«Ἕλληνες ἀεί παῖδες ἐστε, γέρων δέ Ἕλλην οὐκ ἔστιν» (Πλάτων, Τίμαιος, 22b).


"Ὁμολογεῖται μὲν γὰρ τὴν πόλιν ἡμῶν ἀρχαιοτάτην εἶναι καὶ μεγίστην καὶ παρὰ πᾶσιν ἀνθρώποις ὀνομαστοτάτην· οὕτω δὲ καλῆς τῆς ὑποθέσεως οὔσης,
ἐπὶ τοῖς ἐχομένοις τούτων ἔτι μᾶλλον ἡμᾶς προσήκει τιμᾶσθαι. 24. Ταύτην γὰρ οἰκοῦμεν οὐχ ἑτέρους ἐκβαλόντες οὐδ' ἐρήμην καταλαβόντες
οὐδ' ἐκ πολλῶν ἐθνῶν μιγάδες συλλεγέντες, ἀλλ' οὕτω καλῶς καὶ γνησίως γεγόναμεν ὥστ' ἐξ ἧσπερ ἔφυμεν, ταύτην ἔχοντες ἅπαντα τὸν χρόνον διατελοῦμεν,
αὐτόχθονες ὄντες καὶ τῶν ὀνομάτων τοῖς αὐτοῖς οἷσπερ τοὺς οἰκειοτάτους τὴν πόλιν ἔχοντες προσειπεῖν".
(Ἰσοκράτης, Πανηγυρικός, στίχοι 23-24).

Τα άρθρα που φιλοξενούνται στον παρόντα ιστότοπο και προέρχονται απο άλλες πηγές, εκφράζουν αποκλειστικά και μόνον τις απόψεις των συγγραφέων τους.

Καθίσταται σαφές ότι η δημοσίευση ανάρτησης, δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά αποδοχή των απόψεων του συγγραφέως.


ΕΑΝ ΘΕΛΕΤΕ, ΑΦΗΝΕΤΕ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ, ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΑΡΘΡΟ-ΑΝΑΡΤΗΣΗ (΄κλίκ΄ στο "Δεν υπάρχουν σχόλια"). ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ.

Ακολουθήστε μας στο Facebook

Τρίτη 3 Μαρτίου 2015

Ο παπα-Νικόλας Πλανάς († 2 Μαρτίου) μέσα από τη γραφίδα του Παπαδιαμάντη


Όπως είναι γνωστό, ο “άγιος των γραμμάτων μας”, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης υπήρξε ο πρώτος που μας παραδίδει γραπτές μαρτυρίες για τον άγιο Νικόλαο Πλανά. Στα Αθηναϊκά του διηγήματα γράφει για έναν απλό ιερέα που γνώρισε στο παρεκκλήσι του Προφήτου Ελισσαίου, στο Μοναστηράκι. 

Είναι επίσης γνωστό, ότι ο μεγάλος Σκιαθίτης λογοτέχνης (μαζί με τον τρίτο ξάδελφό του Αλέξανδρο Μωραϊτίδη) λειτουργούνταν τακτικά στον Άγιο Ελισσαίο, ψάλλοντας μάλιστα σε λειτουργίες, εσπερινούς, όρθρους και αγρυπνίες.



Στο απόσπασμα που ακολουθεί, ο Α. Παπαδιαμάντης καταγράφει εκτενώς τη φιλοκαλική φιγούρα του ταπεινού λευΐτη και σύγχρονου αγίου.


ΙΕΡΕΙΣ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ ΚΑΙ ΙΕΡΕΙΣ ΤΩΝ ΧΩΡΙΩΝ

…Μεταξύ των υπαρχόντων ιερέων υπάρχουσιν ακόμη πολλοί ενάρετοι και αγαθοί, εις τας πόλεις και εις τα χωρία. Είναι τύποι λαικοί, ωφέλιμοι, σεβάσμιοι. Ας μην εκφωνώσι λόγους. Ηξεύρουσιν αυτοί άλλον τρόπον πως να διδάσκωσι το ποίμνιον.

Γνωρίζω ένα ιερέα εις τας Αθήνας. Είναι ο ταπεινότερος των ιερέων και ο απλοικότερος των ανθρώπων. Διά πάσαν ιεροπραξίαν αν του δώσης μίαν δραχμήν η πενήντα λεπτά η μίαν δεκάραν, τα παίρνει. Αν δεν του δώσης τίποτε, δεν ζητεί. Διά τρεις δραχμάς εκτελεί ολόκληρον παννύχιον ακολουθίαν. Απόδειπνον, Εσπερινόν, Όρθρον, Ώρας, Λειτουργίαν. Το όλον διαρκεί εννέα ώρας. Αν του δώσης μόνον δύο δραχμάς, δεν παραπονείται.

Κάθε ψυχοχάρτι, φέρον τα μνημονευτέα ονόματα των τεθνεώτων, αφού άπαξ του δώσης, το κρατεί διά πάντοτε. Επί δύο, τρία, τέσσαρα, πέντε έτη εξακολουθεί να μνημονεύη τα ονόματα, δι᾿ είκοσι λεπτά τα οποία του έδωκες εισάπαξ. Εις κάθε προσκομιδήν μνημονεύει δύο η τρεις χιλιάδας ονόματα. Δεν βαρύνεται ποτέ. Η προσκομιδή παρ᾿ αυτώ διαρκεί δύο ώρας. Η Λειτουργία άλλας δύο. Εις την απόλυσιν της Λειτουργίας, όσα κομμάτια έχει εντός του ιερού, από πρόσφορα η αρτοκλασίαν, τα μοιράζει όλα εις όσους τύχουν. Δεν κρατεί σχεδόν τίποτε.

Μίαν φοράν έτυχε να χρεωστή μικρόν χρηματικόν ποσόν, και ήθελε να το πληρώση, είχε δέκα η δεκαπέντε δραχμάς, όλα εις χαλκόν, επί δύο ώρας εμετρούσεν, εμετρούσε και δεν ημπορούσε να τα εύρη πόσα ήσαν. Τέλος, εις άλλος χριστιανός έλαβε τον κόπον και του τα εμέτρησεν.

Είναι ολίγον τι βραδύγλωσσος, και περισσότερον αγράμματος. Εις τας ευχάς, τας περισσοτέρας λέξεις τας λέγει ορθάς, εις το Ευαγγέλιον τας περισσοτέρας εσφαλμένας. Θα ειπήτε, διατί η αντίθεσις αυτή; Αλλά τας ευχάς τας ιδίας απαγγέλλει καθ᾿ εκάστην, ενώ την δείνα περικοπήν του Ευαγγελίου θα την αναγνώση άπαξ η δις ή, το πολύ, τρις του έτους, εξαιρέσει ωρισμένων περικοπών συχνά αλλ᾿ ατάκτως επανερχομένων, ως εις τους Αγιασμούς και τας Παρακλήσεις.

Τα λάθη, όσα κάμνει εις την ανάγνωσιν, είναι πολλάκις κωμικά. Καί όμως εξ όλων των ακροατών του, εξ όλου του εκκλησιάσματος, κανείς μας δεν γελά. Διατί; Τον εσυνηθίσαμεν, και μας αρέσει. Είναι αξιαγάπητος. Είναι απλοικός και ενάρετος. Είναι άξιος του πρώτου των Μακαρισμών του Σωτήρος.

Τώρα, υποθέσατε δύο υποθέσεις, μίαν αδύνατον, και μίαν δυνατήν, υποθέσατε ότι αυτός ο ίδιος ιερεύς είχεν εξέλθει από ιεροδιδασκαλείον, παλαιόν η νέον· θα είχε διαφοράν επί το βέλτιον; Θα ήτο πασσαλειμμένος με ολίγα ατελή, κακοχώνευτα και συγκεχυμένα γράμματα, με περισσότερον οίησιν και αξιώσεις. Θα ήτο διά τούτο καλύτερος; …

***
Μνεία – και μάλιστα ονομαστική – στον άγ. Νικόλαο Πλανά πραγματοποιεί ο Παπαδιαμάντης και στο διήγημα «Τα τραγούδια του Θεού». Σ’ αυτό περιγράφει το θάνατο της μικρής Κούλας Μπούκη και την Εξόδιο ακολουθία της. Όταν λοιπόν οι ψάλτες μαζί με τους ιερείς έψαλλαν το «Δεύτε τελευταίον ασπασμόν» συνέβη το εξής:

Μόνος ο παπα-Νικόλας από τον Αη-Γιάννη του Αγρού, ο Ναξιώτης, εφαίνετο ότι επίανε χωριστήν ακολουθίαν, εμουρμούριζε μέσα του, και τα όμματά του εφαίνοντο δακρυσμένα. «Τι μουρμουρίζεις παπά;», του είπα από το όπισθεν του στασιδίου, όπου είχεν ακουμβήσει. Λέγω την ακολουθίαν των νηπίων μέσα μου», είπεν ο παπα-Νικόλας. «Εις αυτό το άκακον αρμόζει η ακολουθία των νηπίων».

Δεν υπάρχουν σχόλια: