Η ετυμολογία της λέξεως «Ἑλλὰς» δεν έχει διευκρινιστεί. Κατά τον Γ. Κούρτιο έχει σχέση με τα ονόματα «σέλας», «σελήνη», «ἑλάνη(=λαμπάς)», κατά δεν τον Wilamowitz είναι συγγενές προς τα «ψελίζω», «σελλίζω», «ἐλλός», «ἔλλοψ», και τους «Σελλοὺς» ή «Ἑλλοὺς» της Δωδώνης. Ίσως η λέξη συγγενεύει με την «Ἑλλοπία», όπου απαντά ως ονομασία διάφορων ελληνικών χώρων και όπου είναι δυνατόν να παράγεται από τον «ἕλλα» (λακωνιστί = καθέδρα, καθ’ Ησύχιο) ή του «ἕλος».
Πάντως καμιά από τις προταθείσες ετυμολογίες είναι αποχρώντως πειστική. Ως προς την χρήση των λέξεων «Ἑλλὰς» και «Ἕλληνες» παρατηρούμε ότι αυτές μάλλον οψέ δήλωσαν ολόκληρο το Ελληνικό έθνος. Στα Ομηρικά έπη ο όρος «Ἑλλὰς» σήμαινε απλώς κάποια χώρα που ανήκε στο κράτος του Πηλέα και οικουμένη υπό των Μυρμηδόνων, πατρίδα του Αμύντορα, πατέρα του Φοίνικα (Ι΄ 447 - 448, 478). Συναντάται στον Όμηρο και ως πόλη (στον κατάλογο των νέων, Β 683 - 684).
Κατά τον Στράβωνα (Θ΄ 431 - 432), οι μεν πίστευαν ότι η Ομηρική Ελλάδα είναι η Φθία (πρβλ. και Θουκυδίδη Α΄ 3 «τοὺς μετ’ Ἀχιλλέως ἐκ τῆς Φθιώτιδος, οἵπερ καὶ πρῶτοι Ἔλληνες ἦσαν») και αποτελεί το νότιο μέρος της Θεσσαλίας, οι δε ότι ήταν διάφορος της Φθίας χώρα ή πόλη. Θεωρείται όμως ως λίαν απίθανο να υπήρξε ποτέ πόλη της Ελλάδας που να ονομάζονταν «Ἑλλὰς». Κατά τον Busolt η Ομηρική χώρα Ελλάς ήταν από Ενιπέα, του Απιδανού και άλλων παραποτάμων του Πηνειού διαρρεομένη Θεσσαλιώτιδα. Στα νεώτερα χωρία της Οδύσσειας το όνομα «Ἑλλὰς» αποκτά μέγιστη έκταση γιατί σε αυτήν βρίσκουμε «καθ’ ην (ἢ ἀν΄) Ἑλλάδα καὶ μέσον Ἀργος», όπου «Ἑλλὰς» καλείται η στερεά Ελλάδα και «Ἄργος» η Πελοπόννησος.
Οι Έλληνες στα Ομηρικά έπη καλούνται «Δαναοὶ» («φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντες») και «Ἀργεῖοι» και «Ἀχαιοί» και η λέξη «Ἕλληνες» αναφέρεται μόνο στον κατάλογο των νέων (Β΄ 684), και δηλαδή με την στενή έννοια, σήμαινε τους κατοίκους του κράτους του Πηλέα της Θεσσαλικής Ελλάδος. Εμφανίζεται η λέξη «Πανέλληνες» (Β530) που προφανώς σημαίνει το σύνολο των Ελλήνων. Η λέξη Πανέλληνες που δηλώνει όλο το Ελληνικό γένος συναντάται πρώτη φορά στον Ησίοδο τον Ζ’ π.Χ. αιώνα (Έργα 528) και στον Αρχίλοχο (απ. 52). Κατά τις αρχές του ΣΤ΄ αιώνα υπήρχε ο όρος Έλληνες σε κοινή χρήση σημαίνοντας το σύνολο των Ελλήνων εφόσον προτού του 580 είχε επικρατήσει η λέξη «Ἑλλανοδῖκαι» που δήλωνε τους κριτές των Ολυμπιακών αγώνων.
Πρώτος ο Αριστοτέλης μετέθεσε την παλαιότατη Ελλάδα από την Θεσσαλία στην Ήπειρο και κυρίως στην περιοχή της Δωδώνης και του Αχελώου «(ὁ κατακλυσμὸς) περὶ τὸν ἑλληνικὸν ἐγένετο μάλιστα τόπον· καὶ τούτου περὶ τὴν Ἑλλάδα τὴν ἀρχαίαν. Αὔτη δ’ ἐστὶν ἡ περὶ Δωδώνην καὶ τὸν Ἀχελῷον· οὖτος γὰρ πολλαχοῦ τὸ ρεῦμα μεταβέβληκεν· ᾤκουν γὰρ οἱ Σελλοὶ ἐνταῦθα καὶ οἱ καλούμενοι τότε μὲν Γραικοί, νῦν δ’ Ἒλληνες» (Μετεωρ. 352α). Μάλλον η γνώμη αυτή του Αριστοτέλη κατά την οποία η Ελλάδα βρίσκονταν στην Δωδώνη να πηγάζει από έναν μύθο που διαδόθηκε τον Δ΄ αιώνα π.Χ. από τους Μολοσσούς, στην περιοχή των οποίων βρίσκονταν τότε η Δωδώνη.
Ο μύθος αυτός για να εμπεδώσει την ελληνική καταγωγή του βασιλικού οίκου των Μολοσσών, παρίστανε τον Δευκαλίωνα ιδρυτή του ιερού της Δωδώνης. Ο Αριστοτέλης ασπάσθηκε τον μολοσσικό μύθο πρόθυμα, τόσο περισσότερο όσο κατά την Ηλιάδα (Π΄ 233 -235) στην Δωδώνη διαμένουν οι Σελλοί, των οποίων το όνομα μπορεί να θεωρηθεί ότι συγγενεύει με εκείνο των Ελλήνων. Πάντως η Δωδώνη πρέπει να θεωρηθεί ως μια από τις κοιτίδες του ελληνικού έθνους.
Το όνομα «Ἑλλὰς» από την στενή σημασία του Ομήρου επεκτάθηκε και σήμαινε πρώτα την Στερεά Ελλάδα χωρίς όμως την Πελοπόννησο (πρβλ «τὴν Ἑλλάδα καὶ Πελοπόννησον» Δημοσθ. 19, 303) και της Θεσσαλίας και έπειτα όλες τις από Έλληνες κατοικημένες χώρες συμπεριλαμβανομένης και της Πελοποννήσου και ακόμη και της Μ. Ασίας (Ηροδ. 1, 92, Ξενοφ. Αναβ. 6, 5, 23), στην οποία αντιτίθεται «ἡ παρ’ ἡμῖν Ἑλλὰς» (Ξενοφ., Ελλ. 3, 4, 5.)
Κατά τους Αλεξανδρινούς χρόνους μετά την ευρεία εξάπλωση της ελληνικής γλώσσας στην Ανατολή, «Ἕλληνες» και «ἑλληνίζοντες» και «ἑλληνισταὶ» ονομάζονταν όλοι αυτοί που μιλούσαν ελληνικά. Κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους, μετά την εμφάνιση του Χριστιανισμού οι λέξεις αυτές σήμαιναν τους Εθνικούς - ειδωλολάτρες και ο «ἑλληνισμὸς» σήμαινε τον Εθνισμό και την Ειδωλολατρία. Στα μέσα του Ε’ αιώνα ο εκκλησιαστικός συγγραφέας Θεοδώρητος ο Κύρρος ονομάζει τους ιερείς του Βάαλ «ἱερεῖς τῶν Ἑλλήνων».
Το όνομα Ελλάς επέζησε κατά τους μέσους χρόνους, τουλάχιστον στην επίσημη γλώσσα της διοικήσεως του κράτους. Έτσι νωρίτερα από το 535 και επί Ιουστινιανού δημοσιευθέν σύγγραμμα του Ιεροκλέους «Συνέκδημος», η υπό ανθυπάτου διοικούμενη «ἐπαρχία τῆς Ἑλλάδος» περιλαμβάνει την Στερεά, την Πελοπόννησο, την Εύβοια και διάφορα άλλα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου Πελάγους. Αυτή η επαρχία, περιέχει 79 πόλεις και μητρόπολη είναι η Κόρινθος.
Οψιαίτερο το «θέμα Ἑλλάδος» κατά το «Περὶ τῶν θεμάτων» σύγγραμμα του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου, αποτελείται από την Αττική, Βοιωτία, Φωκίδα, Λοκρίδα, Εύβοια, Κυκλάδες και την μέχρι του Πηνειού Θεσσαλία. Πρωτεύουσα αυτού του θέματος είναι η Θήβα. Κατά τον ΙΑ΄ και ΙΒ΄ αιώνα τα δύο θέματα Ελλάδας και Πελοποννήσου συναντώνται ενωμένα σε ένα θέμα με πρωτεύουσα συνήθως την Κόρινθο. Του θέματος Ελλάδος οι κάτοικοι ονομάζονται ελλαδικοί.
Μετά από την άλωση της Κων/πολης από τους Λατίνους το 1204, το όνομα Ελλάς εξαφανίζεται ως δηλωτικό διοικητικής περιφέρειας αλλά τουναντίον από τους ίδιους χρόνους καθίσταται συχνότερη η χρήση των λέξεων Έλληνες και Ελλάς με την ευρύτερη εθνολογική και πολιτιστική σημασία. Ο Ιωάννης ο Γ΄ Δούκας ο Βατάτζης, ο αυτοκράτορας της Νικαίας (1222- 1255) σε επιστολή του προς τον Πάπα Γρηγόριον τον Θ΄ («Άθήναιον», τ. Α΄ σ. 373 -378) γράφει «ὅτι τε ἐν τῷ γένει τῶν Ἑλλήνων ἡμῶν ἡ σοφία βασιλεύει» και μετά «ὅτι μὲν οὖν ἀπὸ τοῦ ἡμετέρου γένους ἡ σοφία καὶ τὸ ταύτης ἤνθησεν ἀγαθόν».
Ο σουλτάνος της Αιγύπτου και Συρίας Νασίρ Νασρεδδίν Μοχάμεδ, γράφει προς τον Ανδρόνικο Γ΄ τον Παλαιολόγο (1328-1341) προσαγορεύοντας τον «κληρονόμο τῆς βασιλείας τῶν Ρωμαίων» και τον αποκαλεί «σπάθην τοῦ βασιλέως τῶν Μακεδόνων» και «ἀνδρειότητα τῆς βασιλείας τῶν Ἑλλήνων». Ο διάδοχος του Σουλτάνου Νασίρ Νασρεδδίν Χασάν, το 1348, σε επιστολή προς τον Ιωάννη ζ΄ τον Κατακουζηνό (εκδ. Βόννης σ. 94 - 99) ονομάζει αυτόν «σπάθη τῶν Μακεδόνων» και «βασιλέα τῶν Ἑλλήνων».
Ο Νικηφόρος Γρηγοράς , κατά τους ίδιους περίπου χρόνους, λέει για τον Πατριάρχη Γρηγόριο του Κυπρίου που έζησε τον ΙΓ΄ αιώνα, «διαβόητος ἐν τοῖς τότε γενόμενος Ἕλλησιν». Ο Ιωάννης ο Αργυρόπουλος προσφωνεί τον Ιωάννη Η΄ τον Παλαιολόγο (1425-1448) «ὦ τῆς Ἑλλάδος ἥλιε βασιλεῦ» (Σάθα, Momuments τ. Α΄ σ. ΧΙΙ). Ο δε τελευταίος στην Κων/πολη Χριστιανός βασιλιάς Κωνσταντίνος ΙΑ΄ ο Παλαιολόγος, που και αυτός, όπως και οι προκάτοχοί του, έφερε τον τίτλο του «βασιλέως καὶ αὐτοκρότορος Ρωμαίων», στην προσλαλιά του κατά την προτεραία της αλώσεως, αποκαλεί την Κωνσταντινούπολη «ἐλπίδα καὶ χαρὰν πάντων τῶν Ἑλλήνων».
Μετά την άλωση της Κων/πολης από τους Τούρκους, καθόσον ολοένα το Ελληνικό έθνος θα αποκτά ζωηρότερη συνείδηση του εαυτού του, το όνομα Έλληνας και Ελλάδα περιβάλλονται υπό αυτού με μείζονα αίγλη και καθίσταται εις αυτό αεί προσφιλέστερο. Ο ιστορικός Λαόνικος Χαλκοκονδύλης γράφει «Ἑλλήνων πράγματα», «Ἑλλήνων βασίλειον», «Ἑλλήνων βασιλεύς» και με τους Έλληνες εννοούσε τους Βυζαντινούς. Ο Αντώνιος ο Έπαρχος μόνο με τις λέξεις «Ἕλληνες» και «Ἑλλὰς» σημαίνει τους ομοεθνείς και την πατρίδα του. Κατά την επανάσταση του 1821 το έθνος αγωνίζεται για την ελευθερία των Ελλήνων και της Ελλάδος.
Η συνέλευση της Επιδαύρου που συνέταξε το «Προσωρινὸν πολίτευμα τῆς Ἑλλάδος» εξέδωσε την 1η Ιανουαρίου 1822 κύρηγμα, με το οποίο το «τὸ ἑλληνικόν ἔθνος, τὸ ὑπὸ τὴν φρικώδη ὀθωμανικὴν δυναστείαν… κυρύττει σήμερον διὰ τῶν νομίμων παραστατῶν του, εἰς ἐθνικὴν συντεταγμένων συνέλευσιν… τὴν πολιτικὴν αὐτοῦ ὕπαρξιν καὶ ἀνεξαρτησίαν». Έτσι το έθνος, άμα την έναρξη του μακριού απελευθερωτικού αγώνα, απέβαλε επίσημα εις το νέο κράτος το ελληνικό όνομα «Ἑἑλληνικὴ Ἐπικράτεια, Ἑλληνικὴ Πολιτεία, Βασίλειον τῆς Ἑλλάδος, Ἑλληνικὴ Δημοκρατία»
Βιβλιογραφία
1. Busolt G., Griechische Geschichte I2 (σελ. 196 - 200)
2. Paully - Wissowa, Realencyclipeadie der klassichen Altertumswissenschaft στα άρθρα Hellas, Hellen, Grai
3. Θερειανού Δ., Ο ελληνισμός κατά λεκτική και πραγματική έννοια στο «Φιλοσοφικές υποτυπώσεσι» (Τεργέστη 1885)
4. Πολίτου Ν. Γ. Έλληνες ή Ρωμιοί;(Αθήνα 1901. Ανετυπώθη στο «Λαογραφικοίς Συμμείκτοις», τ. Α΄, Αθήνα 1920, σελ. 120 - 133)
5. Μυστακίδου Β. Α. Οι λέξεις Έλλην, Γραικός (Γραικύλος), Βυζαντινός (Τυβίγγη 1920)
6. Α. Ν. Χατζή, Έλλη - Ελλάς, Έλλην (Αθήναι 1935)
(Πηγή: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Ι΄, Ελλάς σσ. 1-2)
ΕΛΛΑΣ: Το όνομα εμφανίζεται για πρώτη φορά στον Ομηρο. Γεωγραφικά είναι το τμήμα της Θεσσαλίας γύρω από το όρος Οθρυς, που αποτελούσε το κράτος του Αχιλλέα. Η χώρα ονομάζετο Φθία. Ο Ομηρος ονομάζει τους κατοίκους αυτού του τόπου "Μυρμιδόνες", "Αχαιούς" αλλά και "Ελληνες". Επίσης αναφέρει και πόλη "Ελλάς".
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: Η λέξη ΕΛΛΑΣ αποτελείται από δύο συλλαβές, ΣΕΛ και ΛΑΔ.
Η ρίζα ΣΕΛ σημαίνει κάτι το φωτεινό και παράγει τις λέξεις ΣΕΛ-ΑΣ (=λάμψη), ΣΕΛ-ΗΝΗ. ΛΑΔ είναι το αντίστοιχο της αγγλικής και άλλων γλωσσών LA(n)D που σημαίνει γη, χώρα, πατρίδα. (Από την ελληνική μεταφέρθηκε στην αγγλική ή ήταν κοινή λέξη των ινδοευρωπαϊκών;).
ΣΕΛ-ΛΑΔ-Σ = ΕΛΛΑΣ λοιπόν σημαίνει χώρα του φωτός. Το αρχικόν Σ έγινε δασύ πνεύμα και η λέξη είναι τριτόκλιτη, η ΕΛ-ΛΑ-Σ της ΕΛ-ΛΑΔ-ΟΣ (από τη γενική πτώση βρίσκεται το θέμα των λέξεων).
Η συλλαβή ΛΑΔ (=τόπος, περιοχή) διασώθηκε και σε άλλες λέξεις. Οπως ΚΟΙ-ΛΑΔ-Σ, η κοιλάς της κοιλάδος,ΚΟΙ από το κοίτη, ΚΟΙ-ΛΑΔ= περιοχή της κοίτης του ποταμού. ΠΑΛ-ΛΑΔ-Σ, η Παλλάς, της Παλλάδος. (Οσοι αρέσκονται στην ετυμολογία θα βρούνε και άλλες λέξεις).
ΕΛΛΗΝΕΣ: Οι κάτοικοι της χώρας του φωτός, που λάτρευαν τη Σελήνη, λέγονται Ελληνες. Το όνομα ήταν κατ' αρχήν θρησκευτικό.
Το όνομα Ελληνες εμφανίζεται μετά το 1000 π.Χ. Ελληνες ονομάστηκαν σταδιακά όλοι οι κάτοικοι της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Μακεδονίας. Μετά την έναρξη των Ολυμπιάδων (776 π.Χ.) και μάλλον εξ αιτίας αυτών, Ελληνες ονομάζονται και όλοι οι νότιοι κάτοικοι μέχρι και Κρήτη, Αιγαίον και Ιόνιον. Ταυτόχρονα σχεδόν, Ελληνες ονομάζονται και στη Μικρά Ασία, Κύπρο, Σικελία και Κάτω Ιταλία. Κατά τους Μηδικούς πολέμους το όνομα γενικεύεται και γίνεται ΕΘΝΙΚΟ. Πρώτος "Ελλάνων αρχηγός" ανακηρύχθηκε ο Παυσανίας μετά τη μάχη των Πλαταιών.
Ο Θουκυδίδης γράφοντας ότι κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο "παν το Ελληνικόν εκινήθη", εννοεί όλους τους κατοίκους αυτών των χωρών. Τώρα κατ' αντιστροφήν ονομάστηκε η χώρα από τους κατοίκους. Από τους Ελληνες ονομάστηκε η χώρα Ελλάδα.
Ετυμολογία του ονόματος «Ελλάς - Έλληνες»
Fotis Manios
Η ονομασία «Έλληνες», σύμφωνα με την Ελληνική μυθολογία (Απολλόδωρος, Ησίοδος Ηοίαι 1-6, κ.α.), προέκυψε από τον γενάρχη και βασιλιά Έλληνα, αδελφό του Γραικού, του Μακηδόνα και του Μάγνη, παιδιών του Δία και της Πανδώρας, κόρης του Δευκαλίωνα και της Πύρρας...
Το όνομα «Έλληνες» είναι εμφανές ότι είναι επίθετο που πράγματι έχει προέλθει από τον πληθυντικό αριθμό του ονόματος «ο Έλλην» και κείνο από τα θέμα της λέξης Ελλάς ή Ελλάδα.
Σωστότερα το εθνικό επίθετο «ο Έλλην, η Ελληνίς» είναι υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού επιθέτου «ελλάνιος, α, ο ή ιωνικά ελλήνιος, α, ο», απ’ όπου και τα: «Ελλήνιον» (= ονομαστό ιερό της αρχαιότητας στην Αίγυπτο, Ηρόδοτος Β 178), ελλάνιος (Δίας),
Ιερό ελλανίου Διός, «Διός και Αθηνάς Ελλανίας», Πανελλήνιον, πανελλήνια νίκη, Ελλάνικος (= όνομα πολύ αρχαίου συγγραφέα) κ.α.
Το όνομα «Ελλάς» – απ’ όπου και τα επίθετα: ελλάν(ιος, α, ο) – Έλλην > ελληνικός, Ελλάδιος ή Ελλαδικός, ή, ό, ελλανοδίκες κ.α. – είναι ουσιαστικό που προέρχεται από τη σύνθεση των θεμάτων των λέξεων «εος, α, ο (= ο, η, ο δικός, ή, ό μας, ο, η, ο αυτός, ή, ό, ο, η, το ίδιος, α, ο κ.α.) και «λαός» = στη σύνθεση «-λεώ- ή –λη-» (πρβ. λεωφόρος, βασιλέας, Βασίλης κ.α.) και κάτι όπως οι λέξεις: ε- δικός μας, ε-ορτή, Ε-ορδαία κ.α. Δηλαδή Ελλάς – Έλληνες = ο δικός μας λαός, οι δικοί μας, οι ίδιοι άνθρωποι με μας.
Κάτι που γίνεται εμφανέστατο, αν αφαιρέσουμε τα προσφύματα δ και ν από τις λέξεις Ελλα(δ)ικος και Ελλα(ν)ικος = ελ + λα(δ)ικός ή λα(ν)ικος = λαϊκός, λαός. Παράβαλε και την υπόλοιπη οικογένεια των λέξεων: λαός, λαϊκός, βασί-λειο, βασι-λέας ή βασιλεύς, παν-λαός > Παλλάς, Παλλάδιον, παν-λαική > παλλαϊκή, χαρά + λαός = Χαρίλαος ή Χαρίλλος (= ο Σπαρτιάτης βασιλιάς που αντέγραψε τους μινωικούς νόμους), Αχαιών + λαός = Αχιλλέας … Τα δυο λλ στις λέξεις Παλλάς, Ελλάς, Χαρίλλος κ.τ.λ. μπαίνουν, για να δείξουμε ότι έχουμε σύνθετη λέξη με τη λέξη –λαός.
Η λέξη «λαός» στον Όμηρο σημαίνει το ενόργανο σώμα (ο στρατός ή το βασίλειο = το σώμα που έχει λαλιά ) και έχει τονικό παρώνυμο (δηλαδή είναι λέξη που έχει δύο έννοιες οι οποίες διακρινόμενες τονικά, κάτι όπως και οι: πότε- ποτέ, θέα-θεά, γέρος- γερός, θέρμος - θερμός κ.α.) τη λέξη «λάος ή λάας -λάς», που σημαίνει το ανόργανο σώμα, οι πέτρες εξ ου και λατομείο, λατόμος, λάιτος ή ληιτος > λίθος κ.α. Παράβαλε και το μύθο της Ιλιάδας που λέει: «λαούς δε λάας ποίησε Κρονίων» που σημαίνει ο χρόνος ποίησε (κύησε, μετέβαλε) την ανόργανη ύλη, τους λάας –λας ή λάιτους-ληιτους > λί - θους σε οργανική, ανθρώπους, ζωή.
Παράβαλε ομοίως το μύθο που λέει ότι ο Προμηθέας έπλασε από πηλό (γη + ύδωρ) τους ανθρώπους και στη συνέχεια έβαλε μέσα τους τη θεία φλόγα που έκλεψε από τους θεούς μέσα σε καλάμι (εννοείται η φωτιά, ο πυρετός, η φλόγα που καίει μέσα στις φλέβες των ανθρώπων). Επομένως, κατά τη θρησκευτική ερμηνεία, Έλληνες» = οι της ίδιας ύλης, του ίδιου πηλού ή ύλης όντα.
Παράβαλε ομοίως το μύθο που λέει, σύμφωνα με τον Απολλόδωρο, ότι ο Δευκαλίων και η Πύρρα ρίχνοντας πίσω τους «λάας» (λίθους, ανόργανα όντα) γινόταν «λαός» (άνθρωποι, οργανικά όντα), οι Έλληνες.
Σημειώνεται ότι:
1) «Ελλάνιοι» ή «ελλανόδικος επιτροπή» λέγονται όλοι οι κοινοί λειτουργοί, καθώς και οι μόνιμοι εκπρόσωποι που κατοικούσαν στην Ολυμπία, για να επιμελούνται τα των Ολυμπιακών αγώνων, των αγώνων μόνο των Ελλάνων ή Ελλήνων. «Ελλανοδίκες» ή «Ελληνοδίκες» (Ηρόδοτος Ε 22) λέγονταν οι κριτές στους Ολυμπιακούς αγώνες, καθώς και οι δικαστές που δίκαζαν αμφικτιονικές ή συμμαχικές διαφορές. «Ελληνοταμίαι» λέγονταν οι εισπράκτορες των εισφορών για τον κατά τον Περσών πόλεμο. Συνεπώς το όνομα Έλλην(ας) προέρχεται από το Ελλάς > Ελλάν(ιος) – Έλλην > Έλληνας. Παράβαλε επίσης ότι η λέξη λαός, απ’ όπου το Ελλάς, λέγεται και «λαός, λεώς, ληός».
2) Ο Ησίοδος αναφέρει επίσης ότι «Οι Λέλεγες κατοικούσαν στην απότομη Πήδασο, κοντά στην Σατνιόεντα με βασιλιά τους τον Άλτη και πατέρα της Λαοθόης», καθώς και ότι: «ο Λοκρός έγινε αρχηγός του λαού των Λελέγων, αυτός που κάποτε ο Δίας που έχει άφθαρτη σοφία, διαλεγμένες πέτρες από τη γη έδωσε στο Δευκαλίωνα (Ησίοδος, Απόσπασμα 63 = στίχος 234 και απόσπασμα 102). Επομένως ο Ησίοδος – Ελληνική μυθολογία ετυμολογεί τα ονόματα «Λαο-θόη», Έλληνες και «Λέλεγες» από το λαλώ - λέω (= ομιλώ ή κινούμαι κ.α.), απ’ όπου και το θέμα λα - των λέξεων λαός ή λεώς (το ομιλούν - κινούν, το ενόργανο σώμα), αλλά και το συν- λαλώ > συλλαλητήριο, συν-λά(ν)ιος > συλλανιος, εν-λάνιος > ελλάνιος - Ελλάς, παν- λάνιος – Παλλάς κ.α.
3) Μερικοί (Wilamowitz κ.α.) λένε ότι ο Αριστοτέλης αναφέρει ή υπονοεί ότι το όνομα Ελλάς και Έλληνες προήλθε από το όνομα «Σελλοί > σ Έλληνες > Έλληνες». Ωστόσο αυτό δεν είναι αληθές, γιατί αφενός ο Αριστοτέλης αναφέρει απλώς και μόνο ότι στη Δωδώνη και τον Αχελώο, δηλαδή το μέρος όπου κατοικούσαν οι Σελλοί, μετά από τον κατακλυσμό οι καλούμενοι Γραικοί μετονομάστηκαν σε Έλληνες και αφετέρου αν είχε γίνει κάτι τέτοιο θα το ανάφερε και άλλη πηγή. Παράβαλε ομοίως ότι ο Όμηρος στην Ιλιάδα (Π΄ 233 -235) λέει ότι στη Δωδώνη διαμένουν οι Σελλοί, χωρίς όμως να τους ονομάζει «Έλληνες» ή να ονομάζει «Ελλάδα» μόνο τη χώρα τους: «Ζευ, άνα Δωδωναίε, Πελασγικέ, τηλόθι ναίων, Δωδώνης μεδέν δυσχειμέρου' αμφί δε Σελλοί σοι ναίουσ' υποφήται ανιπτόποδες χαιμαιεύναι» = «Δία βασιλιά Δωδωναίε, Πελασγικέ, που κάθεσαι μακριά και προστατεύεις τη Δωδώνη με το βαρύ χειμώνα, γύρω δε οι Σελλοί κατοικούν, οι ερμηνευτείς των χρησμών σου που κοιμούνται κατά γης και έχουν άνιπτα πόδια». (Όμηρος Ιλιάδα Π΄ 233 -235).
4) Λογικά το όνομα Ελλάς δεν έχει προέλθει από το όνομα Έλλην, γιατί τότε έπρεπε να λέγεται Ελληνία. Πρέπει να έγινε το αντίθετο, δηλαδή προέκυψε από το Ελλάς, Ελλάδος > Ελλά-(ν)ιος - Ελλήιος > Έλλην, αντί Ελλα(-δ)-ικός.
Α. Κρασανάκη, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ»
Η ΑΛΗΘΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΛΕΞΕΩΣ "ΕΛΛΑΣ"
Πως προκύπτει το ΣΕΛΛΗΝΕΣ από το ΤΕΛΛΗΝΕΣ των Μάγιας;
Απάντησις: Εφόσον οι Μάγιας αναφέρουν ότι το αρχαίο όνομα των Ελλήνων «θεών» τους ήταν ΤΕΛΛΗΝΕΣ, αυτό επαληθεύει 100% τη διάγνωση της Ο.Ε.Α., ότι η ονομασία ΈΛΛΗΝΕΣ προέρχεται από τη λέξη ΔΕΛΦΥΣ ή ΔΕΛΦΑΣ, που σημαίνει «Μήτρα», ΜΗΤΡΑ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ.
Το «Φ» αφομοιώθηκε ως «Λ» και γι’αυτό το «Λ» έγινε «ΛΛ» μετά, και μετατράπηκε σε «ΔΕΛΛΑΣ», αλλά το «Δ» όπως ξέραμε από την γραμματική που μαθαίναμε παλιά (γιατί τώρα δεν μαθαίνουμε πια γραμματική), είναι ένα από τα 3 οδοντικά σύμφωνα: «Τ», «Δ», και «Θ», διότι προφέρονται με τα δόντια, και αυτά εναλλάσσονται μεταξύ τους στις Ανδρομέδιες γλώσσες, όπως εναλλάσσονται μεταξύ τους και τα χειλικά σύμφωνα, αυτά που προφέρονται με τα χείλια δηλαδή τα «Π», «Β», και «Φ», όπως εναλλάσσονται μεταξύ τους και τα λαρυγγικά σύμφωνα, τα οποία είναι τα «Κ», «Γ», «Χ», και μεταξύ τους ενναλάσσονται και τα υγρά όπως είναι το «Λ» και το «Ρ».
Επομένως το «Δ» της λέξεως «ΔΕΛΦΑΣ», μπορεί κάλλιστα να προφερθεί και «ΤΕΛΦΑΣ», ή και με «Θ», «ΘΕΛΦΑΣ».
Τώρα στις Ανδρομέδιες γλώσσες, το «Σ» αριθμούμενο ως αριθμός «6», γράφτηκε – αλλοιώθηκε από τους ανθέλληνες Βυζαντινούς ως «ΣΤ’», διότι ο Κεραυνός του γράμματος «Σ», επειδή ήταν εξάρι «6», και επειδή το «6» ήταν τάχα Σατανικό για τους Βυζαντινούς, βάλανε και ένα «Τ» για να φαίνεται εκεί η λέξη ΣΤΙΓΜΑ, ήτοι το «Σατανικό Στίγμα – Χάραγμα», και γι’αυτό στην αρίθμηση την Βυζαντινή μετά, το «Σ» των Ελλήνων, το εξάρι, έγινε «ΣΤ’». Πράγματι σήμερα η αρίθμιση στην καθαρεύουσα είναι: Α=1, Β=2, Γ=3, Δ=4, Ε=5, ΣΤ=6. Και από αυτό το «ΣΤ» μετά άλλοι διάλεγαν ή το «Σ» ή το «Τ».
Αλλά το αρχικό είναι το «Τ», είναι πράγματι το «ΤΕΛΛΗΝΕΣ» η πανάρχαια ονομασία για τους Έλληνες, ή «ΔΕΛΛΗΝΕΣ» με «Δ».
Επομένως οι Μάγιας επαληθεύουν ότι η λέξη «ΤΕΛΛΑΣ» ήρθε από τη λέξη «ΔΕΛΦΥΣ» ή «ΤΕΛΦΥΣ» ή «ΘΕΦΛΥΣ», και τελικά έγινε ΔΕΛΦΥΣ το αρχαίο όνομα της χώρας (Του Δυτικού Ελληνισμού) το οποίο σημαίνει «ΜΗΤΡΑ». Από εκεί προκύπτει και η ονομασία «ΔΕΛΦΙΝΙ» για τα ευγενικά πανέξυπνα πλάσματα των ωκεανών.
Της Ελλάδος τα παιδιά ζητούν να μάθουν τι είναι ο τόπος που ζουν, τι νόημα έχει και γιατί.
Διαβάζοντας το λεξικό (Liddell & Scott) έχουμε την ανάλυση της λέξης σε δύο βασικές:
Έλα που σημαίνει στα δωρικά ήλιος, αυγή ή καύμα και
Λας που σημαίνει λίθος, πέτρα, βράχος (εκ του μύθου του Δευκαλίωνα δεχθήκαμε και το Λαός).
Η περιοχή της Ελλάδος, είναι χώρος που περιλούεται από το φώς, τη ζεστασιά του ήλιου που πυρακτώνει τις πέτρες. Μεταφορικά το φως εννοείται και η καθαρή γνώση που αποκτά ο άνθρωπος (σοφία). Κατά την Ελληνική παράδοση η πνευματική εξέλιξη του ανθρώπου ήταν χωρισμένη σε στάδια: αμάθεια, φιλοσοφία, σοφία, ευδαιμονία, ημιθεΐα, θεότης.
Ακόμα και ο ευδαιμονισμός ήταν ανώτερη πνευματική κατάσταση από τη σοφία, αλλά ο χριστιανισμός της προσκόλλησε την έννοια της διαβολής, κάτι που είναι παράλογο σε σχέση με την θέση της στη πορεία της θέωσης της ανθρώπινης ύπαρξης κατά την Ελληνική διδασκαλία.
ΑΜΦΙΠΟΛΙΣ
Επίσης ΕΛΑ σημαίνει και επίθετο της Ήρας στην Κύπρο, επίθετο της Αρτέμιδας στη Μεσσήνη, Ήρα Άρτεμις.
Από που προέρχονται οι λέξεις:
“Έλληνας- Ελλάς – Γραικός – Ρωμιός”
Πολλές φορές αναρωτιόμαστε από πού προέρχονται ετυμολογικά οι λέξεις Ελλάς-Έλληνας-Γραικός-Ρωμιός.
Η λέξη Έλληνες, σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία προέρχεται από τον Έλλην, ο ο οποίος ήταν γιος του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, απέκτησε τρεις γιους, τον Αίολο, τον Δώρο και τον Ξάνθο
Ο Αίολος και ο Δώρος μαζί με τους γιους του Ξάνθου, τον Αχαιό και τον Ίωνα, αποτέλεσαν τους γενάρχες των τεσσάρων κυριότερων ελληνικών φυλών που ήταν οι Αχαιοί, οι Δωριείς, οι Αιολείς και οι Ίωνες.
Η ετυμολογία της λέξεως Έλλην προκαλεί μέχρι σήμερα συζητήσεις. Η επικρατέστερη άποψη είναι ότι προέρχεται από τους Σελλούς (φωτίζω), το ελληνικό φύλο της Ηπείρου που ήταν οι ιερείς της Δωδώνης και μέρος των οποίων μετανάστευσε στη Φθία. Άλλες απόψεις σχετίζουν το όνομα Έλλην με το θέμα ελλ- που σημαίνει ορεινός ή με τη λέξη ἔλλοψ που σημαίνει άφωνος, άφθογγος.
Ήδη τον 7ο π.Χ. αιώνα είχε επικρατήσει η ονομασία Πανέλληνες και από εκεί αποσπάστηκε και γενικεύτηκε η ονομασία Έλληνες, εξ ου και ο τονισμός, Έλλην αντί Ελλήν. Αργότερα, με την εξάπλωση του Χριστιανισμού, ο όρος Έλλην σήμαινε τον ειδωλολάτρη ή τον μη χριστιανό, ενώ οι κάτοικοι της Ελλάδας λέγονταν Ελλαδίτες.
Όταν ο Χριστιανισμός έπαψε να απειλείται από τις παγανιστικές θρησκείες, ο όρος Έλλην άρχισε να χρησιμοποιείται δειλά δηλώνοντας την καταγωγή ενώ μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Ελληνικού Κράτους, η ονομασία επανήλθε ως επίσημη. Το επίσημο όνομα της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι Hellas.
Όπως αναφέρθηκε ήδη, στον Όμηρο η λέξη περιορίζεται τοπικά στους Θεσσαλούς της Φθίας, ενώ η χρήση της αργότερα στο αρχ. επίθ. Ελλανοδίκαι αύξησε το κύρος της λόγω της σημασίας των Ολυμπιακών Αγώνων. Ο Θουκυδίδης εξηγεί τη γεωγραφική επέκταση του όρου Έλληνες από τον μυθολογικό ήρωα Έλληνα, που ταξίδευε και δρούσε συχνά σε άλλες πόλεις. Ο αρχαίος ιστορικός Ηρόδοτος πιστεύει ότι ο όρος «Έλληνες» χρησιμοποιήθηκε για να τονίσει την κοινή προέλευση των διαφόρων φυλών του ελληνικού χώρου.
Το όνομα Γραικός είναι αρχαιότερο του ονόματος Έλληνας. Σε μια επιγραφή του 4ου π.Χ. αιώνα αναφέρεται ότι Έλληνες ονομάσθηκαν αυτοί που αποκαλούνταν πριν Γραικοί, ενώ ο Αριστοτέλης στα “Μετεωρολογικά” του σημειώνει ότι “στην περιοχή της Δωδώνης στην Ήπειρο κατοικούσαν οι Σελλοί που αποκαλούνταν τότε Γραικοί και τώρα Έλληνες”.
Ρωμιοί - Ενώ η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία εκχριστιανιζόταν, οι Έλληνες αυτοαποκαλούνταν, αφού η ονομασία Έλλην σήμαινε πλέον τον ειδωλολάτρη, Ρωμαίοι ή Ρωμιοί ένα όνομα το οποίο είχε πολιτικές προεκτάσεις αφού δήλωνε όλους τους ελεύθερους πολίτες της Αυτοκρατορίας και όχι την καταγωγή τους.
Η ονομασία Ρωμιός χάνει επί τουρκοκρατίας την αίγλη του “αυτοκρατορικού” Ρωμαίος και με τις σκληρές συνθήκες της υπό ζυγόν διαβίωσης αποκτά την χροιά του καταφερτζή, του καπάτσου, του ξύπνιου.
Γιουνάν (Ίωνες) (Yunan) - Γιουνάν (Yunan), που σημαίνει Ίωνες, ονομάζουν οι λαοί της Ανατολής τους Έλληνες. Προέρχεται από την περσική λέξη Yauna, από το όνομα Ιωνία, αφού οι Πέρσες ήρθαν σε επαφή με τους Έλληνες της Μικράς Ασίας και συγκεκριμένα με τους Ίωνες τον 6ο αιώνα π.Χ.
Γιαβάν (Yavan ή Javan) – Με αυτή την ονομασία είναι γνωστοί οι Έλληνες στους λαούς της ανατολικής Μεσογείου από την βιβλική εποχή, που αναφέρονται ως ο λαός που εγκαταστάθηκε στα Βαλκάνια. Η ονομασία Γιαβάν είναι συγγενική του Γιουνάν.
Αχαιοί. Δαναοί, Αργείοι - Με τις ονομασίες αυτές αναφέρονται οι Έλληνες από τον Όμηρο. Οι Αχαιοί ήταν το πρώτο ελληνικό φύλο που μετακινήθηκε και κυριάρχησε στην Ελλάδα. Το όνομα Αργείοι προέρχεται από το Άργος που ήταν η αρχική πρωτεύουσα των Αχαιών ενώ η ονομασία Δαναοί προέρχεται από το ομώνυμο φύλο που εξουσίαζε αρχικά την περιοχή κοντά στο Άργος.
