Ο φούρνος που είχε παλιά κάθε σπίτι έψηνε "το νοστιμότατο χωριάτικο ψωμί, τις πίτες, τα φαγητά, τα γλυκά και τα κουλουράκια". Ψωμί αρχικά έψηναν μία φορά την εβδομάδα γιατί δεν είχαν χρόνο, επειδή ήταν ολόκληρη την ημέρα στα χωράφια. Σήμερα έχει σταματήσει να καπνίζει ή γκρέμισε από την αχρηστία.
Τα σύνεργα που χρειαζόταν ένας φούρνος ήταν:
Η σκάφη (το σκαφίδ') που ζύμωναν τ' αλεύρι με νερό και μαγιά κι έκαναν το ζυμάρι (ζμαρ).
Η πινακωτή (πνακουτή), όπου άφηναν να φουσκώσει "του ζμαρ" κομματιασμένο σε τόσα μέρη όσα και τα ψωμιά (κάτι σαν το σημερινό ταψί).
Το ψωμόφκιαρο, φτυάρι που έβγαζαν τα ψημένα ψωμιά.
Τα καμπρούλια, δυο ξύλα που ανακάτευαν την φωτιά μέσα στο φούρνο. Πολλές φορές τα είχαν μέσα σε νερό. Στον φούρνο έκαιγαν συνήθως πουρνάρια "κλαδιά" κλπ.
Το μπελγκίρι ή η γκριμπάτσα ήταν το ξύλο, κάτι σαν πιάστρες που έβγαζαν την στάχτη από μέσα από τον φούρνο.
Τη σφούγγα (σφουγγαρίστρα).
Και οι καμάρες πλαϊνές εσοχές του φούρνου που έβαζαν τον "ξύστρο" ένα σίδερο που έξυναν με αυτό τα τοιχώματα που ενδεχομένως είχαν φύγει οι σοβάδες. Τις περισσότερες φορές αυτά τα "σύνεργα" ήταν μαζί με τον φούρνο ή μέσα στην κουζίνα.
Ο τεχνίτης έπαιρνε τον διαβήτη και μετρούσε κάθε ένα κεραμίδι που τοποθετούσε και όλα είχαν την ίδια απόσταση από το κέντρο.
Ο διαβήτης ήταν ένα καρφί στερεωμένο στο κέντρο του φούρνου κι ένα σχοινί που περιστρεφόταν προς κάθε κατεύθυνση.
Οι άνθρωποι ξεκίνησαν να ψήνουν το ψωμί τους στη στάχτη ή χόβολη, όπως την έλεγαν. Εκεί κατά την περίοδο της Κατοχής έψηναν την μπομπότα, που ήταν από αλεύρι καλαμποκιού (κουκλάλευρο).
Ο φούρνος έμπαινε, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση του ιδιοκτήτη, μέσα στην κουζίνα, στην αυλή ή στον κήπο.
Ο φούρνος αποτελείτο από 3 μέρη:
2) από τον κυρίως φούρνο, με το δάπεδο όπου ακουμπούσαν τα ψωμιά, τα ταψιά κ.ά. και με το θόλο
Τα ψωμιά, μέσα στο φούρνο, ακουμπούσαν σε πυρότουβλα ή ασπρόχωμα. Δεν έβαζαν πλάκες στον φούρνο, γιατί αυτές με το κάψιμο γίνονταν ασβέστης κι ο φούρνος χαλούσε.
Ο μάστορας, σαν τελείωνε την κατασκευή, έκαιγε το φούρνο με πολλά χοντρά ξύλα, μέχρι να λιώσει το γυαλί, από ένα σπασμένο μπουκάλι, και να γίνει νερό.
Στα χωριά, κάθε σπίτι είχε και τον δικό του φούρνο.
Τα σύνεργα που χρειαζόταν ένας φούρνος ήταν:
Η σκάφη (το σκαφίδ') που ζύμωναν τ' αλεύρι με νερό και μαγιά κι έκαναν το ζυμάρι (ζμαρ).
Η πινακωτή (πνακουτή), όπου άφηναν να φουσκώσει "του ζμαρ" κομματιασμένο σε τόσα μέρη όσα και τα ψωμιά (κάτι σαν το σημερινό ταψί).
