«Ἕλληνες ἀεί παῖδες ἐστε, γέρων δέ Ἕλλην οὐκ ἔστιν» (Πλάτων, Τίμαιος, 22b).


"Ὁμολογεῖται μὲν γὰρ τὴν πόλιν ἡμῶν ἀρχαιοτάτην εἶναι καὶ μεγίστην καὶ παρὰ πᾶσιν ἀνθρώποις ὀνομαστοτάτην· οὕτω δὲ καλῆς τῆς ὑποθέσεως οὔσης,
ἐπὶ τοῖς ἐχομένοις τούτων ἔτι μᾶλλον ἡμᾶς προσήκει τιμᾶσθαι. 24. Ταύτην γὰρ οἰκοῦμεν οὐχ ἑτέρους ἐκβαλόντες οὐδ' ἐρήμην καταλαβόντες
οὐδ' ἐκ πολλῶν ἐθνῶν μιγάδες συλλεγέντες, ἀλλ' οὕτω καλῶς καὶ γνησίως γεγόναμεν ὥστ' ἐξ ἧσπερ ἔφυμεν, ταύτην ἔχοντες ἅπαντα τὸν χρόνον διατελοῦμεν,
αὐτόχθονες ὄντες καὶ τῶν ὀνομάτων τοῖς αὐτοῖς οἷσπερ τοὺς οἰκειοτάτους τὴν πόλιν ἔχοντες προσειπεῖν".
(Ἰσοκράτης, Πανηγυρικός, στίχοι 23-24).

Τα άρθρα που φιλοξενούνται στον παρόντα ιστότοπο και προέρχονται απο άλλες πηγές, εκφράζουν αποκλειστικά και μόνον τις απόψεις των συγγραφέων τους.

Καθίσταται σαφές ότι η δημοσίευση ανάρτησης, δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά αποδοχή των απόψεων του συγγραφέως.


ΕΑΝ ΘΕΛΕΤΕ, ΑΦΗΝΕΤΕ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ, ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΑΡΘΡΟ-ΑΝΑΡΤΗΣΗ (΄κλίκ΄ στο "Δεν υπάρχουν σχόλια"). ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ.

Ακολουθήστε μας στο Facebook

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ 50-60-70. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ 50-60-70. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 10 Μαρτίου 2015

Για όσους γεννήθηκαν πριν το 1980…





Το κείμενο μιλάει για το πώς ήταν η ζωή πριν από μερικά χρόνια, αποκαλύπτοντας πολλές αλήθειες για το σήμερα και καταδεικνύοντας τη μεγάλη διαφορετικότητα σχετικά με το πώς μεγάλωσαν οι προηγούμενες γενιές και οι «σύγχρονες». 

Καλύτερα ή χειρότερα, δεν θα σας πω εγώ, αλλά θα το καταλάβετε μόνοι σας διαβάζοντας το κείμενο ως το τέλος…

»H αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω πώς καταφέραμε να επιβιώσουμε. Ήμαστε μια γενιά σε αναμονή: περάσαμε την παιδική μας ηλικία περιμένοντας… Δύο ώρες μετά το φαγητό πριν κολυμπήσουμε, δύο ώρες μεσημεριανό ύπνο για να ξεκουραστούμε και τις Κυριακές έπρεπε να μείνουμε νηστικοί όλο το πρωί, για να κοινωνήσουμε. 

Ακόμα και οι πόνοι περνούσαν με την αναμονή. Κοιτάζοντας πίσω, είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι είμαστε ακόμα ζωντανοί.. Εμείς ταξιδεύαμε σε αυτοκίνητα χωρίς ζώνες ασφαλείας και αερόσακους. Κάναμε ταξίδια 10 και 12 ωρών, πέντε άτομα σε ένα Φιατάκι και δεν υποφέραμε από το «σύνδρομο της τουριστικής θέσης».

Δεν είχαμε πόρτες, παράθυρα, ντουλάπια και… μπουκάλια φαρμάκων ασφαλείας για τα παιδιά.. Ανεβαίναμε στα ποδήλατα χωρίς κράνη και προστατευτικά, κάναμε ωτο-στοπ, καβαλάγαμε μοτοσικλέτες χωρίς δίπλωμα. Οι κούνιες ήταν φτιαγμένες από μέταλλο και είχαν κοφτερές γωνίες. Ακόμα και τα παιχνίδια μας ήταν βίαια. Περνάγαμε ώρες κατασκευάζοντας αυτοσχέδια αυτοκίνητα για να κάνουμε κόντρες κατρακυλώντας σε κάποια κατηφόρα και μόνο τότε ανακαλύπταμε ότι είχαμε ξεχάσει να βάλουμε φρένα. 

Παίζαμε «μακριά γαϊδούρα» και κανείς μας δεν έπαθε κήλη ή εξάρθρωση.

Βγαίναμε από το σπίτι τρέχοντας το πρωί, παίζαμε όλη τη μέρα και δεν γυρνούσαμε στο σπίτι παρά μόνο αφού είχαν ανάψει τα φώτα στους δρόμους. Κανείς δεν μπορούσε να μας βρει. Τότε δεν υπήρχαν κινητά. Σπάζαμε τα κόκκαλα και τα δόντια μας και δεν υπήρχε κανένας νόμος για να τιμωρήσει τους «υπευθύνους». Ανοίγανε κεφάλια όταν παίζαμε πόλεμο με πέτρες και ξύλα και δεν «έτρεχε τίποτα». Ήταν κάτι συνηθισμένο για παιδιά και όλα θεραπεύονταν με λίγο ιώδιο ή μερικά ράμματα. Δεν υπήρχε κάποιος να κατηγορήσεις παρά μόνο ο εαυτός σου. Είχαμε καυγάδες και κάναμε καζούρα ο ένας στον άλλος και μάθαμε να το ξεπερνάμε.

Τρώγαμε γλυκά και πίναμε αναψυκτικά, αλλά δεν ήμασταν παχύσαρκοι. Ίσως κάποιος από εμάς να ήταν χοντρός και αυτό ήταν όλο.

Μοιραζόμασταν μπουκάλια νερό ή αναψυκτικά ή οποιοδήποτε ποτό και κανένας μας δεν έπαθε τίποτα. Πίναμε νερό κατευθείαν από τη βρύση, όχι εμφιαλωμένο, και κάποιοι έβαζαν τα χείλη τους πάνω στη βρύση.Καμιά φορά κολλάγαμε ψείρες στο σχολείο και οι μητέρες μας το αντιμετώπιζαν πλένοντάς μας το κεφάλι με ζεστό ξίδι..

Δεν είχαμε Playstations, Nintendo 64, 99 τηλεοπτικά κανάλια, βιντεοταινίες με ήχο surround, υπολογιστές ή Ιnternet. Εμείς είχαμε φίλους. Κανονίζαμε να βγούμε μαζί τους και βγαίναμε. Καμιά φορά δεν κανονίζαμε τίποτα, απλά βγαίναμε στο δρόμο και εκεί συναντιόμασταν για να παίξουμε κυνηγητό, κρυφτό, αμπάριζα – μέχρι εκεί έφτανε η τεχνολογία. 

Περνούσαμε τη μέρα μας έξω, τρέχοντας και παίζοντας. Τότε, το κρυφτό ήταν «υπερπαραγωγή»: ξεκινούσε απόγευμα, αφού είχες διαβάσει και σε άφηνε η μαμά να βγεις στη γειτονιά, και τελείωνε μαζί με τις ειδήσεις της ΕΡΤ, στις 10 το βράδυ!

Παίζαμε ποδόσφαιρο ατελείωτες ώρες… Χάσαμε χιλιάδες μπάλες. Άσε που όλοι είχαμε τα γόνατά μας καταχτυπημένα, αλλά δεν μας ένοιαζε! Πηγαίναμε με το ποδήλατο ή περπατώντας μέχρι τα σπίτια των φίλων και τους φωνάζαμε από την πόρτα. Φανταστείτε το! Χωρίς να ζητήσουμε άδεια από τους γονείς μας, ολομόναχοι εκεί έξω στον σκληρό αυτό κόσμο! Χωρίς κανέναν υπεύθυνο! Πώς τα καταφέραμε;

Στα σχολικά παιχνίδια συμμετείχαν όλοι και όσοι δεν έπαιρναν μέρος έπρεπε να συμβιβαστούν με την απογοήτευση. Κάποιοι δεν ήταν τόσο καλοί μαθητές όσο άλλοι και έπρεπε να μείνουν στην ίδια τάξη. Δεν υπήρχαν ειδικά τεστ για να περάσουν όλοι. Τι φρίκη!

Κάναμε διακοπές τρεις μήνες τα καλοκαίρια και περνούσαμε ατέλειωτες ώρες στην παραλία χωρίς αντηλιακή κρέμα με δείκτη προστασίας 30 και χωρίς μαθήματα ιστιοπλοΐας, τένις ή γκολφ. 

Φτιάχναμε όμως φανταστικά κάστρα στην άμμο και ψαρεύαμε με ένα αγκίστρι και μια πετονιά. Ρίχναμε τα κορίτσια κυνηγώντας τα για να τους… βάλουμε χέρι, όχι πιάνοντας κουβέντα σε κάποιο chat room και γράφοντας ; ) : D : P>!!!!!

Είχαμε ελευθερία, αποτυχία, επιτυχία και υπευθυνότητα και μέσα από όλα αυτά μάθαμε και ωριμάσαμε.

Αν εσύ είσαι από τους «παλιούς»… συγχαρητήρια! Είχες την τύχη να μεγαλώσεις σαν παιδί…

Διαβάστε περισσότερα... »

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2014

Στό μικρό μας τό χωριό: ΠΡΙΝ 40 ΧΡΟΝΙΑ!




Στό μικρό μας τό χωριό στήν Δοίράνη, κάθε οἰκογένεια εἶχε 2-3 ἀγελάδες, 10-15 κοτοῦλες, 1-2 προβατάκια ή κατσικάκια καί 1-2 γουρουνάκια.

Ἑπτά ἡ ὥρα τό πρωΐ,
ὅλες τίς ἀγελάδες τίς ἔπαιρνε ὁ τσοπάνος ὁ κυρ-Ἀνέστης καί τίς πήγαινε στή βοσκή. Τό βράδυ εἴχαμε φεσκότατο γάλα.

Τρώγαμε αὐγά ἐλευθέρας βοσκῆς
καί κάποτε-κάποτε ἡ μάνας μας, ἔσφαζε καί μιά κοτούλα.

