«Ἕλληνες ἀεί παῖδες ἐστε, γέρων δέ Ἕλλην οὐκ ἔστιν» (Πλάτων, Τίμαιος, 22b).


"Ὁμολογεῖται μὲν γὰρ τὴν πόλιν ἡμῶν ἀρχαιοτάτην εἶναι καὶ μεγίστην καὶ παρὰ πᾶσιν ἀνθρώποις ὀνομαστοτάτην· οὕτω δὲ καλῆς τῆς ὑποθέσεως οὔσης,
ἐπὶ τοῖς ἐχομένοις τούτων ἔτι μᾶλλον ἡμᾶς προσήκει τιμᾶσθαι. 24. Ταύτην γὰρ οἰκοῦμεν οὐχ ἑτέρους ἐκβαλόντες οὐδ' ἐρήμην καταλαβόντες
οὐδ' ἐκ πολλῶν ἐθνῶν μιγάδες συλλεγέντες, ἀλλ' οὕτω καλῶς καὶ γνησίως γεγόναμεν ὥστ' ἐξ ἧσπερ ἔφυμεν, ταύτην ἔχοντες ἅπαντα τὸν χρόνον διατελοῦμεν,
αὐτόχθονες ὄντες καὶ τῶν ὀνομάτων τοῖς αὐτοῖς οἷσπερ τοὺς οἰκειοτάτους τὴν πόλιν ἔχοντες προσειπεῖν".
(Ἰσοκράτης, Πανηγυρικός, στίχοι 23-24).

Τα άρθρα που φιλοξενούνται στον παρόντα ιστότοπο και προέρχονται απο άλλες πηγές, εκφράζουν αποκλειστικά και μόνον τις απόψεις των συγγραφέων τους.

Καθίσταται σαφές ότι η δημοσίευση ανάρτησης, δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά αποδοχή των απόψεων του συγγραφέως.


ΕΑΝ ΘΕΛΕΤΕ, ΑΦΗΝΕΤΕ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ, ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΑΡΘΡΟ-ΑΝΑΡΤΗΣΗ (΄κλίκ΄ στο "Δεν υπάρχουν σχόλια"). ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ.

Ακολουθήστε μας στο Facebook

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΑΪΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΑΪΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 28 Μαρτίου 2015

Τα δέντρα, στη λαϊκή παράδοση των Ελλήνων





Tα Δέντρα, λέει μια παράδοση, «έχουνε ψυχή κι ακούνε και νιώθουνε… Γι’ αυτό, λένε, μια βολά που κοβ’ ένας ένα δέντρο, τ’ άκουγε που βόγγαγε κάθε τσεκουριά που το βάραγε. Και το παράτησ’ ο άνθρωπος και το ‘βανε στα πόδια.». H αφήγηση, που με πλήθος παραλλαγές συναντιέται σχεδόν σε όλους τους λαούς και εποχές, δεν αποσκοπεί μόνο να συνετίζει όσο, κυρίως, να μεταφέρει το αρχέγονο δέος και τον επιβαλλόμενο σεβασμό προς ένα ξεχωριστό πλάσμα της φύσης.

H ιδέα ότι το δέντρο ανήκει στην αμφίβολη και υποβλητική σφαίρα ύπαρξης ανάμεσα στον κόσμο των εμψύχων και στο φυτικό κόσμο, είναι παλαιότατη. Hταν ήδη αρχαία όταν, στις αρχές του 3ου αι. π.X., ο Καλλιμάχος έγραφε τον Yμνο στη θεά Δήμητρα:«Tις μοι καλά δένδρεα κόπτει;», ρωτά η θεά – ποιος είναι ο βέβηλος που κόβει την ιερή βελανιδιά της; 

Hταν ο Eρυσίχθων, που είχε μπει το ιερό άλσος της, όπου υπήρχαν«πίτυς, μεγάλαι πτελέαι και όχναι» – πεύκα, φτελιές μεγάλες και αχλαδιές. Στα χτυπήματα του τσεκουριού η βελανιδιά, δέντρο πελώριο με κορμό δεκαπέντε οργιές χοντρό, αναστέναξε κι από την πληγή έτρεξε αίμα· και η νύμφη που ζούσε μέσα του, πεθαίνοντας μαζί του, προέβλεψε την τιμωρία του ιερόσυλου Ερυσίχθονα, που ήταν να δέρνεται ακατάπαυστα από αιώνια πείνα.

Η ανάθεση δένδρων και αλσυλλίων ή δασών σε ιερά αποτελεί έμμεση πρόνοια για την προστασία τους από την αλόγιστη ξύλευση. Η σύνδεση των δέντρων με θεούς, ημίθεους και νύμφες απηχεί αυτήν την πρόνοια, τον σεβασμό και την αγάπη προς τα δέντρα, που, βουβά καθώς είναι, δεν μπορούν να υπερασπιστούν την ύπαρξή τους. Τα δέντρα που ανήκαν σε ιερά από την αρχαιότητα, εκκλησιαστικά και μοναστηριακά δέντρα στα χριστιανικά χρόνια, προστατεύονταν από την κοπή και την κακοποίηση. Oι παραδόσεις τονίζουν εμφατικά την τιμωρία των βέβηλων.

Δέντρα στοιχειωμένα
Kάθε που γίνεται λόγος για δέντρα με ψυχή ο νους πάει στη «Βασιλική δρυ» τουΠαπαδιαμάντη, στο «…περικαλλές δένδρον, μεμονωμένον, πελώριον… την άνασσα του δρυμού, δέσποινα αγρίας καλλονής, βασίλισσαν της δρόσου…», με την «κορυφήν της βαθύκομον ως στέμμα παρθενικόν, διάδημα θείον», αυτό που στο εναργές όνειρό του το είδε ο Σκιαθίτης ως γυναίκα, «κόρη ερατεινή, Αμαδρυάδα» ενσαρκωμένη στην πελώρια βελανιδιά. O αφανισμός του δέντρου από τον «σχωρεμένο το Βαργένη, που δεν είχε κάμει νισάφι με το τσεκούρι του, όλο θεόρατα δέντρα, τόσα σημαδιακά πράματα…» είχε σαν αποτέλεσμα «σαν το ‘κοψε κι ύστερα, δεν είδε χαΐρι και προκοπή. Αρρώστησε, και σε λίγες μέρες πέθανε. Το Μεγάλο Δέντρο ήτον στοιχειωμένο.».

O Ν. Γ. Πολίτης διασώζει ανάλογη παράδοση για τη νεράιδα της ιτιάς, από την Αλωνίσταινα Μαντινείας: «Στης Μηλιάς τον κάμπο, στ’ αμπέλια κοντά στην Τουρκόβρυση, ήτανε νια ετιά. Ο συχωρεμένος ο Δημητράς… ανέβηκ’ ένα μεσημέρι να κόψει κλάρες… Hτανε μοναχός, κι έκοψε δυο τρεις κλάρες, ακούει και σειέται η ετιά και σκούζει, «Ωχ! Εγώ ‘μαι, η ετιά. Γιατί με κόβεις; Βάνε στη στιγμή τούς κλώνους στη θέση τους». Ο άνθρωπος που άκουσε το δέντρο να μιλάει, εκατέβηκε λιγοθυμισμένος. Σε τρεις μέρες επέθανε…» (Παραδόσεις, τ. Α΄, 1904, σ. 178-9, αρ. 326).

«Τα μεγάλα και παλαιά δέντρα είναι στοιχειωμένα, και οι άνθρωποι αποφεύγουν να κάθωνται πολλήν ώρα αποκάτω σ’ αυτά, ή να κοιμώνται στον ήσκιο των, για να μην πάθουν. Και όταν κόβουν κανένα απ’ αυτά οι ξυλοκόποι και το ιδούν πως γέρνει να πέσει, πέφτουν μπρούμυτα καταγής και δε βγάνουν μιλιά, για να μην τους εννοήσει η ψυχή του δέντρου, όταν θα βγαίνει, πως είναι εκεί, και καθώς είναι αγαναχτισμένη τους λαβώσει. Και στον κορμό στη μέση όταν κόβουν βάνουν μια πέτρα για να εμποδιστεί να μην έβγει με ορμή η ψυχή του δέντρου. Τι αλλιώς θα τους κάμει κακό και θα τους κοψομεσιάσει…» (ό.π., σ. 177-178, αρ. 324).

Yπήρχε επίσης η δοξασία ότι όποιος φυτέψει στοιχειωμένο δέντρο θα πεθάνει: «Πολλά δέντρα θεριακωμένα και μοναχικά είναι στοιχειωμένα, και τα φυλάνε το καθένα το στοιχειό του, γι’ αυτό κανείς δεν κοττάει να τα πειράξει. Και γνωρίζεται εύκολα ποιο δέντρο στοιχειώνει, γιατί πρόωρα μεγαλώνει και δυναμώνει πολύ. Oποιος φυτέψει τέτοιο μεγάλο δέντρο θα πεθάνει, γιατί χωρίς άλλο θα τον πνίξει το στοιχειό.».



Tέτοιο δέντρο είναι η καρυδιά, που με τους βαρείς χυμούς που διατρέχουν τις φλέβες της κάνει -όπως και η συκιά κι η ακακία- ίσκιο βαρύ και ανθυγιεινό. Tη βαραίνει, λέει, κατάρα, γιατί «… μαθές, σαν κρεμάσανε τον Χριστό ο Ιούδας ένιωσε τι πράμα είχε καμωμένο και δεν τ’ άντεξε η καρδιά του. 

Είδε και απόειδε, λέει, και πήε να κρεμαστεί. Δω-κει, δω-κει βρίσκει μια γερή καρυδιά και δένει το σκοινί και κρεμιέται. Κι’ από τότενες, λένε, η καρυδιά έχει ήσκιον βαρύ.» αλλά και τη συκιά«…τηνε καταράστηκε κι ο Χριστός ο ίδιος… Μια βουλά ο Χριστός πάγαινε στη στράτα με τους μαθητές του. Δεν είχανε κουμάντο (φαγητό μαζί τους). Πείναε ο Χριστός και ζύγωσε σε μια συκιά να φάει κάνα σύκο. Τηράει δω, τηράει κει ολόυρα το δέντρο, μα δε βρίσκει σύκο πουθενά. Και τότενες, λέει, την καταράστη, κι η συκιά ξεράθηκε. Κι από τότενες, λέει, ο ήσκιος της συκιάς είναι βαρύς κι άμα πας να γύρεις ‘πο κάτου σε πιάνει το κεφάλι.».

H δύναμη του «στοιχειού»
Κλαδιά δέντρων, διαφορετικά κατά περίσταση, χρησιμοποιούνται στη διάρκεια της χρονιάς για στολισμό, επίτευξη γονιμότητας, προστασία από τη βασκανία και γενικά για ευεργετική επίδραση σε ανθρώπους, ζώα και κτήματα. H ελιά, σύμβολο μακροβιότητας, γονιμότητας και ευτυχίας, εξακολουθεί να έχει τη μεγαλύτερη χρήση στα κρίσιμα περάσματα του κύκλου της ανθρώπινης ζωής (γέννηση και θάνατο) αλλά και του κύκλου του χρόνου: Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Πρωτομαγιά κ.λπ. Αλλά και το πουρνάρι, η καρυδιά, η κρανιά, η μηλιά κ.ά. χρησιμοποιούνται επίσης στον ετήσιο κύκλο.

Την παραμονή των Χριστουγέννων, αρχή του Δωδεκαήμερου, στα σπίτια άναβαν και κρατούσαν συνεχώς αναμμένη όλο το Δωδεκαήμερο, τη φωτιά στην εστία για να διώχνει τους καλλικάντζαρους. Διάλεγαν ξύλα που αργούν να καούν, ακόμη και χλωρά, και τα «πάντρευαν». O αριθμός τους συμβολίζει τον νοικοκύρη του σπιτιού ή το αντρόγυνο κ.λπ. Στα Άγραφα «… βάνουν ξύλο αγριοκερασιάς για στοίχειωμα της νοικοκυράς και κέδρου για στοίχειωμα του νοικοκύρη…»· στη Λευκάδα, αφού τοποθετήσουν στη γωνιά δυο ξύλα (ένα μεγάλο, ίσιο, αρσενικό, και ένα με παραφυάδες, θηλυκό), χύνουν επάνω σ’ αυτά λίγο λάδι και κρασί ψάλλοντας… «Ευλογητός ει, Κύριε», (ο νοικοκύρης) ανάβει τα ζευγαρωμένα ξύλα.

Tην Πρωτοχρονιά, στην Ήπειρο ρίχνουν στη φωτιά κλαδί πρίνου, λέγοντας: «… Όσα φύλλα και κλαριά, τόσα γρόσια και φλουριά.», ενώ στη Μάδυτο «θέτουν κλάδον ελαίας ως σημείον υγείας, φλουριά ως σημείον ευτυχίας…». Στην Κίο το βράδυ της παραμονής «… ο νοικοκύρης (έπαιρνε) το κλωνί το ελαιόδεντρο… και το κάρφωνε στον άγιο Βασίλη (την ψημένη πίττα) επάνω κ’ έλεγε: «Χρόνια πολλά. Με το καλό να μπη άη Βασίλης…»».

Kατά τη διάρκεια των πρωτοχρονιάτικων αγερμών, στην περιφέρεια Αδριανουπόλεως τα παιδιά γύριζαν τα σπίτια μ’ ένα κλαδί κρανιάς (σουρβάκι) και σούρβιζαν, δηλ. κτυπούσαν τον νοικοκύρην και τους οικείους εις την ράχιν, λέγοντας: «Σούρβα, σούρβα, γερό κορμί, γερό κορμί, γερό σταυρί…». Στη Σινώπη «μόλις ξημερώση την Αρχιχρονιά… ένα κορίτσι έπαιρνεν ένα κομμάτι δάφνα κ’ επήγαινε στα συγγενικά σπίτια να καλαγγιάση το οτσάκι… Πήγαινε ίσια στο τζάκι, έρριχνε τη δάφνα μέσ’ στη φωτιά και καούντανε κ’ έλεγε: «Και του χρόνου, καλές δουλειές»…».

Tην ημέρα των Βαΐων, για να στολίσουν τις εκκλησίες και να μοιράσουν τα βάγια στους εκκλησιαζόμενους, χρησιμοποιούν δάφνες, φοίνικες και ελιές. Στο Λοζέτσι της Ηπείρου,«όσες νύφες γίνουν τη χρονιά μέσα, όλες θα παν του Λαζάρου για τα βάγια. Κάθε νύφη στολίζεται με πράσινο φόρεμα, σαν το χρώμα της βάγιας, και με κόκκινη μάλλινη φούστα από μέσα… Πριν να κινήση η νύφη με τη συνοδεία της, έχει στείλει την κουνιάδα της και την αδερφή της, κορίτσια ανύπαντρα -όχι παντρεμένα, να ‘χουν και μάννα και πατέρα- και πηγαίνουν στο λόγγο. Κόβουν ένα φόρτωμα βάγια… και τα πηγαίνουν (τραγουδώντας) στ’ Αλωνάκι, όπου περιμένουν οι νύφες…».

Tο μαγιόξυλο
Tην Πρωτομαγιά σε πολλά μέρη συνηθίζεται το κύλισμα γυναικών και κοριτσιών πάνω


στη χλόη, η περίζωση της μέσης με λυγαριά κ.ά., και ο εναγκαλισμός χονδρών δένδρων. Στη Μεσημβρία «οι γυναίκες τη πρωτομαγιά γέντασ’ παρέες – παρέες… και χορεύανε, τραβουδούσανε κ’ ένα: Καλόγερε τ’ αδράχτια σου και άλλα τραβούδια, που ελέγανε και τις αποκριές… Είχανε και μια βηλάρα (φαλλόν) καμωμένη με ξύλο, τη στολίζανε με πρασινάδες και με λουλούδια και τη σερβίριζε η μια στην άλληνα και την λέγανε Μάιο».

Στην Κοζάνη «κόπτουν λυγαριάν και την τυλίσσουν περί την οσφύν, διά να γίνουν ευλύγιστοι, αγκαλιάζουν χονδρά δένδρα, διά να παχύνουν και ζήσουν, ως εκείνα, πολλά έτη». Αλλού, τα παιδιά ή και άνδρες γυρνούν την Πρωτομαγιά από σπίτι σε σπίτι κρατώντας το «μαγιόξυλο», κλαδί από κυπαρίσσι ή άλλο δένδρο, ή περιάγουν το «Mαγιόπουλο», άνδρα ή παιδί στολισμένο με άνθη. Στην Πάργα «… γύριζαν τα σπίτια και τραγουδούσαν το τραγούδι του Μαΐου, στεφανωμένα με λουλούδια και κρατώντας στα χέρια τους μεγάλους κλώνους πορτοκαλιάς ή νεραντζιάς, γεμάτους άνθη…».

Tης Πεντηκοστής στη Θράκη «καθανίνας παγαίν’ στην εκκλησιά μ’ ένα κλωνί καρυδιά στο χέρ’, για να το βάν’ να γονατίσ’ απάν’. Είναι η μέρα που περνάνε οι ψυχές τση Τρίχας το ιοφύρ’ κι όσες είναι καθαρές μπαίν’ νε στο bαράδεισο, ειδεμή πέφτ’νε μέσ’ στ’ gόλασ’». 

[Αικ. Πολυμερου-Kαμηλάκη, Διευθύντρια του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, Καθημερινή, 24grammata.com]

Διαβάστε περισσότερα... »

Κυριακή 2 Μαρτίου 2014

Ο μήνας Μάρτιος



Στο Ιουλιανό και αργότερα στο Γρηγοριανό ημερολόγιο έχει 31 ημέρες. Από τις 19 μέχρι τις 23 Μαρτίου ο ήλιος μπαίνει στον αστερισμό του Κριού. Στις 21 Μαρτίου πραγματοποιείται η αστρονομική έναρξη της άνοιξης με τη λεγόμενη «εαρινή ισημερία», δηλ. την ίση χρονική διάρκεια ημέρας και νύχτας. Το όνομα του είναι ρωμαϊκής καταγωγής. 


Είχε οριστεί ως ο μήνας του θεού Μαρς, που αντιστοιχεί με τον Άρη, το θεό του πόλεμου των αρχαίων Ελλήνων. Άλλοι υποστηρίζουν ότι ήταν αφιερωμένος στον Mercurius δηλ. τον Ερμή. 

Οι μεγάλες καιρικές μεταβολές του, έδωσαν αφορμή στη λαϊκή φαντασία να πλάσει μύθους, θρύλους, παροιμίες και παραδόσεις, που αναφέρονται στα βασικά γνωρίσματα του. 

Αρκετοί μύθοι ζητούν να αιτιολογήσουν, γιατί ο Μάρτης μια γελά και μια κλαίει.

Σύμφωνα με κάποια αθηναϊκή παράδοση, ο Μάρτης έχει δυο γυναίκες, την μια πολύ όμορφη και φτωχή, την άλλη πολύ άσκημη και πολύ πλούσια. 

Ο Μάρτης κοιμάται στη μέση. Όταν γυρίζει προς την άσκημη, κατσουφιάζει, μαυρίζει και σκοτιδιάζει όλος ο κόσμος, όταν γυρίζει από την όμορφη, γελάει, χαίρεται και λάμπει όλος ο κόσμος. Αλλά τις περισσότερες φορές γυρίζει από την άσχημη γιατί αυτή είναι πλούσια και τρέφει και τη φτωχή και όμορφη.

Άλλες ονομασίες: Ανοιξιάτης, Κλαψομάρτης, Πεντάγνωμος, Φυτευτής και Βαγγελιώτης (λόγω Ευαγγελισμού)

ΕΡΓΑΣΙΕΣ:
Όργωμα & σβάρνισμα.
Σπορά καλαμποκιού & τριφυλλιού.
Φύτεμα καλοκαιρινής πατάτας, ντομάτας, μελιτζάνας, πιπεριάς & κολοκυθιάς.
Ψεκασμός & θειάφισμα δέντρων.
Αποκοπή μικρών αρνιών από τις μάνες τους.

ΕΘΙΜΑ-ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ
«ΜΕΡΟΜΗΝΙΑ». 
Οι πρώτες μέρες του Μάρτη. Μέρες δηλ. που από τις καιρικές συνθήκες τους μπορούν να γίνουν σχετικές προγνώσεις για όλο το χρόνο.

«ΜΑΡΤΗΣ» (1/3). 
Πανελλήνιο έθιμο της πρωτομαρτιάς. Είναι η συνήθεια να δένουν οι μητέρες στο χέρι ή στο πόδι των παιδιών τον λεγόμενο «Μάρτη», κορδόνι από λευκό και κόκκινο νήμα, για να τα προφυλάξουν από τις ακτίνες του μαρτιάτικου ήλιου, οι οποίες θεωρούνται πολύ επικίνδυνες. 

Για ν’ αποτρέψουν την επίδραση του ήλιου έδεναν στον καρπό του χεριού ή και στο μεγάλο δάχτυλο του ποδιού τον «μάρτη», δηλαδή μια λινή κλωστή, άσπρη και κόκκινη ή και χρυσή, στριμμένη, αφού πριν την κρέμαγαν σε κλώνους τριανταφυλλιάς και την εκθέσουν τη νύχτα στα άστρα. Τον «μάρτη» τον φορούσαν ως την Ανάσταση.

Τότε τον έβγαζαν και τον έδεναν στην τριανταφυλλιά, για να πάρουν το χρώμα της. Αλλού τα παιδιά κρατούν τον «μάρτη» μέχρι να πρωτοδούν χελιδόνι ή πελαργό. Το δεύτερο κακό που ο λαός φοβάται, τις τρεις πρώτες, τις τρεις μεσαίες και τις τρεις τελευταίες ή τις δέκα-δώδεκα πρώτες μέρες του Μαρτίου, είναι οι Δρίμες, όντα δαιμονικά, που κάνουν κακό στα ξύλα, ρούχα και σώματα. 

Όσα πανιά πλυθούν τότε, λιώνουν, όσα ξύλα κοπούν, σαπίζουν. Γι’ αυτό ή αποφεύγουν ολότελα να πλύνουν τις μέρες αυτές ρούχα ή, αν πλύνουν, ρίχνουν στο νερό πέταλο, γιατί το σίδερο, όπως πιστεύουν, είναι γιατρικό, αποτρέπει δηλαδή τα δαιμόνια. Επίσης δε λούζονται, δεν κόβουν ξύλα και αποφεύγουν και άλλες εργασίες.

«ΧΕΛΙΔΟΝΙΣΜΑ» (1/3). 
Πρωτομαρτιάτικο έθιμο της Β. Ελλάδας & των νησιών του Αιγαίου. Ένα μελωδικό καλωσόρισμα της Άνοιξης με ειδικά τραγούδια που λέγουν τα παιδιά γυρίζοντας από σπίτι σε σπίτι κρατώντας στεφάνι λουλουδιών ή ένα κλαδί από κισσό & ομοίωμα χελιδονιού, που έχει ένα «μαγικό χαρακτήρα»:

Χελιδόνα έρχεται, από Μαύρη θάλασσα.
Θάλασσα επέρασε. Έκατσε και λάλησε…
Μάρτης μας ήρθε, τα λουλούδια ανθίζουν,
Όξω ψύλλοι και κοριοί, μέσα υγεία και χαρά…
Στην περιοχή του Πύργου Ηλείας τραγούδαγαν:
χελιδονάκι πέταξε, ήβρε κήπον κι έκατσε,
και γλυκοκελάηδησε, Μάρτη, Μάρτη μου καλέ.
Μάρτη, Μάρτη μου καλέ και Απρίλη θαυμαστέ,
τα πουλάκια αβγά γεννούν κι αρχινούν να τα κλωσούν.

Τα παιδιά, με το τραγούδι τους, επικαλούνται τα αληθινά χελιδόνια, να έρθουν στον τόπο τους και μαζί μ’ αυτά η άνοιξη. Η νοικοκυρά παίρνει λίγα φύλλα κισσού από το καλάθι της χελιδόνας, τα τοποθετεί στο κοτέτσι, για να γεννούν πολλά αυγά οι κότες, και δίνει ένα ή δυο αυγά στα παιδιά που ξεκινούν για άλλο σπίτι. Όπως είναι γνωστό, ο βαθυπράσινος κισσός είναι σύμβολο της αειθαλούς βλαστήσεως και θεωρείται μέσο ικανό να μεταδώσει τη θαλερότητα και τη γονιμότητα στις όρνιθες και τα άλλα ζώα.

Έπαιρναν για αμοιβή γλυκίσματα και χρήματα, κάτι ανάλογο με την αμοιβή από τα κάλαντα, δίνοντας ευχές για ευημερία και ευγονία. Πρόκειται για έθιμο που κατάγεται από την αρχαιότητα, όπως αποδεικνύει το «χελιδόνισμα», δηλαδή το τραγούδι της χελιδόνας, που μας παρέδωσε ο Αθήναιος γύρω στα 200μ.Χ., αλλά ανάγεται σε πολύ παλιότερα χρόνια. Η ομοιότητα του τραγουδιού με το σημερινό όχι μόνο εννοιολογική αλλά εν μέρει λεκτική, είναι ολοφάνερη

ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΣΑΡΑΝΤΑ (9 Μαρτίου)
Στη συνείδηση του λαού ο αριθμός 40 είναι ιερός. Γι’ αυτό και οι άγιοι Σαράντα, που μαρτύρησαν το 320 στη Σεβάστεια, λατρεύονται ιδιαίτερα από το λαό. Όλες οι συνήθειες και οι προλήψεις της ημέρας αυτής βάση έχουν τη θρησκευτική ή τη μαγική σημασία του αριθμού 40. 

Συνηθίζονται οι σαραντόπιττες, δηλαδή πίτες με σαράντα φύλλα, ή 40 τηγανίτες ή φαγητά από 40 ειδών χόρτα ή όσπρια που τα μοιράζουν για την ψυχή των ζωντανών. 

Κοινότατη είναι η παροιμία:
Σαράντα φας, σαράντα πιείς, σαράντα δώσ’ για την ψυχή 

ΚΑΘΑΡΗ ΔΕΥΤΕΡΑ.
Ταυτισμένη με τα Κούλουμα (ομαδική έξοδος στις εξοχές), το Γαϊτανάκι (το γαϊτανάκι ήταν ένας ειδικός χορός, στον οποίο τα καρναβάλια κινούνταν γύρω από ένα ψηλό κοντάρι, κρατώντας πολύχρωμες ταινίες, δεμένες στην κορυφή του κονταριού, "πλέκοντας" μ΄αυτό τον τρόπο το γαϊτανάκι) και το πέταγμα χαρταετών [τσερκένια (Σμύρνη), ουτσουρμάδες (Κων/πολη), πουλία (Πόντος), πετάκια (Θράκη), αετός- μύλος- ψαλίδα- άστρο-φωτοστέφανο (κυρίως Ελλάδα), φυσούνα (Επτάνησα)].

Επίσης χαρακτηριστικά της γνωρίσματα είναι η αθυροστομία, τα αλληλοπειράγματα, τα σκώμματα, η σάτιρα & το νηστίσιμο τραπέζι με τα τουρσί, κρεμμυδάκια φρέσκα, ραπανάκια, ταραμά, αλάδωτα όσπρια, τους χαλβάδες, τα θαλασσινά, τα ντολμαδάκια, μα πάνω απ’ όλα την γνωστή σε όλους μας λαγάνα (είδος ψωμιού άζυμου, δηλ. χωρίς προζύμι). 
Έθιμο που συναντάται σε όλη την Ελλάδα. Για τη μεγάλη νηστεία του Πάσχα (40 ημερών), παρίσταναν τη Μεγάλη Σαρακοστή σαν μία γυναίκα με όλα τα χαρακτηριστικά της νηστείας: ξερακιανή, αυστηρή, χωρίς στόμα, με χέρια σταυρωμένα (γιατί είναι όλο προσευχή), με σταυρό στο κεφάλι και με 7 πόδια, όσες και οι βδομάδες για το Πάσχα. 

Την έφτιαχναν από χαρτόνι ή πανί παραγεμισμένο με πούπουλα και την κρεμούσαν από το ταβάνι (σαν είδος ημερολογίου, αφού εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν ημερολόγια). Κάθε βδομάδα (ημέρα Σάββατο) που περνούσε έκοβαν κι από ένα πόδι μέχρι να φτάσει το Πάσχα. Το τελευταίο πόδι το έβαζαν μέσα σ’ ένα ξερό σύκο ή σ’ ένα καρύδι. Όποιος το ‘βρισκε ήταν ο τυχερός.

Σε μερικά μέρη, αντί του σκίτσου, οι γιαγιάδες έφτιαχναν την Κυρά-Σαρακοστή με νηστίσιμο ζυμάρι.
Αφού την έψηναν, την έβαζαν στα εικονίσματα. Κάθε Σάββατο κατέβαινε από τη θέση της για να της κοπεί ένα πόδι.


Το τραγούδι της Κυράς Σαρακοστής είναι:


Την Κυρά Σαρακοστή, που είναι έθιμο παλιό
οι γιαγιάδες μας τη έφτιαχναν με αλεύρι και νερό.
Για στολίδι της φορούσαν στο κεφάλι της σταυρό
μα το στόμα της ξεχνούσαν, γιατί νήστευε καιρό.
Και τις μέρες τις μετρούσαν με τα πόδια της τα επτά
έκοβαν ένα τη βδομάδα μέχρι να ‘ρθει η Πασχαλιά.

«Η ΦΟΒΕΡΑ ΤΟΥ ΚΟΥΚΑΡΑ» (Πόντος). 
Ο Κουκαράς ήταν ένα σκιάχτρο, που έφερνε σε θεογνωσία τους μικρούς κι ανήξερους. Ήταν ένα κρεμμύδι μεγάλο με μουστάκες (ίνες της ρίζας του), μαυρισμένο καλά. Και οι μουστάκες του καψαλισμένες για να μαυρίζουν κι αυτές. Μάτια άσπρα, φτιαγμένα με κιμωλία. Στα πλευρά του-στη μεγάλη διάμετρο της μέσης του-ολόγυρα μπηγμένα κάθετα και σε ίσα διαστήματα μεταξύ τους, 7 φτερά από κότα, ισάριθμα με τις εβδομάδες της Μεγάλης Σαρακοστής. Το έδεναν από την ουρά και το κρέμαγαν νωρίς το πρωί της Καθαρής Δευτέρας από τη μέση της οροφής της τραπεζαρίας.

25η ΜΑΡΤΙΟΥ. 
Η επέτειος της Εθνεγερσίας & ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου. Τότε οι βοσκοίτης Κρήτης οδηγούν τα αιγοπρόβατα από τα χειμαδιά στα ορεινά μέρη, σύμφωνα με την παροιμία:
«Κούρευε, κουδούνωνε και στα όρη ανέβαινε».

Ορισμένες λαϊκές συνήθειες έχουν βάση την αντίληψη ότι η εαρινή περίοδος αρχίζει την ημέρα του Ευαγγελισμού. Έτσι στην Ήπειρο τα παιδιά παίρνουν ένα ταψάκι ή ταβά χωματένιο, το χτυπούν μ’ ένακουτάλι και λένε: Φευγάτε, φίδια, γκουστερίτσια, σήμερα είναι του Ευαγγελισμού!

Αλλού τα κορίτσια βγαίνουν στους αγρούς, κάθονται πάνω στα σπαρτά και τ’ αγκαλιάζουν. Αλλού κάνουν κούνια και κουνιούνται (τραγούδια καλημεριστά). Η αποχή από κάθε εργασία την ημέρα αυτή είναι, εξαιτίας δεισιδαιμονικών φόβων, απόλυτη: δε σαρώνουν, δε βγάζουν νερό από το πηγάδι, ούτε λάδι από το κιούπι, δεν ανοίγουν σεντούκι, δεν πάνε στα περιβόλια κλπ.

Τη μέρα του Ευαγγελισμού καμιά γυναίκα δεν έπρεπε να μείνει έγκυος, έλεγε ο λαός, γιατί το παιδί θα γεννηθεί ανήμερα τα Χριστούγεννα. Και τα παιδιά που γεννιούνται Χριστούγεννα δεν προκόβουν ή γίνονται καλικαντζαράκια. Και βέβαια αυτή τη μέρα δεν κάνουν καμιά δουλειά. Ούτε το σεντούκι δεν άνοιγαν. Στη Σωζόπολη Θράκης λένε πως ούτε τα χελιδόνια φτιάχνουν τη φωλιά τους αυτή τη μέρα. Τόσο μεγάλη γιορτή είναι.

«ΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΓΡΙΑΣ». 
Λέγονται οι τελευταίες μέρες του Μάρτη. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν μια γριά που θέλησε να κοροϊδέψει τον Μάρτιο, νομίζοντας ότι γλίτωσε αρνιά και κατσίκια από το κρύο και το χιόνι του, είπε:

-Πριτς, Μάρτη μου, τα γλίτωσα τα κατσικάκια μου!

Αυτός όμως έκαμε τις τελευταίες μέρες του τόσο δυνατή κακοκαιρία, που η γριά και τα ζώα πέτρωσαν από το κρύο.

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ
«Aκόμη και στις δεκαοχτώ έχει το μάτι του ανοιχτό».

«Aκόμη στις δεκαοχτώ, ψοφάει η πέρδικα στ' αυγό. Λένε και στις τριάντα, μα δεν ηξεύρω γιάντα».

«Aν κάνει ο Mάρτης δυο νερά κι ο Aπρίλης πέντε-δέκα, να δεις το κοντοκρίθαρο πως στρίβει το μουστάκι, να δεις και τις αρχόντισσες πως ψιλοκλεισιρίζουν, να δεις και τη φτωχολογιά πως
ψιλοκοσκινάει».

«Mάρτης άβροχος, μούστος
άμετρος».

«Mάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης».

«Mάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης. Και σαν τύχει και θυμώσει, μες στο χιόνι θα μας χώσει».

«O Mάρτης το πρωί χιόνισε, κι ο γάιδαρος ψόφησε (από το κρύο). Το μεσημέρι βρώμισε (από τη ζέστη), και το βράδυ τον πήρε το ποτάμι (από τη βροχή)».

«O Μάρτης ο κλαψόγελος».

«Tο Mάρτη ξύλα φύλαγε, μην κάψεις τα παλούκια».

«Αλί στα μαρτοκλάδευτα και τ’ απριλοσκαμένα» [δηλ. Το Μάρτη δεν πρέπει να κλαδεύεται τίποτα και τον Απρίλη να σκάβεται η γη]

«Αν κάνει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλη άλλο ένα, χαρά σε εκείνον το γεωργό Που’ χει στη γη
σπαρμένα».

«Αν κάνει ο Μάρτης δυο νερά, κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σε εκείνον το ζευγά που 'χει πολλά σπαρμένα».

«Από Μάρτη καλοκαίρι κι από Αύγουστο χειμώνα».

«Από Μαρτιού πουκάμισο κι απ’ Αύγουστο σεντόνα».

«Από Μαρτιού πουκάμισο, κι απ' Αύγουστο
σεγκούνι».

«Απρίλης έχει τα χάδια κι ο Μάρτης τα δαυλιά».

«Βροντή Μαρτιού, φίλεμα με καρύδια».

«Κάλλιο Μάρτης καρβουνιάρης, παρά Μάρτης λιοπυριάρης».

«Κάλλιο Μάρτης στα δαυλιά, παρά στα προσηλιακά».

«Κάλλιο Μάρτης στις γωνιές παρά Μάρτης στις αυλές» [δηλ. Καλύτερα το Μάρτη να ‘χει κρύο παρά ζέστη]

«Καλοκαιριά της Παπαντής, μαρτιάτικος χειμώνας».

«Λείπει ο Μάρτης από τη
Σαρακοστή

«Μάρτη και Σεπτέμβρη ίσια τα μεσάνυχτα» [ισημερία]

«Μάρτης άβρεχτος, μούστος άμετρος» [δηλ. όταν ο Μάρτης δεν έχει βροχές, ωφελούνται πολύ τα αμπέλια]

«Μάρτης βρέχει,
θεριστάδες χαίρονται».

«Μάρτης βρέχει; Ποτέ μην πάψει».

«Μάρτης βροχερός,
θεριστής κουραστικός».

«Μάρτης δίμουρος. Μάρτης πεντάγνωμος».

«Μάρτης έβρεχε, Θεριστής τραγούδαγε».

«Μάρτης έβρεχε, θεριστής χαιρότανε».

«Μάρτης είναι, χάδια κάνει, πότε κλαίει, πότε γελάει».

«Μάρτης κλαψής, θεριστής χαρούμενος».

«Μάρτης πουκαμισάς, δεν σου δίνει να μασάς».

«Μη σε γελάσει ο Μάρτης το πρωί και χάσεις την ημέρα» [δηλ. μη νομίσεις ότι ο καιρός θα είναι κακός όλη την ημέρα και δεν πας στη δουλειά σου]

«Ξύλα φύλαγε τον Μάρτη, να μην κάψεις τα παλούκια».

«Ο Αύγουστος για τα πανιά κι ο Μάρτης για τα ξύλα».

«Ο ήλιος του Μαρτιού, τρυπάει κέρατο βοδιού».

«Ο καλός Μάρτης στα κάρβουνα, κι' ο κακός στον ήλιο».

«Ο Μάρτης εδιαλάλησε, μικρά μεγάλα πάνω» [δηλ. μεγαλώνουν όλα τα φυτά]

«Ο Μάρτης έχει τ' όνομα, κι ο Απρίλης τα λουλούδια».

«Ο Μάρτης ο πεντάγνωμος ώρα στον ήλιο, ώρα στον τοίχο» [δηλ. εκεί που κάθεσαι στον ήλιο, πιάνει κρύο και πας δίπλα στο τζάκι]

«Ο Μάρτης ο πεντάγνωμος, εφτά φορές χιόνισε και πάλι το μετάνιωσε που δεν εξαναχιόνισε!»

«Ο Μάρτης το πρωί πηλά (λάσπες) και το βράδυ χώματα» (το πρωί βρέχει και μέχρι το βράδυ έχει στεγνώσει).

«Ο Μάρτης το πρωί το ψόφησε, και το βράδυ το βρόμισε».

«Ο Μάρτης ως το γιόμα ψοφάει το βόδι (από το κρύο) κι ως το βράδυ το βρωμίζει (από τη ζέστη)».

«Ο Μάρτης ώρα βρέχει και χιονίζει κι ώρα μαρτολουλουδίζει».

«Όλες του Μάρτη φύλαγε και τ' Απριλίου τις δώδεκα, ότι ακόμη και στις δεκαοχτώ πέρδικα ψόφησε στ' αβγό».

«Όλοι οι μήνες καιν τα ξύλα και ο Μάρτης τα παλούκια».

«Οπού ‘χει κόρη ακριβή, του Μάρτη ήλιος μην τη δει».

«Ούτε ο Αύγουστος χειμώνας, ούτε ο Μάρτης καλοκαίρι».

«Σαν ρίξει ο Μάρτης δυο νερά κι Απρίλης άλλο ένα χαράς σ' εκείνο το ζευγά που ‘χει πολλά σπαρμένα».

«Σαν ρίξει ο Μάρτης μια βροχή κι Απρίλης άλλη μία, να δεις κουλούρες στρογγυλές και πίττες σαν
αλώνι».

«Στων αμαρτωλών τη χώρα, το Mαρτάπριλο χιονίζει».

«Τα λόγια σου είναι ψεύτικα σαν του Μαρτιού το χιόνι, που το ρίχνει από βραδύς και το πρωί το λιώνει».

«Τα παλιά παλούκια καίει, τα καινούρια πάει και φέρνει».

«Το Μάρτη ξύλα φύλαγε κι άχερα των βοδιώνε και λίγα ξυλοκέρατα να δίνεις των παιδιώνε».

«Το Μάρτη τον πεντάγνωμο οπού γελά και κλαίει, Θα τόνε τιμωρήσουμε ψέματα να μη λέει».

«Το Μάρτη φύλαε άχερα, μη χάσεις το ζευγάρι».

«Τον Μάρτη κι αν τον αγαπάς φίλο μην τον κάνεις».

«Τον Μάρτη χιόνι βούτυρο, μα σαν παγώσει μάρμαρο».

«Του Mάρτη του αρέσει, να είναι πάντα στο διπλό, μια στις δέκα να έχει ήλιο, και τις άλλες ξυλιασμό».

«Του Μάρτη και του Τρυγητή ίσα τα ημερόνυχτια».

«Του Μάρτη ο ήλιος βάφει, και πέντε μήνες δεν ξεβάφει».

«Του Μάρτη οι αυγές με κάψανε, του Μάη τα μεσημέρια».

«
Τσοπάνη μου την κάπα σου, το Μάρτη φύλαγε την».


Διαβάστε περισσότερα... »

Τά Μετρητίκια. Παλιές μονάδες μέτρησης


Κoυβέλι

Από αρχαιoτάτων χρόνων o άνθρωπoς για τις συναλλαγές τoυ, oι oπoίες γινόντoυσαν σε είδoς,
αναγκάσθηκε να βρει και να εφαρμόσει διάφoρες μoνάδες μέτρησης τις λεγόμενες μετρητίκια.

Για τα δημητριακά χρησιμoπoιoύσε τo κoυβέλι. 

Τo κoυβέλι ήταν ένα ξύλινo δoχείo, 
τo oπoίo κατασκεύαζαν ειδικoί τεχνίτες και η χωρητικότητά τoυ ανήρχετo σε 40 oκάδες.


Καντάρι

Στη συνέχεια χρησιμoπoίησαν τo καντάρι, χωρητικότητας 44 oκάδες, για την ευκoλία τoυς τo χώρισαν σε 4 τάσια (δoχεία), τo κάθε τάσι χώραγε 11 oκάδες. Τo
στατέρι (καντάρι) χρησιμoπoιείται ακόμα και σήμερα στα χωριά για τo ζύγισμα.

Πρoς μέτρηση των δημητριακών καρπών, εχρησιμoπoιείτo και τo «κoιλό
», τo oπoίo κατά τόπoυς ήταν χωρητικότητας 24 oκάδων, καμία σχέση δεν είχε με τo σημερινό κιλό. 

Αναφέρεται ότι δoχείo μέτρησης δημητριακών, ήταν και τo συνoίκι, ισoδυναμoύσε με 16 oκάδες καρπό. 

Ο πήχης

Η oυγγιά ισoδυναμoύσε με 9 δράμια ή 29 γραμμάρια. 

Για τα υγρά χρησιμoπoιoύσε τo χάλκινo δoχείo. Για τo μoύστo και τo κρασί
χρησιμoπoιoύσε την
τέσα, χωρητικότητας 3 μπότσες, η κάθε μπότσα ζύγιζε 2 oκάδες. 

Για τo λάδι και τo πετρέλαιo την oκά.
OΚΑ: μoνάδα βάρoυς στερεών και υγρών πρoϊόντων πoυ υπoδιαιρείται σε 400 δράμια και ισoδυναμεί με 1280 γραμμάρια. 

Στην Ελλάδα η πλήρης καθιέρωση του Μετρικού συστήματος, έγινε την 1η Απριλίου το 1959, οπότε αντικαταστάθηκε η μέχρι πρότινος μονάδα βάρους η οκά, από το χιλιόγραμμο (κιλό). 

Ως μoνάδα μήκoυς, χρησιμoπoιoύσαν τoν πήχη.
Είχε μήκoς από τoν καρπό έως τoν ώμo, και ισoύται με 0,64 εκατoστά τoυ μέτρoυ, υπoδιαιρείται σε 8 ρoύπια, χρησιμoπoιείτo κυρίως από τoν έμπoρo υφασμάτων. 

ΡOΥΠΙ: παλιά μoνάδα μήκoυς ισoδύναμη με 0,08 εκατ. υπoδιαίρεση τoυ πήχη.


Διαβάστε περισσότερα... »

Σάββατο 1 Μαρτίου 2014

Η Αμυγδαλιά, ο προάγγελος της άνοιξης



Άγγελος Κουγιουμτζής - Ανθισμένες αμυγδαλιές


Δημοσίευμα από τον Πρωινό Τύπο (11/03/2011) 


Αυτές τις μέρες, ο Μάρτης έκανε εκείνο που ο λαός το παρατήρησε πριν από πολλά χρόνια.

Έδειξε τα δόντια του με χιονοπτώσεις και παγετούς. 

Είναι γνωστή η παροιμιώδης φράση: «Φύλαξε ξύλα για τον Μάρτη,
να μη κάψεις τα παλούκια»· δηλώνεται ότι όλοι πιστεύουν «το Φλεβάρη κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει» και συνεπώς δεν χρειάζονται άλλα ξύλα για τις σόμπες και τα τζάκια, ξαφνικά όμως ο Μάρτης μας γυρίζει πίσω στον χειμώνα με πυκνό χιόνι και παγετό.

Ο ποιητής Γ. Δροσίνης, που είναι ο κατ’ εξοχήν ποιητής της Ανθισμένης Αμυγδαλιάς, παριστά το όλο φαινόμενο μ’ ένα στίχο αδρά χαρακτηριστικό: 


«στους κλώνους της αμυγδαλιάς σμίγουν ανθοί και χιόνια», δηλαδή τη στιγμή που το δέντρο ξεγελασμένο από κάποια προσωρινή καλοσύνεψη ανθίζει, αιφνίδια ο καιρός αλλάζει μέσα στον Μάρτη και τα άνθη του δέντρου σμίγουν με τις νιφάδες του χιονιού.


Βέβαια ο λόγος γίνεται για τις παλιές αμυγδαλιές, για τις εντόπιες, όταν ακόμα δεν είχαν φτάσει στον τόπο μας τα δέντρα της οψίμου ανθήσεως με αποτέλεσμα να καλυφθεί ο ελλαδικός χώρος από τα δέντρα αυτά με εκτατική καλλιέργεια, που δεν έμεινε πλέον περιθώριο ύπαρξης της παραδοσιακής ντόπιας μυγδαλιάς, που άνθιζε πρόωρα κι αποτελούσε τον προπομπό της άνοιξης, που μας έλεγε ότι βρίσκεται κοντά, κάπου στον δρόμο και σε λίγες μέρες φτάνει.


Ηταν, λοιπόν, η μυγδαλιά παλαιότερα ο προάγγελος της άνοιξης κι αυτός
ήταν ο λόγος που συγκέντρωνε όλη την συμπάθεια και την αγάπη των ανθρώπων. 


Με τις ξενόφερτες ποικιλίες της αμυγδαλιάς κατέρρευσαν τα πάντα γύρω
από το σύμβολο της ανθισμένης αμυγδαλιάς.
Πρώτα πρώτα η διαπίστωση που έκανε ο Θεόφραστος
«Η αμυγδαλή προανθεί δε των φύλλων και πρωιβλαστεί». 


Πιο γενικά η πίστη και η παράδοση του ελληνικού λαού, που καθιέρωσε ως αυθεντική τη γνώμη ότι η μυγδαλιά είναι ο προάγγελος της άνοιξης. 


Τα λίγα δέντρα από την παραδοσιακή αμυγδαλιά που έμειναν διάσπαρτα εδώ
και εκεί στους εγκαταλειμμένους κήπους και στους αμπελώνες συγκινούν μόνο τους ηλικιωμένους, που πρόλαβαν κι έζησαν την παράδοση γύρω από την Ανθισμένη Αμυγδαλιά. 



Οι νέοι δεν συγκινούνται όχι γιατί είναι απαθείς και αδιάφοροι, αλλά γιατί δεν γνωρίζουν τα λαογραφικά της παράδοσης κι ακόμη γιατί ο αστικός βίος εμποδίζει την αμεσότητα του ανθρώπου με τη φύση.

Λίγες ακόμα
από τις ντόπιες μυγδαλιές επιβιώνουν.

Από τον χρόνο και την εγκατάλειψη σιγά σιγά καταρρέουν αφημένες στην τύχη τους. 

Χάνεται η ειδυλλιακή τους παρουσία στους αμπελώνες συγκινούν μόνο τους ηλικιωμένους, που πρόλαβαν κι έζησαν την παράδοση γύρω από την Ανθισμένη Αμυγδαλιά.

Οι νέοι δεν συγκινούνται όχι γιατί είναι απαθείς και αδιάφοροι,
αλλά γιατί δεν γνωρίζουν τα λαογραφικά της παράδοσης κι ακόμη γιατί ο αστικός βίος εμποδίζει την αμεσότητα του ανθρώπου με τη φύση.

Λίγες ακόμα από τις ντόπιες μυγδαλιές επιβιώνουν.


Διαβάστε περισσότερα... »

Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2014

Ο φούρνος του σπιτιού, στο χωριό




Ο φούρνος που είχε παλιά κάθε σπίτι έψηνε "το νοστιμότατο χωριάτικο ψωμί, τις πίτες, τα φαγητά, τα γλυκά και τα κουλουράκια". Ψωμί αρχικά έψηναν μία φορά την εβδομάδα γιατί δεν είχαν χρόνο, επειδή ήταν ολόκληρη την ημέρα στα χωράφια. Σήμερα έχει σταματήσει να καπνίζει ή γκρέμισε από την αχρηστία.

Τα σύνεργα που χρειαζόταν ένας φούρνος ήταν:
Η σκάφη (το σκαφίδ')
που ζύμωναν τ' αλεύρι με νερό και μαγιά κι έκαναν το ζυμάρι (ζμαρ).

Η πινακωτή (πνακουτή)
, όπου άφηναν να φουσκώσει "του ζμαρ" κομματιασμένο σε τόσα μέρη όσα και τα ψωμιά (κάτι σαν το σημερινό ταψί).


Το μεσάλι, ύφασμα που σκέπαζαν την πνακωτή, μετά που έβγαινε από το φούρνο.

Το
ψωμόφκιαρο
, φτυάρι που έβγαζαν τα ψημένα ψωμιά.

Τα
καμπρούλια, δυο ξύλα που ανακάτευαν την φωτιά μέσα στο φούρνο. Πολλές φορές τα είχαν μέσα σε νερό. Στον φούρνο έκαιγαν συνήθως πουρνάρια "κλαδιά" κλπ.

Το μπελγκίρι ή η γκριμπάτσα ήταν το ξύλο, κάτι σαν πιάστρες που έβγαζαν την στάχτη από μέσα από τον φούρνο.

Τη σφούγγα (σφουγγαρίστρα).
Και οι καμάρες πλαϊνές εσοχές του φούρνου
που έβαζαν τον "ξύστρο" ένα σίδερο που έξυναν με αυτό τα τοιχώματα που ενδεχομένως είχαν φύγει οι σοβάδες. Τις περισσότερες φορές αυτά τα "σύνεργα" ήταν μαζί με τον φούρνο ή μέσα στην κουζίνα. 




Το κτίσιμο ενός χωριάτικου φούρνου
Το κτίσιμο ενός χωριάτικου φούρνου είναι μια εξειδικευμένη εργασία, που απαιτεί ειδικές γνώσεις και δεν είναι εύκολο να το κάνει ένας συνηθισμένος κτίστης. Θέλει λεπτομέρειες στην κατασκευή, γιατί δεν είναι εύκολο, από στατικής πλευράς, να σταθεί η καμάρα, που μοιάζει με το θόλο της εκκλησίας. 

Ο τεχνίτης έπαιρνε τον διαβήτη
και μετρούσε κάθε ένα κεραμίδι που τοποθετούσε και όλα είχαν την ίδια απόσταση από το κέντρο.

Ο
διαβήτης
ήταν ένα καρφί στερεωμένο στο κέντρο του φούρνου κι ένα σχοινί που περιστρεφόταν προς κάθε κατεύθυνση.

Οι άνθρωποι ξεκίνησαν να ψήνουν το ψωμί τους στη στάχτη ή χόβολη,
όπως την έλεγαν. Εκεί κατά την περίοδο της Κατοχής έψηναν την μπομπότα, που ήταν από αλεύρι καλαμποκιού (κουκλάλευρο). 

Ο φούρνος έμπαινε, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση του ιδιοκτήτη, μέσα στην κουζίνα, στην αυλή ή στον κήπο.


Ο προσανατολισμός του γινόταν ανάλογα, για να μην επηρεάζεται από τον αέρα, τη ζέστη και την βροχή.

Ο φούρνος αποτελείτο από 3 μέρη:
1) από τη βάση που στήριζε τον φούρνο, και που ήταν ένα χτιστό κατασκεύασμα με υποδοχές, για αποθήκευση ξύλων ή εργαλείων.

2) από τον
κυρίως φούρνο, με το δάπεδο όπου ακουμπούσαν τα ψωμιά, τα ταψιά κ.ά. και με το θόλο

3) από τη στέγη, που τον προφύλασσε από τη βροχή.

 

 ΠΙΝΑΚΩΤΗ
Τέλος, μπροστά στο φούρνο ήταν το πεζούλι, για να ακουμπάει η νοικοκυρά την μασιά, το φτυάρι, την πινακωτή με τα ζυμάρια και το ξύλο με το πανί (ξεπανιστήρι), για το σκούπισμα της χόβολης. 

Τα ψωμιά, μέσα στο φούρνο, ακουμπούσαν σε πυρότουβλα ή ασπρόχωμα. Δεν έβαζαν πλάκες στον φούρνο, γιατί αυτές με το κάψιμο γίνονταν ασβέστης κι ο φούρνος χαλούσε.

Ο μάστορας, σαν τελείωνε την κατασκευή, έκαιγε το φούρνο με πολλά χοντρά ξύλα, μέχρι να λιώσει το γυαλί, από ένα σπασμένο μπουκάλι, και να γίνει νερό.

Στα χωριά,
κάθε σπίτι είχε και τον δικό του φούρνο.


Διαβάστε περισσότερα... »