«Ἕλληνες ἀεί παῖδες ἐστε, γέρων δέ Ἕλλην οὐκ ἔστιν» (Πλάτων, Τίμαιος, 22b).


"Ὁμολογεῖται μὲν γὰρ τὴν πόλιν ἡμῶν ἀρχαιοτάτην εἶναι καὶ μεγίστην καὶ παρὰ πᾶσιν ἀνθρώποις ὀνομαστοτάτην· οὕτω δὲ καλῆς τῆς ὑποθέσεως οὔσης,
ἐπὶ τοῖς ἐχομένοις τούτων ἔτι μᾶλλον ἡμᾶς προσήκει τιμᾶσθαι. 24. Ταύτην γὰρ οἰκοῦμεν οὐχ ἑτέρους ἐκβαλόντες οὐδ' ἐρήμην καταλαβόντες
οὐδ' ἐκ πολλῶν ἐθνῶν μιγάδες συλλεγέντες, ἀλλ' οὕτω καλῶς καὶ γνησίως γεγόναμεν ὥστ' ἐξ ἧσπερ ἔφυμεν, ταύτην ἔχοντες ἅπαντα τὸν χρόνον διατελοῦμεν,
αὐτόχθονες ὄντες καὶ τῶν ὀνομάτων τοῖς αὐτοῖς οἷσπερ τοὺς οἰκειοτάτους τὴν πόλιν ἔχοντες προσειπεῖν".
(Ἰσοκράτης, Πανηγυρικός, στίχοι 23-24).

Τα άρθρα που φιλοξενούνται στον παρόντα ιστότοπο και προέρχονται απο άλλες πηγές, εκφράζουν αποκλειστικά και μόνον τις απόψεις των συγγραφέων τους.

Καθίσταται σαφές ότι η δημοσίευση ανάρτησης, δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά αποδοχή των απόψεων του συγγραφέως.


ΕΑΝ ΘΕΛΕΤΕ, ΑΦΗΝΕΤΕ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ, ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΑΡΘΡΟ-ΑΝΑΡΤΗΣΗ (΄κλίκ΄ στο "Δεν υπάρχουν σχόλια"). ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ.

Ακολουθήστε μας στο Facebook

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2014

Όταν η Αξιοπρέπεια νίκησε το Δίκαιο



Όταν οι Αθηναίοι ηττήθηκαν στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, οι νικητές Σπαρτιάτες επέβαλαν το καθεστώς των τριάκοντα τυράννων. Είναι δύσκολο να αντιληφθούμε σήμερα το πόσο εξευτελιστική και οδυνηρή υπήρξε αυτή η εμπειρία για τους ιδρυτές της Δημοκρατίας.

Ευτυχώς, η κυριαρχία των τριάκοντα υπήρξε σύντομη, ήταν όμως καταστροφική. Εκτός από τις ταραχές, τις δολοφονίες και την αυθαιρεσία που επέδειξαν σε όλους τους τομείς, οι τύραννοι είχαν επιφέρει και ένα γερό πλήγμα στην αθηναϊκή οικονομία, που ήταν ήδη καταρρακωμένη από τον πόλεμο. Επιπλέον, έλαβαν ένα μεγάλο δάνειο από τους Σπαρτιάτες, το οποίο βέβαια δεν χρησιμοποίησαν για την ανάπτυξη του τόπου, αλλά για την προσωπική τους ευημερία και την ενίσχυση της πολιτικής τους δύναμης. 

Όταν, λοιπόν, ήρθε η ώρα να πάνε στο καλό, οι Αθηναίοι είχαν και ένα δάνειο να ξεπληρώσουν. Δάνειο στο οποίο δεν είχαν συναινέσει και από το οποίο δεν ωφελήθηκαν. Ένα επαχθές δάνειο. Το τι θα έκαναν με αυτό, ήταν δουλειά της Εκκλησίας του Δήμου να αποφασίσει, δηλαδή όλων των πολιτών. Φανταστείτε τον εαυτό σας στη συνέλευση αυτή.

Τι θα ψηφίζατε;

Ενώ η συμφωνία προέβλεπε να επωμιστούν αυτή την υποχρέωση οι δύο παρατάξεις (οι του άστεως και οι εκ του Πειραιώς), οι Αθηναίοι πολίτες αποφάσισαν να αποπληρώσουν όλοι μαζί το δάνειο στο ακέραιο! 

