«Ἕλληνες ἀεί παῖδες ἐστε, γέρων δέ Ἕλλην οὐκ ἔστιν» (Πλάτων, Τίμαιος, 22b).


"Ὁμολογεῖται μὲν γὰρ τὴν πόλιν ἡμῶν ἀρχαιοτάτην εἶναι καὶ μεγίστην καὶ παρὰ πᾶσιν ἀνθρώποις ὀνομαστοτάτην· οὕτω δὲ καλῆς τῆς ὑποθέσεως οὔσης,
ἐπὶ τοῖς ἐχομένοις τούτων ἔτι μᾶλλον ἡμᾶς προσήκει τιμᾶσθαι. 24. Ταύτην γὰρ οἰκοῦμεν οὐχ ἑτέρους ἐκβαλόντες οὐδ' ἐρήμην καταλαβόντες
οὐδ' ἐκ πολλῶν ἐθνῶν μιγάδες συλλεγέντες, ἀλλ' οὕτω καλῶς καὶ γνησίως γεγόναμεν ὥστ' ἐξ ἧσπερ ἔφυμεν, ταύτην ἔχοντες ἅπαντα τὸν χρόνον διατελοῦμεν,
αὐτόχθονες ὄντες καὶ τῶν ὀνομάτων τοῖς αὐτοῖς οἷσπερ τοὺς οἰκειοτάτους τὴν πόλιν ἔχοντες προσειπεῖν".
(Ἰσοκράτης, Πανηγυρικός, στίχοι 23-24).

Τα άρθρα που φιλοξενούνται στον παρόντα ιστότοπο και προέρχονται απο άλλες πηγές, εκφράζουν αποκλειστικά και μόνον τις απόψεις των συγγραφέων τους.

Καθίσταται σαφές ότι η δημοσίευση ανάρτησης, δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά αποδοχή των απόψεων του συγγραφέως.


ΕΑΝ ΘΕΛΕΤΕ, ΑΦΗΝΕΤΕ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ, ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΑΡΘΡΟ-ΑΝΑΡΤΗΣΗ (΄κλίκ΄ στο "Δεν υπάρχουν σχόλια"). ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ.

Ακολουθήστε μας στο Facebook

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 9 Ιουλίου 2016

Ο θάνατος στην Αρχαία Ελλάδα. Στα Ηλύσια πεδία πήγαιναν οι άξιοι, στον Άδη όσοι δεν αξιοποίησαν τη ζωή και στα Τάρταρα οι εγκληματίες...


adis


Οι αρχαίοι Αθηναίοι, σύμφωνα με τους νόμους τους Σόλωνα, ήταν υποχρεωμένοι να φροντίζουν τους ηλικιωμένους γονείς τους και ακόμα να φροντίζουν τα της ταφή τους. Όποιος πολίτης παρέβαινε αυτά τα καθήκοντα, πλήρωνε πρόστιμο και έχανε τα πολιτικά του δικαιώματα, δηλαδή εθεωρείτο «άτιμος», ή και τον εξόριζαν από την πόλη. 

Αθηναίοι και Έλληνες, στην αρχαιότητα, πίστευαν πως οι θεοί προσφέρουν απλόχερα τα αγαθά στους θνητούς και αυτοί, σεβόμενοι τους αθάνατους ευεργέτες, οφείλουν να τα απολαύσουν μέχρι τελευταίας ευκαιρίας. Διαφορετικά, θα προσβάλλουν τους γενναιόδωρους θεούς. 

Σύμφωνα με τις ιδέες αυτές, λοιπόν, εκτιμούν, αγαπούν και απολαμβάνουν την επίγεια ζωή. Αντιμετωπίζουν τον θάνατο με δέος, φόβο και θλίψη, συνεπώς φοβούνται τον νεκρό, που θεωρούν «μιασμένο» (μολυσμένο). 

Ο θάνατος ήταν η συντέλεια, καθώς ελάχιστοι πίστευαν στην αθανασία της ψυχής και ό,τι αυτό συνεπάγεται. 

Ο Όμηρος διαχωρίζει την ψυχή (από το ρήμα ψύχω > πνέω – αναπνέω) σε κυρίως ψυχή ( ζωή -ανάσα – πνοή) και σε θυμό που είναι η ψυχή μας ως φορέας ψυχικών και πνευματικών ιδιοτήτων. 

Κατά τον Όμηρο, το σώμα είναι ο άνθρωπος καθαυτόν, που φθείρεται με τον θάνατο. Η ψυχή μετά θάνατον γίνεται σκιά ωχρή, χωρίς αξία, που πλανάται στον Άδη κι ύστερα εξανεμίζεται, χάνεται. 

Παρόμοιες ιδέες έχει και ο Αριστοτέλης, ο οποίος δηλώνει πως ο άνθρωπος είναι σώμα και ύλη, ψυχή και είδος. Κατά τον Αριστοτέλη η ψύχη είναι ενδιάμεσο μεταξύ ανθρώπων και θεού, γεννιέται και σβήνει με το σώμα. Μονάχα ο νους έρχεται απ΄ έξω («θύραθεν»), είναι «το ανώτερον μέρος της ψυχής, προγενέστερον και κύριον, απλούν και απαθές» και είναι ύλη. 

arxaia tafi-nekron-arxaia-ellada


Η αθανασία της ψυχής Υπέρ της αθανασίας της ψυχής τάσσονται οι Ορφικοί, οι Πυθαγόρειοι και οι Πλατωνικοί. Οι θεωρίες τους συγγενεύουν πολύ με τη μεταγενέστερη χριστιανική θεωρία περί ψυχής. Κοινή σε όλους είναι η άποψη ότι η ψυχή «ουσία άυλη, άφθαρτη και αθάνατη», «κάτι το άορατον, ασώματον, πάγκαλον και θείον», γι’ αυτό είναι αθάνατη. 

Ενώ το σώμα είναι «ορατόν και σύνθετον και γαιώδες και ανθρώπινον», γι’ αυτό είναι θνητό και πιθανόν να παραλογίζεται (Πλάτωνος, Φαίδων). Ο Σωκράτης στις τελευταίες στιγμές νιώθει πως με τον θάνατό του θεραπεύεται από τη νόσο (δηλαδή το κλείσιμο της ψυχής, μέσα στο φθαρτό σώμα). 

Για να εκφράσει, λοιπόν, την ευγνωμοσύνη του προς τον θεό Ασκληπιό, δίνει εντολή στον Κρίτωνα να θυσιάσει για λογαριασμό του έναν κόκορα. Την ίδια ερμηνεία, που θέλει το σώμα να είναι φυλακή της ψυχής, υποστηρίζουν οι Ορφικοί. Χαρακτηριστικά πρεσβεύουν πως «η ψυχή εγκαταλείπει προσωρινά το σώμα την ώρα του ονείρου και για πάντοτε την ώρα του θανάτου». Όλοι τους, επίσης, ομιλούν για δικαιοσύνη, ηθική αγνότητα και τιμωρία ή δικαίωση στον άλλο κόσμο. 


Η επικούρεια άποψη 
 Αντίποδας των προηγούμενων είναι η Επικούρεια άποψη.

Ο Επίκουρος πιστεύει πως και τα δύο μέρη της ψυχής είναι φθαρτά και υλικά
Ο Επίκουρος πιστεύει πως και τα δύο μέρη της ψυχής είναι φθαρτά και υλικά


Επικούρεια άποψη
Ο Επίκουρος δέχεται τον πλατωνοαριστοτελικό διαχωρισμό της ψυχής σε: άλογο (ψυχή – anima) και σε λογικό (νους – animus).

Όμως διαφέρει από τους άλλους, διότι πιστεύει πως και τα δύο μέρη της ψυχής είναι φθαρτά και υλικά. Βασίζεται στην ατομική θεωρία του Δημόκριτου, δηλαδή ερμηνεύει την ψυχή και τον νου ως συμπτώματα, εκδηλώσεις της ύλης. Κατά τον Επίκουρο, η ψυχή αποτελείται από λεπτότατα άτομα, διάχυτα στο σώμα, και πεθαίνει μαζί με το σώμα. 

Ενδιαφέρουσα είναι η άποψή του περί θανάτου: 

«… Άρα το πιο φρικιαστικό απ’ όλα τα δεινά, ο θάνατος, είναι ένα τίποτα για μας. Απλούστατα επειδή, ενόσω εμείς θα ζούμε, εκείνος θα είναι απών, ενώ, όταν θα εμφανιστεί, εμείς δεν θα υπάρχουμε. Ο θάνατος, λοιπόν, δεν έχει καμία σχέση ούτε με τους ζωντανούς, ούτε με τους πεθαμένους, αφού όσο οι ζωντανοί είναι ζωντανοί δεν υπάρχει, και οι πεθαμένοι, δεν θα ζουν όταν φανεί… »
(Επίκουρου, Επιστολή προς Μενοικέα, Περί Ευτυχίας). 

Η αρχαία ελληνική θρησκεία άφηνε απόλυτη ελευθερία σκέψης και έκφρασης, είχε δοξασίες με καθαρά πνευματικό περιεχόμενο και υψηλές ηθικές αξίες. Όπως λόγου χάριν, στα Ηλύσια Πεδία βασιλεύουν -μετά θάνατον- οι θνητοί που διακρίθηκαν για τις αρετές τους. Αντιθέτως, στα σκοτεινά παλάτια του Άδη οδηγούνται οι νεκροί θνητοί, όσοι δεν αξιοποίησαν τα προσόντα τους και τις δυνατότητες που τους χάρισαν οι θεοί κατά τη διάρκεια του βίου. 

Σε αυτούς συγκαταλέγεται αυτός που λαθέν βιώσας, όπως αναφέρει ο Όμηρος. Δηλαδή αυτός που πέρασε από τον εφήμερο βίο χωρίς να γίνει αντιληπτός, χωρίς να αξιοποιήσει τα χαρίσματα των θεών. Στο κατώτατο σημείο του Άδη, στα Τάρταρα, καταλήγουν όσοι έχουν διαπράξει σοβαρά εγκλήματα. Ο Τάνταλος, ο Σίσυφος, οι κόρες του Δαναού τιμωρούνται από τους θεούς και υποβάλλονται σε χωρίς τέλος μαρτυρία. 

Απόσπασμα από το βιβλίο της Άρτεμις Σκουμπουρδή, «Αθήνα: Μια πόλη μαγική» (Αθήνα, 2006, εκδόσεις Ι. ΣΙΔΕΡΗΣ)... 


Διαβάστε περισσότερα... »

Σάββατο 9 Απριλίου 2016

Τα χημικά στοιχεία τα γνωστά από τους αρχαίους χρόνους




Από την εμφάνιση του Homo habilis μέχρι και το 4000 π.Χ. περίπου, ένα διάστημα δύο εκατομμυρίων ετών, ο άνθρωπος κατασκεύαζε τα εργαλεία και τα όπλα του από πέτρα, ξύλο ή οστά. Η πέτρα ήταν το πιο ανθεκτικό από αυτά τα υλικά, επομένως τα λίθινα αντικείμενα είχαν τις περισσότερες πιθανότητες να διατηρηθούν μέχρι και σήμερα, ως τεκμήρια των αρχαίων ανθρώπινων δραστηριοτήτων. 

Αυτή η μακρά περίοδος είναι γνωστή ως Λίθινη Εποχή, ένας όρος που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Ρωμαίο ποιητή Τίτο Λουκρήτιο Κάρο (95-55 π.Χ.) και επαναφέρθηκε από έναν Δανό αρχαιολόγο, τον Christian Jurgensen Thomsen (1788-1865), το 1834.

Η Λίθινη Εποχή, με βάση τις εξελισσόμενες τεχνικές επεξεργασίας της πέτρας, χωρίζεται στην Παλαιολιθική, την Μεσολιθική και την Νεολιθική εποχή. Μερικές φορές, όμως, οι άνθρωποι της Λίθινης Εποχής έβρισκαν ορισμένες πέτρες που ήταν στιλπνές και βαρύτερες από τις συνήθεις πέτρες του ίδιου μεγέθους. Εξάλλου, όταν τις χτυπούσαν με ένα λίθινο σφυρί, δεν έσπαζαν όπως οι συνηθισμένες πέτρες, αλλά παραμορφώνονταν. 

Σήμερα υπάρχουν ψήγματα μετάλλων που είχαν υποστεί επεξεργασία από τον άνθρωπο γύρω στο 5000 π.Χ. ή και παλαιότερα. Λόγω της στιλπνότητάς τους και επειδή ο άνθρωπος, χτυπώντας τα με τον κατάλληλο τρόπο, μπορούσε να τους δώσει ενδιαφέροντα σχήματα, αρχικά χρησιμοποιήθηκαν σχεδόν αποκλειστικά ως κοσμήματα.


Οι πέτρες αυτές περιείχαν μέταλλα. Υπάρχουν δεκάδες διαφορετικά μέταλλα, τα περισσότερα όμως απαντούν με τη μορφή ποικίλων ενώσεών τους στα διάφορα ορυκτά. Μόνο τα μέταλλα που είναι αδρανή και δεν οξειδώνονται εύκολα είναι πιθανόν να βρεθούν σε ελεύθερη κατάσταση, όπως λέγεται «αυτοφυή». 

Τα μέταλλα που έχουν στατιστικά μεγάλη πιθανότητα να υπάρχουν ως αυτοφυή είναι ο χαλκός, ο άργυρος και ο χρυσός. Η σπανιότητά τους είναι εμφανής και από το γεγονός ότι η ίδια η λέξη μέταλλο, που είναι ελληνική, προέρχεται από το ρήμα «μεταλλώ», που σημαίνει «ερευνώ, αναζητώ».


Χρυσός, Au
Ένα από τα χρυσά κύπελλα που βρέθηκαν σε θολωτό τάφο στο Βαφειό της Λακωνίας και χρονολογείται στα μέσα του 15ου π.Χ. αιώνα. Εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο των Αθηνών.



Το πιο περιζήτητο από τα μέταλλα ήταν ο χρυσός, γιατί έχει το πιο όμορφο χρώμα (ένα λαμπερό κίτρινο) και ήταν το βαρύτερο και πιο αδρανές. Ο χρυσός έχει το πλεονέκτημα να μην αλλοιώνεται με την πάροδο του χρόνου. Το διεθνές όνομα του χρυσού είναι gold και είναι Αγγλοσαξωνικής προέλευσης με βάση τη ρίζα ghel που σημαίνει κίτρινο αστραφτερό.

Αντίστοιχη είναι η λέξη που χρησιμοποιείται και σε άλλες γλώσσες. Το σύμβολο του στοιχείου είναι Au και προέρχεται από το Λατινικό aurum που σημαίνει κατά λέξη «αστραφτερή αυγή» και ανταποκρίνεται πλήρως στην εμφάνιση του μετάλλου.


Άργυρος, Ag
Σύνολο ασημένιων σκευών της Ελληνιστικής περιόδου από την περιοχή της Πομπηίας

Ο άργυρος, που έχει αστραφτερό λευκό χρώμα, σκουραίνει με το πέρασμα του χρόνου. Το όνομα του στοιχείου είναι silver και πιθανότατα προκύπτει από το Αγγλοσαξωνικό seolfor για το οποίο υπάρχουν αρκετές απόψεις όσον αφορά την καταγωγή του.

Πάντως η σημασία του ήταν «εξευγενίζω με τήξη» και αναφέρεται οπωσδήποτε στη διαδικασία της μεταλλουργίας του κατά την οποία απομακρύνονται με τη διαδικασία της κυπέλλωσης. Το σύμβολο του στοιχείου είναι Ag και προκύπτει από το Λατινικό argentum το οποίο, όπως και το Ελληνικό ανάλογο «άργυρος» σημαίνει λευκός και αστραφτερός (αυτή άλλωστε ήταν και η αρχική σημασία του «αργός» στα πρώιμα Ελληνικά).

Χαλκός, Cu
Πλήρης ανασύσταση του τσεκουριού του αποκαλούμενου «ανθρώπου του Ötzi» που αποτελείται από εξαιρετικά καθαρό χαλκό


Ο χαλκός έχει χαρακτηριστικό κοκκινωπό χρώμα. Το σύμβολο του στοιχείου είναι Cu και προκύπτει από το όνομα της νήσου Κύπρου, που ήταν μια από τις μεγαλύτερες πηγές χαλκού της αρχαιότητας. Για τους Έλληνες το σχετικό ορυκτό ή και το προϊόν πριν το τελικό στάδιο της μεταλλουργίας περιγραφόταν ως Κύπριον, δηλωτικό της καταγωγής του. Η λέξη μεταφέρθηκε στα Λατινικά ως Cuprum και στη συνέχεια στην Ευρώπη κατά τους μέσους χρόνους ως kupar, copor και τελικά copper που αποτελεί και τη σύγχρονη γενική ονομασία του στοιχείου.

Όταν οι άνθρωποι ανακάλυψαν ότι μπορούν να εξαγάγουν τα μέταλλα από ορισμένα πετρώματα που ονομάζονται μεταλλεύματα, οι ποσότητες έγιναν αρκετές ώστε να μπορούν πλέον να τα χρησιμοποιούν όχι μόνο για κοσμήματα αλλά και για άλλους σκοπούς. Πιθανότατα το πρώτο μετάλλευμα που κατεργάστηκε μεταλλουργικά ήταν του χαλκού. Σε ορισμένα μεταλλεύματα, ο χαλκός απαντά ενωμένος με οξυγόνο ή άνθρακα ή και τα δύο. Η ανακάλυψη ότι ο χαλκός μπορεί να εξαχθεί σε καθαρή μορφή από αυτά τα μεταλλεύματα έγινε γύρω στο 4000 π.Χ.

Αναμφίβολα, η ανακάλυψη ήταν τυχαία. Μπορεί κάποιοι να άναψαν μια πολύ δυνατή φωτιά πάνω σε μετάλλευμα χαλκού. Τότε, λόγω της θερμότητας, ο άνθρακας που υπάρχει στο ξύλο και στο μετάλλευμα θα είχε ενωθεί με το οξυγόνο του μεταλλεύματος, σχηματίζοντας διοξείδιο του άνθρακα, ένα αέριο που θα είχε διαφύγει, αφήνοντας πίσω του μεταλλικό χαλκό. Κάποιος μπορεί να πρόσεξε τα κοκκινωπά σφαιρίδια μέσα στη στάχτη της φωτιάς.

Όταν τελικά θα κατανοήθηκαν οι περιστάσεις που οδήγησαν στο σχηματισμό τους, ο άνθρωπος θα άρχισε να αναζητά μεταλλεύματα χαλκού και να τα θερμαίνει σκόπιμα. Με τον τρόπο αυτό η φωτιά οδήγησε στην ανάπτυξη της μεταλλουργίας, δηλαδή της εξαγωγής μετάλλων από τα μεταλλεύματά τους. Μετά από αυτή την ανακάλυψη, έγινε πιο εύκολη η κατασκευή χάλκινων κοσμημάτων. Αλλά, ο χαλκός δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή εργαλείων. Ο λόγος ήταν καθαρά πρακτικός.

Η κόψη ενός εργαλείου αμβλύνεται με την χρήση, και αν το εργαλείο είναι πέτρινο, η αποκατάσταση της αρχικής του οξύτητας απαιτεί επίπονη εργασία. Αν το εργαλείο είναι χάλκινο, η αποκατάσταση γίνεται πολύ πιο εύκολα, με μερικά χτυπήματα, αλλά, στην προκειμένη περίπτωση υπάρχει το μειονέκτημα ότι το εργαλείο αμβλύνεται πολύ εύκολα. Συνεπώς, ο χαλκός δεν προσφέρεται για την κατασκευή κοπτικών εργαλείων, γιατί η κόψη τους θα έπρεπε να αποκαθίσταται μετά από κάθε χρήση, όσο ασήμαντη κι αν ήταν αυτή η χρήση.


Κασσίτερος, Sn
Μπρούτζινη πανοπλία όπως βρέθηκε σε ανασκαφή στα Δενδρά της Αργολίδας και εκτίθεται στο μουσείου του Άργους. Χρονολογείται στον 14ο αιώνα π.Χ.



Τα μεταλλεύματα χαλκού δεν είναι πάντοτε αμιγή. Μπορεί να περιέχουν και άλλες ουσίες, οι οποίες, όταν θερμανθούν, ενώνονται με τον χαλκό σχηματίζοντας ένα κράμα. Ένα τέτοιο μίγμα μετάλλων είναι αυτό που αποτελείται από χαλκό και αρσενικό. το αρσενικό όμως είναι δηλητήριο και οι άνθρωποι που το επεξεργάζονταν πιθανότατα θα αρρώσταιναν. Έτσι, αυτά τα μικτά μεταλλεύματα εγκαταλείφθηκαν. (Αυτή ήταν ίσως η πρώτη γνωστή περίπτωση στην οποία η ασφάλεια των εργαζομένων έπαιξε κάποιον ρόλο στην εξέλιξη στης τεχνολογίας).

Ευτυχώς, ανακαλύφθηκε ένα άλλο μίγμα το οποίο έδινε με την τήξη του μια σκληρή μορφή χαλκού. Ήταν το μετάλλευμα κασσιτέρου και η νέα σκληρή μορφή ήταν στην πραγματικότητα ένα κράμα χαλκού-κασσιτέρου. Το κράμα ονομάσθηκε μπρούντζος, πιθανώς από μια περσική λέξη που σήμαινε «χαλκός».

Ο μπρούντζος ήταν αρκετά σκληρός ώστε να μπορεί να ανταγωνισθεί την πέτρα. Η κόψη του διατηρούνταν περισσότερο και, φυσικά, όταν αμβλυνόταν μπορούσε να αποκατασταθεί με τα κατάλληλα χτυπήματα- αν και αυτό δεν χρειαζόταν να γίνεται συχνά. Ο μπρούντζος άρχισε να χρησιμοποιείται ολοένα και περισσότερο για εργαλεία, όπλα και πανοπλίες. Το 3000 π.Χ., η Μέση Ανατολή είχε εισέλθει ήδη στην Εποχή του Ορειχάλκου, η οποία εξαπλώθηκε σιγά-σιγά προς όλες τις κατευθύνσεις, καθώς διαδόθηκαν οι μέθοδοι για την τήξη του χαλκού και την παρασκευή ορειχάλκου.

Το μεγάλο πολιτιστικό προϊόν της Εποχής του μπρούτζου ήταν η Ιλιάδα του Ομήρου, η ιστορία του Τρωικού Πολέμου (1200 περίπου π.Χ.), στον οποίο τόσο οι Έλληνες όσο και οι Τρώες φορούσαν ορειχάλκινους θώρακες, κρατούσαν ορειχάλκινες ασπίδες και πολεμούσαν με ορειχάλκινα ξίφη και με λόγχες με ορειχάλκινες αιχμές.

Το σύμβολο του στοιχείου είναι Sn και αποτελεί συντομογραφία του stannum κι αυτό με τη σειρά του συνδέεται με το αρχαιότερο Ινδοευρωπαϊκό stagnum που είναι εμφανέστατο στους Έλληνες ότι αναφέρεται σε κάτι που στάζει. Φυσικά η αναφορά γίνεται στο χαμηλό σημείο τήξης του καθαρού μετάλλου το οποίο φαίνεται να συμπεριφέρεται ως υγρό και να στάζει κατά τη διαδικασία καθαρισμού του ή της ανάμιξής του με άλλα μέταλλα για το σχηματισμό κράματος.

Η Ελληνική ονομασία κασσίτερος σχετίζεται με τη ρίζα κασσ- που πιθανόν να σημαίνει τόπο προέλευσης. Η σύγχρονη αναφορά στο στοιχείο γίνεται ως Tin και μπορεί να ακολουθήσει μια πορεία μικρομετατροπών σε τοπικό επίπεδο από το αρχικό stannum μέσω του Ισπανικού estano στο Αγγλοσαξωνικό estean και τέλος στην τοπική διάλεκτο της Κορνουάλης που ήταν μεγάλος παραγωγός του μετάλλου τους πρώτους μ.Χ. αιώνες σε stean.


Σίδηρος, Fe
Δείγμα ορυκτού αμέθυστου που οφείλει το χρώμα του σε μικρή πρόσμιξη σιδήρου




Μουσειακό έκθεμα της πιο γνωστής εφαρμογής του σιδήρου κατά την «Εποχή του Σιδήρου». Ξίφη από ταφή πολεμιστή της Κλασικής Περιόδου




Ο σίδηρος είναι το 2ο σε αφθονία μέταλλο στον φλοιό της Γης (μόνο το αργίλιο υπάρχει σε μεγαλύτερες ποσότητες), αλλά εμφανίζεται πάντα ενωμένο με άλλα στοιχεία. Σε ελεύθερη μεταλλική μορφή υπάρχει μόνο σε μερικούς μετεωρίτες οι οποίοι τυπικά δεν αποτελούν μέρος της Γης. Κατά τα πρώτα στάδια του πολιτισμού, οι αρχαίοι έβρισκαν κατά καιρούς τέτοιους μετεωρίτες και τους χρησιμοποιούσαν.

Ο σίδηρος, σε σύγκριση με τον χρυσό, τον άργυρο και τον χαλκό, είναι ένα μέταλλο με απωθητική εμφάνιση, αλλά οι αρχαίοι διαπίστωσαν γρήγορα ότι ο σίδηρος των μετεωριτών είναι πιο σκληρός και ανθεκτικός ακόμη και από τον ορείχαλκο. Επειδή διατηρούσε την κόψη του πολύ καλύτερα από τον ορείχαλκο, ο σίδηρος είχε μεγάλη ζήτηση για την κατασκευή των κοπτικών τμημάτων των εργαλείων.

Το αποτέλεσμα είναι ότι στις περιοχές όπου άνθησαν παλαιοί πολιτισμοί δεν βρίσκουμε καθόλου σιδηρούχους μετεωρίτες, πράγμα που σημαίνει ότι είχαν χρησιμοποιηθεί.

Οι αρχαίοι δεν μπορούσαν να εξαγάγουν σίδηρο από μεταλλεύματα. Χάρη στην φωτιά από ξύλο είχαν κατορθώσει να παραγάγουν με σχετική ευκολία χρυσό, άργυρο, χαλκό, μόλυβδο, κασσίτερο και, αργότερα, ακόμη και υδράργυρο, όχι όμως και σίδηρο. Ο δεσμός του σιδήρου με τις άλλες ύλες του μεταλλεύματος είναι πολύ πιο ισχυρός και χρειάζονται υψηλότερες θερμοκρασίες για την απελευθέρωσή του.

Τελικά οι άνθρωποι παρασκεύασαν ξυλάνθρακα (κάρβουνο) καίγοντας ξύλα με ανεπαρκή παροχή αέρα, με αποτέλεσμα να απομακρύνονται οι άλλες ουσίες και να παραμένει σχεδόν καθαρός ο άνθρακας. Ο ξυλάνθρακας καίγεται με ελάχιστη φλόγα, αλλά παράγει υψηλότερες θερμοκρασίες από το ξύλο.

Γύρω στο 1500 π.Χ., οι Χετταίοι της Μικράς Ασίας ανακάλυψαν ότι μπορούσαν να εξάγουν σίδηρο από ορισμένα μεταλλεύματα, θερμαίνοντάς τα με ξυλάνθρακα. Στην αρχή όμως ο σίδηρος τους απογοήτευσε. Στην καθαρή του μορφή είναι ανθεκτικός, αλλά όχι τόσο σκληρός όσο ο καλύτερος ορείχαλκος. (Ο σίδηρος των μετεωριτών δεν είναι καθαρός. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα κράμα σιδήρου και νικελίου σε αναλογία 9 προς 1, κάτι που οι αρχαίοι δεν μπορούσαν να παρασκευάσουν, αφού αγνοούσαν το νικέλιο).

Το 1200 π.Χ., αναμφίβολα μετά από πολλές προσπάθειες και αποτυχίες, ανακαλύφθηκε ότι ο σίδηρος, αν τακεί με τον κατάλληλο τρόπο, μπορεί να προσλάβει πιο σκληρή μορφή. Αυτό συνέβη όταν ένα μέρος του άνθρακα που περιέχει το κάρβουνο αναμίχθηκε με τον σίδηρο και σχηματίστηκε το κράμα σιδήρου-άνθρακα που ονομάζουμε χάλυβα ή ατσάλι.

Το 1000 π.Χ., αυτές οι ανθρακούχες μορφές σιδήρου μπορούσαν να παραχθούν σε ποσότητες, με αποτέλεσμα να αρχίσει η Εποχή του Σιδήρου, η περίοδος κατά την οποία ο σίδηρος ήταν το κύριο μέταλλο από το οποίο κατασκευάζονταν όπλα και εργαλεία.

Ο αρχαιότερος κατεργασεμένος σίδηρος που βρέθηκε χρονολογείται περίπου στα 3.500 π.Χ. και όπως αποδείχθηκε από τη σύνθεση του κράματός του, περιείχε μεγάλο ποσοστό νικελίου και κατά συνέπεια η πηγή του αποδίδεται με βεβαιότητα σε μετεωρίτη. Τέτοια πηγή προέλευσης είχαν τα πρώτα σιδερένια τεχνουργήματα των Αιγυπτίων και Σουμερίων. Εξ αιτίας του γεγονότος αυτού, το υλικό τους (κυρίως ο σίδηρος δηλαδή) χαρακτηρίστηκε ως θεϊκό.

Η έκφραση αυτή στα Ετρουστικά είναι eisar και αποτελεί την πιο βάσιμη πηγή ονομασίας του μετάλλου καθώς εύκολα μπορεί να παρακολουθήσει κανείς τις μετατροπές του σε isern, ysern, yren στις διάφορες γλώσσες της κεντρικής Ευρώπης. Από την κατεύθυνση αυτή προέρχεται τη σύγχρονη διεθνής ονομασία Iron ενώ το σύμβολο προέκυψε από τη Λατινική ονομασία του μετάλλου, ferrum.



Μόλυβδος, Pb
Ο γαληνίτης (PbS) είναι ορυκτό και το κυριότερο μετάλλευμα του μολύβδου


Μέταλλο γνωστό από πολύ παλιά. Η αρχαιότερη ως τώρα παρουσία του καταγράφεται στο Catal Huyuk σε στρώμα που χρονολογήθηκε στο 6.500 π.Χ. Στις ανασκαφές της πόλης Ashur βρέθηκε ένα γιγαντιαίο κομμάτι βάρους 400 κιλών πιθανότατα μέρος αποθήκης με στόχο τη μεταφορά του είτε συνολικά είτε εν μέρει προς κάποιο μεταλλοτεχνίτη.

Το Ελληνικό όνομα είναι πιθανότατα δάνειο από προ-Ελληνική γλώσσα και πολλοί θεωρούν ότι αντιστοιχεί στο μεταγενέστερο «πελιός» που σημαίνει κυανό-μαύρο. Πάντως είτε μέσω των Ελληνικών είτε μέσω προγενέστερης κοινής γλώσσας ο Λατινικός όρος έγινε γνωστός ως plumbum και έδωσε στο στοιχείο το σύμβολό του. Άγνωστης ετυμολογίας είναι η Αγγλική λέξη που χαρακτηρίζει το στοιχείο και η οποία είναι η σύγχρονη επιστημονική του ονομασία (lead).



Υδράργυρος, Hg
Τεμάχιο από ορυκτό κιννάβαρι (HgS)





Κάτοπτρο υγρού υδραργύρου χρήσιμο στην αστρονομία


Όλοι οι αρχαίοι πολιτισμοί φαίνεται να γνώριζαν το μέταλλο με τη χαρακτηριστική ιδιότητα να είναι υγρό (ευκίνητο). Σε καθαρή μεταλλική μορφή βρίσκεται τουλάχιστον από το 1.500 π.Χ. Το κυριότερο ορυκτό είναι το θειούχο που έχει το όνομα κιννάβαρι και από το οποίο προκύπτει πολύ εύκολα.

Η κύρια χρήση του ήταν στη μεταλλουργία άλλων μετάλλων με τη μέθοδο του σχηματισμού αμαλγάματος (Ελληνική λέξη που προέρχεται από την ιδιότητα των κραμάτων του να μαλάσσονται δηλαδή να πλάθονται εύκολα, η αντίστοιχη διεθνής ορολογία είναι amalgam). Σε μεταγενέστερους χρόνους έγινε χρήση της ιδιότητάς του αυτής με στόχο την κατασκευή επιχρυσωμένων και επαργυρωμένων επιφανειών.

Στη διαδικασία αυτή ένα στρώμα αμαλγάματος επικάλυπτε την επιφάνεια και στη συνέχεια το σύστημα θερμαινόταν έτσι ώστε να απομακρυνθεί ο υδράργυρος. Με επανάληψη της διαδικασίας για αρκετές φορές μπορούσε να αποτεθεί τελικά ένα λεπτό στρώμα του επιθυμητού μετάλλου.

Το όνομα του στοιχείου είναι χαρακτηριστικό της ιδιότητάς του, δηλαδή υγρός άργυρος. Κατά πολλούς ήταν ο φορέας της απόλυτης ιδεατής ιδιότητας του μετάλλου και για το λόγο αυτό αποτέλεσε ένα από τα στοιχεία που μελετήθηκαν εξονυχιστικά από τους αλχημιστές. Το Ελληνικό όνομα μεταφράστηκε απολύτως στα Λατινικά ως Hydrargyrum και έδωσε το σύμβολο του στοιχείου ως Hg.

Άλλες ονομασίες σε διάφορες γλώσσες δίνουν την ίδια σημασία καθώς και το «ζωντανός άργυρος» ενώ η επίσημη σύγχρονη ονομασία του στοιχείου προέρχεται μεν από την Αγγλική γλώσσα και είναι Mercury, αντιστοιχεί όμως στην ιδιότητά του να είναι υγρό και άρα ευκίνητο στοιχείο όπως και ο θεός Mercury των Λατίνων, αντίστοιχος του Ελληνικού Ερμή που ήταν ο θεϊκός αγγελιοφόρος.


Θείο, S

Απόθεση καθαρού θείου στην πλαγιά ηφαιστείου

Ένα από τα δύο μη μεταλλικά στοιχεία που ήταν γνωστά στους αρχαίους. Στα Ελληνικά είναι γνωστό ως θείο και σχετίζεται με την παρουσία του στα ηφαίστεια που θεωρούνταν κατεξοχήν μέρη διαμονής του θεού Ηφαίστου ή, σύμφωνα με άλλους, σχετίζεται και πάλι με τη φωτιά αλλά αυτή που εξαπέλυε με τους κεραυνούς του ο πατέρας θεών και ανθρώπων Ζεύς.

Το σύμβολο και το όνομα του στοιχείου, sulfur έχουν Λατινική προέλευση (sulpur) αν και δεν είναι ξεκάθαρη η πηγή της. Επειδή υπάρχουν όμως αρκετές σχετικές ρίζες σε διάφορες Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, όπως π.χ. swefel, swebal, swel, φαίνεται ότι έχουν κοινή καταγωγή από την πρωτο-ινδοευρωπαϊκή γλώσσα και έχουν όλες το νόημα του υλικού που καίγεται.

Η καύση του άλλωστε ήταν πολύ γνωστή από παλιά όσον αφορά τον απολυμαντικό της χαρακτήρα (μέσω των τοξικών οξειδίων του θείου που παράγονται) και αναφέρεται ήδη στους αρχαϊκούς χρόνους από τον Όμηρο ως μέσο εξαγνισμού.

Στη σύγχρονη εποχή τα οξείδια του θείου αποτελούν ένα από τους περιβαλλοντικά επιζήμιους παράγοντες καθώς με την ενσωμάτωσή τους σε νέφη μετατρέπονται σε αντίστοιχα οξέα του θείου και η επακόλουθη βροχή μεταφέρει στην περιοχή όπου πέφτει ένα αραιό διάλυμα αρκετά ισχυρών οξέων (όξινη βροχή) που καταστρέφουν τόσο το έδαφος όσο και την υπάρχουσα βλάστηση καθώς και την επιφάνεια αρκετών ανθρώπινων κατασκευών.

Άνθρακας, C




Δύο μορφές του άνθρακα, αδάμας και γραφίτης



Εφαρμογή υψηλής τεχνολογίας βασισμένη σε ανθρακονήματα. Η ζάντα αυτή αυτοκινήτου ζυγίζει μόνο 2,8 χιλιόγραμμα και έχει αντοχή καλύτερη από τις τυπικές ζάντες αλουμινίου οι οποίες παρεμπιπτόντως ζυγίζουν τουλάχιστον το τετραπλάσιο

Οι δύο κυριότερες μορφές στις οποίες απαντά το στοιχείο είναι γνωστές από παλιά. Αναφορά σε διαμάντια φαίνεται να γίνεται για πρώτη φορά περίπου το 2.500 π.Χ. στην Κίνα ενώ οι Ρωμαίοι είχαν γνώση της παραγωγής ξυλάνθρακα από ξύλα. Το 1772 ο Lavoisier έδειξε ότι το διαμάντι είναι μορφή άνθρακα καίγοντας δύο δείγματα από τα δύο υλικά και καταγράφοντας ότι κανένα δε σχημάτισε υδρατμούς ενώ το ποσό του διοξειδίου του άνθρακα που έδωσαν ήταν ίδιο ανά γραμμάριο καιόμενης ουσίας.

Το 1779 ο Scheele έδειξε ότι και ο γραφίτης που ως τότε θεωρούνταν μια μορφή του μολύβδου, ήταν επίσης άνθρακας. Το 1786 τέλος, οι Berthollet, Monge και Vandermonde έκαναν ένα πείραμα αντίστοιχο με του Lavoisier με το γραφίτη και επιβεβαίωσαν την παρατήρηση του Scheele.

Το όνομα που έδωσαν στο στοιχείο αυτό ήταν carbone ή στην επίσημη Λατινική εκδοχή του carbonum, ως παράγωγο της αρχικής Λατινικής ονομασίας carbo για το κάρβουνο.

πηγή-chem.auth.gr
Διαβάστε περισσότερα... »

Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2015

Η μοναδικότητα των Αττικών αγγείων





ΤΟ «ΝΑΝΟ-ΧΩΜΑ» ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Αποκαλύπτεται ότι τα αγγεία της Αττικής είχαν ιδιότητες νανοϋλικού και μελετώνται από τη… NASA!

Υπάρχει τίποτε πιο ταπεινό από το χώμα; Και όμως, ακόμη και τα πιο ταπεινά πράγματα, αν κάποιος τα αξιοποιήσει σωστά, μπορούν να γίνουν όχι μόνο πολύτιμα αλλά και προσοδοφόρα. Παρ’ ότι ο Πλάτων θεωρούσε τον πηλό κάτι εντελώς κοινό και τετριμμένο – «των φαύλων και προχείρων» -, οι ίδιοι οι σύγχρονοί του τον διέψευσαν. 

Οι αρχαίοι κεραμείς της Αθήνας πήραν το κοινό χώμα της Αττικής στα χέρια τους και το μετέτρεψαν σε πραγματικό χρυσάφι αφού τα αγγεία τους μονοπώλησαν τις διεθνείς αγορές της εποχής τους. Το μετέτρεψαν επίσης σε ένα σπάνιο υλικό. Το περίφημο μελανό υάλωμα των αττικών αγγείων, αυτό που πολλοί προσπάθησαν αλλά κανένας δεν κατόρθωσε να μιμηθεί, είναι στην ουσία ένα νανοϋλικό με ιδιαίτερες χημικές και μηχανικές ιδιότητες. Τέτοιες ώστε πρόσφατα προσείλκυσε το ενδιαφέρον της NASA η οποία αναζητεί στη σύστασή του μυστικά για να βελτιώσει τη μόνωση των διαστημοπλοίων της.

Κάποτε, γράφει ο Ηρόδοτος, ένα καράβι έφυγε φορτωμένο με εμπορεύματα από την Ελλάδα και, αφού έφθασε ως την Ισπανία, γύρισε πίσω με «τζίρο» χίλιες φορές την αξία του φορτίου του. Ακόμη και αν αυτός ήταν ένας «αστικός μύθος» της αρχαιότητας, το βέβαιο είναι ότι για μεγάλο διάστημα υπήρξε ένα εξαγωγικό προϊόν το οποίο μπορούσε να «πιάσει» υπέρογκες τιμές φέρνοντας μεγάλα κέρδη στους εμπόρους, αλλά και στους δημιουργούς του: τα ερυθρόμορφα αττικά αγγεία. Επί τρεις ολόκληρους αιώνες έκαναν θραύση – αν αυτή η έκφραση μπορεί να επιτραπεί για ένα τέτοιο υλικό – στις ξένες αγορές, μετατρέποντας κυριολεκτικά το χώμα σε χρυσάφι και χαρίζοντας στην Αθήνα ένα ασυναγώνιστο μονοπώλιο στον τότε γνωστό της κόσμο.

Σήμερα η αξία τους είναι ανεκτίμητη και ασκούν την ίδια γοητεία ως τα πέρατα της Γης• στους επισκέπτες που σπεύδουν να τα θαυμάσουν στα μουσεία εντός και εκτός Ελλάδας και στους συλλέκτες που δίνουν πολλά για να τα αποκτήσουν. Πρόσφατα απέσπασαν επίσης το ενδιαφέρον ενός μάλλον απρόσμενου θαυμαστή: της NASA. Μια θυγατρική της αμερικανικής διαστημικής υπηρεσίας ξεκίνησε μαζί με το Μουσείο Γκετί – και με μια παχυλή χρηματοδότηση 800.000 δολαρίων – μελέτες για να διερευνήσει τη σύστασή τους.

Το μελανό υάλωμα «γυάλισε» στη NASA
Η NASA ενδιαφέρεται κυρίως για το περίφημο μελανό υάλωμα των αγγείων, αναζητώντας σε αυτό μυστικά που θα μπορούσαν να τη βοηθήσουν να βελτιώσει την ανθεκτικότητα των κεραμικών που χρησιμοποιεί για τη μόνωση των διαστημοπλοίων της. Εδώ όμως μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι η αντίστοιχη έρευνα από έλληνες επιστήμονες βρίσκεται… έτη φωτός μπροστά.




Όχι μόνο γιατί έχει ξεκινήσει δεκαετίες νωρίτερα έχοντας στη διάθεσή της απολύτως πιστοποιημένα δείγματα από τις αρμόδιες Εφορείες Αρχαιοτήτων, αλλά, επιπλέον, επειδή από τη θεωρία του εργαστηρίου έχει περάσει στην πράξη. Για να κάνουν καλύτερες συγκρίσεις και να γνωρίσουν τη δουλειά «από μέσα», οι ερευνητές φτιάχνουν μάλιστα οι ίδιοι τεχνολογικά πιστά αντίγραφα αρχαίων κεραμικών τόσο κοντινά στα αρχικά ώστε να χρειάζονται ειδική σήμανση με ιχνοστοιχεία προκειμένου να αποφευχθεί η παράνομη πώλησή τους ως αυθεντικών.

Τι ήταν αυτό που έκανε τα αττικά αγγεία τόσο ιδιαίτερα και τόσο δύσκολα στην απομίμησή τους ακόμη και από τους σύγχρονούς τους επίδοξους αντιγραφείς, που γνώριζαν την κεραμική τέχνη εκείνης της εποχής πολύ καλύτερα από εμάς; Το μυστικό, όπως έχουν ανακαλύψει σήμερα οι ειδικοί, βρίσκεται στην άργιλο.

Η αττική γη πρόσφερε στους κεραμείς της τις κατάλληλες πρώτες ύλες ώστε να επιτύχουν όχι μόνο ένα υάλωμα με μοναδικό χρώμα και αντοχή, αλλά και ένα «σώμα» εξαιρετικής ποιότητας. Και φυσικά αυτοί εκμεταλλεύθηκαν επάξια το δώρο βάζοντας όλη την τέχνη και τη δημιουργικότητά τους.


Νανοϋλικό δοκιμασμένο για χιλιετίες



Οι Αθηναίοι προτιμούσαν συχνά τα σκεύη τους – όπως αυτή η μελαμβαφής λεκανίδα με πώμα – να είναι λιτά, χωρίς άλλη διακόσμηση πέρα από το στιλπνό μελανό υάλωμά τους.

Αυτό είναι όμως μόνο ένα από τα πολλά μυστικά που τα αττικά αγγεία κρατούσαν επί χιλιετίες καλά κρυμμένο. Αν και αποτέλεσαν αντικείμενο εξέτασης, κυρίως από ξένους μελετητές, εδώ και αιώνες, η σύστασή τους άρχισε να αποκρυπτογραφείται μόλις από τη δεκαετία του 1990 και μετά, από επιστήμονες του ΕΚΕΦΕ Δημόκριτος, χάρη στην ανάπτυξη των σύγχρονων μικροαναλυτικών τεχνικών. Η πρώτη και η πιο αναπάντεχη ίσως για όσους δεν ασχολούνται με τις θετικές επιστήμες διαπίστωση ήταν ότι, αν και αρχαία, η βαφή τους ανήκει στα υλικά της τελευταίας λέξης της τεχνολογίας, σε αυτά που σήμερα ονομάζουμε νανοϋλικά.

«Αν περιγράψουμε το αττικό υάλωμα με μοντέρνους όρους θα λέγαμε ότι είναι ένα νανοϋλικό», λέει μιλώντας στο «Βήμα» η Ελένη Αλούπη, η οποία ασχολήθηκε με τη μελέτη της σύστασης των αττικών αγγείων κατά τη διάρκεια της διατριβής της στο ΕΚΕΦΕ Δημόκριτος και σήμερα έχει ιδρύσει τη «Θέτις Authentics» εταιρεία ασχολούμενη με τη μελέτη και την πιστοποίηση της αυθεντικότητας αρχαίων αντικειμένων, καθώς και το Εργαστήριο «Θέτις» για την παραγωγή τεχνολογικά αυθεντικών αντιγράφων αρχαίων κεραμικών σαν αυτά που βλέπουμε στους σταθμούς του μετρό και στα πωλητήρια αρκετών μουσείων. «Πρόκειται για ένα αλκαλο-αργιλοπυριτικό γυαλί το οποίο χρωματίζεται από νανοκρυστάλλους μαγνητίτη» εξηγεί. Σε τι διαφέρει από τα κοινά γυαλιά; «Εχει υψηλό ποσοστό οξειδίου του αργιλίου, το οποίο συμμετέχει στη διαμόρφωση του γυαλιού εξίσου με το οξείδιο του πυριτίου, γεγονός το οποίο του προσδίδει πολύ μεγάλη ανθεκτικότητα στη διάβρωση και ιδιαίτερη μηχανική αντοχή».

Οι νανοκρύσταλλοι του μαγνητίτη είναι αυτοί που δίνουν στο αττικό μελανό υάλωμα το μοναδικό «μαύρο-μπλε» χρώμα του. «Το μελανό χρώμα είναι αποτέλεσμα της διασποράς των μαύρων νανοκρυστάλλων μέσα στο διάφανο αλκαλο-αργιλοπυριτικό γυαλί που παίρνει μια μπλε απόχρωση από ίχνη δισθενούς σιδήρου» διευκρινίζει η χημικός. Ο σχηματισμός των νανοκρυστάλλων μαγνητίτη είναι αποτέλεσμα τόσο της σύστασης της πρώτης ύλης – δηλαδή της αργίλου – που χρησιμοποιείται για την παρασκευή της βαφής των αγγείων όσο και μιας σχολαστικής διαδικασίας όπτησης σε συγκεκριμένες θερμοκρασίες.





Αμφορέας του ζωγράφου του Διπύλου 
Στο ύψος των λαβών του αγγείου αναπτύσσεται το κύριο θέμα που είναι η πρόθεση του νεκρού. Πάνω στο νεκρικό κρεβάτι βρίσκεται το σώμα μιας νεκρής. Κανονικά είναι σκεπασμένη με το σάβανο, που έχει αβακωτό σχέδιο, παρόλα αυτά είναι ορατή. Δεξιά της βρίσκονται ένα παιδί και έξι άνδρες και αριστερά της 7 άνδρες, οι οποίοι έχουν τα χέρια στο κεφάλι, προφανώς σε στάση θρήνου. Ο αμφορέας χρησίμευε ως σήμα πάνω στον τάφο κάποιας Αθηναίας.-Ύστερη Γεωμετρική περίοδος- Ύψος 1,55 εκ. Αθήνα. ΕΑΜ

Αργιλόχρωμα αυστηρών προδιαγραφών
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Η βαφή των αττικών αγγείων είναι ουσιαστικά ένα αργιλόχρωμα -παρασκευάζεται δηλαδή από άργιλο. Οχι όμως από οποιαδήποτε άργιλο, όπως έχουν ανακαλύψει οι επιστήμονες. Οι κεραμείς της αρχαίας Αθήνας επέλεγαν με μεγάλη προσοχή την πρώτη ύλη τους ανάλογα με το αποτέλεσμα που ήθελαν να επιτύχουν – πράγμα που σημαίνει ότι γνώριζαν πολύ καλά τις ιδιότητές της – και αυτό φαίνεται ακόμη και από το γεγονός ότι χρησιμοποιούσαν διαφορετική άργιλο για τη βαφή και διαφορετική για το σώμα των αγγείων τους.

Για να δώσει η βαφή το επιθυμητό άψογο μελανό υάλωμα, η πρώτη ύλη της έπρεπε να είναι μια άργιλος πλούσια σε αργιλικά ορυκτά, σίδηρο και κάλιο και φτωχή σε οξείδια του ασβεστίου (έτσι μόνο μπορούσε να παραγάγει τις αντιδράσεις που οδηγούν στον σχηματισμό του μαγνητίτη). Παράλληλα έπρεπε όταν αναμειγνυόταν με νερό να σχηματίζει ένα κολλοειδές αιώρημα (ένα αιώρημα με κόκκους μικρότερους των 0,3 μικρών που θεωρητικά μένει εν αιωρήσει επ’ άπειρον). Το αιώρημα αυτό όταν συμπυκνωνόταν έδινε μια υπέρλεπτη «αργιλική βαφή» (έναν «μπαντανά», όπως το λένε παραδοσιακά κεραμείς και αγγειοπλάστες) με την οποία διακοσμούνταν τα αγγεία που είχαν πλαστεί στον τροχό και στη συνέχεια ψήνονταν με μια πολύ συγκεκριμένη διαδικασία και σε πολύ συγκεκριμένες θερμοκρασίες.


Το νυφικό ζευγάρι με τον πάροχο, παράνυμφο , καθισμένοι πλάτη με πλάτη. Αττική λήκυθος του 550 π.Χ. από τον ζωγράφο του Άμαση. Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης.ΝΥ.


Τριπλό ψήσιμο σε διαφορετικές θερμοκρασίες

Η διαδικασία της όπτησης περιλάμβανε τρία στάδια: οξείδωσης, αναγωγής και πάλι οξείδωσης, όπως θα σας πουν οι ειδικοί. Στο πρώτο στάδιο της οξείδωσης ανέβαζαν τη θερμοκρασία του φούρνου με την παροχή οξυγόνου: ο θάλαμος όπου ψήνονταν τα αγγεία επικοινωνούσε με το κάτω μέρος, όπου καίγονταν τα ξύλα, ενώ ένα άνοιγμα από επάνω άφηνε να φύγουν τα αέρια που παράγονταν από την καύση. Οταν έφθαναν στην επιθυμητή θερμοκρασία και η βαφή άρχιζε να υαλοποιείται, σφράγιζαν τον κλίβανο διακόπτοντας την παροχή οξυγόνου και μειώνοντας με τον τρόπο αυτόν τη θερμοκρασία.

Σε αυτό το στάδιο, της αναγωγής, σχηματίζονται οι νανοκρύσταλλοι του μαγνητίτη και παράγεται το μαύρο χρώμα. Η τελική φάση της οξείδωσης, όπου ανέβαινε και πάλι η θερμοκρασία, ήταν απαραίτητη για να επιτευχθεί η χρωματική αντίθεση του μελανού πάνω στο ερυθρό υπόβαθρο. «Στο στάδιο της οξείδωσης έχουμε το οξείδιο του τρισθενούς σιδήρου, τον αιματίτη, που είναι κόκκινο. Στο στάδιο της αναγωγής δημιουργείται ένας σπινέλιος, ο μαγνητίτης, που έχει θέσεις δισθενούς και τρισθενούς σιδήρου και είναι μαύρος, ενώ παράλληλα το στρώμα της βαφής υαλοποιείται»εξηγεί η κυρία Αλούπη. «Στο τελευταίο στάδιο της επανοξείδωσης χρειάζεται προσοχή ώστε να μην ανέβει πολύ η θερμοκρασία γιατί το υάλωμα θα ξανακοκκινίσει».

Μάτι-θερμόμετρο!
Το εύρος θερμοκρασιών για το οποίο μιλάμε είναι πολύ μικρό. «Η καλύτερη ποιότητα αυτού του υλικού επιτυγχάνεται σε θερμοκρασίες από 880 ως 950 βαθμούς» τονίζει η ερευνήτρια. Πώς μπορούσαν στην αρχαιότητα, χωρίς θερμόμετρα και θερμοστάτες, να υπολογίσουν τη θερμοκρασία του φούρνου με τόση ακρίβεια; 

Με το μάτι, μας απαντά η ειδικός, και αυτός ήταν ένας λόγος για τον οποίο η δουλειά του «ψήστη» σε ένα εργαστήριο κεραμικής ήταν πολύ σημαντική: «Αν μιλήσετε με παραδοσιακούς κεραμίστες, που έψηναν σε φούρνο με ξύλα, ξέρουν πολύ καλά τις κατάλληλες θερμοκρασίες από τη λεγόμενη ακτινοβολία μέλανος σώματος – την ακτινοβολία που εκπέμπει ένα σώμα όταν πυρακτώνεται. Ο έμπειρος κεραμέας από το χρώμα του φούρνου καταλαβαίνει ποια είναι η κατάλληλη θερμοκρασία. Στους 720 με 730 βαθμούς ο φούρνος γίνεται πορτοκαλί, στους 800 αρχίζει και κοκκινίζει και μετά αρχίζει να ασπρίζει. Στους 950 βαθμούς ο φούρνος λάμπει εσωτερικά. Στους 1.000 είναι κατάλευκος».

Ολα αυτά υποδηλώνουν ότι οι αρχαίοι κεραμείς της Αττικής δεν διέθεταν μόνο ταλέντο, αλλά και ένα πολύ υψηλό επίπεδο τεχνολογίας. «Και ένα τέτοιο υψηλό επίπεδο δείχνει συνειδητότητα και στην επιλογή των υλικών τους και αυτό δεν φαίνεται μόνο στη βαφή αλλά και στα υλικά που χρησιμοποιούσαν για το σώμα. Είναι τυποποιημένα και για τον λόγο αυτό θα πρέπει ίσως να σκεφτόμαστε μια κεντρική διάθεση» υπογραμμίζει η κυρία Αλούπη.


Ένα χώμα για πηλό και για… τσιμέντο







Αυτή η λίμνη του Πανάκτου, σε μια έκταση μεταξύ Αττικής και Βοιωτίας που σήμερα εκμεταλλεύεται ο όμιλος Τιτάν, αποτέλεσε πηγή αργίλου για το μαύρο υάλωμα των αττικών αγγείων.

Ειδικά η άργιλος της βαφής έπρεπε να είναι μια ιλλιτική άργιλος, πλούσια σε οξείδια του σιδήρου, με χαμηλό ασβέστιο και χωρίς οργανικά υλικά ή μαρμαρυγία. Λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά αυτά η ερευνήτρια προσπάθησε να εντοπίσει στην Αττική κοιτάσματα με κοκκινοχώματα από τα οποία θα μπορούσε να προέρχεται: ένας «υποψήφιος» εντοπίστηκε σε μια λίμνη στο οροπέδιο του Πανάκτου, μεταξύ Αττικής και Βοιωτίας, σε μια έκταση που σήμερα εκμεταλλεύεται η τσιμεντοβιομηχανία Τιτάν. Για να πιστοποιηθεί ωστόσο η προέλευση της αργίλου από ένα συγκεκριμένο μέρος πρέπει να γίνει σύγκριση ιχνοστοιχείων σε αρχαία και σύγχρονα δείγματα – κάτι το οποίο με τις υπάρχουσες τεχνικές δεν φαινόταν μέχρι πρότινος εφικτό.

Σε μια πρόσφατη συνεργασία με τους ερευνητές του εργαστηρίου του επιταχυντή ATOMKI-HAS της Ουγγαρίας οι κυρίες Αλούπη και Αρτεμη Χαβιαρά, η οποία κάνει τη διδακτορική διατριβή της στη «Θέτις» στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος Marie-Curie NARNIA, κατόρθωσαν να προχωρήσουν σε μια πρώτη ανάλυση δειγμάτων όχι μόνο από το Πάνακτο, αλλά και από την Ανατολική Αττική, το Μαρκόπουλο, το Κορωπί και άλλες γύρω περιοχές.«Μόλις πρόσφατα βγήκαν τα πρώτα αποτελέσματα» λέει η ειδικός. «Έχουμε αναλύσει 45 δείγματα, αρχαία και νέα, και βλέπουμε πώς αυτά ομαδοποιούνται. Δείχνουν ότι υπάρχουν παραπάνω από μία τοποθεσίες που μας δίνουν καλής ποιότητας υάλωμα, το οποίο είναι συγκρίσιμο με τα αρχαία ως προς τα ιχνοστοιχεία, και τώρα είμαστε στο στάδιο που πρέπει να αυξήσουμε τη στατιστική μας».




Τριφυλλόσχημη οινοχόη. Στον ώμο του αγγείο εικονίζονται πέντε μεγάλα τρίγωνα τα οποία είναι γεμάτα με διασταυρούμενες γραμμές. Υψηλή διπλή λαβή. Κατασκευάστηκε στην Αθήνα.-ύψος 14 εκ. 900 π.Χ. Boston, mfa


Συνθέτοντας αυτές τις πληροφορίες, σε συνδυασμό και με άλλες έρευνες (μια εγκατάσταση πιθανώς παραγωγής αργιλόμαζας που έχει ανασκαφεί στον Άγιο Κοσμά από τη Β’ ΕΠΚΑ πιστεύεται π.χ. ότι μάλλον τροφοδοτούσε τους κεραμείς από τη Μυκηναϊκή εποχή για να φτιάξουν μεγάλα αγγεία σε σχήμα «μπανιέρας» που διατίθεντο στον Αργοσαρωνικό), ίσως σε λίγο να έχουμε στα χέρια μας έναν πολύτιμο για τους αρχαιολόγους και για όσους ασχολούνται με την πιστοποίηση της αυθεντικότητας «χάρτη του πηλού» της αρχαίας Αττικής. Ενός πηλού ο οποίος δεν έπαιξε καθοριστικό ρόλο μόνο στη βαφή, αλλά και στο σώμα και στον συνδυασμό τους. Γιατί όπως μας λέει η κυρία Αλούπη, οι απόπειρες αγγείων με σώμα από πηλό από άλλες περιοχές (π.χ. την Κόρινθο) τις περισσότερες φορές δεν δίνουν το κατάλληλο «υπόστρωμα»: η βαφή δεν εφαρμόζει καλά σε αυτά και ξεφλουδίζει.

Από το Ιράκ ως τη Γερμανία
Ανάλογα προβλήματα φαίνεται ότι αντιμετώπιζαν και οι σύγχρονοί τους τεχνίτες – ή καλλιτέχνες; – όταν προσπαθούσαν να μιμηθούν τα αγγεία των Αθηναίων κεραμέων. Το εγχείρημα – το οποίο ουδέποτε πέτυχε – δεν αποτελούσε μόνο ζήτημα γοήτρου αλλά και μεγάλου εμπορικού κέρδους. Με τον ερυθρόμορφο ρυθμό οι Αθηναίοι εισήγαγαν όπως μας λέει ο Δημήτρης Παλαιοθόδωρος, επίκουρος καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, μια καινοτομία η οποία τους χάρισε την απόλυτη κυριαρχία στις αγορές του εξωτερικού και ιδιαίτερα στις πλούσιες αγορές της Ιταλίας. «Ο ερυθρόμορφος ρυθμός φαίνεται να είχε μεγάλη επιτυχία σε όλες τις αγορές όπου δραστηριοποιήθηκε το εμπόριό του εκτός από αυτές της Ελλάδας, όπου οι πελάτες φαίνεται ότι ήταν πιο συντηρητικοί και για μεγάλο χρονικό διάστημα συνέχισαν να προτιμούν τον μελανόμορφο» αναφέρει.




Οι πληροφορίες που υπάρχουν σχετικά με το εμπόριο αυτό καθαυτό είναι περιορισμένες, όμως οι αρχαιολόγοι εικάζουν ότι στο εξωτερικό οι έμποροι θα πρέπει πολλές φορές να πουλούσαν τα περιζήτητα αγγεία πολύ πιο ακριβά από ό,τι τα αγόραζαν – πρακτική που άλλωστε συνεχίζεται ως τις μέρες μας. 

Μέχρι πού έφθανε η «γοητεία» τους; «Έχουν βρεθεί από το Ιράκ ως τη Γερμανία», λέει ο κ. Παλαιοθόδωρος. «Έχουν βρεθεί στη Βαγδάτη, στη Σαξονία, στη Γεωργία, στον Εύξεινο Πόντο, ως το Σουδάν. Όπου υπήρχαν διαδρομές, δηλαδή σε όλη τη Μεσόγειο και σε μεγάλο μέρος της ενδοχώρας της Μεσογείου. Και είναι χαρακτηριστικό ότι όταν η Αθήνα ήταν σε πόλεμο, ας πούμε με την Περσική Αυτοκρατορία, οι εχθροί της συνέχιζαν να αγοράζουν τα αγγεία της».

