«Ἕλληνες ἀεί παῖδες ἐστε, γέρων δέ Ἕλλην οὐκ ἔστιν» (Πλάτων, Τίμαιος, 22b).


"Ὁμολογεῖται μὲν γὰρ τὴν πόλιν ἡμῶν ἀρχαιοτάτην εἶναι καὶ μεγίστην καὶ παρὰ πᾶσιν ἀνθρώποις ὀνομαστοτάτην· οὕτω δὲ καλῆς τῆς ὑποθέσεως οὔσης,
ἐπὶ τοῖς ἐχομένοις τούτων ἔτι μᾶλλον ἡμᾶς προσήκει τιμᾶσθαι. 24. Ταύτην γὰρ οἰκοῦμεν οὐχ ἑτέρους ἐκβαλόντες οὐδ' ἐρήμην καταλαβόντες
οὐδ' ἐκ πολλῶν ἐθνῶν μιγάδες συλλεγέντες, ἀλλ' οὕτω καλῶς καὶ γνησίως γεγόναμεν ὥστ' ἐξ ἧσπερ ἔφυμεν, ταύτην ἔχοντες ἅπαντα τὸν χρόνον διατελοῦμεν,
αὐτόχθονες ὄντες καὶ τῶν ὀνομάτων τοῖς αὐτοῖς οἷσπερ τοὺς οἰκειοτάτους τὴν πόλιν ἔχοντες προσειπεῖν".
(Ἰσοκράτης, Πανηγυρικός, στίχοι 23-24).

Τα άρθρα που φιλοξενούνται στον παρόντα ιστότοπο και προέρχονται απο άλλες πηγές, εκφράζουν αποκλειστικά και μόνον τις απόψεις των συγγραφέων τους.

Καθίσταται σαφές ότι η δημοσίευση ανάρτησης, δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά αποδοχή των απόψεων του συγγραφέως.


ΕΑΝ ΘΕΛΕΤΕ, ΑΦΗΝΕΤΕ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ, ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΑΡΘΡΟ-ΑΝΑΡΤΗΣΗ (΄κλίκ΄ στο "Δεν υπάρχουν σχόλια"). ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ.

Ακολουθήστε μας στο Facebook

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΘΕΟΙ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΘΕΟΙ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 8 Απριλίου 2015

Οι άθεοι στην Αρχαία Ελλάδα


Της Αθηνάς Ταρλά | Αναδημοσίευση από: Σκεπτέον Εστί


Στις Ευμενίδες του Αισχύλου (στ. 151), ο Χορός αποκαλεί τον Ορέστη «άθεον άνδρα», επειδή σκότωσε τη μητέρα του, μολονότι είναι φανερό πως εκείνος δεν αμφιβάλλει για την ύπαρξη των θεών, συνομιλεί μάλιστα με τον Απόλλωνα.

Και δεν είναι η μόνη περίπτωση, όπου άθεος χαρακτηρίζεται από τους αρχαίους κι εκείνος που παραβαίνει τους νόμους των θεών ή ασεβεί με κάποιον άλλον τρόπο.

Πρόσωπα που αρνούνται ευθαρσώς την ύπαρξη οποιωνδήποτε θεοτήτων, εμφανίζονται στο δεύτερο μισό του 5ου αιώνα. Αποκαλούνται άθεοι, επίθετο που εξακολουθεί να συγχέεται με τον ασεβή, μία κατηγορία που οδήγησε στη φυλακή, στην εξορία, ακόμα και στον θάνατο αρκετούς Αθηναίους δίκαια ή άδικα.

Οι γνωστοί σε εμάς άθεοι της εποχής, που πίστευαν πως οι θεοί είναι επινόηση των ανθρώπων, είναι ο Πρόδικος από την Κέα, ο Κριτίας ο Αθηναίος, ο Διαγόρας ο Μήλιος και ο Κινησίας.

Αυτοί, κάτω από την επίδραση της σοφιστικής κίνησης, που έθεσε υπό αμφισβήτηση, όχι μόνο τις καθιερωμένες θρησκευτικές αντιλήψεις, αλλά και την εγκυρότητα του ίδιου του Νόμου και την ύπαρξη των θεών, για πρώτη φορά, είτε υπονοούν είτε απερίφραστα διακηρύττουν ότι θεοί δεν υπάρχουν. Κάποιοι από αυτούς, μάλιστα, συμπεριφέρονται με αναίδεια και προβαίνουν σε απρέπειες που προκαλούν την αντιπάθεια των συμπολιτών τους.

Ο Πρόδικος ο Κεῖος ήταν φυσικός φιλόσοφος και Σοφιστής, στενός φίλος του Σωκράτη. Το όνομά του συνδέεται με τον μύθο του Ηρακλή που καλείται να επιλέξει ανάμεσα στην Αρετή και στην Κακία, αφήγηση που υπήρχε στο έργο του «Ὥραι» και την οποία επανέλαβε πολλές φορές στις διαλέξεις του.