Σε μία πόλη με τα ταμεία άδεια, με το ηθικό καταρρακωμένο, με τη θλίψη να βασιλεύει, καθώς τα θύματα του πολέμου και της τυραννίας ήταν ακόμα νωπά στη μνήμη αυτών των ανθρώπων, εκείνοι αποφάσισαν να συμμετέχουν με εισφορές στην αποπληρωμή του δανείου. 

Ανέλαβαν συλλογικά την ευθύνη ακόμα και για την ενέργεια της μισητής ολιγαρχικής εξουσίας και δεν άφησαν τα κόμματα να τους σώσουν, αν και θα ήταν απολύτως νόμιμο να το κάνουν.

Γιατί επωμίστηκαν ένα τέτοιο δυσβάσταχτο και άδικο βάρος; 

Διότι έτσι τους πρόσταζε η αιδώς.

Εκείνοι οι αρχαίοι δημοκράτες, νοιάζονταν πολύ για την καλή τους φήμη και δεν ανέχονταν την σκέψη πως οι κομματάρχες θα νομιμοποιούνταν κάποτε να τους πουν "εμείς σας ξεχρεώσαμε". 

Πολύ περισσότερο δεν θα ανέχονταν τους Σπαρτιάτες να καυχώνται πως τους έσωσαν κάποτε από οικονομική κατάρρευση με δανεικά κι αγύριστα. Οι Αθηναίοι πάνω απ' όλα ήταν αξιοπρεπείς και καθόλου δεν θα μπορούσαν να κατανοήσουν τη σύγχρονη προτροπή "μην σε νοιάζει τι λένε οι άλλοι".

Η αιδώς απευθύνεται σε εξωστρεφείς ανθρώπους, που συνεργάζονται για την κοινή προκοπή.

Σήμερα, που τίποτα δεν μας απασχολεί εκτός από την προσωπική μας ευημερία, η αιδώς δεν λειτουργεί, με αποτέλεσμα να καμαρώνουμε που έχουμε την τόλμη να γράφουμε τους πάντες στα παλιά μας τα παπούτσια και να είμαστε ο εαυτός μας. Αφού, λοιπόν, δεν αναγνωρίζουμε πλέον τη φωνή της αιδούς πριν προβούμε σε κάποια απερισκεψία, κάνουμε ό, τι μας συμφέρει κι ό, τι μας αρέσει και υποφέρουμε από ενοχές κατόπιν εορτής, όταν η ζημιά έχει γίνει. 

Οι ενοχές, στη συνέχεια, μας βυθίζουν σε μεγαλύτερη μοναξιά. Όταν υπάρχουν κι αυτές. Και παριστάνουμε τους ελεύθερους, μοναχικούς καβαλάρηδες, που μόλις έρθουν τα δύσκολα, ικετεύουν τούς συμπολίτες τους (και όχι μόνο) για λίγη βοήθεια και μιά σταλιά συμπόνια.

Ήταν άραγε λιγότερο ελεύθεροι από εμάς εκείνοι οι αρχαίοι δημοκράτες; Ήταν η αιδώς χαρακτηριστικό δειλών ή δουλικών ανθρώπων; Δεν ήταν. 

Η αιδώς ήταν και είναι η έκφραση του σεβασμού προς την κοινότητα και συνοδεύει εκείνους που κατανοούν τον εαυτό τους ως αναπόσπαστο κομμάτι της. Ο πολίτης, ως λειτουργικό μέλος του οργανισμού της χώρας, οφείλει να είναι συντονισμένος με τα υπόλοιπα μέλη. 

Στην αρχαία Αθήνα ο πολίτης προστάτευε την καλή του φήμη, τον ενδιέφερε η γνώμη των συμπολιτών του γι αυτόν και όλοι μαζί ενδιαφέρονταν και εργάζονταν για την καλή φήμη της πόλης τους. Η συλλογική ευθύνη ήταν ένα πολύτιμο εργαλείο που τους κρατούσε ενωμένους και επικεντρωμένους στον στόχο τους και καθόλου δεν εμπόδιζε την προσωπική εξέλιξη κι επιτυχία.

Ο στόχος που εξυπηρετούσε η απόφαση για αποπληρωμή του δανείου από κοινού, ήταν η επίτευξη της ενότητας. Η πράξη αυτή εκτιμήθηκε και σχολιάστηκε θετικά από τους πνευματικούς ανθρώπους της εποχής, που ήταν άνθρωποι της πόλης και δημοκράτες. 

Ο Δημοσθένης, ενθυμούμενος το περιστατικό, χρησιμοποιεί την έκφραση «όταν η πόλη ενώθηκε». Ο Αριστοτέλης εντυπωσιάστηκε από αυτή την απόφαση και χαρακτήρισε τη συμπεριφορά των Αθηναίων αξιέπαινη και πολιτική, δηλαδή τέτοια που ταιριάζει σε πολίτες. Ο Ισοκράτης χρησιμοποιεί αυτή την ενέργεια ως απόδειξη της ανωτερότητας της δημοκρατίας έναντι της ολιγαρχίας.

Η ενότητα αυτή επιτυγχάνεται μόνο όταν οι πολίτες μοιράζονται τις ευθύνες, όπως ακριβώς μοιράζονται τα οφέλη του πολιτεύματος. Στα ολοκληρωτικά καθεστώτα, οι υπήκοοι αναγκάζονται να λειτουργούν ως μονάδες κάτω από μία επίπλαστη ομοιομορφία. Δεν μπορεί να υπάρξει καμία συλλογική ανάληψη ευθύνης, διότι υπό καθεστώς εξαναγκασμού καμία ηθική αξιολόγηση δεν έχει νόημα. 

Στη δημοκρατία όμως, η συλλογική ευθύνη προστατεύει από τον διχασμό και ενισχύει τον ρόλο του πολίτη στην επίτευξη των στόχων της πολιτείας του, που δεν μπορεί να διαφέρουν από τους προσωπικούς του στόχους.

Είμαστε άραγε πιο ελεύθεροι εμείς από εκείνους ή είμαστε ένας εν δυνάμει όχλος βαρβάρων που διψά για εκδίκηση; Είμαστε εμείς πιο αξιοπρεπείς από εκείνους ή μήπως είμαστε απλώς νωθροί παρατηρητές της ιστορίας μας, εθισμένοι στην επαιτεία με πρόφαση την αξιοπρέπεια εκείνων; 

Εκείνοι αρνήθηκαν να γίνουν αντικείμενο χλευασμού και πλήρωσαν μέχρι την τελευταία πεντάρα ένα δάνειο από το οποίο δεν είχαν ωφεληθεί τίποτα! Και άφησαν σε εμάς τη σπουδαία κληρονομιά - ηθική, πνευματική και υλική - που ακόμα ξεκοκαλίζουμε.

Εμείς, τι θα κληροδοτήσουμε στους απογόνους μας; Ποια θα είναι η φήμη μας όταν πια θα έχουμε φύγει και τι θα γράφουν για εμάς οι επόμενοι;

Θα είμαστε εκείνοι που προστάτεψαν το καλό όνομα που παρέλαβαν και άφησαν πίσω τους ένα ακόμα καλύτερο ή εκείνοι που για ένα κατοστάρικο σύνταξης παραπάνω πούλησαν την καλή φήμη των προγόνων τους και περιφρόνησαν τη ζωή των απογόνων τους;

Διαβάστε περισσότερα... »

Σάββατο 31 Μαΐου 2014

Τι μπορεί να μάθει ένας πολιτικός από τις "Βάκχες" του Ευριπίδη;



Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος σηματοδότησε την αρχή του τέλους για τον θεσμό της αρχαιοελληνικής πόλης.
Σε αντίθεση με τους Περσικούς πολέμους, που όλοι μαζί αντιμετώπισαν με αξιοθαύμαστη γενναιότητα τον εξωτερικό εχθρό, τώρα στρέφονται η μία πόλη εναντίον της άλλης, διαλύοντας ό,τι είχε επιτύχει η ενότητα.

Η περιγραφή του Θουκυδίδη είναι αποκαλυπτική, όταν περιγράφει τη συμπεριφορά των Αθηναίων,
από τον πρώτο κιόλας χρόνο του πολέμου, μετά το πρώτο κύμα του λοιμού: 


«... οι περισσότεροι, βλέποντας πόσο εφήμερος είναι ο πλούτος και αβέβαιος ο βίος, έσπευδαν να ξοδέψουν τα χρήματά τους και να τα χαρούν. Κανείς δεν ήταν πρόθυμος να υποβληθεί σε οποιονδήποτε κόπο για κάτι που άλλοτε θα φάνταζε χρήσιμο, επειδή σκεφτόταν πως μπορούσε να πεθάνει πριν ολοκληρώσει αυτό για το οποίο θα κοπίαζε. 

Κατάντησε να θεωρείται καλό και ωφέλιμο, το άμεσο κέρδος και η ευχαρίστηση της στιγμής. Δεν τους συγκρατούσαν ούτε ο φόβος των θεών ούτε οι ανθρώπινοι νόμοι».

Μέσα στον εμφύλιο σπαραγμό, η πολιτική τάξη διασαλεύτηκε, καθώς οι πολιτικοί ηγέτες
δεν ενδιαφέρονταν πλέον για το κοινό καλό. Δημοφιλείς γίνονταν όσοι ούρλιαζαν έξαλλα και ο κομματικός φανατισμός έγινε αξία ισχυρότερη από τους οικογενειακούς δεσμούς. 


«Οι αρχηγοί των κομμάτων πρόβαλλαν ωραία συνθήματα», γράφει ο Θουκυδίδης: Ισότητα των πολιτών ευαγγελιζόταν οι δημοκρατικοί, σωφροσύνη των αριστοκρατών έταζαν οι ολιγαρχικοί. 

Η κτηνώδης, όμως, συμπεριφορά της μίας παράταξης προς την άλλη, φανέρωνε πως ήταν μόνο συνθήματα. 

Κι έτσι, «το ήθος, που είναι το κύριο γνώρισμα της ευγενικής ψυχής, κατάντησε να είναι καταγέλαστο κι εξαφανίστηκε» (Ιστορία, ΙΙ και ΙΙΙ).


Δεν είναι παράξενο που η δεύτερη δημοκρατία, μετά το τέλος του πολέμου, ήταν προβληματική και ανίκανη να θεραπεύσει τις πληγές. Η μεγάλη στροφή από το «εμείς» στο «εγώ» είχε επιτευχθεί και εξελισσόταν γοργά, καθώς οι αξίες της πόλης, στην οποία τα πάντα μεταβάλλονται συνεχώς προκαλώντας ανασφάλεια και φόβο, εγκαταλείπονται.




Η αλλαγή αυτή αποτυπώθηκε έντονα και στη θρησκευτικότητα. Σιγά–σιγά οι μυστηριακές, φυσικές λατρείες που κάτω από την επίδραση του ορθολογισμού είχαν ενσωματωθεί στις αστικές τελετές, άρχισαν να αναβιώνουν. Οι ταλαιπωρημένοι Έλληνες αναζήτησαν την χαμένη ενότητα και ασφάλεια στις αρχέγονες, χαρούμενες και εκστατικές λατρείες, εισάγοντας νέες θεότητες από την Ανατολή. 

Αυτό συνέβη και με τη λατρεία του Διονύσου, που αν και πανάρχαιος, επανεμφανίζεται,
ταυτισμένος με τον Σαβάζιο, ως θεότητα της Λυδίας. Στην ελληνική παράδοση είναι γιος του Δία και της εγγονής του βασιλιά Κάδμου, του γενάρχη των Θηβαίων.


Πουθενά δεν ήταν εντονότερο το αίσθημα της συλλογικότητας της πόλης όσο στο θέατρο, μία καθαρά διονυσιακή έμπνευση.

Η ταύτιση με τον ήρωα που αγωνίζεται προϋποθέτει την εκμηδένιση της ατομικότητας μέσα στο σύνολο. Ή όπως γράφει ο Νίτσε στη «Γέννηση της τραγωδίας»: «Ο ήρωας (της τραγωδίας) είναι ο Διόνυσος των Μυστηρίων που υποφέρει, ο θεός που νιώθει μέσα του τις οδύνες της εξατομίκευσης».

Και ο Διόνυσος ανεβαίνει για πρώτη φορά στη σκηνή του θεάτρου στις Βάκχες του Ευριπίδη. Ως τότε, οι θεοί εμφανίζονται μόνο «από μηχανής», επάνω στο θεολογείο. Τώρα όμως, το 405 π.Χ, που διδάσκεται αυτό το δράμα, είναι η ώρα να διερευνηθούν αυτές οι οδύνες, του ανθρώπου που μαθαίνει να ζει μακριά από την ασφάλεια του συνόλου, αντιμετωπίζοντας τον εαυτό του ως μονάδα.