Σήμερα φυσικά δεν μπορεί να μιλάει κανείς για αγοραστές, όμως οι θαυμαστές των ελληνικών αγγείων έχουν εξαπλωθεί σε όλη την υφήλιο, κάτι το οποίο η κυρία Αλούπη θεωρεί απολύτως δικαιολογημένο. «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα αττικά αγγεία κατέχουν μια ιδιαίτερη θέση στην ιστορία της “κεραμικής τέχνης”» λέει. «Αν μπορούσαμε να βγούμε τελείως έξω από την Ιστορία, την αρχαιολογία, από το γεγονός ότι είμαστε ¨Έλληνες, ότι έχει πήξει το μάτι μας να τα βλέπουμε σε όλα τα μουσεία, στα βιβλία, στην τουριστική αγορά, αν βγαίναμε τελείως έξω και ήμασταν ας πούμε Γιαπωνέζοι και τα βλέπαμε για πρώτη φορά, δεν θα λέγαμε “Μα τι καταπληκτικά κόμικ είναι αυτά!”;».


Αρχαίο πυρέξ υψηλής τεχνολογίας



Η εξαιρετική ποιότητα των αττικών αγγείων, όπως και τα άλλα σπουδαία δείγματα κεραμικής που προηγήθηκαν, οφείλεται για τον Βασίλη Κυλίκογλου, ερευνητή Α’ στο Ινστιτούτο Επιστήμης Υλικών του ΕΚΕΦΕ Δημόκριτος, σε μια μακρά παράδοση που μεταδιδόταν επί χιλιετίες και βελτιωνόταν από γενιά σε γενιά. Στο εργαστήριό του ο ερευνητής μελετά τα αρχαία κεραμικά από την άποψη των θερμικών και μηχανικών ιδιοτήτων τους. 

Στόχος, μεταξύ άλλων, η ανάπτυξη νέων δομικών υλικών. «Εξετάζουμε τις διάφορες συνταγές που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι για να κατασκευάσουν κεραμικά ανάλογα με τη χρήση στην οποία θα τα υπέβαλλαν», λέει. «Οι κυριότερες χρήσεις έντονης καταπόνησης ενός κεραμικού είναι είτε όταν χρησιμοποιείται ως μεταφορικό αγγείο, όπως είναι οι αμφορείς, είτε σε διαδικασίες που έχουν να κάνουν με τη φωτιά – δηλαδή μεταλλουργία, όπτηση και προετοιμασία φαγητού». 



Οι αρχαίοι κεραμείς χρησιμοποιούσαν διαφορετικές αργίλους ανάλογα με τη χρήση για την οποία προοριζόταν το αγγείο και τις εμπλούτιζαν καταλλήλως. «Έβαζαν μέσα στον πηλό εγκλείσματα σε ποσότητα και μέγεθος που καθιστούσαν τα κεραμικά κατάλληλα για τη χρήση που ήθελαν». 

Για να επιτύχουν αμφορείς που ήταν ανθεκτικοί στις προσκρούσεις και δεν έσπαζαν εύκολα κατά τη μεταφορά των προϊόντων, π.χ. με τα πλοία, χρησιμοποιούσαν άμμο. «Έτσι» λέει ο κ. Κυλίκογλου «αυξάνεται η ανθεκτικότητα, ακόμη και αν χτυπηθούν μπορεί να δημιουργηθεί μια μικρή ρωγμή, αλλά αυτή η ρωγμή δεν θα διαδοθεί, όπως στο γυαλί». Η αντοχή στη φωτιά, σε κεραμικά που θα χρησιμοποιούνταν για τη μαγειρική ή για τη χύτευση μετάλλων, απαιτούσε πιο «μελετημένη» τεχνική.




Κατ’ αρχήν, ανάλογα με το αν ήθελαν το κεραμικό να «ανεβάζει» τη θερμοκρασία γρήγορα ή να την «κρατάει» (και να σιγοψήνει, ας πούμε, αν ήταν μια χύτρα), χρησιμοποιούσαν άργιλο που περιείχε ασβέστιο. Για να δώσουν μεγαλύτερη πυραντοχή πρόσθεταν στον πηλό εγκλείσματα από χαλαζία, αστρίους ή φυλλίτες. «Τα τελευταία εγκλείσματα ήταν πεπλατυσμένα», διευκρινίζει ο ειδικός. 

«Αυτά τα πεπλατυσμένα σαν φύλλα εγκλείσματα αν τα πλάσει ο κεραμέας προσανατολίζονται παράλληλα με τα τοιχώματα και έτσι δρουν ως θερμομόνωση. Επαιρνε λίγο παραπάνω η χύτρα να ζεσταθεί, όμως διατηρούσε τη θερμοκρασία της για πάρα πολύ χρόνο».

Στο ΕΚΕΦΕ Δημόκριτος οι διαπιστώσεις αυτές δεν περιορίζονται απλώς σε μια καλή γνώση του παρελθόντος, αλλά «περνούν» και στο μέλλον, αφού χρησιμοποιούνται ως βάση για την ανάπτυξη νέων υλικών «Μια εφαρμογή, έχουμε και ένα πρόγραμμα γι’ αυτό, είναι ότι προσπαθούμε να δημιουργήσουμε κονιάματα» εξηγεί ο κ. Κυλίκογλου. 

«Εγκλείουμε μέσα θραύσματα κεραμικών τα οποία όμως δεν είναι τυχαία, δεν παίρνουμε δηλαδή οποιοδήποτε κεραμικό – αν πάρει κάποιος π.χ. τούβλα και τα σπάσει δεν θα έχει το ίδιο αποτέλεσμα. Γνωρίζοντας από την αρχαία τεχνολογία σε ποια θερμοκρασία το κεραμικό έχει τις καλύτερες ιδιότητες, προσδίδουμε στα κονιάματα αυτά καλύτερες αντοχές κατά το πήξιμο, γιατί δημιουργούνται υδραυλικές φάσεις ανάμεσα στο κεραμικό και στον ασβέστη, αλλά και καλύτερες θερμομονωτικές ιδιότητες».


Τα «καλά» σερβίτσια

Αναθηματικός πίνακας από τα Πεντεσκούφια της Κορίνθου: η δουλειά του «ψήστη» ήταν πολύ σημαντική για την τελική ποιότητα του αγγείου.



Αν σήμερα τα «ντιζάιν» σκεύη σας φέρουν την υπογραφή του οίκου Alessi και τα σερβίτσια σας αυτή του Versace ή του Armani, κάποτε τα πράγματα λειτουργούσαν αντίστροφα: οι αρχαίοι κάτοικοι της Ιταλίας, και περισσότερο από όλους οι Τυρρινοί, δεν διανοούντο «καλό» συμπόσιο χωρίς τα απαραίτητα ερυθρόμορφα αττικά αγγεία. «Ήταν τα δικά μας αντίστοιχα σκεύη πολυτελείας» λέει μιλώντας στο «Βήμα» ο Μιχάλης Τιβέριος, ακαδημαϊκός και καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. «Είχαν τα καθημερινά σερβίτσια και είχαν και τα σερβίτσια για τις επίσημες εκδηλώσεις του σπιτιού – π.χ. για ένα συμπόσιο. Δεν είναι τυχαίο ότι τα περισσότερα σχήματα που εξάγονταν σχετίζονται με το συμπόσιο ως προς τη χρήση τους».

Πέρα από τα συμπόσια, τα αττικά αγγεία πολυτελείας αποτελούσαν επίσης πρώτης τάξεως αναθήματα σε ιερά αλλά και φόρο τιμής για τους νεκρούς.

«Τα έβαζαν στους τάφους των αγαπημένων τους προσώπων αφού πίστευαν ότι η ζωή συνεχίζεται και επομένως θα τους ήταν χρήσιμα στον άλλο κόσμο», εξηγεί ο ακαδημαϊκός. Όπως διευκρινίζει, τα περισσότερα αγγεία που έχουν βρεθεί σε τάφους είναι μεταχειρισμένα. «Φέρουν σαφή ίχνη χρήσης που σημαίνει ότι τα χρησιμοποιούσε εν ζωή ο νεκρός – ή οι οικείοι του – και όταν πέθανε τα έβαλαν στον τάφο. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις που αγγεία ολοκαίνουργια – “τσίλικα” ας μου επιτραπεί η έκφραση – πήγανε κατ’ ευθείαν στον τάφο, ως κτέρισμα. Πιθανόν να πρόκειται για περιπτώσεις κατά τις οποίες οι συγγενείς του νεκρού συνέβαινε να μην διέθεταν κατά τη στιγμή του θανάτου του αγγεία πολυτελείας. Έτσι του αγόραζαν καινούργια».

Τα αττικά ερυθρόμορφα αγγεία κυριάρχησαν στις διεθνείς αγορές από τις τελευταίες δεκαετίες του 6ου ως τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ.. Ωστόσο οι Αθηναίοι κεραμείς σε πολύ λίγες περιπτώσεις κέρδισαν χρήμα και κοινωνική αναγνώριση. «Το επάγγελμα του κεραμέα δεν ήταν ποτέ προσοδοφόρο» μας λέει ο κ. Τιβέριος. «Αν έχετε διαβάσει συνεντεύξεις παλιών Σιφνίων τσουκαλάδων, πολλοί λένε ότι καμία κοπέλα του νησιού δεν ήθελε να τους παντρευτεί. Ε, κάτι τέτοιο συνέβαινε συνήθως και στην αρχαιότητα».

Οι κεραμείς της Αττικής που δεν ήταν δούλοι ή μέτοικοι αλλά Αθηναίοι πολίτες μάλλον ανήκαν, τις περισσότερες φορές, στις χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις των θητών και των ζευγιτών. «Η κακή εικόνα του επαγγέλματος του κεραμέα φαίνεται ότι δεν ίσχυε για την Αθήνα στα τέλη του 6ου και στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ.. Είναι η εποχή που Αθηναίοι κεραμείς προσφέρουν πανάκριβα αναθήματα επάνω στην Ακρόπολη» προσθέτει ο καθηγητής. «Τα χρόνια αυτά πρέπει να μοσχοπουλούσαν τα προϊόντα τους στους Ετρούσκους. Είναι η μόνη περίοδος όπου φαίνεται ότι απέκτησαν όχι μόνο χρήμα αλλά και κοινωνική αναγνώριση αφού εκτός των άλλων συναναστρέφονταν και γνωστά πρόσωπα της αθηναϊκής κοινωνίας όπως ο γνωστός στρατηγός Λέαγρος».