Στην εποχή του ήταν διάσημος για δύο πράγματα: την εμμονή του στην ακριβή χρήση των λέξεων και τις αθεϊστικές του αντιλήψεις.

Ο Πρόδικος, εξετάζοντας το θέμα ανθρωπολογικά, ισχυρίστηκε πως ο άνθρωπος επινόησε τις θεότητες, από ευγνωμοσύνη για τα αγαθά που του παρείχε η φύση. Δεν είναι τυχαίο, έλεγε, πως οι αρχαιότεροι θεοί σχετίζονται άμεσα με τη διατροφή, όπως είναι η Δήμητρα ή την απόκτηση ευημερίας, όπως ο Διόνυσος.

Και κάθε φορά που αντιλαμβάνονταν την αξία κάποιου πράγματος και τη συνεισφορά του στην επιβίωση και στην πρόοδο, το θεοποιούσαν και γιόρταζαν λατρεύοντάς το. Έτσι έγινε με τον ήλιο, τη σελήνη, τα ποτάμια, τη φωτιά.

Αυτή η ορθολογική ερμηνεία της θρησκευτικότητας του ανθρώπου, ρίχνει φως στο φαινόμενο να ταυτίζεται η ονομασία ενός ωφέλιμου πράγματος με το όνομα του αντίστοιχου θεού, ο οποίος θεωρείται και ο εφευρέτης του πράγματος αυτού (για παράδειγμα, η φωτιά ονομάζεται και Ήφαιστος, το τζάκι Εστία, η Γη ταυτίζεται με τη θεά Γαία).

Παράλληλα αντικρούει την ερμηνεία του Δημόκριτου, που ισχυριζόταν πως κίνητρο για την επινόηση των θεών ήταν ο φόβος για τα φαινόμενα της φύσης που απειλούσαν την ανθρώπινη ζωή.

Επόμενος άθεος, ο Κριτίας, ο αριστοκράτης μαθητής του Σωκράτη και συγγενής του Πλάτωνα, που έβλεπε την πίστη στους θεούς ως ένα πολύ αποτελεσματικό, πολιτικό εργαλείο που επινόησαν οι ηγεμόνες για να πειθαναγκάσουν τους υπηκόους τους να είναι πειθαρχημένοι.

Η ανάγκη αυτή προέκυψε, υποστηρίζει ο Κριτίας, επειδή η νομοθεσία, μπορεί να απέτρεπε τους κακούς από τη διάπραξη εγκλημάτων φανερά, αλλά εξακολουθούσαν τον άνομο βίο τους όταν κανείς δεν τους έβλεπε. Επινοήθηκαν λοιπόν οι θεοί που τα βλέπουν όλα και πάντα, ώστε να περιοριστεί η παρανομία στα κρυφά.

Το 415 π.Χ. κατηγορήθηκε μαζί με τον Αλκιβιάδη για τη βεβήλωση των Ερμών και καταδικάστηκε σε φυλάκιση, ενώ οκτώ χρόνια αργότερα εξορίστηκε. Επέστρεψε το 405 και λίγο μετά εξελέγη μέλος των τριάκοντα τυράννων στην Αθήνα.

Με την εξουσία αυτή εξόντωσε τους πολιτικούς του αντιπάλους χωρίς έλεος, άρπαξε περιουσίες συμπολιτών του, ενώ απαγόρευσε στον δάσκαλό του, τον Σωκράτη να διδάσκει. Σκοτώθηκε έναν χρόνο αργότερα, κατά τη διάρκεια της επανάστασης των δημοκρατικών του Θρασύβουλου.

Ο Διαγόρας ο Μήλιος ήταν ποιητής και έγραφε κυρίως διθυράμβους. Αιχμαλωτίστηκε από τους Αθηναίους, όταν κατέλαβαν τη Μήλο και ο Δημόκριτος πλήρωσε ένα μεγάλο ποσό για να τον ελευθερώσει.

Σχεδόν παντού όπου γίνεται αναφορά σε αυτόν, τον συνοδεύει το επίθετο «άθεος». Μιλούσε περιπαιχτικά και χωρίς κανέναν σεβασμό για τα μυστήρια, αποκαλύπτοντας μάλιστα τα άρρητα των τελετών.

Δικάστηκε ερήμην για ασέβεια, την εποχή που οι Αθηναίοι ετοιμάζονταν για τη Σικελική εκστρατεία. Κατά πάσα πιθανότητα είχε αναμειχθεί σε πολιτικές ταραχές, ενέργεια που μαζί με την καταγωγή του από εχθρική για την Αθήνα πόλη, συνέβαλαν στην καταδίκη του. Εκείνος πάντως φρόντισε να εγκαταλείψει εγκαίρως την πόλη και να καταφύγει στην Κόρινθο, όπου και έζησε ως το τέλος της ζωής του.