Το μεσάλι, ύφασμα που σκέπαζαν την πνακωτή, μετά που έβγαινε από το φούρνο.
Το ψωμόφκιαρο, φτυάρι που έβγαζαν τα ψημένα ψωμιά.
Τα καμπρούλια, δυο ξύλα που ανακάτευαν την φωτιά μέσα στο φούρνο. Πολλές φορές τα είχαν μέσα σε νερό. Στον φούρνο έκαιγαν συνήθως πουρνάρια "κλαδιά" κλπ.
Το μπελγκίρι ή η γκριμπάτσα ήταν το ξύλο, κάτι σαν πιάστρες που έβγαζαν την στάχτη από μέσα από τον φούρνο.
Τη σφούγγα (σφουγγαρίστρα).
Και οι καμάρες πλαϊνές εσοχές του φούρνου που έβαζαν τον "ξύστρο" ένα σίδερο που έξυναν με αυτό τα τοιχώματα που ενδεχομένως είχαν φύγει οι σοβάδες. Τις περισσότερες φορές αυτά τα "σύνεργα" ήταν μαζί με τον φούρνο ή μέσα στην κουζίνα.
Το κτίσιμο ενός χωριάτικου φούρνου είναι μια εξειδικευμένη εργασία, που απαιτεί ειδικές γνώσεις και δεν είναι εύκολο να το κάνει ένας συνηθισμένος κτίστης. Θέλει λεπτομέρειες στην κατασκευή, γιατί δεν είναι εύκολο, από στατικής πλευράς, να σταθεί η καμάρα, που μοιάζει με το θόλο της εκκλησίας.
Ο τεχνίτης έπαιρνε τον διαβήτη και μετρούσε κάθε ένα κεραμίδι που τοποθετούσε και όλα είχαν την ίδια απόσταση από το κέντρο.
Ο διαβήτης ήταν ένα καρφί στερεωμένο στο κέντρο του φούρνου κι ένα σχοινί που περιστρεφόταν προς κάθε κατεύθυνση.
Οι άνθρωποι ξεκίνησαν να ψήνουν το ψωμί τους στη στάχτη ή χόβολη, όπως την έλεγαν. Εκεί κατά την περίοδο της Κατοχής έψηναν την μπομπότα, που ήταν από αλεύρι καλαμποκιού (κουκλάλευρο).
Ο φούρνος έμπαινε, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση του ιδιοκτήτη, μέσα στην κουζίνα, στην αυλή ή στον κήπο.
Ο προσανατολισμός του γινόταν ανάλογα, για να μην επηρεάζεται από τον αέρα, τη ζέστη και την βροχή.
Ο φούρνος αποτελείτο από 3 μέρη:
1) από τη βάση που στήριζε τον φούρνο, και που ήταν ένα χτιστό κατασκεύασμα με υποδοχές, για αποθήκευση ξύλων ή εργαλείων.
2) από τον κυρίως φούρνο, με το δάπεδο όπου ακουμπούσαν τα ψωμιά, τα ταψιά κ.ά. και με το θόλο
ΠΙΝΑΚΩΤΗ
Τέλος, μπροστά στο φούρνο ήταν το πεζούλι, για να ακουμπάει η νοικοκυρά την μασιά, το φτυάρι, την πινακωτή με τα ζυμάρια και το ξύλο με το πανί (ξεπανιστήρι), για το σκούπισμα της χόβολης. Τα ψωμιά, μέσα στο φούρνο, ακουμπούσαν σε πυρότουβλα ή ασπρόχωμα. Δεν έβαζαν πλάκες στον φούρνο, γιατί αυτές με το κάψιμο γίνονταν ασβέστης κι ο φούρνος χαλούσε.
Ο μάστορας, σαν τελείωνε την κατασκευή, έκαιγε το φούρνο με πολλά χοντρά ξύλα, μέχρι να λιώσει το γυαλί, από ένα σπασμένο μπουκάλι, και να γίνει νερό.
Στα χωριά, κάθε σπίτι είχε και τον δικό του φούρνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου