αποτέλεσε καινοτομία στην τεχνική των λατρευτικών αγαλμάτων. Όμως το έργο θα πρέπει να καταστράφηκε από την πυρκαγιά που έπληξε το εσωτερικό του ναού τον 3ο αι. μ.Χ. Έχει απομείνει ένα μέρος της θεμελίωσης του βάθρου στο δάπεδο του Παρθενώνα


 

Η Αθηνά Παρθένος υπήρξε μία δημιουργία που συνδύαζε τα πολύτιμα υλικά με τα μυθολογικά θέματα και συμπύκνωνε το ιστορικό παρελθόν και τη δύναμη της Αθηναϊκής δημοκρατίας του 5ου π.Χ. αιώνα. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος αναφέρει το ύψος του αγάλματος (11,544 μ.) και ο Παυσανίας αναλυτική περιγραφή. Μία ιδέα για τον τύπο του αγάλματος παρέχουν τα ρωμαϊκά αντίγραφα, όπως η Αθηνά Lenormant και η Αθηνά του Βαρβακείου(Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο).

Η θεά ήταν όρθια σε βάθρο ύψους 1,20 μ., φορούσε αιγίδα και πλούσια κοσμημένο κράνος. Στο δεξί της χέρι κρατούσε χρυσή Νίκη, ενώ το αριστερό άγγιζε την ασπίδα, όπου φώλιασε το ιερό φίδι, υπόσταση του μυθικού Εριχθόνιου. Στον ξύλινο πυρήνα του αγάλματος στερεώνονταν τα ενδύματα με μορφή σφυρήλατων ελασμάτων χρυσού, ενώ το πρόσωπο και τα γυμνά μέρη της μορφής ήταν από πλάκες ελεφαντόδοντου. Ο χρυσός ζύγιζε 44 τάλαντα (1.140 χλγρ)

.Η τεράστια ποσότητα χρυσού έδωσε αφορμή στους εχθρούς του Φειδία να τον κατηγορήσουν για κατάχρηση. Ο Φειδίας απέδειξε την αθωότητά του, επειδή ο Περικλής τον είχε συμβουλέψει να κάνει το χρυσό ένδυμα της Αθηνάς συναρμολογούμενο. Έτσι μπόρεσε να το αποσυναρμολογήσει και να το ζυγίσει. Το βάρος του χρυσού βρέθηκε ακέραιο κι έτσι ο Φειδίας αθωώθηκε. Όμως κατόπιν κατηγορήθηκε για αλαζονεία επειδή στην εξωτερική όψη της ασπίδας της Αθηνάς, που έφερε ανάγλυφη Αμαζονομαχία, παράστησε σε δύο Αθηναίους πολεμιστές το πορτρέτο του Περικλή και το δικό του. Ο Φειδίας συνελήφθη και καταδικάστηκε.

Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι ο Φειδίας πέθανε στη φυλακή, ενώ σύμφωνα με το χρονικογράφο του 4ου αιώνα π.Χ. Φιλόχωρο, μετά την ολοκλήρωση της Παρθένου ο Φειδίας εγκατέλειψε για πάντα την Αθήνα για να αποφύγει την καταδίκη και πήγε στην Ολυμπία.

Το εργαστήριό του βρισκόταν στην Άλτη. Εκεί, με τους τεχνίτες του εργαστηρίου του και συνεργάτη το γλύπτη Κολώτη, φιλοτέχνησε το κολοσσιαίο χρυσελεφάντινο λατρευτικό άγαλμα του Διός, ύψους 11 μ., το διασημότερο έργο του στην αρχαιότητα, ώστε περιελήφθη στα επτά θαύματα του κόσμου.



Για το άγαλμα του Διός δεν σώζεται κανένα στοιχείο εκτός από μερικές μικρές παραστάσεις σε νομίσματα της Ηλείας, που δίνουν μία γενική μόνο ιδέα της στάσεως και του σχήματος της κεφαλής. Ο θεός ήταν καθισμένος σε θρόνο με σκήπτρο στο αριστερό του χέρι και Νίκη στο δεξί. Στα σανδάλια του αναγραφόταν η επιγραφή "Φειδίας Χαρμίδου υιός μ' εποίησε Αθηναίος". Τα γυμνά μέρη του σώματος ήταν από ελεφαντόδοντο ενώ τα ενδύματα ήταν από χρυσάφι. Ο θρόνος έφερε πλουσιότατο γλυπτικό διάκοσμο καθώς ήταν από χρυσό, ελεφαντόδοντο, έβενο και πολύτιμους λίθους.


Alma Tadema :Παρουσίαση του Παρθενώνα από τον Φειδία -1868

Δυστυχώς όμως και εδώ τον Φειδία τον κυνήγησε η ίδια μοίρα, αφού ξανά κατηγορήθηκε για κατάχρηση και κλοπή χρυσού και φυλακίστηκε ως το θάνατό του. Το 408 μ.Χ. την εποχή του Θεοδοσίου ο ναός πυρπολήθηκε, και το άγαλμα καταστράφηκε ή κατατεμαχίστηκε και λεηλατήθηκε.

Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή ο Θεοδόσιος το 390 μ.Χ. το μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη, όπου καταστράφηκε από φωτιά το 416 μ.Χ. Ο ναός λεηλατήθηκε από τους Γότθους, και τα υπολείμματά του γίνανε χριστιανικός ναός μέχρι που γκρεμίστηκε από έναν σεισμό. Αργότερα τα ερείπια σκεπάστηκαν από την κοίτη του ποταμού Αλφειού.

Το 1875 μια γερμανική αποστολή έκανε αρχαιολογικές ανασκαφές και μέχρι το 1881 επανέφερε στο φως τα ερείπια, κάτω από τέσσερα μέτρα χώμα.



Το 1958, στη χριστιανική βασιλική που κτίστηκε στη θέση του εργαστηρίου του Φειδία, οι ανασκαφές έφεραν στο φως εργαλεία, θραύσματα από ελεφαντόδοντο, πήλινα καλούπια και λοιπό εξοπλισμό χύτευσης, καθώς και αγγείο με χαραγμένο το όνομα του Φειδία.

Διαβάστε περισσότερα... »

Ο θάνατος και η ταφή στην Αρχαία Ελλάδα



Η ταφή στην αρχαία Ελλάδα. Η περιποίηση του νεκρού, οι μοιρολογίστρες, οι βραδινές κηδείες, τα νεκρόδειπνα... 

Ο Χάροντας και η βάρκα με τις ψυχές 
(Αλεξάντερ Λιτοφτσένκο, 19ος αιώνας)


Η Ταφή
Η ταφή ή καύση ή ενταφιασμός στην εποχή των αρχαίων Ελλήνων, επιβάλλεται από θρησκευτική ανάγκη και όχι μόνο για λόγους υγιεινής. Αρκεί απλώς ένα ράντισμα του νεκρού με χώμα, ώστε να εξευμενισθεί και να μη γίνει ον που επιτίθεται και τιμωρεί. Αυτό το καθήκον εκτελεί η Αντιγόνη στο νεκρό σώμα του αδερφού της Πολυνείκη και αψηφά τη θανατική ποινή που της επιβάλλει ο Κρέων (Σοφοκλέους, Αντιγόνη) Ο Ομηρικός κόσμος των νεκρών εντυπώθηκε τόσο βαθιά στην συνείδησή των Ελλήνων, ώστε ούτε οι φιλοσοφικές θεωρίες (Ορφικοί, Πυθαγόρειοι και Πλατωνικοί), μήτε καν ο Χριστιανισμός, κατόρθωσαν να τον ξεριζώσουν από τις ψυχές τους.

Στη λαϊκή μας παράδοση, ο Άδης των σημερινών Ελλήνων είναι ο υποχθόνιος κόσμος του Ομήρου, ο κόσμος εκείνος χωρίς παρηγοριά… Η περιποίηση του νεκρού ήταν πράξη τελετουργική. Έπλεναν κι έντυναν τον νεκρό με ρούχα καθαρά, συνήθως λευκά, και τον τοποθετούσαν πάνω σε ένα τραπέζι ή κρεββάτι, έχοντας τα πόδια γυρισμένα προς την έξοδο.

Το κεφάλι του ακουμπούσε πάνω σε ένα μαξιλάρι με λουλούδια. Τον νεκρό συντρόφευαν οι γυναίκες του πολύ στενού του οικογενειακού περιβάλλοντος και άρρενες συγγενείς και φίλοι. Γύρω του, μοιρολογίστρες, λουλούδια, λήκυθοι και άλλα αγγεία με αρώματα, συμπλήρωναν τη σκηνή που συναντάμε πολύ συχνά πάνω στα ταφικά αγγεία της αρχαιότητας. Σκηνές που επαναλαμβάνονται ζωντανές στις μέρες μας σε όλο τον ελλαδικό χώρο....




Πολλές φορές έβαζαν στο στόμα του νεκρού ένα νόμισμα. Ήταν τα βαρκάτικα, ο οβολός που έπρεπε να πληρώσει στον Χάροντα που τον περνούσε με τη βάρκα στον ποταμό Άδη (οι λαϊκοί άνθρωποι της αρχαιότητας χρησιμοποιήσουν το στόμα τους για πορτοφόλι). Άλλες φορές πάλι, έβαζαν κοντά στον νεκρό ένα γλυκό από μέλι, διότι πίστευαν πως με αυτό θα μπορέσει να κολακέψει τον Κέρβερο, τον σκύλο-φύλακα του Άδη.

Η κηδεία γινόταν μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, πριν βγει η πρώτη αχτίδα του ήλιου και μολυνθεί από τον νεκρό, που θεωρείτο μιασμένος. Έκαναν τελετές εξαγνισμού, ενώ οι συγγενείς πλένονταν με νερό φερμένο από άλλο σπίτι κι έπειτα έτρωγαν όλοι μαζί (νεκρόδειπνα). Την επόμενη, γίνονταν εξαγνισμός του σπιτιού με θαλασσινό νερό.

Την τρίτη μέρα, την ένατη, την τριακοστή και στο χρόνιασμα, έκαναν προσφορές, θυσίες και συμπόσια στη μνήμη του νεκρού.
Η τελευταία μέρα των Ανθεστήριων, στα τέλη Φεβρουαρίου λέγονταν Χύτροι και ήταν ημεγάλη γιορτή στη μνήμη των νεκρών (συγγενεύει με τα σημερινά Ψυχοσάββατα). Μέσα σε πήλινες χύτρες, ετοίμαζαν ένα χυλό από σπόρους (πανσπερμία), που έπρεπε να φάνε πριν νυχτώσει.

Όλοι έρχονταν στο κοιμητήρι για να τιμήσουν τους νεκρούς τους και θυσίαζαν στον Ερμή Ψυχοπομπό, τον οδηγητή των νεκρών στον Άδη. Στο τέλος της ημέρας, για να εξορκίσουν την κακή τύχη έλεγαν: «Στην πόρτα (έξω) οι Κήρες, τέλειωσαν τα Ανθεστήρια». Οι Κήρες ήταν θεές του θανάτου. 

Ο θάνατος στην Αρχαία Ελλάδα. Στα Ηλύσια πεδία πήγαιναν οι άξιοι, στον Άδη όσοι δεν αξιοποίησαν τη ζωή και στα Τάρταρα οι εγκληματίες... 

Οι αρχαίοι Αθηναίοι, σύμφωνα με τους νόμους τους Σόλωνα, ήταν υποχρεωμένοι να φροντίζουν τους ηλικιωμένους γονείς τους και ακόμα να φροντίζουν τα της ταφή τους. Όποιος πολίτης παρέβαινε αυτά τα καθήκοντα, πλήρωνε πρόστιμο και έχανε τα πολιτικά του δικαιώματα, δηλαδή εθεωρείτο «άτιμος», ή και τον εξόριζαν από την πόλη. Αθηναίοι και Έλληνες, στην αρχαιότητα, πίστευαν πως οι θεοί προσφέρουν απλόχερα τα αγαθά στους θνητούς και αυτοί, σεβόμενοι τους αθάνατους ευεργέτες, οφείλουν να τα απολαύσουν μέχρι τελευταίας ευκαιρίας. 

Διαφορετικά, θα προσβάλλουν τους γενναιόδωρους θεούς. Σύμφωνα με τις ιδέες αυτές, λοιπόν, εκτιμούν, αγαπούν και απολαμβάνουν την επίγεια ζωή. Αντιμετωπίζουν τον θάνατο με δέος, φόβο και θλίψη, συνεπώς φοβούνται τον νεκρό, που θεωρούν «μιασμένο» (μολυσμένο).




Ο θάνατος ήταν η συντέλεια, καθώς ελάχιστοι πίστευαν στην αθανασία της ψυχής και ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ο Όμηρος διαχωρίζει την ψυχή (από το ρήμα ψύχω > πνέω – αναπνέω) σε κυρίως ψυχή ( ζωή -ανάσα – πνοή) και σε θυμό... που είναι η ψυχή μας ως φορέας ψυχικών και πνευματικών ιδιοτήτων. Κατά τον Όμηρο, το σώμα είναι ο άνθρωπος καθαυτόν, που φθείρεται με τον θάνατο. 

Η ψυχή μετά θάνατον γίνεται σκιά ωχρή, χωρίς αξία, που πλανάται στον Άδη κι ύστερα εξανεμίζεται, χάνεται. Παρόμοιες ιδέες έχει και ο Αριστοτέλης, ο οποίος δηλώνει πως ο άνθρωπος είναι σώμα και ύλη, ψυχή και είδος. Κατά τον Αριστοτέλη η ψύχη είναι ενδιάμεσο μεταξύ ανθρώπων και θεού, γεννιέται και σβήνει με το σώμα. Μονάχα ο νους έρχεται απ΄ έξω («θύραθεν»), είναι «το ανώτερον μέρος της ψυχής, προγενέστερον και κύριον, απλούν και απαθές» και είναι ύλη....



Η αθανασία της ψυχής 
Υπέρ της αθανασίας της ψυχής τάσσονται οι Ορφικοί, οι Πυθαγόρειοι και οι Πλατωνικοί. Οι θεωρίες τους συγγενεύουν πολύ με τη μεταγενέστερη χριστιανική θεωρία περί ψυχής. Κοινή σε όλους είναι η άποψη ότι η ψυχή «ουσία άυλη, άφθαρτη και αθάνατη», «κάτι το άορατον, ασώματον, πάγκαλον και θείον», γι” αυτό είναι αθάνατη. Ενώ το σώμα είναι «ορατόν και σύνθετον και γαιώδες και ανθρώπινον», γι” αυτό είναι θνητό και πιθανόν να παραλογίζεται (Πλάτωνος, Φαίδων).

Ο Σωκράτης στις τελευταίες στιγμές νιώθει πως με τον θάνατό του θεραπεύεται από τη νόσο (δηλαδή το κλείσιμο της ψυχής, μέσα στο φθαρτό σώμα).

Για να εκφράσει, λοιπόν, την ευγνωμοσύνη του προς τον θεό Ασκληπιό, δίνει εντολή στον Κρίτωνα να θυσιάσει για λογαριασμό του έναν κόκορα. Την ίδια ερμηνεία, που θέλει το σώμα να είναι φυλακή της ψυχής, υποστηρίζουν οι Ορφικοί. Χαρακτηριστικά πρεσβεύουν πως «η ψυχή εγκαταλείπει προσωρινά το σώμα την ώρα του ονείρου και για πάντοτε την ώρα του θανάτου». Όλοι τους, επίσης, ομιλούν για δικαιοσύνη, ηθική αγνότητα και τιμωρία ή δικαίωση στον άλλο κόσμο....


Η επικούρεια άποψη... 


Ο Επίκουρος πιστεύει πως και τα δύο μέρη της ψυχής είναι φθαρτά και υλικά... 

Αντίποδας των προηγούμενων είναι η Επικούρεια άποψη. Ο Επίκουρος δέχεται τον πλατωνοαριστοτελικό διαχωρισμό της ψυχής σε: άλογο (ψυχή – anima) και σε λογικό (νους – animus). Όμως διαφέρει από τους άλλους, διότι πιστεύει πως και τα δύο μέρη της ψυχής είναι φθαρτά και υλικά. Βασίζεται στην ατομική θεωρία του Δημόκριτου, δηλαδή ερμηνεύει την ψυχή και τον νου ως συμπτώματα, εκδηλώσεις της ύλης. Κατά τον Επίκουρο, η ψυχή αποτελείται από λεπτότατα άτομα, διάχυτα στο σώμα, και πεθαίνει μαζί με το σώμα.

Ενδιαφέρουσα είναι η άποψή του περί θανάτου: «… Άρα το πιο φρικιαστικό απ” όλα τα δεινά, ο θάνατος, είναι ένα τίποτα για μας. Απλούστατα επειδή, ενόσω εμείς θα ζούμε, εκείνος θα είναι απών, ενώ, όταν θα εμφανιστεί, εμείς δεν θα υπάρχουμε. Ο θάνατος, λοιπόν, δεν έχει καμία σχέση ούτε με τους ζωντανούς, ούτε με τους πεθαμένους, αφού όσο οι ζωντανοί είναι ζωντανοί δεν υπάρχει, και οι πεθαμένοι, δεν θα ζουν όταν φανεί… » (Επίκουρου, Επιστολή προς Μενοικέα, Περί Ευτυχίας).



Η αρχαία ελληνική θρησκεία άφηνε απόλυτη ελευθερία σκέψης και έκφρασης, είχε δοξασίες με καθαρά πνευματικό περιεχόμενο και υψηλές ηθικές αξίες. Όπως λόγου χάριν, στα Ηλύσια Πεδία βασιλεύουν -μετά θάνατον- οι θνητοί που διακρίθηκαν για τις αρετές τους. Αντιθέτως, στα σκοτεινά παλάτια του Άδη οδηγούνται οι νεκροί θνητοί, όσοι δεν αξιοποίησαν τα προσόντα τους και τις δυνατότητες που τους χάρισαν οι θεοί κατά τη διάρκεια του βίου. Σε αυτούς συγκαταλέγεται αυτός που λαθέν βιώσας, όπως αναφέρει ο Όμηρος.

Δηλαδή αυτός που πέρασε από τον εφήμερο βίο χωρίς να γίνει αντιληπτός, χωρίς να αξιοποιήσει τα χαρίσματα των θεών. Στο κατώτατο σημείο του Άδη, στα Τάρταρα, καταλήγουν όσοι έχουν διαπράξει σοβαρά εγκλήματα. Ο Τάνταλος, ο Σίσυφος, οι κόρες του Δαναού τιμωρούνται από τους θεούς και υποβάλλονται σε χωρίς τέλος μαρτυρία.... www.mixanitouxronou.gr

Απόσπασμα από το βιβλίο της Άρτεμις Σκουμπουρδή, «Αθήνα: Μια πόλη μαγική» (Αθήνα, 2006, εκδόσεις Ι. ΣΙΔΕΡΗΣ).

Διαβάστε περισσότερα... »

Ο Άγιος πατήρ ημών Νικόλαος ο Πλανάς (2 Μαρτίου)




«Κορυφαία έκφραση της αληθινής κατά Χριστόν ζωής του κάθε συνειδητού πιστού και πιο πολύ του πραγματικού και τελείου Ιερέως, αποτελεί η ζωή και το έργο του αγίου Ιερέως Νικολάου του Πλανά, αγίου των ημερών μας.

Η ωραία, η εύανδρος και αγιοτόκος Νάξος, είχε την θεία εύνοια και ευλογία να είναι η Γενέτειρά του. Γεννήθηκε το έτος 1851. Οι γονείς του, Καπετάν Γιάννης και Αυγουστίνα ήταν άνθρωποι ευσεβείς και καλοκάγαθοι, όπως όλοι οι νησιώτες, και εύποροι. Είχαν και ένα εμπορικό καΐκι, που πήγαινε από τη Νάξο στην Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη, ακόμα και στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Μέσα σε κάποιο από τα κτήματα τους είχαν και ένα μικρό παρεκκλήσιο αφιερωμένο στον Άγιο Νικόλαο.

Ο Άγιος Νικόλαος Πλανάς από βρεφικής ηλικίας ήταν αγιασμένος. Τις περισσότερες φορές ως παιδί ήταν στον Ιερό αυτό Ναό και περνούσε πολλές ώρες εκεί ψάλλοντας όσα ήξερε και φορώντας πολλές φορές, αντί ιερατικού φελωνίου, κάποια σεντόνι, μιμούμενος τούς Ιερείς. Μια μέρα έψαλλε τόσο κατανυκτικά, ώστε προκάλεσε τον θαυμασμό των περαστικών.

Η όλη του ζωή από τα παιδικά του χρόνια ακόμα, προέλεγε τη μέλλουσα ζωή και πολιτεία του. Τις θείες θαυματουργικές δυνάμεις έλαβε με την χάρη του Θεού από τα παιδικά του χρόνια. Έτσι, εγνώριζε τον καταποντισμό του καϊκιού τους έξω από την Πόλη, και το είπε στους γονείς του.

Τα πρώτα γράμματα έμαθε από τον παππού του - πατέρα της μητέρας του - ιερέα Γεώργιο Μελισσουργό, κοντά στον οποίο έμαθε να διαβάζει το Ιερό Ψαλτήριο. Μαζί του επίσης πήγαινε στις θείες Λειτουργίες και τον διακονούσε στο Ιερό Βήμα, ενώ παράλληλα δεχόταν τα νάματα της Θείας Λατρείας.

Όταν ο Άγιος Νικόλαος ήταν δεκατεσσάρων ετών, ο πατέρας του άφησε τον κόσμο αυτό. Έτσι, η μητέρα του μαζί με την αδελφή του ήρθαν στην Αθήνα και πήγε και ο ίδιος μαζί τους. Έμεναν στην περιοχή που είναι μεταξύ του Ι. Ναού του αγίου Ιωάννη της Πλάκας και του Ναού του αγίου Παντελεήμονος Ιλισσού, όπου υπήρχαν πολλοί Ναξιώτες.

Μοίρασαν με την αδελφή του την πολύ αξιόλογη πατρική τους περιουσία. Αλλά το μερίδιο του το έκανε ενέχυρο για κάποιο φτωχό, που δεν του το επέστρεψε ποτέ.

Έτσι παρέμεινε για όλη του την ζωή φτωχός. Σε ηλικία δέκα επτά ετών συνήψε τίμιο γάμο κατόπιν πιέσεων της μητέρας του, με την Ελένη Προβελεγγίου από τα Κύθηρα. Από τον γάμο αυτό απέκτησε ένα γιό, τον Ιωάννη. Ύστερα απέθανε η σύζυγός του.

Στις 28 Ιουλίου του έτους 1879 χειροτονήθηκε Διάκονος στον Ιερό Ναό Μεταμορφώσεως Σωτήρος Πλάκας. Στις 2 Μαρτίου του 1885 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος και τοποθετήθηκε στον Ιερό Ναό Αγίου Παντελεήμονος Ιλισσού. Και στην Ενορία αυτή και στην Ενορία του Αγίου Ιωάννη της οδού Βουλιαγμένης υπηρέτησε. Στον Άγιο Ελισσαίο λειτουργούσε καθημερινά.

Ο Άγιος Νικόλαος υπήρξε ο άνθρωπος του Θεού, ο λειτουργός ο άγιος του Υψίστου, ο άοκνος ιερουργός και λάτρης του Τριαδικού Θεού. Η μεγάλη του ευλάβεια, η απεριόριστη καλωσύνη του, η υπερβολική του αφιλοχρηματία, η απλότητά του, το ακτινοβόλο ιερατικό του ήθος, η άφθαστη ιεροπρέπειά του, η ταπείνωσή του, η αγάπη του για την Θεία Λατρεία και οι λοιπές του αρετές, τον καταξίωσαν στη συνείδηση του λαού. Όλοι εσέβοντο τον άγιο Νικόλαο, επίσημοι και αφανείς.

Δεν αγάπησε ποτέ του τα πλούτη. Όσα του έδιναν αμέσως τα έδινε στους φτωχούς. Είχε μισθοδοτήσει ένδεκα οικογένειες χηρών και ορφανών. Χρόνια και χρόνια τους έδινε επίδομα μέχρι που τα παιδιά τους έγιναν δεκατεσσάρων ετών. Βοηθούσε νεαρούς Διακόνους στις σπουδές τους. Ενίσχυε υλικά και πνευματικά όσους είχαν ανάγκη.

Υπήρξε ο ακαταπόνητος. Για μισό και πλέον αιώνα λειτουργούσε καθημερινά. Λιτός, απέριττος σε όλες του τις εκδηλώσεις! Πλούτος του και θησαυρός του, κέντρο της ζωής του η λειτουργική ζωή της Εκκλησίας μας! Άνθρωπος προσευχής, του οποίου η ζωή ήταν μια διακονία πίστεως και αγάπης.