Στο «Περί της φύσης των θεών» του Κικέρωνα, διασώζεται μία αφήγηση που μας δίνει μία ιδέα για την επιχειρηματολογία του Διαγόρα: Ένας φίλος του προσπαθεί να τον πείσει για την ύπαρξη των θεών, λέγοντάς του ότι υπάρχουν πολλές εικόνες ανθρώπων που σώθηκαν από φουρτούνες, επειδή επικαλέστηκαν τους θεούς. Ο Διαγόρας του απαντά «πουθενά, όμως, δεν υπάρχουν οι εικόνες εκείνων που δεν σώθηκαν».

Ένας λιγότερο γνωστός σε εμάς, αλλά διαβόητος εκείνη την εποχή, ήταν ο Κινησίας (450-390 π.Χ. περ.), ένας Αθηναίος ποιητής και μουσικός (πολύ κακός, μάλιστα).

Οι πολύ εξεζητημένες χορογραφίες του, οι συγκεχυμένες μελωδίες του, που ο κόσμος δυσκολευόταν να τραγουδήσει, η άσχημη εμφάνισή του και η πρωτότυπη ιδέα του να καταργήσει τα χορικά στις κωμωδίες (με νόμο που πρότεινε και ψηφίστηκε το 400 π.Χ.) τον έκαναν αγαπημένο στόχο των κωμικών.

Το τελευταίο μάλιστα, του χάρισε το διόλου κολακευτικό επίθετο «χοροκτόνος». Η ίδια η Μουσική, σε μία κωμωδία του Φερεκράτη, τον αποκαλεί «κατάρατο Αττικό» και διαμαρτύρεται γι’ αυτόν στη Δικαιοσύνη.

Αυτός, λοιπόν, ο Κινησίας ήταν μέλος ενός συλλόγου ασεβών, των «κακοδαιμονιστών», οι οποίοι έκαναν οτιδήποτε μπορούσε να προκαλέσει το θρησκευτικό συναίσθημα των Αθηναίων. Η αγαπημένη τους απασχόληση ήταν να οργανώνουν δείπνα τις αποφράδες ημέρες*, κατά τη διάρκεια των οποίων χλεύαζαν τους θεούς και τους νόμους.

Ο Λυσίας αναφέρει πως ο Κινησίας ήταν ο δράστης μίας πράξης βεβήλωσης του αγάλματος της Εκάτης (παρόμοια πράξη με εκείνη της κοπής των Ερμών). Δεν γνωρίζουμε τίποτ’ άλλο γι’ αυτόν, εκτός του ότι πέθανε πάμπτωχος.

Όπως μας ενημερώνει ο Θουκυδίδης, οι Αθηναίοι, μετά τη φρικτή εμπειρία του Πελοποννησιακού Πολέμου «αποφάσιζαν να χαρούν τη ζωή τους όσο ταχύτερα μπορούσαν, επιδιδόμενοι στις απολαύσεις, διότι θεωρούσαν και τη ζωή και τον πλούτο εξ ίσου εφήμερα. [….], έκριναν ότι δεν υπήρχε καμία διαφορά μεταξύ ευσεβείας και ασεβείας […] επειδή κανείς δεν πίστευε πως θα επιζήσει, για να δώσει λόγο για τα εγκλήματά του και να τιμωρηθεί γι’ αυτά.»

Η γοργή εξάπλωση της ανηθικότητας και της απολίτιστης συμπεριφοράς, οδήγησε τους Αθηναίους να ψηφίσουν την πρόταση του Διοπείθη περί ασεβείας, το 431 π.Χ.

Δεν θα πρέπει, ακόμα, να μας διαφεύγει το γεγονός πως πρόκειται για μία εποχή έντονων πολιτικών ταραχών και συχνά πίσω από την κατηγορία περί ασεβείας, κρύβονταν πολιτικές σκοπιμότητες. Τέτοια ήταν η περίπτωση του Σωκράτη, που ενώ ήταν βαθύτατα θρησκευόμενος, εκτελέστηκε το 399 ως ασεβής.

Κάπως έτσι, μία κοινωνία που ήταν πάντα ανοιχτή στις διαφορετικές απόψεις, που, τις καλές εποχές, διασκέδαζε συζητώντας με τους ξένους επισκέπτες της για άλλους θεούς και άλλα έθιμα, όπως κάθε κοινωνία που αντιμετωπίζει τη διάλυση, στρέφεται σε οτιδήποτε μπορεί να προσφέρει ένα στέρεο θεμέλιο για τη θεραπεία της. Και αυτή δεν ήταν μία καλή εποχή για αμφισβητήσεις, πόσω μάλλον για προκλήσεις.

*Αποφράδες ημέρες ήταν οι γρουσούζικες μέρες, συνήθως ημερομηνίες κατά τις οποίες είχαν συμβεί τραγικά γεγονότα. Τις ημέρες αυτές δεν λειτουργούσαν οι δημόσιες υπηρεσίες, δεν διοργανώνονταν εκδηλώσεις πολιτικές ή θρησκευτικές και δεν σταματούσαν οι εμπορικές συναλλαγές. Αποφράς, από την πρόθεση από και το ρήμα φράζω = λέγω, διότι ούτε καν αναφέρονταν σε αυτές.


ΠΗΓΕΣ
E.R. Dodds, The Greeks and the Irrational, Berkeley: U. California Press, 1951

W. K. C. Guthrie, The Sophists, Cambridge University, 1971

Θουκυδίδη, Ιστορίη, βιβλίο Β΄

Διαβάστε περισσότερα... »

Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2015

Η συγκλονιστική προσευχή ενός... "άθεου"





«Δημοσιεύθηκε ευρύτατα μια προσευχή, που βρέθηκε στο αμπέχονο ενός Αμερικανού στρατιώτη, που σκοτώθηκε στον πόλεμο, στη βόρεια Αφρική. 

Προσευχή, βαθειά συγκλονιστική γιατί, μέσα στην οικειότητα του ύφους της, φανερώνει την ανάγκη την οποία νοιώθει κάποτε και ο νέος άνθρωπος να είναι κοντά στο Θεό.

Άκουσε, Θεέ μου! Ακόμα δεν Σού έχω μιλήσει. Όμως τώρα επιθυμώ να Σού πω: Τι κάνεις; Μού είπαν ότι δεν υπάρχεις, και σαν… βλάκας το πίστεψα. Χθες βράδυ, από το βάθος του κρατήρα μιάς οβίδας είδα τον ουρανό Σου. Έτσι είδα ότι μου είχαν πεί ψέματα. Εάν είχα διαθέσει τον απαιτούμενο χρόνο για να κοιτάξω όσα έφτιαξες, θα είχα διαπιστώσει ότι αυτοί οι άνθρωποι αρνούνται ν᾽ αντικρύσουν την αλήθεια… Είναι παράξενο ότι μου χρειάσθηκε να έλθω σ᾽ αυτό τον καταχθόνιο τόπο για να βρω τον καιρό να δω το πρόσωπό Σου. Σ᾽ αγαπώ τρομερά, να τι θέλω να ξέρης. Σε λίγο θα γίνη μια απαίσια μάχη. Ποιός ξέρει; Μπορεί να φθάσω στο σπίτι Σου απόψε! Δεν υπήρξαμε σύντροφοι μέχρι τώρα και αναρωτιέμαι, Θεέ μου, αν θα με περιμένης στην πόρτα. Μπα, να που κλαίω! Εγώ να χύνω δάκρυα; Αχ, να Σε είχα γνωρίσει πιο νωρίς!… Εμπρός, πρέπει να φύγω… Είναι παράξενο, από τη στιγμή κατά την οποία Σε συνάντησα δεν φοβάμαι να πεθάνω… Καλή αντάμωση… Γειά σου!”».

Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, Ἡ Προσευχή – Κομποσχοίνι: Πομπός ἀσυρμάτου, 
ἐκδ. Ἁγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Ἀθήνα 2012


Διαβάστε περισσότερα... »

Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2014

Δημόκριτος «ο άθεος» και Διαγόρας ο Μήλιος







Σ’ όλη την αρχαιότητα δεν υπήρξε άνθρωπος διασημότερος για την ασέβειά του προς τους θεούς από το Διαγόρα το Μήλιο. Οι αρχαίοι Έλληνες και Λατίνοι συγγραφείς μιλούν γι’ αυτόν με ένα είδος αποστροφής, αποκαλώντας τον πάντα «ο άθεος». Πράγματι, ο Διαγόρας αρνήθηκε κατηγορηματικά την ύπαρξη των παραδοσιακών θεών, ενώ δεν απέφυγαν τα βέλη της κριτικής του ούτε τα αξιοσέβαστα Ελευσίνια Μυστήρια. 

Στην αρχαιότητα κυκλοφορούσαν πολλές ιστορίες γύρω από το όνομά του, αφού η ασέβειά του υπήρξε παροιμιώδης.[1] Μια από τις ιστορίες αυτές συνδέει ευθέως το Διαγόρα με το Δημόκριτο: «Αυτόν (ενν. το Διαγόρα), όταν είδε ο Δημόκριτος ότι ήταν εκ φύσεως προικισμένος, τον αγόρασε, αφού ήταν δούλος, για 10.000 δραχμές και τον έκανε μαθητή του». Η ιστορία είναι αναμφισβήτητα φανταστική και μοναδικός σκοπός της είναι να συνδέσει το Δημόκριτο με τον άθεο Μήλιο. 

Πράγματι, από κάποιες απόψεις η αντίληψη, την οποία είχε ο Δημόκριτος για τη γέννηση της θρησκείας, βρίσκεται αρκετά κοντά στο πνεύμα του Διαγόρα: ο Δημόκριτος θεωρούσε ότι διάφορα φυσικά και ουράνια φαινόμενα έκαναν τους πρωτόγονους ανθρώπους να πιστέψουν σε θεούς, αφού δεν ήταν σε θέση να ερμηνεύσουν λογικά αυτά τα φαινόμενα. 

Εντούτοις, ο Δημόκριτος δεν αρνούνταν την ύπαρξη των θεών, απλώς θεωρούσε ότι ήταν μια μορφή υπάρξεων αποτελούμενων από άτομα. Εκπομπές ειδώλων απ’ αυτές τις υπάρξεις διεγείρουν το νου των ανθρώπων και δημιουργούν την εντύπωση του θείου. 

Τα είδωλα αυτά προλέγουν τα μελλούμενα στους ανθρώπους, μιλούν τηλεπαθητικά σ’ αυτούς, προκαλούν όνειρα κ.τ.λ. Πολύ σύντομα, εντούτοις, οι μαθητές και οι διάδοχοι του Δημόκριτου κατέληξαν στα θρησκευτικά ζητήματα σε μια αντίληψη πολύ όμοια μ’ αυτήν του Διαγόρα. Βλ. για παράδειγμα τη χαρακτηριστική ιστορία που λεγόταν για τον Ανάξαρχο και το Μ. Αλέξανδρο: ο Ανάξαρχος υποστήριξε ότι ο Αλέξανδρος άξιζε τον τίτλο του θεού πολύ περισσότερο απ’ όσο ο Διόνυσος και ο Ηρακλής και ότι μετά το θάνατό του θα τιμηθεί από τους ανθρώπους ως θεός. [2] 

Πίσω απ’ αυτήν την ιστορία κρύβεται η ευημεριστική αντίληψη ότι οι θεοί δεν είναι τίποτε άλλο από εξέχοντες βασιλιάδες του παρελθόντος που θεοποιήθηκαν.

Η εξέλιξη αυτή ενισχύεται με τον Επίκουρο και τη σχολή του, η οποία αυτοπροβαλλόταν ως γνήσιος εκπρόσωπος του Ατομισμού στην Ελληνιστική Εποχή. Είναι γνωστή η άποψη του Επίκουρου ότι οι θεοί δεν ενδιαφέρονται καθόλου για τα ανθρώπινα ζητήματα και δεν επεμβαίνουν στις υποθέσεις των ανθρώπων, ούτε και εισακούν τις προσευχές τους. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο Επίκουρος ουσιαστικά αχρήστευε όλο το σύστημα των παραδοσιακών θρησκευτικών τελετών των Ελλήνων, οι οποίες αποσκοπούσαν στον επηρεασμό των θεών προς όφελος των ανθρώπων. 

Δεν είναι, λοιπόν, παράδοξο που με τέτοιες απόψεις οι Επικούρειοι και μαζί τους ο Δημόκριτος και η σχολή του απέκτησαν κακή φήμη στα θεϊκά ζητήματα. Μάλιστα, η τάση του Επίκουρου να αποσιωπήσει τη συμβολή του Λευκίππου στον Ατομισμό και να υπερτονίσει τη σημασία του Δημόκριτου φαίνεται ότι έβλαψε τον Αβδηρίτη στην ύστερη αρχαιότητα: η μεταγενέστερη κακή φήμη των Επικουρείων ίσως να συνετέλεσε και στην απώλεια των έργων του Δημόκριτου.

Τον 3ο αιώνα π.Χ. φαίνεται ότι γράφτηκε ένα έργο με τον τίτλο Φρύγιοι λόγοι, το οποίο αποδόθηκε στο Δημόκριτο (Διογ. Λαέρτ. 9, 49). Έργο με τον ίδιο τίτλο αποδιδόταν και στο Διαγόρα. Προφανώς οι δύο τίτλοι αποτελούν ένα έργο, το οποίο ανήκει σε μια κατηγορία γραπτών που άνθησε κατά την Ελληνιστική Εποχή. 

Αποσκοπούσε στο να αποκαλύψει τα μυστήρια της Ανατολής και να τα συνδέσει με οικείες ελληνικές αντιλήψεις για το θείο, ερμηνεύοντας μ’ αυτόν τον τρόπο ή και διορθώνοντας ή ακόμη και γελοιοποιώντας τις τελευταίες ως αφελείς σε σχέση με τις ανατολίτικες. 

Ο Δημόκριτος ήταν διάσημος ταξιδευτής και γνώρισε από κοντά τις θρησκευτικές αντιλήψεις των Περσών, των Αιγυπτίων ίσως και των Ινδών. Ήταν, λοιπόν, εύλογο να αποδοθούν σ’ αυτόν οι Φρύγιοι λόγοι. Από το Δημόκριτο το έργο μεταφέρθηκε στο Διαγόρα, λόγω της υποτιθέμενης μαθητείας του δεύτερου στον πρώτο. 

Οι Έλληνες είχαν μια διπλή στάση απέναντι στις θρησκευτικές αντιλήψεις τις Ανατολής. Άλλοτε τις θεωρούσαν ανώτερες φιλοσοφίες κρυμμένες πίσω από το μύθο και τα σύμβολα, άλλοτε ως μαγικές πρακτικές ασεβείς και επικίνδυνες για τους Έλληνες. 