Τρώγαμε γριβάδια, πρικιά καί γουλιανούς ἀπό τήν λίμνη μας.
Μέ τό κάρο ὁ πατέρας μου πήγαινε στά γύρω χωριά καί πουλοῦσε ψάρια. Ὅταν οἱ νοικοκυρές δέν εἶχαν χρήματα, τοῦ ἔδιναν ἀλεύρι ἤ σιτάρι ἤ ὅ,τι ἄλλο εἶχαν.

Οἱ μητέρες τοῦ χωριοῦ ζύμωναν στήν σκάφη τό ἀλεύρι,
τό ψήνανε στούς χωριάτικους φούρνους καί τρώγαμε ἁγνό χωριάτικό ψωμί. Τό ἀλείφαμε μέ λάδι κάι ζάχαρη, ὅταν δέν ὑπῆρχε βούτυρο.
Τρώγαμε ἀπό τόν δάσκαλο ξύλο καί τόν ἀγαπούσαμε. 

Μᾶς ἔμαθε γράμματα καί παιχνίδια. Τιμούσαμε στό δημοτικό τούς ἥρωες τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ '21 μέ θεατρικές παραστάσεις ποιήματα, ντυμένοι τσολιάδες. Πρωί-πρωί ξυπνούσαμε τό χωριό στίς ἐθνικές ἑορτές μέ τό "Μακεδονία ξακουστή τοῦ Ἀλεξάνδρου ἡ χώρα".

Τά Χριστούγεννα τρώγαμε
ἕνα μεγάλο ταψί μπακλαβά σπιτικό καί παίζαμε ὅλα τά παιδιά μαζί, ἀγαπημένα καί μαλωμένα.
10-11 χρονῶν, βγάζαμε χαρτζιλίκι μέ ἱδρῶτα. Παίρναμε τή βάρκα τοῦ μπαμπᾶ καί πιάναμε κανένα ψάρι ἤ μᾶς τά ἔδιναν οἱ ψαράδες γιά τήν μικρή ἐργασία ποῦ κάναμε. Τά δέναμε στό σύρμα καί τά πουλούσαμε στά τραῖνα.

Μάθαμε νά σεβόμαστε τόν Ἱερέα καί τόν Ἐπίσκοπο, τόν εἴχαμε ὡς Χριστό. 

Στά Ἅγια Θεοφάνεια, τά παλικάρια βουτοῦσαν στήν παγωμένη λίμνη γιά νά πιάσουν τόν Σταυρό.

Στό Πανηγύρι τοῦ Προφήτη Ἡλία ἔρχονταν οἱ πραματευτάδες καί χαζεύαμε τά τόσα πολλά παιχνίδια.

Μέ ρώτησε ὁ πατέρας τοῦ θείου μου, τί παιχνίδι θέλω καί τοῦ εἶπα ἕνα τραχτεράκι. Τό περίμενα νά τό περπατήσω μέ λαχτάρα καί ἀξιώθηκα νά τό ὁδηγήσω μετά ἀπό 30 χρόνια.

Τά Σκόπια πού συνορεύουν
μέ τό χωριό μου, τότε λεγόταν Σερβία καί τώρα, ἄν ἐφησυχάσουμε, μπορεῖ νά μᾶς κλέψουν καί τήν "Μακεδονία".

Τά παιδικά μας χρόνια τά ζήσαμε φτωχικά, ἀλλά οἰκονομική κρίση
δέν τά ἄγγιζε, διότι ἦταν παραγωγικά. Ἤμασταν αὐτάρκεις. 

Ὁ αὐτάρκης εὐχαριστεῖ τόνΘεό, ὅταν τά ἐπίγεια ἀγαθά τοῦ περισσεύουν. Ζεῖ ὅμως καί μέ τά λίγα. Ὁ πλεονέκτης τά χάνει ὅλα. Ἡ ψυή του ζεῖ κατ' οὐσίαν χωρίς χαρά, διότι δέν ὑπάρχουν στή ζωή του ἰδανικά.

Χάθηκε ὅμως ἡ ἁπλή ζωή τοῦ χωριοῦ καί πληγώθηκε ἄσχημα ἡ καριδά τοῦ νεοέλληνα.

'Ο,τι ὅμως δέν μπορεῖ νά θεραπεύσει ὁ ἄνθρωπος, τό θεραπεύει ὁ Θεός. Οἱ ἐχθροί μας ἀνοίγουν λάκκους, ἀλλά πέφτουν μέσα σ' αὐτούς οἱ ἴδιοι. Ἀπό τήν σημερινή οἰκονομική κρίση, θά ἀναστηθῇ ἡ χαμένη νεολαία μας!

Μᾶς ἀγαπᾶ ὁ Θεός!

Διαβάστε περισσότερα... »

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2014

Νοσταλγία... Η γενιά του 50, 60 και 70




Έτσι.... για να θυμόμαστε

Σύμφωνα με τις στατιστικές,
αυτοί από εμάς που ήμασταν παιδιά τις δεκαετίες του 40, 50, 60, και 70 πιθανόν δεν θα έπρεπε να είχαμε επιζήσει.