Ο θάνατος του Ορφέα 440 π.Χ. 



Από τον Wedgwood στο Calgon

Ο μεγάλος Άγγλος κεραμέας Τζοσάια Γουέτζγουντ – ιδρυτής του γνωστού οίκου πορσελάνης – ήταν από τους πρώτους που μελέτησαν και προσπάθησαν να αναπαραγάγουν τα αττικά αγγεία. Παρά τις ενδελεχείς προσπάθειές του ο Γουέτζγουντ τελικά δεν το πέτυχε. Αντ’ αυτού παρήγαγε τους λεγόμενους «black basalts», σήμερα αγγεία συλλεκτικά και πανάκριβα που αποτελούν σήμα κατατεθέν του οίκου Wedgwood.

Ο Αμερικανός χημικός Τζόζεφ Νομπλ από την πλευρά του πρότεινε στη δεκαετία του 1960 μια συνταγή παραγωγής μαύρου υαλώματος με… Calgon, η οποία κυριάρχησε επί τρεις και πλέον δεκαετίες, ιδιαίτερα στον αγγλόφωνο κόσμο. Κατά καιρούς διάφοροι – κυρίως αρχαιολόγοι και κεραμείς – έχουν υποστηρίξει ότι για να φτιάξουν τη βαφή τους οι Αθηναίοι κεραμείς πρόσθεταν διάφορα «εξωτικά» υλικά – από στάχτη φυτών και τριμμένα κόκαλα ως ούρα ή αίμα ζώων. 

Η κυρία Αλούπη απορρίπτει όλες αυτές τις συνταγές, αφού τις δοκίμασε σχολαστικά κατά τη διάρκεια της διατριβής της στο ΕΚΕΦΕ Δημόκριτος περίπου πριν από 20 χρόνια. Οι περισσότερες – όπως του Νομπλ – δεν δίνουν αποτέλεσμα όμοιας σύστασης με το πρωτότυπο ενώ όσες επιτυγχάνουν κάτι σχετικά κοντινό απαιτούν καλά ελεγμένες εργαστηριακές συνθήκες. «Μου είναι δύσκολο να φανταστώ ότι δίπλα σε κάθε αρχαίο εργαστήριο κεραμικής υπήρχε και ένα μικρό χημείο» λέει. 

Η μόνη τεχνική που ως τώρα φαίνεται να επιτυγχάνει πανομοιότυπο αποτέλεσμα ως προς τη σύσταση και την ποιότητα είναι η χρήση βαφής απλώς και μόνο με νερό και άργιλο σωστά επιλεγμένη από συγκεκριμένα σημεία της Αττικής. «Και αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να εξηγήσουμε γιατί το υλικό έχει πάντα σταθερή χημική σύσταση» τονίζει η ερευνήτρια. «Η σταθερή σύσταση του τελικού προϊόντoς ισοδυναμεί με σταθερή χρήση πρώτων υλών και σχολαστική και ακριβή διαδικασία επεξεργασίας τους. Και ποιος μπορεί να το κάνει αυτό καλύτερα από την ίδια τη φύση;» 



ΑΡΧΕΙΟ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝΑ ΠΡΩΤΗ ΕΚΔΟΣΗ 6-10-2012
«ΤΟ ΒΗΜΑ» ΜΕ ΤΗΝ ΛΑΛΙΝΑ ΦΑΦΟΥΤΗ

Διαβάστε περισσότερα... »

Το σουβλάκι κατάγεται από το Αιγαίο και το έψηναν σε καλαμάκια στη Σαντορίνη, πριν από 6.500 χρόνια!


Περιζήτητη λιχουδιά ήταν ο γάρος, μια εκλεκτή σάλτσα από ψάρια που εξυμνούσε ο Σοφοκλής και ο Πλάτωνας... 

Κρατευτές σουβλακιών

Κρατευτές σουβλακιών... 




Τι έτρωγαν οι Ελληνες το 1.600 π.Χ.; 



Ο αρχαιολόγος Χρίστος Ντούμας άφησε για λίγο στην άκρη τα προβλήματα που αντιμετωπίζει στο Ακρωτήρι της Θήρας και μίλησε για τις νοστιμιές που απολάμβαναν οι πρόγονοί μας πριν από 3.500 χρόνια. Η απολαυστική κουβέντα έγινε τον Μάιο του 2014 με την Ευάννα Βενάρδου στην Ελευθεροτυπία: 

Αποφλοίωση φάβας με αρχαίες μυλόπετρες «Βρήκαμε πολλά κατάλοιπα καρπών, μέσα σε δοχεία που φυλάσσονταν στα σπίτια. Καθώς έπεσε η τέφρα απανθρακώθηκαν και έτσι διατηρήθηκαν», εξηγεί ο Χρ. Ντούμας. 

«Οι καρποί αυτοί ήταν προϊόντα καλλιεργειών -γι” αυτό και έχουμε γνώσεις για τις καλλιέργειες εκείνης της εποχής. Βρήκαμε φάβα, φακές, κριθάρι-, σε ένα μάλιστα πιθάρι γεμάτο τέφρα βρήκαμε αποτυπώματα αμύγδαλων. Εντοπίσαμε επίσης πολλά κουκούτσια ελιών θρυμματισμένα, άρα μιλάμε για παραγωγή λαδιού. Βρήκαμε και ένα πιθάρι με σαλιγκάρια, αν και τα συγκεκριμένα ήταν εισαγωγής! Επρόκειτο για κρητικά σαλιγκάρια». Βρήκαν όμως και πάρα πολλούς σπόρους από σύκα: «Αυτή ήταν η ζάχαρή τους. Και βέβαια, το σύκο ήταν το καθαρτικό τους!» (χαμογελάει).... 



Αποφλοίωση φάβας με αρχαίες μυλόπετρες
Αποφλοίωση φάβας με αρχαίες μυλόπετρες... 


– Βρήκατε και υπολείμματα ψαριού;
"Μέσα σε πιθάρια εντοπίσαμε αποξηραμένα ψάρια και κόκαλα ψαριών. Μάλιστα, καθώς σκάβαμε σε βαθιά στρώματα για τα θεμέλια των στύλων του στεγάστρου, βρήκαμε γάρον (garum κατά τους Ρωμαίους). Πρόκειται για μια πάστα από ψάρι, λιχουδιά για τους Ρωμαίους. Η αριστοκρατία απολάμβανε το καλύτερο μέρος του ψαριού, ενώ η «πλέμπα» και ο στρατός χρησιμοποιούσαν τα κεφάλια, τις ουρές, τα πτερύγια. Βρήκαμε ένα τέτοιο πιθαράκι και επρόκειτο για σημαντική ανακάλυψη μιας και απέδειξε ότι 1.500 χρόνια πριν τους Ρωμαίους, το έφτιαχναν στη Θήρα. Είναι βέβαια χαρακτηριστικό ενός λαού που ζει με και από τη θάλασσα."

Η πιο σπάνια, όμως, λιχουδιά ήταν ο γάρος, μια εκλεκτή σάλτσα που εξυμνούσε ο Σοφοκλής, ο Πλάτωνας και ο Πλίνιος από εντόσθια ψαριών και μικρά ψάρια (σαρδέλες, αθερίνες) που παστώνονταν σε χοντρό αλάτι και απλώνονταν στον ήλιο 2-3 μήνες. Το παχύρευστο υγρό που έπαιρναν από το σούρωμα αραιωνόταν με ελαιόλαδο, κρασί ή ξύδι και αποθηκευόταν στο γαράριον για σάλτσα. Σε ορισμένες περιοχές, μάλιστα, έφτιαχναν γάρο μόνο από συκώτι κολιού ενώ η αρχική συνταγή έδωσε την ιδέα για την σάλτσα αντζούγιας των Σικελών και την γουόστερ σος (Worcestershire sauce). 

– Κρέας έτρωγαν; 

 «Βρήκαμε άφθονα κόκαλα από αιγοπρόβατα, που αποτελεί βασικό είδος κτηνοτροφίας και σήμερα στα νησιά, ελάχιστα βοοειδή (στα νησιά δεν μπορούν να εκθρέψουν μεγάλα ζώα) και πολύ λίγο κυνήγι (κουνέλια, αποδημητικά πουλιά). Βρήκαμε όμως πάρα πολλά κατάλοιπα από αχινούς, αχιβάδες, κυδώνια και άλλα παρεμφερή θαλασσινά».

– Έχουμε ιδέα πώς τα μαγείρευαν ολ' αυτά; 

«Ξέρουμε πως είχαν τριποδικές χύτρες -που σημαίνει ότι, αν μη τι άλλο, έβραζαν. Γιαχνί πάντως δεν νομίζω πως έφτιαχναν, αφού δεν είχαν ντομάτες. Σήμερα μπορεί να μιλάμε για τα περίφημα σαντορινιά ντοματάκια, όμως οι ντομάτες μας ήρθαν από την Αμερική! Βρήκαμε επίσης ταψιά και φορητά τριποδικά φουρνάκια: φωτιά από πάνω, φωτιά από κάτω και ταψάκι με καπάκι και πορτούλα. Ενα είδος γάστρας με πόδια»... 


– Τι σας εξέπληξε πιο πολύ από αυτά που ανακαλύψατε;

«Οι Κρατευτές: πάνω τους έψηναν σουβλάκια. Είχαν εγκοπές αλλά και τρυπούλες για να κυκλοφορεί ο αέρας και να μην σβήνουν τα κάρβουνα. Ηταν πολύ εργονομικοί. Στην άκρη τους είχαν το σχήμα κεφαλής κριαριού. Και εξασφάλιζαν και ένα υγιεινό ψήσιμο, αφού το λίπος έπεφτε»...


 κρατευτές και χρησιμοποιούνταν σε ζεύγη. Η ονομασία απαντάται και στον Όμηρο Ιλιάδα και πιθανόν προέρχεται από το αρχαίο κραταιός που σημαίνει ισχυρός-δυνατός και μεταφορικά ανθεκτικός στην πυρά. Τα ξύλινα καλαμάκια ονομάζονταν οβελοί.
Σύγχρονοι κρατευτές. 
Η ονομασία πιθανόν προέρχεται από το αρχαίο κραταιός που σημαίνει ισχυρός-δυνατός και μεταφορικά ανθεκτικός στην πυρά. Τα ξύλινα καλαμάκια ονομάζονταν οβελοί. Έτσι προέκυψε η ονομασία οβελίες για τα σουβλιστά ζώα.... 

Διαβάστε περισσότερα... »