Ήταν νηστευτής. Ενήστευε όλες τις Σαρακοστές και το λάδι. Και την νηστεία του Τιμίου Σταυρού την άρχιζε από την 1η Σεπτεμβρίου, μέχρι την 14η. Επίσης και των Ταξιαρχών ενήστευε από τη 1η μέχρι και την 8η Νοεμβρίου.

Απλός και πανέξυπνος, εύστοχος στις απαντήσεις του, συνεδύαζε την απλότητα και την ιεροπρέπεια, την αφέλεια με την αγιότητα.
Δεν είχε σπουδάσει σε Πανεπιστήμια, ούτε σε Εκκλησιαστικές Σχολές, ούτε σε Λύκεια και Γυμνάσια. Και ίσως να μη φοίτησε και σε καμμιά τάξη του τότε Ελληνικού Σχολείου. Όμως άριστα κατείχε την σοφία του Θεού.

Ο Θεός εδόξασε τον Άγιο Νικόλαο με το να θαυματουργεί. Είναι αμέτρητα τα θαύματά του. Εθεράπευε ασθενείς, απεμάκρυνε δαιμόνια, προέλεγε το μέλλοντα, έλυνε δύσκολα θέματα, συμβούλευε πρεπόντως.

Όμως, ύστερα από μια ζωή αγία, μια ζωή που υπήρξε προσφορά στον Θεό, έπρεπε κι αυτός ως άνθρωπος να αφήσει τον κόσμο αυτό και να οδηγηθεί στην αιώνια και αληθινή ζωή.

Ξημέρωσε η Κυριακή του Ασώτου, 28η Φεβρουαρίου του έτους 1932. Αυτή είναι η μέρα που λειτούργησε για τελευταία φορά στο επίγειο Ιερό Θυσιαστήριο. Μετά τη Θεία Λειτουργία έχασε τις αισθήσεις του. Οι πιστοί και οι οικείοι του τον φρόντισαν. Αλλά παρ' όλες τις φροντίδες τους, δεν μπόρεσαν να αναστρέψουν την πορεία που είχε πάρει η υγεία του.

Ήταν δέκα η ώρα το βράδυ της 2ας Μαρτίου του 1932. Έκανε το σημείο του Τιμίου Σταυρού. Ψιθύριζε προσευχές. Είπε:

"Τον δρόμον τετέλευκα!". "Δόξα σοι ο Θεός!". "Η Θείο Χάρη να σας ευλογεί"

...και άλλα, και άφησε τον κόσμο αυτό.

Το πρωί έφεραν το ιερό του λείψανο στον Ναό Αγίου Ιωάννου της Οδού Βουλιαγμένης, εκεί όπου εφημέρευε. Για τρεις μέρες ετέθη σε λαϊκό προσκύνημα. Οι λαϊκές εκδηλώσεις ήταν πρωτοφανείς και το πλήθος του λαού αναρίθμητο. Χιλιάδες λαού κατέφθασαν από το λεκανοπέδιο Αττικής για να αποχαιρετήσουν τον σύγχρονο Άγιο!

Στις 29 Αυγούστου του 1992, τα ιερώτατα και θαυματουργά Λείψανα του Αγίου Νικολάου του Πλανά τοποθετήθηκαν σε ασημένια λάρνακα, που σήμερα βρίσκεται στο δεξιό κλίτος του Ιερού αυτού Ναού».

(Επιμέλεια κειμένου: Αρχιμ. Αλέξανδρος Μοστράτος, Ιεροκήρυξ 
- Πρωτοσυγκελλεύων Ι. Μητροπόλεως Παροναξίας)



Ο άγιος παπα-Νικόλας Πλανάς αποτελεί την επιβεβαίωση αυτού που λέει ο απόστολος Παύλος, ότι «τα πτωχά του κόσμου και τα εξουθενημένα εξελέξατο ο Θεός, ίνα καταισχύνη τα ισχυρά». Υπήρξε δηλαδή το όργανο του Θεού, διά της απλότητος του οποίου διαχύθηκε στον κόσμο πλούσια η σοφία Εκείνου. Δεν είχε κάτι από τα σπουδαία φυσικά προσόντα, τα οποία πολλές φορές, αν δεν προσέξει ο κατέχων αυτά, λειτουργούν πειρασμικά και μπαίνουν εμπόδιο στη θέα του Θεού. 

Το απόλυτο προσόν του ήταν η απλότητά του, που σήμαινε τη φανέρωση της ταπείνωσής του, άρα της ύπαρξης της χάρης του Θεού σ’ αυτόν. «Ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν» λέει ο λόγος του Θεού κι αυτήν την ταπείνωση είχε ο γνωστός και αγαπητός σε όλους παπα-Νικόλας. Με άλλα λόγια μπροστά στον άγιο Νικόλαο είναι σα να τοποθετούμαστε ενώπιον του ίδιου του Θεού μας και να αναπνέουμε την ατμόσφαιρα Εκείνου. 

Μια καταπληκτική διαφάνεια του ουρανού ήταν η όλη πορεία της ζωής του. Η ακολουθία του νεώτερου αυτού αγίου της Εκκλησίας μας πρώτα από όλα την παραπάνω αλήθεια θίγει: «Ω, παράδοξο θαύμα! Τα μωρά του κόσμου διάλεξε ο Θεός και ντρόπιασε με αυτά την έπαρση των σοφών» («Ω του παραδόξου θαύματος! Τα μωρά του κόσμου ο Θεός επέλεξε, την δ’ έπαρσιν των σοφών τούτοις κατήσχυνεν»). «Πω, πω, για τα θαυμάσιά σου, Χριστέ! Εσύ αξίωσες, με την ευδοκία και τη χάρη Σου, τα ασθενή του κόσμου να γίνουν ανώτερα κι από τα ισχυρά και να φθάσουν πετώντας από τη γη στον ουρανό» («Βαβαί! Των σων θαυμασίων, Χριστέ! Συ τα ασθενή του κόσμου, ισχυρών υπέρτερα, και γήθεν εις ουρανόν μολείν υπόπτερα, ηξίωσας αγαθέ, τη παρά σου ευδοκία και χάριτι») (στιχηρά εσπερινού).



Πρέπει όμως να σημειώσουμε ότι η απλότητα ενός ανθρώπου δεν στρέφει κατ’ ανάγκην τον άνθρωπο στον Θεό και στην απόκτηση των θεϊκών χαρίτων. Υπάρχουν δυστυχώς απλοί άνθρωποι, με την έννοια της απλοϊκότητας, οι οποίοι ακριβώς γι’ αυτό πολύ εύκολα οδηγούνται στην πονηρία και σε μία περίεργη υπερηφάνεια. Που θα πει: ο άγιος Νικόλαος την απλοϊκότητά του την «έδεσε» με την αγάπη του προς τον Θεό, ώστε να φανερωθεί με τον τρόπο που είπαμε, η σοφία του Θεού. 

Τίποτε επίγειο δεν τον τραβούσε και δεν τον γοήτευε. Η καρδιά του χτυπούσε μόνον για τον Σωτήρα του Χριστό, και μάλιστα «εκ παίδων». «Εσένα ο κόσμος δεν σε έλκυσε κι ούτε σε έκανε φίλο του. Την καρδιά σου όμως την έδωσες στον Σωτήρα σου» («Σε ο κόσμος ουχ είλκυσεν, ουδέ φίλον εκτήσατο, σην καρδίαν δ’ έδωκας τω Σωτήρι σου») (στιχηρό εσπερινού). 

Γι’ αυτό και όλοι, όπως παλαιότερα τον άγιο Αντώνιο που τον χαρακτήριζαν οι άνθρωποι του καιρού του «θεοφιλή», ονόμαζαν τον παπα-Νικόλα «άνθρωπον όντως του Θεού», με όλα τα χαρίσματα ενός τέτοιου ανθρώπου: την αφιλαργυρία, την αγάπη και την ελεημοσύνη, την αγιασμένη ιερωσύνη. «Αυτά είπε ο λόγος όσων σε γνωρίζουν, πάτερ Νικόλαε: ελάτε να δείτε άνθρωπο πράγματι του Θεού. 

Γνήσιο υπηρέτη Του, αγιασμένο λειτουργό της Χάρης Του, απλό στους τρόπους και αφιλάργυρο, με αγάπη στον Χριστό και διακονία Εκείνου μέσω των ελεημοσυνών και των προσφορών του στους πτωχούς» («Τάδε έφη των ειδότων σε, πάτερ Νικόλαε, ο λόγος. Δεύτε ίδετε άνθρωπον όντως του Θεού∙ αυτού θεράποντα γνήσιον∙ λειτουργόν της Χάριτος ηγιασμένον∙ απλούν τον τρόπο και αφιλάργυρον∙ εν ελεημοσύναις και οικτιρμοίς πενήτων τον Χριστόν αγαπώντα και διακονούντα») (δοξαστικό εσπερινού).



Ο μακαριστός υμνογράφος του αγίου Νικολάου Πλανά, Μητροπολίτης Πατρών Νικόδημος Βαλληνδράς, παίρνει αφορμή από το όνομά του αφενός για να τονίσει την ιδιαίτερη όντως αγάπη του προς τον ομώνυμο άγιό του - «είθε να χαίρεις συ που γέμισες από θείο ζήλο και ζήλεψες τον ομώνυμό σου Νικόλαο, τον κανόνα της πίστης και τον πυρσό της εγκράτειας, αλλά και την εικόνα της πραότητας» (στιχηρό αποστίχων εσπερινού) – αφετέρου από την προσωνυμία του «Πλανάς», για να κάνει ωραίους συσχετισμούς ως προς τον αγιασμένο βίο του.

Σ’ ένα ιδιόμελο της λιτής για παράδειγμα διαβάζουμε: «Με ύμνους ας τιμήσουμε τον αγιασμένο Νικόλαο, τον Πλανά μεν στην κλήση του, απλανή όμως στην πίστη του» («εν ύμνοις τιμήσωμεν ηγιασμένον Νικόλαον, τον Πλανάν μεν τη κλήσει, απλανή δε την πίστιν»). Και στο απολυτίκιο: «Ξέφυγες από τις παγίδες του πλάνου, ιερώτατε, και πορεύτηκες τη ζωή σου απλανώς, πατέρα μας, Νικόλαε αοίδιμε Πλανά» («Τας του πλάνου παγίδας εκφυγών, ιερώτατε, απλανώς επορεύθης διά βίου, πατήρ ημών, Νικόλαε αοίδιμε Πλανά»).


Κι ασφαλώς ο ταλαντούχος μακαριστός Μητροπολίτης δεν αφήνει ασχολίαστο το γεγονός ότι ο άγιος παπα-Νικόλας καταγόταν από τη νήσο Νάξο, ήταν βραδύγλωσσος, ήταν έξοχος λειτουργός του Υψίστου, σχετιζόταν με μεγάλα αναστήματα των ελληνικών γραμμάτων. 

Πώς να παραλείψει την καταγωγή του, όταν από το ίδιο νησί της Νάξου καταγόταν το άλλο μεγάλο αστέρι της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης; Για τον υμνογράφο η χώρα των Ναξίων έχει διπλό λόγο να καυχάται, ενώ ο νεώτερος Νικόλαος αγιάστηκε, γιατί θέλησε να ακολουθήσει την ίδια στενή οδό του παλαιοτέρου συμπατριώτη του Νικοδήμου. «Η χώρα των Ναξίων απέκτησε τώρα διπλό όνομα ως πλούτο αδαπάνητο: τον Νικόδημο και τον Νικόλαο» («Ναξίων η χώρα…νυν πλούτον αδαπάνητον δυώνυμον εκτήσατο, Νικόδημον, Νικόλαον») (ωδή α΄). 

«Είδε τον μεγάλο Νικόδημο, τον μέγα αγιορείτη και ένδοξο και συμπολίτη άγιο ο Νικόλαος ο Νάξιος, και στερεώθηκε προς αγιασμό του στην ίδια στενή οδό» («Ιδών τον Νικόδημον τον πάνυ, τον μέγαν αγιορείτην και κλεινόν και συμπολίτην άγιον, Νικόλαος ο Νάξιος εν τη αυτή στενή οδώ αγιασθείς εστερέωτο») (ωδή α΄).


Η βραδυγλωσσία του επίσης: παραλληλίζεται με τη βραδυγλωσσία του προφήτη Μωυσή, ο οποίος προς διευκόλυνσή του είχε βοηθό τον αδελφό του Ααρών. Κι όπως ο Μωυσής μπόρεσε να επιτελέσει το καθοδηγητικό του έργο, παρά το πρόβλημά του, έτσι και ο άγιος Πλανάς: καθοδήγησε πολλούς στην πίστη, έχοντας όμως ως βοηθό του όχι άνθρωπο, αλλά το ίδιο το Παράκλητο άγιον Πνεύμα. 

«Άρθρωσε ατελή λόγο ο παμμακάριος Νικόλαος, μοιάζοντας στον βραδύγλωσσο παλιά Μωυσή, και δεν υστέρησε στο να φωτίσει πολλούς για να γνωρίσουν τον Κύριο» («Λόγον ατελή αρθρώσας ο παμμάκαρ Νικόλαος, και τω βραδυγλώσσω πάλαι Μωυσεί ομοιούμενος, πολλούς Κυρίω φωτίσας ουχ υστέρησεν») (ωδή δ΄). «Ο Ααρών έγινε συμπαραστάτης του Μωυσή και ο Παράκλητος ήλθε αρωγός στον Νικόλαος» («Ααρών συμπαραστάτης Μωυσέως εγένετο και τω Νικολάω ήλθεν αρωγός ο Παράκλητος») (ωδή δ΄).



Εκεί που αποκαλύπτεται περίτρανα η αγιότητα του παπα-Νικόλα ήταν στον λειτουργικό τομέα. Ο άγιος υπήρξε άφθαστος λειτουργός του Υψίστου, όχι γιατί ήταν καλλίφωνος ή έβγαζε ωραία κηρύγματα – τίποτε από αυτά – αλλά γιατί λειτουργούσε με αίσθηση ψυχής, «κατεβάζοντας στη γη τον ουρανό». Τα παιδιά ιδιαιτέρως, και όσοι είχαν καρδιά παιδιού, τον έβλεπαν να λειτουργεί μαζί με τους αγγέλους και να ίπταται πάνω από το έδαφος. 

«Από τη θεϊκή δόξα σου, φάνηκες στα μάτια των παιδιών, πάτερ, σαν λαμπτήρας φωτεινότατος, και όταν ιερουργούσες με λαμπρούς αγγέλους φαινόσουν να μη πατάς πάνω στη γη» («Λαμπτήρ φαεινότατος, επί τη θεία δόξη σου, φαίνει οφθαλμοίς παιδίων, πάτερ, ιερουργών δε μετά αγγέλων φαιδρών ώφθης μη πατών επί της γης») (ωδή ε΄). Σαν τον άγιο Σπυρίδωνα, που απλός και αυτός ως άνθρωπος, «αγγέλους έσχε συλλειτουργούντας αυτώ». 

Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι οι πράγματι σπουδαίοι άνθρωποι της εποχής του, οι μεγάλοι Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, όπως και πλήθος άλλων, αυτόν προτιμούσαν για λειτουργό στις διάφορες ακολουθίες, αυτόν κυρίως ένιωθαν ως μύστη των αρρήτων και αθεάτων μυστηρίων, αυτόν έρχονταν να βοηθήσουν στο ψαλτήρι του. Ο υμνογράφος, συνεσκιασμένα είναι αλήθεια, κάνει λόγο και για τη σχέση του, χωρίς ο ίδιος να το επιδιώκει, με τους ανθρώπους αυτούς των γραμμάτων. 

Οι εγγράμματοι θέλγονταν από τον αγράμματο. Όχι βεβαίως για την αγραμματοσύνη του, αλλά για την πλησμονή της χάρης του Θεού που ζούσε πλούσια στην καρδιά του. «Είχες άξιους συνεργάτες, που τραγουδούσαν και έψαλλαν με την καρδιά τους στον Κύριο. 

Τα ονόματα αυτών είναι πασίγνωστα στους εραστές των γραμμάτων, αλλά και γραμμένα από τον Θεό στο βιβλίο της ζωής» («Αξίους έσχες συνεργούς, άδοντας και ψάλλοντας εν τη καρδία αυτών τω Κυρίω. Τούτων τα ονόματα περίπυστα τοις των γραμμάτων ερασταίς, τω δε Θεώ γεγραμμένα εν βίβλω ζωής») (λιτή).

Διαβάστε περισσότερα... »

Το δίλημμα του σκαντζόχοιρου






Όλοι μας έχουμε ανάγκη από τις ανθρώπινες σχέσεις, από την αίσθηση οικειότητας, εγγύτητας και αμφίδρομης επικοινωνίας. Όμως, παρά την καλή θέληση του ατόμου, η ανθρώπινη οικειότητα δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς ανθρώπινη βλάβη, και έτσι δημιουργείται φόβος σύναψης σχέσεων ή οι σχέσεις που δημιουργούνται είναι ρηχές.

Το Δίλημμα του Σκαντζόχοιρου ή αλλιώς το Δίλημμα του Ακανθόχοιρου επιχειρεί να εξηγήσει το παραπάνω. Την αναλογία αυτή χρησιμοποιούσε ο Φρόιντ και ο Σοπενχάουερ για να περιγράψουν το πως αντιλαμβάνεται το άτομο την κατάσταση στην οποία περιέρχεται, όταν καλείται να αναπτύξει μία σχέση.

‘’Μία κρύα χειμωνιάτικη μέρα, μία ομάδα σκαντζόχοιρων προσπαθούσαν να βρουν λύση για να ζεσταθούν. Το προηγούμενο βράδυ μάλιστα είχε πεθάνει από το κρύο ένας σκαντζόχοιρος. Με αυτό το δυσάρεστο συμβάν τρόμαξαν όλοι οι υπόλοιποι και γρήγορα έσμιξαν όλοι μαζί να ζεσταθούν. Ωστόσο, λόγω των αιχμηρών τους αγκαθιών, τραυμάτιζε ο ένας τον άλλον, με αποτέλεσμα να απομακρυνθούν για να μην τραυματιστούν περισσότερο.’’

Μέσω αυτής της συμβολικής ιστορίας, μπορούμε να διακρίνουμε δύο σημαντικά στοιχεία: την ανάγκη για κοινωνικότητα και το ένστικτο επιβίωσης σε μία απειλή, σε έναν κίνδυνο – και την παράλληλη απομάκρυνση, απομόνωση του ατόμου, καθώς η εγγύτητα θέλει όρια προκειμένου να μην τραυματίσει.

Αν το καλοσκεφτούμε, κάπως έτσι είναι οι ανθρώπινες σχέσεις. Η υπερβολική οικειότητα κάποια στιγμή θα τραυματίσει, θα πληγώσει, θα απογοητεύσει. Έτσι, άλλωστε εξηγείται το γιατί πολλοί άνθρωποι επιλέγουν να μένουν μόνοι, να αποστασιοποιούνται. Φοβούνται τις πληγές που αφήνουν οι σχέσεις. Προτιμούν την ακεραιότητα της μοναξιάς τους.

Πόσο υγιές είναι αυτό;

Θεωρώ πως η μοναξιά δημιουργεί μακροπρόθεσμα και ύπουλα κρυφές πληγές. Οφείλουμε κυρίως στον ίδιο μας τον εαυτό να μάθουμε να ζούμε με τις μικρές πληγές που προκαλεί η ανθρώπινη στενή επαφή, γιατί το πιο σημαντικό σ’αυτήν την ζωή είναι η ζεστασιά που δίνει ο ένας στον άλλον. Μέσω αυτής καταφέρνουμε να επιβιώσουμε, καταφέρνουμε να γνωρίσουμε τον εαυτό μας.

Αξίζει να το διακινδυνεύουμε! Πρέπει να εμπιστευτούμε τον εαυτό μας και έχουμε την δυνατότητα να ανταπεξέλθουμε στην αμηχανία που υπάρχει στο ξεκίνημα μίας σχέσης, έστω και αν στην αρχή το κάνουμε όπως οι σκαντζόχοιροι. Έστω και αν στην αρχή γεμίζουμε τραύματα!


πηγή-enallaktikidrasi.com
Διαβάστε περισσότερα... »

Ο παπα-Νικόλας Πλανάς († 2 Μαρτίου) μέσα από τη γραφίδα του Παπαδιαμάντη


Όπως είναι γνωστό, ο “άγιος των γραμμάτων μας”, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης υπήρξε ο πρώτος που μας παραδίδει γραπτές μαρτυρίες για τον άγιο Νικόλαο Πλανά. Στα Αθηναϊκά του διηγήματα γράφει για έναν απλό ιερέα που γνώρισε στο παρεκκλήσι του Προφήτου Ελισσαίου, στο Μοναστηράκι. 

Είναι επίσης γνωστό, ότι ο μεγάλος Σκιαθίτης λογοτέχνης (μαζί με τον τρίτο ξάδελφό του Αλέξανδρο Μωραϊτίδη) λειτουργούνταν τακτικά στον Άγιο Ελισσαίο, ψάλλοντας μάλιστα σε λειτουργίες, εσπερινούς, όρθρους και αγρυπνίες.



Στο απόσπασμα που ακολουθεί, ο Α. Παπαδιαμάντης καταγράφει εκτενώς τη φιλοκαλική φιγούρα του ταπεινού λευΐτη και σύγχρονου αγίου.


ΙΕΡΕΙΣ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ ΚΑΙ ΙΕΡΕΙΣ ΤΩΝ ΧΩΡΙΩΝ

…Μεταξύ των υπαρχόντων ιερέων υπάρχουσιν ακόμη πολλοί ενάρετοι και αγαθοί, εις τας πόλεις και εις τα χωρία. Είναι τύποι λαικοί, ωφέλιμοι, σεβάσμιοι. Ας μην εκφωνώσι λόγους. Ηξεύρουσιν αυτοί άλλον τρόπον πως να διδάσκωσι το ποίμνιον.

Γνωρίζω ένα ιερέα εις τας Αθήνας. Είναι ο ταπεινότερος των ιερέων και ο απλοικότερος των ανθρώπων. Διά πάσαν ιεροπραξίαν αν του δώσης μίαν δραχμήν η πενήντα λεπτά η μίαν δεκάραν, τα παίρνει. Αν δεν του δώσης τίποτε, δεν ζητεί. Διά τρεις δραχμάς εκτελεί ολόκληρον παννύχιον ακολουθίαν. Απόδειπνον, Εσπερινόν, Όρθρον, Ώρας, Λειτουργίαν. Το όλον διαρκεί εννέα ώρας. Αν του δώσης μόνον δύο δραχμάς, δεν παραπονείται.

Κάθε ψυχοχάρτι, φέρον τα μνημονευτέα ονόματα των τεθνεώτων, αφού άπαξ του δώσης, το κρατεί διά πάντοτε. Επί δύο, τρία, τέσσαρα, πέντε έτη εξακολουθεί να μνημονεύη τα ονόματα, δι᾿ είκοσι λεπτά τα οποία του έδωκες εισάπαξ. Εις κάθε προσκομιδήν μνημονεύει δύο η τρεις χιλιάδας ονόματα. Δεν βαρύνεται ποτέ. Η προσκομιδή παρ᾿ αυτώ διαρκεί δύο ώρας. Η Λειτουργία άλλας δύο. Εις την απόλυσιν της Λειτουργίας, όσα κομμάτια έχει εντός του ιερού, από πρόσφορα η αρτοκλασίαν, τα μοιράζει όλα εις όσους τύχουν. Δεν κρατεί σχεδόν τίποτε.

Μίαν φοράν έτυχε να χρεωστή μικρόν χρηματικόν ποσόν, και ήθελε να το πληρώση, είχε δέκα η δεκαπέντε δραχμάς, όλα εις χαλκόν, επί δύο ώρας εμετρούσεν, εμετρούσε και δεν ημπορούσε να τα εύρη πόσα ήσαν. Τέλος, εις άλλος χριστιανός έλαβε τον κόπον και του τα εμέτρησεν.

Είναι ολίγον τι βραδύγλωσσος, και περισσότερον αγράμματος. Εις τας ευχάς, τας περισσοτέρας λέξεις τας λέγει ορθάς, εις το Ευαγγέλιον τας περισσοτέρας εσφαλμένας. Θα ειπήτε, διατί η αντίθεσις αυτή; Αλλά τας ευχάς τας ιδίας απαγγέλλει καθ᾿ εκάστην, ενώ την δείνα περικοπήν του Ευαγγελίου θα την αναγνώση άπαξ η δις ή, το πολύ, τρις του έτους, εξαιρέσει ωρισμένων περικοπών συχνά αλλ᾿ ατάκτως επανερχομένων, ως εις τους Αγιασμούς και τας Παρακλήσεις.

Τα λάθη, όσα κάμνει εις την ανάγνωσιν, είναι πολλάκις κωμικά. Καί όμως εξ όλων των ακροατών του, εξ όλου του εκκλησιάσματος, κανείς μας δεν γελά. Διατί; Τον εσυνηθίσαμεν, και μας αρέσει. Είναι αξιαγάπητος. Είναι απλοικός και ενάρετος. Είναι άξιος του πρώτου των Μακαρισμών του Σωτήρος.

Τώρα, υποθέσατε δύο υποθέσεις, μίαν αδύνατον, και μίαν δυνατήν, υποθέσατε ότι αυτός ο ίδιος ιερεύς είχεν εξέλθει από ιεροδιδασκαλείον, παλαιόν η νέον· θα είχε διαφοράν επί το βέλτιον; Θα ήτο πασσαλειμμένος με ολίγα ατελή, κακοχώνευτα και συγκεχυμένα γράμματα, με περισσότερον οίησιν και αξιώσεις. Θα ήτο διά τούτο καλύτερος; …

***
Μνεία – και μάλιστα ονομαστική – στον άγ. Νικόλαο Πλανά πραγματοποιεί ο Παπαδιαμάντης και στο διήγημα «Τα τραγούδια του Θεού». Σ’ αυτό περιγράφει το θάνατο της μικρής Κούλας Μπούκη και την Εξόδιο ακολουθία της. Όταν λοιπόν οι ψάλτες μαζί με τους ιερείς έψαλλαν το «Δεύτε τελευταίον ασπασμόν» συνέβη το εξής:

Μόνος ο παπα-Νικόλας από τον Αη-Γιάννη του Αγρού, ο Ναξιώτης, εφαίνετο ότι επίανε χωριστήν ακολουθίαν, εμουρμούριζε μέσα του, και τα όμματά του εφαίνοντο δακρυσμένα. «Τι μουρμουρίζεις παπά;», του είπα από το όπισθεν του στασιδίου, όπου είχεν ακουμβήσει. Λέγω την ακολουθίαν των νηπίων μέσα μου», είπεν ο παπα-Νικόλας. «Εις αυτό το άκακον αρμόζει η ακολουθία των νηπίων».

Διαβάστε περισσότερα... »

Ρώτησαν την αμυγδαλιά αν υπάρχει Θεός κι η αμυγδαλιά άνθισε!





Έχει ξεκινήσει ήδη η πάλη, ανάμεσα στο Χειμώνα και την Άνοιξη. Τα "επιχειρήματα" τής Άνοιξης, είναι ότι κατέφθασε ήδη ο μήνας Μάρτιος, αλλά και η Αμυγδαλιά, που, όσο πάει και φουντώνει το λουλούδιασμα της, κάνοντας την να μοιάζει με ερωτευμένη παιδούλα.

Ο Χειμώνας πάλι από την άλλη, "ρίχνει στο τραπέζι" τα παγωμένα βράδια του, αλλά και τις ξαφνικές του καταιγίδες. Στο τσακίρ κέφι, ισχυρίζεται ακόμα και το χιόνι στα ψηλά βουνά.


Η Αμυγδαλιά ήταν ένα νέο, πανέμορφο, ροδαλό κορίτσι. Η μητέρα της την αγαπούσε πολύ, φοβόταν όμως τις κρύες μέρες του χειμώνα να την αφήσει να βγει έξω για να μην κρυώσει. Γι' αυτό το χειμώνα την κλείδωνε στο δωμάτιό της. Μια μέρα όμως, ο Βοριάς πέρασε έξω από το παράθυρό της, την είδε και την ερωτεύτηκε. Πώς όμως θα ερωτεύονταν και αυτή το Βοριά; 

Τριγυρνούσε θλιμμένος έξω από το παράθυρό της... Ώσπου μια νύχτα σκέφτηκε να μεταμορφωθεί σε πρίγκηπα. Ο Βοριάς παρουσιάστηκε στην Αμυγδαλιά σαν όμορφος νεαρός άντρας και της ζήτησε αμέσως να παντρευτούν. Εκείνη μόλις τον αντίκρισε τον ερωτεύτηκε και δέχτηκε την πρότασή του.   

Μια μέρα λοιπόν, που έλειπε η μητέρα της από το παλάτι, βγήκε έξω τρέχοντας και αγκάλιασε το Βοριά. Δεν άντεξε την παγωνιά και απ' το κρύο του ξεψύχησε. Από τότε ντύνεται νυφούλα και δέχεται το άγγιγμα του αγαπημένου της Βοριά κάθε χειμώνα. (

Το παραμύθι είναι από εδώ: http://www.paidika.gr/)

Όσο περνούν οι μέρες, όλο και ενισχύεται η θέση της Άνοιξης κι όσο κι αν δε θέλει με τίποτα να το χωνέψει ο Χειμώνας... λίγο ακόμα θα ιδούμε τις Αμυγδαλιές ν' ανθίζουν.. τι κι αν ..το αμύγδαλο του κόσμου είναι βαθιά κρυμμένο και παραμένει αδάγκωτο..

Μέσα από έναν Καζαντζάκη, έναν Σεφέρη, έναν Ελύτη, την άνοιξη κι αν δε τη βρεις, τη φτιάχνεις... "κι έτσι ξαφνικά, όπως θα μπαίνει η Άνοιξη".. ανοίγουμε λίγο ακόμα την ένταση κι ακούμε ..παράμ..παράμ.. αφού στο τέλος, πάντα νικά η Άνοιξη.. το πιστεύεις;

Υ.Γ Ο τίτλος της ανάρτησης είναι λόγια του Καζαντζάκη. Επίσης, στην τελευταία παράγραφο... έλαβαν μέρος οι μεγάλοι μας Σεφέρης και Ελύτης, αντίστοιχα.



Διαβάστε περισσότερα... »

Το «Ο» και το «Ω» (μια παράλληλη πορεία στην Γλώσσα μας)



Το Ω επινοήθηκε το 700 π.Χ για να δηλώσει το Ο ως μακρό φθόγγο. Το χρησιμοποιούσαν μόνο την Ιωνία και στο εκεί αλφάβητο: το Ιωνικό. Μέχρι το 403 π.Χ. δεν υπήρχε στην γραφή του Ελλαδικού Χώρου. Εισήχθη τότε στην Αθήνα επί άρχοντος Ευκλείδου. ΤΟ ΠΡΟΕΥΚΛΕΙΔΙΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ ΔΕΝ ΠΕΡΙΕΙΧΕ ΤΟ Ω.

Ο φθόγγος «ο» συμβολιζόμενος με το «Ο» ήταν μακρός. Αποδιδόταν και εναλλασσόταν επίσης και με το «ου» (νόθος φθόγγος). Έτσι διατηρήθηκε, ως ΜΑΚΡΟΣ, σε όλα τα άλλα Ελληνικά αλφάβητα πλην του Ιωνικού και του Ευκλειδείου Αττικού.

Στη Δωρική ( την αρχαιότερη Ελληνική διάλεκτο, που ένας τύπος της είναι η Αιολοδωρική), το «Ω» έγινε δεκτό ως γενική, σχεδόν, γραφή του φθόγγου «ο». Στην Αιολική και Δωρική διάλεκτο, το Ω αντικαθιστά και το «ου» (συχνά, στη Δωρική, τρέπεται σε μακρό «α»). 

Η δημώδης «Αττική Κοινή» διάλεκτος επεκράτησε ως πανελλαδική διάλεκτος κατά τον Ε' αιώνα π.Χ. και μέσα σε 100 περίπου χρόνια διαμορφώνεται η Αττικοϊωνική, η οποία ως «Αλεξανδρινή ή Ελληνιστική Κοινή» κατέστη παγκόσμια από τους Μακεδόνες στην Ανατολή και τους Ρωμαίους στη Δύση. Η εξάπλωση αυτή όμως, έφερε και τη νόθευση της Ελληνιστικής Κοινής με ξενόγλωσσα στοιχεία (σημιτικά, λατινικά).

Η νόθευση εμφανίζεται κυρίως ως απλοποίηση του τυπικού της γλώσσας, ισοπέδωση των αρχαίων γλωσσικών ανομοιομορφιών και διαφορών των διαλέκτων, κατάργηση των εξαιρέσεων, αλλαγή της σύνταξης από συνθετική σε αναλυτική, κυρίως δε έκλειψη της προσωδίας η οποία υποκαθίσταται σταδιακά από την τονικότητα κ.α.

Ήδη από τότε οι διάλεκτοι, ατονούν. Σώζονται μόνον λείψανα και επιβιώσεις της Ιωνικής: η Ποντιακή και η Κυπριακή και της Δωρικής: η Τσακωνική. Στις διαλέκτους αυτές, ο φθόγγος «ο» διατηρείται κατά το πλείστον μακρός, είτε με τη μορφή «ω» είτε «ου» στην προφορά και την περιορισμένη πλέον μορφή της.

Μέχρι τον 3ο π.Χ. αιώνα, δεν υπήρχε συστηματοποιημένο τυπικό Ελληνικής Γραμματικής. Σημειώνονται πάντως κάποιες έρευνες, με πρώτη την Πλατωνική στον «Κρατύλο», όπου, πάντως, υπερέχει η έμφαση στο νόημα, τη σημασία των φθόγγων, παρά το τυπικό. Ακολουθούν εκείνες των Σοφιστών, ιδιαίτερα του Προδίκου, του Αριστοτέλους και των Περιπατητικών γενικώς, και των Στωϊκών.

Η συστηματική γραμματική έρευνα και κανονιστική αρχίζει από τον 3ο π.Χ. αιώνα με τους Αλεξανδρινούς Γραμματικούς (Διονύσιος ο Θράξ, Απολλώνιος ο Δύσκολος - Β' αι. μ.Χ. - και Ηρωδιανός). Αυτοί συντάσσουν οριστικά την Γραμματική της Αναγέννησης και, τέλος, οι σύγχρονοί μας φιλόλογοι.

Από αυτήν προήλθε και η καθαρεύουσα η οποία είναι ένα τυπικό σύστημα, που οφείλεται σε μια εκλεκτικιστική εκτίμηση και στην προτίμηση της «εμπειρίας των παρά ποιηταίς τε και συγγραφεύσιν ως επί το πολύ λεγομένων»: όπως λέγει ο Διονύσιος ο Θραξ ο οποίος εξισώνει την Γραμματική με ό, τι προκύπτει ως εμπειρική γνώση αυτών που κατά το πλείστον λέγονται από τους ποιητές και τους πεζογράφους της εποχής του (Α' αι. π.Χ.) . Από τότε, ως τον Γ' αι. μ.Χ., η γλώσσα, ως κοινή και παγκόσμια, πλέον, υπέστη θεαματικές αλλοιώσεις. 

Συνοψίζοντας λοιπόν τα ανωτέρω σημειώνουμε τα εξής:

· Το «ο» ως φθόγγος ήταν αρχικώς (μέχρι το 700 π.Χ.) στην Ιωνία και το 403 π.Χ. στην Αττική) αποκλειστικά μακρός, και επειδή διετήρησε αυτόν τον χαρακτήρα ως επικρατέστερο, μαζί με το επίσης μακρόν «ου» αποκλειστικό στις άλλες διαλέκτους πλην της Αττικής Κοινής και κατ' ακολουθίαν της Ελληνιστικής Κοινής.

· Η έκταση του κλιτικού «ο» της Αττικής - Ελληνιστικής Κοινής σε άλλες διαλέκτους ως «ου» είναι δεδομένη. Έτσι το όνομα Ιάσων εκφέρεται ως μονόθεμο (με το ισχυρό θέμα «ου»: ο Ιάσουν(ας), του Ιάσουν(ος) κ.λπ. έως σήμερα.

· Επίσης, επειδή το «ν» στο όνομα Ιάσων είναι πρόσθετο ημίφωνο και το «σ» ευρίσκεται μεταξύ δύο φωνηέντων, και τα δύο μπορούν να αποβάλλονται (αυτό συνέβαινε με το «σ» στη θέση αυτή στους αρχαιότερους χρόνους). Έτσι προκύπτει ο αρχαϊκός τύπος Ιάω-Ιαώ Ιώ (Ιόος-ούς-ώς, περισπώμενα) από όπου: Ιάσων-Ιασώ-Ιασόος=> Ιασούς-Ιασώς ( περισπ.) και (Ιάων-Ιά(ο)νες, Ιάς κ.τ.ο) . ρήμα: Ιαίνω (η αρχή της λέξεως-η ρίζα- άγνωστη) που σημαίνει: θερμαίνω, τήκω, φαιδρύνω, αναζωπυρώ. Στην Παθητική Φωνή: Ιαίνομαι τα ανάλογα προς τα ανωτέρω. Ομόσημο του Ιάομαι: θεραπεύω, σώζω, απαλλάττω (κακών και νόσων).

· Για τους λόγους αυτούς, η γραφή της γενικής εν. και των άλλων κλίσεων του ονόματος με «ω» δεν φαίνεται λανθασμένη, αλλά αντίθετα, ορθότερη σύμφωνα με την αρχαιότερη και μη παρεφθαρμένη Ελληνική Γλώσσα (πρβλ. και Ίων-ωνος, Ιασίων-ωνος), επειδή αποδίδει την μακρότητα του φθόγγου «ο» που ήταν το πρωταρχικό και μοναδικό μέτρο του φθόγγου.

Μαρία Ιω. Σίδερη
Δεκέμβριος 2010

Διαβάστε περισσότερα... »

Ένα λαμπρό παράδειγμα θέασης του Ακτίστου Φωτός


Ένα λαμπρό παράδειγμα θέας του Ακτίστου Φωτός από το Γέροντα Αυξέντιο Κωνσταντώνη Γρηγοριάτη, καταγόμενο από τα Κούντουρα (Αρβανιτοχώρι της Αττικής), αντιγράφω από το βιβλίο που συνέγραψε η Συνοδεία του Γέρο-Ευθύμιου στην Καψάλα με τίτλο «Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη παράδοση» (σελ.142-143):


Ο Γέρο-Αυξέντιος († 1892 – 1981)


ʺΟ ίδιος είχε κάνει πράξη στη ζωή του το «αδιαλείπτως προσεύχεσθε» και μάλιστα έφθασε σε προχωρημένη κατάσταση πνευματική, ώστε να λέγη την ευχή και στον ύπνο του, όπως με απλότητα απεκάλυψε στο γέρονταΠαΐσιο. 

Άλλοτε είπε ο ίδιος, όντας τυφλός, ότι, «όταν λέω την ευχή βλέπω στο δεξιό μέρος φως. Αυτό το βλέπω, όταν κάνω τον κανόνα με το κομποσχοίνι. Το βλέπω συχνά. Αυτό φεύγει και ύστερα πάλι ξανάρχεται. Το κυριότερο όμως είναι η αγάπη που έρχεται στην καρδιά για τον Χριστό».

Έβλεπε το Άκτιστο Φως και κάποια μέρα ανησύχησε γιατί δεν το είδε και ζητούσε να εξομολογηθεί στον Πνευματικό του. Κάποτε ο γέρο-Αυξέντιος πήγε να κοινωνήσει στο παρεκκλήσι του Οσίου Γρηγορίου, του Κτίτορος, όπου θα γινόταν Θεία Λειτουργία. Ενώ προσήλθε προετοιμασμένος με πολύ πόθο και ευλάβεια, ο λειτουργός Ιερέας τυφλώθηκε από ένα φως δυνατό και ιλαρό που έβγαινε από το πρόσωπο του γέροντος Αυξεντίου. 

Το πρόσωπό του σκεπάστηκε, εξαφανίστηκε από έναν φωτεινό ήλιο, υπέρ τον ήλιο λάμποντα, και ο Ιερέας δε μπορούσε πλέον όχι να τον κοινωνήσει αλλά ούτε να τον αντικρύσει, ρίχνοντας το βλέμμα του χαμηλά. «Έλαμπε τόσο το πρόσωπό του», διηγείται ο λειτουργός, «που όταν τον κοίταξα, ζαλίστηκα και παρά λίγο να πέσω κάτω. Έβαλα το χέρι μου και σκέπασα τα μάτια μου γιατί δεν άντεχα το δυνατό φως. Έλαμπε ολόκληρος». 

Όταν σε λίγο υπεστάλη το Άκτιστο Φως και συνήλθε ο έκπληκτος Ιερέας, τότε τον κοινώνησε. Ο Γέρο-Αυξέντιος έγινε συχνά θεωρός του Ακτίστου Φωτός και έφθασε στην κατάσταση του θείου έρωτος. Και όλα αυτά από την επιμονή του στην ευχήʺ.

Δοξασμένο το όνομα του Θεού ημών!! Απερίγραπτη η Δόξα Του και γενναιοδωρία Του!! Χαροποιεί τους αγαπόντας Αυτόν, κάνοντάς τους συμμέτοχους στης Δόξης του Ακτίστου Φωτός Του!! Όπως τον ταπεινό Γέροντα Αυξέντιο!!

Διαβάστε περισσότερα... »