Οι κούνιες μας ήταν βαμμένες με γυαλιστερή λαδομπογιά με βάση το μόλυβδο.
Τα πατώματα είχαν μωσαϊκό που σου περόνιαζε τα κόκκαλα κι οι κρεβατοκάμαρες ξύλινα πατώματα που τα γυάλιζαν με παρκετίνη, με κάτι βαριές παρκετέζες και κάθε τόσο αγκίθες καρφωνόντουσαν στις ξυπόλητες πατούσες μας.



Οι παιδικές αρρώστιες έκαναν θραύση.
Κάθε τόσο κι ένας φίλος ή συμμαθητής πάθαινε ιλαρά, κοκίτη, μαγουλάδες, ανεμοβλογιά. 

Δεν είχαμε καπάκια ασφαλείας στα μπουκάλια με τα φάρμακα, ούτε καπάκια στις πρίζες του δωματίου, εκείνες τις σκούρες τις φτιαγμένες από βακελίτη. 

Ζεσταινόμασταν με σόμπες με ξύλα η με… κάρβουνο, η με θερμάστρες πετρελαίου. Που να βρεθεί καλοριφέρ τότε.



Τηλέφωνο είχε ή σε κανένα θάλαμο του ΟΤΕ με κερματοδέκτη, με εκείνες τις μάρκες τις χαραγμένες, ή στο περίπτερο της γειτονιάς, που είχε κρεμασμένα με μανταλάκια τα περιοδικά μας ο Μικρός Ήρωας κι ο Μικρός Σερίφης, κι ακόμα το Ρομάντζο, το Πάνθεον, το Ντόμινο, η Βεντέτα, το Πρώτο, το Εμπρός.




Ακόμα ζητάω τη σοκολάτα ΙΟΝ αμυγδάλου του ταλίρου, ή τις πρώτες γκοφρέτες ΜΕΛΟ με τα χαρτάκια με τις φορεσιές και τις σημαίες των χωρών του κόσμου, ακόμα θυμάμαι το Γλειφιτζούρι κοκοράκι, το μαλλί της γριάς στα πρόχειρα λούνα Παρκ, το φρεσκοψημένο ποπ κορν, τις καραμέλες γάλακτος τις τυλιγμένες στο χρυσό χαρτί, τις κατακόκκινες καραμέλες τσάρλεστον, το πεστίλι πέτσα βερίκοκο, το αυθεντικό παστέλι, και το κάτασπρο μαντολάτο. 

Ακόμα θυμάμαι τη γεύση απ το καλαμπόκι και τα κάστανα και συγκινούμαι όταν βλέπω καστανάδες, λίγους πια και καλαμποκάδες σε κάνα πανηγύρι.



Χάθηκαν τα αυθεντικά σουβλάκια, με τα ντονέρ και την ξεροψημένη πίτα και το κοκινοπίπερο.


Τα αστικά λεωφορεία Σκάνια Βάμπις, Σκόντα, Βόλβο κι αργότερα Βritish Leyland και ΗΙΝΟ, είχαν τη μηχανή μέσα και ήταν συνήθως καλυμμένη με μπλε δερμάτινα καπιτονέ καλύμματα. Βόγκαγαν κάθε φορά που ο οδηγός άλλαζε ταχύτητα. Καμιά φορά είχε και μια θέση μπροστά δεξιά δίπλα στη μηχανή που ήταν η καλύτερη για τα παιδικά μας όνειρα. 

Υπήρχε και εισπράκτορας στριμωγμένος δίπλα στην πίσω πόρτα με το κλασσικό γκρι καπέλο με το γείσο, ένα πρωτόγονο μικρόφωνο κι έλεγε τις στάσεις ή φώναζε τέρμα τα μία και είκοσι.

Θυμάστε εκείνες τις κερματοθήκες που έβαζε τα κέρματα και που τώρα τελευταία ξανάγιναν της μόδας; Τα κίτρινα τρόλεϊ με τους οδηγούς και τους εισπράκτορες με τις καφέ στολές, κι εκείνο το περίεργο μηχανάκι με τη μανιβέλλα που έκοβε τα εισιτήρια.



Τα γκρίζα αμερικάνικα πελώρια ταξί με τα καθισματάκια που έπεφταν από τις πλάτες των μπροστινών καθισμάτων, γυρόφερναν ή άραζαν στις πιάτσες. Κι οι πειρατές, «ένα διφραγκάκι Σύνταγμα» τους έκοβαν το
μεροκάματο.

Ποιος να έχει τότε Ι.Χ. Οι λίγοι τυχεροί αγόραζαν VW σκαραβαίους,
ή μεταχειρισμένα Consoul Cortina, Hansa, Wartburg, FIAT 1100, Opel Olympia. Θυμάστε τα Anglia, τα Peugeot 403, τα Renault 10 ή το Simca 1000, με τα ανύπαρκτα καλοριφέρ και τα λιγνά λάστιχα.


Το γάλα μας το έφερνε ο γαλατάς
ή μέσα σε γυάλινα μπουκάλια με αλουμινένια καπάκια ή μας το άδειαζε από μεγάλες καρδάρες στην κατσαρόλα στην εξώπορτα.


Οι κολώνες του πάγου που τις έφερνε ο παγοπώλης
με την τρίκυκλη μοτοσυκλέτα του και τις κουβάλαγε με εκείνο το περίεργο εργαλείο γάντζο, αργοέλιωναν στο κεφαλόσκαλο. Και η βρύση του ψυγείου είχε στο στόμιο της τυλιγμένο ένα λευκό τουλπάνι σα φίλτρο. 