Η Υπόθεση
Ο Πενθέας, ο νεαρός βασιλιάς της Θήβας (εγγονός και αυτός του Κάδμου), είναι πραγματιστής, αντιπροσωπευτικό δείγμα του σκληροπυρηνικού ορθολογιστή του 5ου αιώνα, που καμαρώνει για την αδούλωτη στις δεισιδαιμονίες σκέψη του. Φυσικά, δεν δέχεται καν την ύπαρξη ούτε του Διονύσου ούτε κανενός άλλου θεού. 

Αλλά ο Διόνυσος, έχει έρθει από την Ανατολή για να εδραιώσει στον τόπο αυτό την λατρεία του,
η οποία έχει παραγκωνιστεί εξαιτίας των νέων ηθών. Στην αρχή είναι μεταμφιεσμένος, ώστε να μην καταλάβει κανείς πως είναι ο θεός. 




Ο Πενθέας συνέλαβε όσες γυναίκες, πιστές του Διονύσου βρήκαν οι άνθρωποί του στο βουνό και χλευάζει τον παππού του και τον μάντη Τειρεσία που «βακχεύουν», μένοντας πιστοί στην αρχαία λατρεία. 

Ο Τειρεσίας προσπαθεί να τον συνετίσει: « ... δύο πρόσωπα είναι τα πιο σπουδαία στον κόσμο: το ένα είναι η θεά Δήμητρα –η γη, πες την εσύ με όποιο όνομα θέλεις – κι αυτή με τους ώριμους καρπούς τρέφει τους θνητούς· το άλλο αυτός ήρθε μετά· ο γιος της Σεμέλης βρήκε κι έφερε στους θνητούς το υγρό ποτό του σταφυλιού, που διώχνει τη λύπη απ’τους ταλαίπωρους ανθρώπους».

«Ο ίδιος αυτός ο θεός προσφέρεται ως σπονδή στον Δία για το καλό των ανθρώπων»,
συνεχίζει ο Τειρεσίας, αλλά ο Πενθέας είναι εξαγριωμένος! Ούτε στα λόγια του πατέρα του πείθεται , όταν τον παρακαλεί να είναι τουλάχιστον συγκαταβατικός κι ας μην πιστεύει ο ίδιος. Ο νεαρός βασιλιάς είναι αποφασισμένος να καταστρέψει ό,τι και όποιον σχετίζεται με τούτον τον θεό που παρασύρει τις γυναίκες στην ερωτική ακολασία και ανατρέπει την τάξη. 

Συλλαμβάνει τον παράξενο ξένο (που δεν ξέρει ακόμα πως είναι ο Διόνυσος), μέχρι να μαζέψει
από τον Κιθαιρώνα όλες τις γυναίκες που επιδίδονται στη λατρεία του (τις Βάκχες), αλλά εκείνος σπάει τα δεσμά και βγαίνει από τη φυλακή. Και δεν έφτανε αυτό, αλλά φτάνει και η είδηση πως ανάμεσα στις Βάκχες που εντόπισαν στο βουνό ήταν και η Αγαύη, η μητέρα του Πενθέα. Αυτός όμως, ούτε τώρα αλλάζει γνώμη.

Ο Διόνυσος θα οδηγήσει τον Πενθέα στην παράνοια. Θα τον ντύσει με ρούχα γυναικεία και θα τον οδηγήσει στον Κιθαιρώνα. Εκεί υπό την επήρεια της ιερής μανίας, η Αγαύη με τις αδερφές της θα τον διαμελίσουν. Η κατάληξη είναι δραματική τόσο για τον Πενθέα όσο και για την οικογένειά του, που εξορίζεται από την Θήβα (εκτός από τον Κάδμο και τη σύζυγό του, που λαμβάνουν την υπόσχεση πως, μετά από πολλά βάσανα, θα κατοικήσουν στη χώρα των Μακάρων). 

Και ο χορός κλείνει το έργο με τα εξής λόγια:

«πολλά τα τελειώνουν απροσδόκητα οι θεοί. Όσα απ’τον νου μας πέρασαν, δεν έγιναν και για εκείνα που δεν ελπίζαμε βρήκε τρόπο ο θεός».


Πίσω από τον μύθο

Ο Διόνυσος προσφέρει απλόχερα την ελευθερία από τα δεσμά του πολιτισμού σε όλους, ακόμα και στους δούλους. Δεν έχει ούτε ιερείς ούτε μάντεις. Είναι ανατρεπτικός, αχαλίνωτος και ανάλγητος, όπως η φύση. Είναι αυτό που πρόκειται να αντιμετωπίσει ο άνθρωπος έξω από την ασφάλεια της πόλης.