Η πηγή, η οποία απέδωσε τους Φρύγιους λόγους στο Διαγόρα, έναν διάσημο άθεο, φαίνεται ότι ανήκε στη δεύτερη κατηγορία και ότι αντιμετώπιζε το έργο ως προσβολή για την ελληνική θρησκεία. Θεωρούσε, λοιπόν, ότι ο Διαγόρας παρασύρθηκε από την απατηλή σοφία της Ανατολής. Αν αυτή η ερμηνεία ισχύει για την περίπτωση του Διαγόρα, πρέπει να δεχτούμε ότι ισχύει και για την περίπτωση της απόδοσης του έργου στο Δημόκριτο. 

Αν, μάλιστα, θυμηθούμε ότι και ο Πρωταγόρας, άλλος διάσημος «άθεος», θεωρούνταν επίσης μαθητής του Δημοκρίτου, τότε καταλαβαίνουμε ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια απόπειρα σύνδεσης των διάσημων αθέων με το Δημόκριτο, την Ανατολή και την ατομική θεωρία: οι ατομικοί θεοί του Δημόκριτου απείχαν πολύ από την παραδοσιακή πίστη και απ’ αυτήν την άποψη ο Δημόκριτος μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «άθεος».



[1] Δυο απ’ αυτές προσπαθούσαν να δείξουν ανάγλυφα γιατί ο Διαγόρας κατέληξε στην αθεΐα. Σύμφωνα με την πρώτη, κάποτε εμπιστεύθηκε ένα χρηματικό ποσό σε κάποιον φίλο του, ο οποίος δεν το επέστρεψε ποτέ (Σχόλιο Αριστοφ. Νεφ. 830). Σύμφωνα με τη δεύτερη έγραψε έναν εξαιρετικό παιάνα, τον οποίο κάποιος αντίζηλός του τον έκλεψε και τον παρουσίασε ως δικό του (Σούδα, λήμμα Διαγόρας). Από τότε ο Διαγόρας έπαψε πια να πιστεύει στους θεούς και τη θεία πρόνοια.

[2] Αρριανού, Αλεξ. ανάβ. 4, 10, 5.
Διαβάστε περισσότερα... »

Κυριακή 6 Ιουλίου 2014

Διάσημοι Άθεοι, στην αρχαία Αθήνα





Στις Ευμενίδες του Αισχύλου (στ. 151), ο Χορός αποκαλεί τον Ορέστη «άθεον άνδρα», επειδή σκότωσε τη μητέρα του, μολονότι είναι φανερό πως εκείνος δεν αμφιβάλλει για την ύπαρξη των θεών, συνομιλεί μάλιστα με τον Απόλλωνα. Και δεν είναι η μόνη περίπτωση, όπου άθεος χαρακτηρίζεται από τους αρχαίους κι εκείνος που παραβαίνει τους νόμους των θεών ή ασεβεί με κάποιον άλλον τρόπο.

Πρόσωπα που αρνούνται ευθαρσώς την ύπαρξη οποιονδήποτε θεοτήτων, εμφανίζονται στο δεύτερο μισό του 5ου αιώνα. Αποκαλούνται άθεοι, επίθετο που εξακολουθεί να συγχέεται με τον ασεβή, μία κατηγορία που οδήγησε στη φυλακή, στην εξορία, ακόμα και στον θάνατο αρκετούς Αθηναίους δίκαια ή άδικα. 


Οι γνωστοί σε εμάς άθεοι της εποχής, που πίστευαν πως οι θεοί είναι επινόηση των ανθρώπων, είναι ο Πρόδικος από την Κέα, ο Κριτίας ο Αθηναίος, ο Διαγόρας ο Μήλιος και ο Κινησίας. 

Αυτοί, κάτω από την επίδραση της σοφιστικής κίνησης, που έθεσε υπό αμφισβήτηση, όχι μόνο τις καθιερωμένες θρησκευτικές αντιλήψεις, αλλά και την εγκυρότητα του ίδιου του Νόμου και την ύπαρξη των θεών, για πρώτη φορά, είτε υπονοούν είτε απερίφραστα διακηρύττουν ότι θεοί δεν υπάρχουν. Κάποιοι από αυτούς, μάλιστα, συμπεριφέρονται με αναίδεια και προβαίνουν σε απρέπειες που προκαλούν την αντιπάθεια των συμπολιτών τους. 


Ο Πρόδικος ο Κεῖος ήταν φυσικός φιλόσοφος και Σοφιστής, στενός φίλος του Σωκράτη. Το όνομά του συνδέεται με τον μύθο του Ηρακλή που καλείται να επιλέξει ανάμεσα στην Αρετή και στην Κακία, αφήγηση που υπήρχε στο έργο του «Ὥραι» και την οποία επανέλαβε πολλές φορές στις διαλέξεις του. Στην εποχή του ήταν διάσημος για δύο πράγματα: την εμμονή του στην ακριβή χρήση των λέξεων και τις αθεϊστικές του αντιλήψεις.


Ο Πρόδικος, εξετάζοντας το θέμα ανθρωπολογικά, ισχυρίστηκε πως ο άνθρωπος επινόησε τις θεότητες, από ευγνωμοσύνη για τα αγαθά που του παρείχε η φύση. Δεν είναι τυχαίο, έλεγε, πως οι αρχαιότεροι θεοί σχετίζονται άμεσα με τη διατροφή, όπως είναι η Δήμητρα ή την απόκτηση ευημερίας, όπως ο Διόνυσος. 

Και κάθε φορά που αντιλαμβάνονταν την αξία κάποιου πράγματος και τη συνεισφορά του στην επιβίωση και στην πρόοδο, το θεοποιούσαν και γιόρταζαν λατρεύοντάς το. Έτσι έγινε με τον ήλιο, τη σελήνη, τα ποτάμια, τη φωτιά.

Αυτή η ορθολογική ερμηνεία της θρησκευτικότητας του ανθρώπου, ρίχνει φως στο φαινόμενο να ταυτίζεται η ονομασία ενός ωφέλιμου πράγματος με το όνομα του αντίστοιχου θεού, ο οποίος θεωρείται και ο εφευρέτης του πράγματος αυτού (για παράδειγμα, η φωτιά ονομάζεται και Ήφαιστος, το τζάκι Εστία, η Γη ταυτίζεται με τη θεά Γαία). 

Παράλληλα αντικρούει την ερμηνεία του Δημόκριτου, που ισχυριζόταν πως κίνητρο για την επινόηση των θεών ήταν ο φόβος για τα φαινόμενα της φύσης που απειλούσαν την ανθρώπινη ζωή. 





Επόμενος άθεος, ο Κριτίας, ο αριστοκράτης μαθητής του Σωκράτη και συγγενής του Πλάτωνα, που έβλεπε την πίστη στους θεούς ως ένα πολύ αποτελεσματικό, πολιτικό εργαλείο που επινόησαν οι ηγεμόνες για να πειθαναγκάσουν τους υπηκόους τους να είναι πειθαρχημένοι. 

Η ανάγκη αυτή προέκυψε, υποστηρίζει ο Κριτίας, επειδή η νομοθεσία, μπορεί να απέτρεπε τους κακούς από τη διάπραξη εγκλημάτων φανερά, αλλά εξακολουθούσαν τον άνομο βίο τους όταν κανείς δεν τους έβλεπε. Επινοήθηκαν λοιπόν οι θεοί που τα βλέπουν όλα και πάντα, ώστε να περιοριστεί η παρανομία στα κρυφά. 

Το 415 π.Χ κατηγορήθηκε μαζί με τον Αλκιβιάδη για τη βεβήλωση των Ερμών και καταδικάστηκε σε φυλάκιση, ενώ οκτώ χρόνια αργότερα εξορίστηκε. Επέστρεψε το 405 και λίγο μετά εξελέγη μέλος των τριάκοντα τυράννων στην Αθήνα. 

Με την εξουσία αυτή εξόντωσε τους πολιτικούς του αντιπάλους χωρίς έλεος, άρπαξε περιουσίες συμπολιτών του, ενώ απαγόρευσε στον δάσκαλό του, τον Σωκράτη να διδάσκει. Σκοτώθηκε έναν χρόνο αργότερα, κατά τη διάρκεια της επανάστασης των δημοκρατικών του Θρασύβουλου.



Ο Διαγόρας ο Μήλιος ήταν ποιητής και έγραφε κυρίως διθυράμβους. Αιχμαλωτίστηκε από τους Αθηναίους, όταν κατέλαβαν την Μήλο και ο Δημόκριτος πλήρωσε ένα μεγάλο ποσό για τον ελευθερώσει. 

Σχεδόν παντού όπου γίνεται αναφορά σε αυτόν, τον συνοδεύει το επίθετο «άθεος». Μιλούσε περιπαιχτικά και χωρίς κανέναν σεβασμό για τα μυστήρια, αποκαλύπτοντας μάλιστα τα άρρητα των τελετών. Δικάστηκε ερήμην για ασέβεια, την εποχή που οι Αθηναίοι ετοιμάζονταν για τη Σικελική εκστρατεία. 

Κατά πάσα πιθανότητα είχε αναμειχθεί σε πολιτικές ταραχές, ενέργεια που μαζί με την καταγωγή του από εχθρική για την Αθήνα πόλη, συνέβαλαν στην καταδίκη του. Εκείνος πάντως φρόντισε να εγκαταλείψει εγκαίρως την πόλη και να καταφύγει στην Κόρινθο, όπου και έζησε ως το τέλος της ζωής του. 

Στο «Περί της φύσης των θεών» του Κικέρωνα, διασώζεται μία αφήγηση που μας δίνει μία ιδέα για την επιχειρηματολογία του Διαγόρα: Ένας φίλος του προσπαθεί να τον πείσει για την ύπαρξη των θεών, λέγοντάς του ότι υπάρχουν πολλές εικόνες ανθρώπων που σώθηκαν από φουρτούνες, επειδή επικαλέστηκαν τους θεούς. 

Ο Διαγόρας του απαντά «πουθενά, όμως, δεν υπάρχουν οι εικόνες εκείνων που δεν σώθηκαν».




Ένας λιγότερο γνωστός σε εμάς, αλλά διαβόητος εκείνη την εποχή, ήταν ο Κινησίας (450-390 π.Χ περ.), ένας Αθηναίος ποιητής και μουσικός (πολύ κακός, μάλιστα). 

Οι πολύ εξεζητημένες χορογραφίες του, οι συγκεχυμένες μελωδίες του, που ο κόσμος δυσκολευόταν να τραγουδήσει, η άσχημη εμφάνισή του και η πρωτότυπη ιδέα του να καταργήσει τα χορικά στις κωμωδίες (με νόμο που πρότεινε και ψηφίστηκε το 400 π.Χ) τον έκαναν αγαπημένο στόχο των κωμικών. 

Το τελευταίο μάλιστα, του χάρισε το διόλου κολακευτικό επίθετο «χοροκτόνος». Η ίδια η Μουσική, σε μία κωμωδία του Φερεκράτη, τον αποκαλεί «κατάρατο Αττικό» και διαμαρτύρεται γι’ αυτόν στη Δικαιοσύνη.

Αυτός, λοιπόν, ο Κινησίας ήταν μέλος ενός συλλόγου ασεβών, των «κακοδαιμονιστών», οι οποίοι έκαναν οτιδήποτε μπορούσε να προκαλέσει το θρησκευτικό συναίσθημα των Αθηναίων. Η αγαπημένη τους απασχόληση ήταν να οργανώνουν δείπνα τις αποφράδες ημέρες*, κατά τη διάρκεια των οποίων χλεύαζαν τους θεούς και τους νόμους. 

Ο Λυσίας αναφέρει πως ο Κινησίας ήταν ο δράστης μίας πράξης βεβήλωσης του αγάλματος της Εκάτης (παρόμοια πράξη με εκείνη της κοπής των Ερμών). Δεν γνωρίζουμε τίποτ’ άλλο γι’ αυτόν, εκτός του ότι πέθανε πάμπτωχος.

Όπως μας ενημερώνει ο Θουκυδίδης, οι Αθηναίοι, μετά την φρικτή εμπειρία του Πελοποννησιακού Πολέμου «αποφάσιζαν να χαρούν τη ζωή τους όσο ταχύτερα μπορούσαν, επιδιδόμενοι στις απολαύσεις, διότι θεωρούσαν και τη ζωή και τον πλούτο εξ ίσου εφήμερα. [….], έκριναν ότι δεν υπήρχε καμία διαφορά μεταξύ ευσεβείας και ασεβείας […] επειδή κανείς δεν πίστευε πως θα επιζήσει, για να δώσει λόγο για τα εγκλήματά του και τιμωρηθεί γι’ αυτά.» 

Η γοργή εξάπλωση της ανηθικότητας και της απολίτιστης συμπεριφοράς. οδήγησε τους Αθηναίους να ψηφίσουν την πρόταση του Διοπείθη περί ασεβείας, το 431 π.Χ. 

Δεν θα πρέπει, ακόμα, να μας διαφεύγει το γεγονός πως πρόκειται για μία εποχή έντονων πολιτικών ταραχών και συχνά πίσω από την κατηγορία περί ασεβείας, κρύβονταν πολιτικές σκοπιμότητες. Τέτοια ήταν η περίπτωση του Σωκράτη, που ενώ ήταν βαθύτατα θρησκευόμενος, εκτελέστηκε το 399 ως ασεβής. 

Κάπως έτσι, μία κοινωνία που ήταν πάντα ανοιχτή στις διαφορετικές απόψεις, που, τις καλές εποχές, διασκέδαζε συζητώντας με τους ξένους επισκέπτες της για άλλους θεούς και άλλα έθιμα, όπως κάθε κοινωνία που αντιμετωπίζει την διάλυση, στρέφεται σε οτιδήποτε μπορεί να προσφέρει ένα στέρεο θεμέλιο για την θεραπεία της. Και αυτή δεν ήταν μία καλή εποχή για αμφισβητήσεις, πόσω μάλλον για προκλήσεις. 


*Αποφράδες ημέρες ήταν οι γρουσούζικες μέρες, συνήθως ημερομηνίες κατά τις οποίες είχαν συμβεί τραγικά γεγονότα. Τις ημέρες αυτές δεν λειτουργούσαν οι δημόσιες υπηρεσίες, δεν διοργανώνονταν εκδηλώσεις πολιτικές ή θρησκευτικές και δεν σταματούσαν οι εμπορικές συναλλαγές. Αποφράς, από την πρόθεση από και το ρήμα φράζω = λέγω, διότι ούτε καν αναφέρονταν σε αυτές. 


ΠΗΓΕΣ
E.R. Dodds, The Greeks and the Irrational, Berkeley: U. California Press, 1951 
W. K. C. Guthrie, The Sophists, Cambridge University, 1971
Θουκυδίδη, Ιστορίη, βιβλίο Β΄ 

Διαβάστε περισσότερα... »