Που ηλεκτρικά ψυγεία. Αργότερα θυμάμαι κάτι ΠΙΤΣΟΣ, ΙΖΟΛΑ και ΚΕΛΒΙΝΕΙΤΟΡ.





Οι παπλωματάδες, οι καρεκλάδες, οι γανωτζήδες, οι ακονιστές κι οι τσαγκάρηδες, είχαν πολλή δουλειά. Στην κεντρική λεωφόρο ένα πλήθος από λούστρους με καλογυαλισμένα κασελάκια που λαμποκοπούσαν περίμεναν πελάτη. 

Και σε κάποια γωνιά σε μια καμαρούλα 2Χ2 ήταν το βασίλειο του τσαγκάρη με εκείνο το περίεργο καλαπόδι που έβαζε ανάποδα το παπούτσι και το κόλλαγε και το κάρφωνε με εκείνες τις μαύρες πρόκες με το πλατύ κεφάλι και διάχυτη η μυρουδιά της βενζινόκολλας.


Στη γωνιά του δρόμου μια ΕΒΓΑ που πούλαγε γάλα, γιαούρτια και παγωτά σε ψυγεία με μαύρα λαστιχένια καπάκια, και σε μια γωνιά μεταλλικά κουτιά με γυάλινο επάνω μέρος και μέσα μπισκότα γεμιστά με κρέμα γεύση βανίλια σοκολάτα φράουλα και μπανάνα και κουραμπιέδες Μπούσιου αν θυμάμαι, τυλιγμένους σε ημιδιαφανές χαρτί.


Στο κομμωτήριο της γειτονιάς, οι κυρίες ψηνόντουσαν με τις ώρες κάτω απ’ τις κάσκες σεσουάρ με τα μαλλιά πασαλειμμένα πλιξ τυλιγμένα σε ρόλεϊ κι όλα μαζί σκεπασμένα με δίχτυ και τα αυτιά σκεπασμένα με κοκάλινα καπάκια. 

Η μανικιουρίστα καθάριζε τα πετσάκια και έβαφε τα νύχια με κατακόκκινο μανό που μύριζε ασετόν από δέκα μέτρα μακριά.


Ο καφές στα καφενεία ήταν μόνο Ελληνικός, τούρκικος τότε. Δεν υπήρχε νες, ούτε φραπέ, ούτε καπουτσίνο, ούτε εσπρέσο, ούτε καν φίλτρου γαλλικός. 

Μόνο σε κανένα ζαχαροπλαστείο έβρισκες γαλλικό και βέβαια τον πλήρωνες πανάκριβα. Οι πρώτες καφετιέρες ήταν κάτι γυάλινες κανάτες γεμάτες νερό πάνω στη φωτιά, με ένα ειδικό μεταλλικό φίλτρο που ο ατμός που υγροποιούταν έπεφτε πάνω στον καφέ τον έριχνε στο νερό και ο κύκλος συνεχιζόταν μέχρις εξαντλήσεως του περιεχομένου.


Σαββατόβραδο στα μικράτα μας σινεμαδάκι, 
την σπουδαία περίοδο του Ελληνικού κινηματογράφου και το βράδυ ταβερνάκι με μπριζολίτσα παϊδάκια και μια γουλιά μπύρα ,που μας έδινε κρυφά η μάνα μας, γιατί «το παιδί δεν πρέπει να πίνει».


Και αργότερα πιο μεγάλοι πια,
σινεμά και καφετέρια στον Πύργο των Αθηνών ,το Loubier, το Blue Bell, του Φλόκα, το Βυζάντιο, του Βρυλώναι με τις φοβερές μακαρονάδες. Τη Σόνια.


Με πόση χαρά ακολουθούσαμε Κυριακή πρωί τον πατέρα στο καφενείο και απολαμβάναμε επί ώρες μια κουταλιά βανίλια, το γνωστο υποβρύχιο μέσα σε ένα ποτήρι παγωμένο νερό, ή τρώγαμε το μεζέ του ούζου και του αφήναμε το ούζο ξεροσφύρι.





Κι ύστερα με το ποδήλατο πάνω κάτω στο πεζοδρόμιο κι εκείνος να μας ρίχνει κλεφτές ματιές
κάθε που σήκωνε το κεφάλι του απ το τραπέζι με την πρέφα ή το τάβλι. 

Και το μεσημέρι της Κυριακής μετά το οικογενειακό γεύμα πόση πίκρα όταν έφευγε για το γήπεδο χωρίς εμάς γιατί ήταν μεγάλο παιγνίδι και με πόση λαχτάρα περιμέναμε να ακούσουμε την περιγραφή απ το ραδιόφωνο. Γεωργίου, Φώσκολος, Λογοθέτης κι αργότερα απ' την τηλεόραση Διακογιάννης, Φουντουκίδης, Κατσαρός.


Η γλυκύτερη αναμονή το καλοκαίρι
ήταν ο παγωτατζής με το καρότσι με τις σιδερένιες ρόδες που το έσπρωχνε στο χωματόδρομο. Παπασπύρου ΑΣΤΥ ΕΒΓΑ. Μια δραχμή η κρέμα, μιάμιση το κακάο, δύο η σοκολάτα.


Τα καλοκαίρια μπάνιο με το πούλμαν ή πάνω στις καρότσες των αγροτικών ή με φορτηγά ή άντε με προϊστορικά λεωφορεία που ζεμάταγαν σαν την κόλαση στις κοντινές παραλίες, Καβούρι Βουλιαγμένη, Βάρκιζα άντε και στη Λουμπάρδα ή απ την άλλη μεριά Ραφήνα Νέα Μάκρη Κόκκινο λιμανάκι. Γελάγαμε με κάτι χοντρές γριές που κάνανε μπάνιο με τις κομπιναιζόν. 

Πέφταμε κάτω και χτυπιόμασταν όταν βλέπαμε κάποιους με το ένα χέρι να κρατάνε τυλιγμένη την πετσέτα γύρω τους και με το άλλο να προσπαθούν να βγάλουν το μαγιό και ναι βάλουν εσώρουχο και παντελόνι.

Σιχαινόμασταν τα κεφτεδάκια ή τα ντολμαδάκια στην αμμουδιά. Και το νερό που πίναμε ήταν πάντα χλιαρό.


Και φρούτα, Θεέ μου τι φρούτα ήταν αυτά! Θυμάμαι ακόμα τον πατέρα μου να κουβαλάει κάτι δωδεκάκιλα Αμερικάνικα ριγέ καρπούζια και γιαρμάδες που σε κάθε δαγκωνιά τα ζουμιά έτρεχαν στο πηγούνι και το λαιμό. Και πεπόνια που μοσχομύριζαν. Και κεράσια μέλι. Και σταφύλια ολόγλυκα. Ψωμί, τυρί φέτα και καρπούζι για φαγητό. Η υπέρτατη γεύση.



Πίναμε νερό απ το λάστιχο του κήπου (τι εμφιαλωμένα και πράσινα άλογα),
τρώγαμε λουκουμάδες με ζάχαρη, κουλούρι και τριγωνάκι κεφαλοτύρι απ τον πλανόδιο κουλουρά έξω απ την εκκλησία, αμφίβολης καθαριότητας τυρόπιτες και σάμαλι (Δεν έχω ξαναδοκιμάσει από τότε τέτοια νοστιμιά), κοκ και κορνέ με Σαντιγύ, και πάστες νουγκατίνες σοκολατίνες και σεράνο απ τις ΕΒΓΑ της γειτονιάς. 

Γευόμασταν βούτυρα και μαρμελάδες σπιτικές και σπιτικά γλυκά κουταλιού συκαλάκι, περγαμόντο, βύσσινο και πορτοκάλι, νερατζάκι, και φαγητά που δεν τα φτιάχνουν τώρα γιατί είναι κουραστικά. Ροστ μπήφ, μελιτζάνες παπουτσάκια, ιμάμ, παστίτσια, μουσακάδες. Τρώγαμε τόνους κεφτέδες με πατάτες τηγανιτές αλλά ποτέ δεν ήμασταν υπέρβαροι γιατί γυρνάγαμε όλη μέρα στους δρόμους και τις αλάνες παίζοντας.


Μοιραζόμασταν με τους φίλους μας μια πορτοκαλάδα ή γκαζόζα απ το ίδιο μπουκάλι
και ποτέ κανένας μας δεν έπαθε τίποτε. Δεν πολυαρωσταίναμε, αλλά αν τύχαινε να αρρωστήσουμε πάντα υπήρχε μια καλή μάνα ή γιαγιά να μας δώσει λίγο φιδέ και να μας ρίξει βεντούζες να μας δώσει μια κουταλιά Νορισοντρίν, Ιπεσαντρίν ή ασπιρίνη διαλυμένη στο κουταλάκι μαζί με ζάχαρη, ή να μας κάνει μια ένεση με γυάλινη σύριγγα που τη βράζανε στο κατσαρολάκι, και πιο ύστερα να μας διαβάσει κανένα παραμυθάκι για να αποκοιμηθούμε. 

Και κάτι θερμόμετρα γυάλινα του πεντάλεπτου και στα πόδια του κρεβατιού να γουργουρίζει η γάτα η παρδαλή και να αναδεύεται και να παίζει με την άκρη της κουβέρτας.


Όταν κάναμε ποδήλατο (eska ή velamos)
δεν φορούσαμε κράνος και στην πίσω ρόδα βάζαμε πάντα χαρτόνι από πακέτο τσιγάρα πιασμένο με ξύλινο μανταλάκι έτσι για να κάνει θόρυβο και να μας θυμίζει μηχανάκι.



Περνάγαμε ώρες έξω απ το σπίτι φτιάχνοντας πατίνια με ρουλεμάν και σανίδια και κατεβαίναμε τις κατηφόρες τις γειτονιάς απλά για να διαπιστώσουμε ότι είχαμε ξεχάσει να βάλουμε φρένο. Κι όταν σηκωνόμασταν μέσα απ τους θάμνους που καταλήγαμε, μαθαίναμε πώς να διορθώνουμε το πρόβλημα των φρένων. 