Σωστά είχε πει ο Αριστοτέλης πως αν κάποιος ζει εκτός της πόλης, δεν μπορεί να είναι άνθρωπος. Είναι είτε θηρίο είτε θεός. 

Ο Πενθέας χειρίστηκε το ζήτημα επιπόλαια. 

Υπερεκτίμησε την δύναμη του ορθολογισμού και υποτίμησε τη δύναμη των άλογων δυνάμεων του ανθρώπινου πνεύματος, ακόμα και του δικού του. 

Γιατί ο Διόνυσος κατόρθωσε, χρησιμοποιώντας το υπερ-όπλο του ορθολογισμού, την πειθώ, να τον πείσει να υποκύψει στις δικές του άλογες ορμές. Και το διδάσκει αυτό ο «αρχιερέας» του ορθολογισμού, ο ποιητής του διαφωτισμού, ο Ευριπίδης! 

Την ανάγκη να ξεκουράζεται το ανθρώπινο πνεύμα, εντρυφώντας στην Διονυσιακή εμπειρία,
υποδήλωνε η λατρεία από κοινού στους Δελφούς του γλεντζέ Διονύσου και του ορθολογιστή Απόλλωνα. 


Ο άνθρωπος ως μονάδα, μέσα από τη φαντασία γνωρίζει τα μυστικά της ψυχής του, χαλαρώνει, ενδυναμώνεται και ύστερα είναι έτοιμος να δημιουργήσει και να μεγαλουργήσει για τη δική του πρόοδο, αλλά και της κοινότητας. Λατρεύει τον Διόνυσο για να προσεγγίσει και να κατανοήσει τον Απόλλωνα.

Αλλά πρέπει να το κάνει προσεκτικά, όπως επισημαίνει ο Νίτσε: «Από το διονυσιακό θεμέλιο
δεν πρέπει να εισχωρήσει στη συνείδηση του ανθρώπου τίποτα παραπάνω απ΄ό,τι μπορεί να ξεπεράσει πάλι από την απολλώνια δύναμη της μεταμόρφωσης».



Μία σκέψη ακόμα...

Σε περιόδους έντονης ανησυχίας και δυστυχίας, οι άνθρωποι βιώνουν καταστάσεις τις οποίες δεν μπορούν να τιθασεύσουν με τη δύναμη της λογικής. Θυμώνουν, αρνούνται να σκεφτούν, να εξετάσουν. Εύκολα στρέφονται προς το παλιό, το γνωστό, το ασφαλές, οτιδήποτε τους κάνει να νιώθουν σημαντικοί και χαρούμενοι. 

Ίσως, αυτό που θέλει να πει ο Ευριπίδης στους Αθηναίους είναι πως ο συνετός ηγέτης καλά θα κάνει να μην χλευάζει αυτή την επιλογή. Πως πουθενά δεν οδηγεί η επίδειξη ορθολογισμού, πως δεν μπορεί να νικήσει αυτό που δεν κατανοεί, πως δεν είναι σοφό να το υποτιμά. 

Τέτοιες ώρες, ο ικανός ηγέτης εντοπίζει το σημείο ισορροπίας ανάμεσα στην άλογη παρόρμηση και την ορθολογική σκέψη, τη μέση οδό που θα κατευνάσει τα πνεύματα, θα δώσει μιάν ανάσα και θα ανοίξει δρόμο για το μέλλον, με βήμα αργό και σταθερό. Ικανότητα που διέθεταν οι ηγέτες που οδήγησαν την Αθήνα στη μεγάλη της δόξα κατά τους Περσικούς πολέμους.

Αν δεν το κάνει, κι εκείνος θα καταστραφεί από το χέρι εκείνων που τον «γέννησαν»,
και οι γύρω του θα υποφέρουν εξαιτίας της δικής του αφροσύνης. Γιατί ο Διόνυσος, που είναι – όχι τυχαία – εξάδελφος του Πενθέα, θυμώνει πολύ όταν τον αγνοούν, οδηγεί τους πάντες στα άκρα και κερδίζει πάντα.


Διαβάστε τις Βάκχες εδώ



Διαβάστε περισσότερα... »