Για να μη ξαναπληγώσουμε τα γόνατα μας και να μην αποκτήσουμε ευμεγέθη καρούμπαλα στο κέντρο του μετώπου μας. Κι αν τα αποκτούσαμε τα πατάγαμε με εκείνα τα μεγάλα τάλιρα για να μη φουσκώσουν.


Είχαμε φίλους. Βγαίναμε στο δρόμο και τους βρίσκαμε. Παίζαμε μπάλα και κυνηγητό στους δρόμους. Τα δοκάρια στα αυτοσχέδια γήπεδα ήταν ή οι σχολικές τσάντες ή τα πουλόβερ κι οι ζακέτες μας κουβαριασμένες και για καλάθια του μπάσκετ είχαμε τα περβάζια των παραθύρων. 

Πόσες φορές δεν σπάζαμε και κανένα τζάμι και εξαφανιζόμασταν όλοι μαζί αφήνοντας τη μπάλα στα χέρια κάποιου συνταξιούχου που την έσκιζε με το σουγιά και την πέταγε στο δρόμο. Ο παλιόγερος!


Σκάβαμε λακουβάκια για να παίξουμε γκαζές, ακόμα και κουτσό μαζί με τα κορίτσια, χαρτάκια ή απ αυτά που αγοράζαμε απ τα περίπτερα ή με τα χαρτόνια απ τα πακέτα τα τσιγάρα. Πηγαίναμε στα σπίτια των φίλων μας και χτυπούσαμε την πόρτα, ή το πιο συνηθισμένο μπαίναμε χωρίς να ρωτήσουμε. Πέφταμε από δέντρα, κοβόμασταν, πληγώναμε τα γόνατα μας και σπάγαμε και κανένα χέρι και οι γονείς μας μάς κατσάδιαζαν κι αυτό ήταν. 

Λίγο βάμμα στην πληγή κι όξω απ την πόρτα. Τσακωνόμασταν και παίζαμε μπουνιές και μαυρίζαμε και μελανιάζαμε και πάλι φιλιώναμε. 

Παίζαμε ξιφομαχίες με αυτοσχέδια ξύλινα σπαθιά. Τα ακόντια μας ήταν τα κοντάρια απ τις σκούπες ειδικά από εκείνες που τύλιγαν με μια μαξιλαροθήκη και ξαράχνιαζαν τα ταβάνια. Οι ασπίδες μας ήταν τα καπάκια απ τις μεγάλες κατσαρόλες. 

Τρώγαμε ακόμα και σκουλήκια και λάσπες απ τον κήπο. Θυμάστε τη γεύση της λάσπης; Ούτε μάτια βγάλαμε, ούτε τα σκουλήκια έζησαν για πολύ το στομάχι μας.

Κι όταν η γιαγιά πότιζε τον κήπο τι πλάκα να της πατάς το λάστιχο του ποτίσματος και να της κόβεις το νερό κι εκείνη να φωνάζει. Κι ο πανικός ακόμα μεγαλύτερος όταν πιάναμε το φλιτ με το εντομοκτόνο για να παίξουμε ανίδεοι για το δηλητήριο που περιείχε.

Στους ποδοσφαιρικούς μας αγώνες την ομάδα την έφτιαχναν μερικοί, οι υπόλοιποι μάθαιναν να ζουν χωρίς αρχηγιλίκι. Φεύγαμε απ το σπίτι το πρωί και παίζαμε όλη μέρα ελεύθεροι αρκεί να γυρίζαμε πίσω μόλις άρχιζε να σκοτεινιάζει, ή όταν η μάνα μας έβαζε τις φωνές απ το μπαλκόνι να τσακιστούμε να ανεβούμε για διάβασμα. 

Δεν είχαμε βιντεοπαιχνίδια, ούτε καν τηλεόραση, ούτε κινητά, ούτε υπολογιστές ή internet, άντε κανένα ραδιόρφωνο με λυχνίες. Το καλύτερο δώρο ήταν ένα μικρό τρανζιστοράκι με εννιάβολτη Bereck για να ακούμε Εθνικό, ή Ενόπλων.

Πηγαίναμε σχολείο και τα Σάββατα.
Τρεις μέρες πρωί, τρεις μέρες απόγευμα. Τετάρτη απόγευμα Πέμπτη πρωί και την πρώτη ώρα Μαθηματικά.

Πόσες φορές δεν αισθανθήκαμε το χέρι κάποιου καθηγητή
να μας σηκώνει απ τη φαβορίτα ή να μας τραβάει τα αυτιά, η να μας ρίχνει μια σβουριχτή σφαλιάρα. Κι η βίτσα, συνήθως από μουριά να μας πληγώνει την παλάμη. Οι πράξεις μας ήταν δικές μας και οι συνέπειες θα βάρυναν εμάς. 

Ποιος δε θυμάται τις καζούρες ιδιαίτερα στους Θεολόγους, τις Αγγλικούδες και τους Τεχνικούς. Τα παρατσούκλια που τους βγάζαμε τα παλιόπαιδα. Ο γιαουρτάς, ο καρκίνος ο θέκλας η θρούμπος ο φισφιρίκος.

Την αγωνία μόλις έμπαινε ο μαθηματικός κι άνοιγε τον κατάλογο. 

-Για να σηκωθεί σήμερα ο ………. 

Και μέχρι να πει τον μελλοθάνατο, κόμπος το στομάχι. Θυμάστε στα διαγωνίσματα την απεγνωσμένη προσπάθεια να αντιγράψουμε με το βιβλίο στα γόνατα, ή τα σκονάκια κρυμμένα στα μανίκια, ή τα κορίτσια που τάγραφαν με στυλό BIC ή SCHNEIDER πάνω στα μπούτια τους και τα κάλυπταν με τις μπλε ποδιές τους. 

Μπλε κοριτσίστικες ποδιές, άσπρο γιακαδάκι και άσπρη μπλε κορδέλα στα μαλλιά. Ποδιές που εξαφανιζόντουσαν στο λεωφορείο και χωνόντουσαν μες στις τσάντες και τα αγόρια που περίμεναν στο τέρμα του λεωφορείου.


Ποιος δε θυμάται τις ημερήσιες εκδρομές στον Κάλαμο, τον Αη Γιάννη το Ρώσο, το Ναύπλιο, τον Όσιο Λουκά, τους Δελφούς για να δούμε τον Ηνίοχο τον σκανδαλιάρη που σε κοίταγε πονηρά όπου κι αν στεκόσουν, με κάτι απίστευτα πούλμαν.

Και τους ποδοσφαιρικούς αγώνες
των τριών ωρών και βάλε στα άδεια οικόπεδα που τώρα έχουν γίνει μεζονέτες και στούντιο.

Κάποιοι μαθητές όχι τόσο έξυπνοι ή επιμελείς, έχαναν την τάξη και ξαναπήγαιναν στην ίδια.
Θυμηθείτε πόσους διετείς είχατε στην τάξη σας στο γυμνάσιο. Ήταν εύκολα αναγνωρίσιμοι απ τα γένια και τη χοντρή φωνή.

Ο πρώτος μας έρωτας ήταν
συνήθως αδελφή ή εξαδέλφη του καλύτερου φίλου μας. Θυμόσαστε το χτυποκάρδι αλήθεια; Την αγωνία μη μας πάρουν χαμπάρι. Το πρώτο φιλί. Τα ξαναμμένα μάγουλα ,το χνούδι πάνω απ το χείλος μας.

Θυμάστε τα πάρτι γενεθλίων με 15 αγόρια και δύο κορίτσια, (Ποιος να αφήσει την κόρη του να πάει) με πορτοκαλάδα ή ΤΑΜ ΤΑΜ, πατατάκια τσιπς και σπιτικό κέϊκ κι αργότερα βερμουτάκι και ξηρούς καρπούς. 

Τις άπειρες φορές που χορεύαμε το ίδιο μπλούζ σε συνεννόηση με τον υπεύθυνο του πικάπ, έτσι για να μένουμε πιο πολλή ώρα αγκαλιασμένοι με το κορίτσι των ονείρων μας. Την απίστευτη φράση ΤΑ ΦΤΙΑΞΑΜΕ. Τι φτιάξαμε ο Θεός κι η ψυχή μας.



Πηγαίναμε στο γήπεδο τρείς ώρες πριν το ματς και γυρίζαμε παπί απ τη βροχή και παγωμένοι μέχρι το μεδούλι τυλιγμένοι με μουσκεμένες σημαίες και χωμένοι σε πλαστικές σακούλες. Κι με τις κάλτσες να τρέχουν.

Υπήρχαν τέσσερις εποχές διακριτές μεταξύ τους.
Τα φύλλα των δέντρων έπεφταν το φθινόπωρο και τα μπουμπούκια των λουλουδιών άνθιζαν ην άνοιξη. Υπήρχαν δέντρα και κήποι στις αυλές των σπιτιών και πηγάδια και χώμα που μύριζε μετά το πότισμα. Θυμάστε τους πανσέδες; Τα σκυλάκια; Τα χρυσάνθεμα;

Τις πλεχτές ζακέτες
που βάζαμε κάπου μετά το Πάσχα. Τα πρώτα μακριά παντελόνια.

Τα καλοκαιρινά βράδια
τα βγάζαμε ή στα σκαλιά παρέες παρέες, ή παίζοντας κρυφτό και κρυφτοντένεκο, ή στα καλοκαιρινά σινεμά με τα χαλίκια, τις καρέκλες με το πλαστικό σκοινί, τις μπουκαμβίλιες στη μάντρα, τον πασατέμπο και την πορτοκαλάδα ΠΑΡΘΕΝΩΝ. Αξέχαστα χρόνια.

Οι γενιές αυτές έβγαλαν μερικούς απ’ τους καλύτερους επιστήμονες, γιατρούς, μηχανικούς, ανθρώπους εργατικούς και τίμιους οικογενειάρχες και πολλούς άλλους. 

Τα τελευταία πενήντα χρόνια έγινε έκρηξη σε καινοτομίες και νέες ιδέες. Είχαμε επιτυχίες, αποτυχίες και υπευθυνότητα και μάθαμε να τα αντιμετωπίζουμε όλα. Μεγαλώσαμε σαν παιδιά με τις χαρές και τις λύπες, μας.

Ζήσαμε.

Και θα εξακολουθήσουμε να ζούμε,
 όσο θέλει ο Θεός, 
σε πείσμα όλων αυτών που μας πλαστικοποίησαν τη ζωή, με δικές τους ιδέες και για δικό τους όφελος.

πηγή-epistoligr
Διαβάστε περισσότερα... »