Λάα - Λα - Λας
ΠΕΤΡΙΝΗ ΠΟΛΗ Μ΄ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥΣΙΚΟ
Της Αννης Λιναρδάκη
Lapis (λάπις) στα λατινικά, δάνειο απ’ τη δικιά μας γλώσσα. Σύνθετη λέξη λα-τομείο, ό,τι έφτασε από την αρχαία πέτρα στη νέα ελληνική, μα η πέτρα στα μανιάτικα -κι αλλού στη Λακωνία- παράμεινε λαλούδα. Λας, λοιπόν, σημαίνει πέτρα. Το όνομα αυτό είχε και μια αρχαία λάκαινα πόλη με ιστορία χιλίων πεντακοσίων ετών, που έπειτα ονομάστηκε Πασσαβάς και τώρα Χωσιάρι.
ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ
«Κειται δέ επί πέτρας υψηλής, διό καί Λα καλειται» (Στέφανος Βυζάντιος, 6ος μ.Χ.). Η αρχαία πόλη Λάα, Λα και Λας ήταν, στα προϊστορικά χρόνια, ιδρυμένη στο λόφο που λεγόταν Ασία και απείχε 40 στάδια από το Γύθειο (περιηγητής Παυσανίας, 160 μ.Χ.), γύρω στα 8 χλμ. Ταυτίζεται με το λόφο του κάστρου του Πασσαβά ή απλά Κάστρου, που βρίσκεται 10 περίπου χλμ. νοτιοδυτικά του Γυθείου. Ο λόφος αυτός ελέγχει την κλεισούρα, τα στενά του Πασσαβά, τη μοναδική δηλαδή είσοδο της χερσονήσου του Ταινάρου από τα ανατολικά (Ν. Παπαχατζής).
Αργότερα, η αρχαία πόλη εγκαταλείφθηκε και η εγκατάσταση μεταφέρθηκε, από την ακρόπολη της Ασίας, ακριβώς κάτω, στη μικρή εύφορη κοιλάδα, τα σημερινά Kαρδάματα και την Τουρκόβρυση. Η νεώτερη πόλη περικλειόταν δηλαδή από τους λόφους τού Πασσαβά, της Ταρμπόλιας και του Μαστρολέου, που έφεραν το όνομα Ασία, Κνακάδιον και Ίλιον (Παυσανίας). Ο Περιηγητής σημειώνει πως κοντά στη σύγχρονη του πόλη υπήρχε μία κρήνη που τ’ όνομα της ήταν Γαλακώ, και το ώφειλε στη γαλακτώδη απόχρωση τού νερού της. Κοιτάσματα υδάτων έχει πλούσια η Τουρκόβρυση, και πιθανά η αρχαία κρήνη να μπορεί να ταυτιστεί με ένα σωζόμενο εκεί παραμορφωμένο ερείπιο κρηνικής κατασκευής. Και βορειότερα, στα ριζά του Κάστρου, υπάρχει πηγάδι με νερό γαλακτώδους απόχρωσης (Ν. Παπαχατζής).
Το λιμάνι τής πόλης, επίσης με το όνομα Λας (γεωγράφος Σκύλαξ ο νεώτερος, 350 π.Χ.), βρισκόταν σ’ απόσταση περίπου 2 χλμ (10 σταδίων: Παυσανίας), στον κόλπο τού σημερινού Βαθιού (Ν. Παπαχατζής). Επειδή ήταν « ευλίμενον », χρησιμοποιείτο, σύμφωνα με τον ιστορικό Έφορο (4ος π.Χ.), ως ναύσταθμος των Σπαρτιατών από τους πρώτες αιώνες της 1ης χιλιετίας π.Χ. - και πιθανότατα πιο πριν, στα χρόνια των Αχαιών, παράλληλα με το Έλος (Α. Κουτσιλιέρης). Πράγματι, ο κόλπος αυτός έχει μεγάλη σε μήκος παραλία και βαθειά νερά, κι είναι σπάνια φουρτουνιασμένος. Γι’ αυτόν το λόγο πρέπει να χρησιμοποιείτο κι αργότερα, από τη ναυτική δύναμη των Τούρκων, αφού χωρούσε, όπως έγραφε στα 1670 μ.Χ. ο Τούρκος Εβλιά Τσελεμπί, εκατό καράβια και τ’ όνομα του ήταν τότε Πασαλιμάνι.
ΙΣΤΟΡΙΑ
Μυκηναϊκή Περίοδος
Την πόλη Λάαν αναφέρει πρώτος ο Όμηρος (γύρω στον 8ο αι. π.Χ.) ως μία από τις πόλεις τού βασιλιά της Σπάρτης Μενελάου, από τους Αχαιούς που φαίνεται να έζησαν γύρω στα 1200 π.Χ. : στην Ιλιάδα, στον κατάλογο των νηων, η Λάα παρουσιάζεται ως μία από τις εννέα λακωνικές πόλεις που παίρνουν μέρος στον πόλεμο της Τροίας, επανδρώνοντας τα εξήντα πλοία του στόλου τού Μενελάου.
Άλλη παράδοση, ευρέως γνωστή, έλεγε πως τ’ αδέρφια τής όμορφης συζύγου του Ελένης, οι Διόσκουροι, πολιόρκησαν και κατέλαβαν τη Λα, γι’ αυτό και είχαν το προσωνύμιο Λαπέρσαι (Σοφοκλής 5ος π.Χ., Λυκόφρων 3ος π.Χ., Δίδυμος 1ος π.Χ., Στέφανος Βυζάντιος 6ος μ.Χ.). Οι ίδιοι οι Λάοι -όπως ονομάζονταν οι κάτοικοι (Στέφανος Βυζάντιος, 6ος μ.Χ.)- έλεγαν πως οι Διόσκουροι, επιστρέφοντας σώοι από την Κολχίδα [και την Αργοναυτική εκστρατεία] έφθασαν στη Λα και ίδρυσαν, στην ακρόπολη της, ναό τής Αθηνάς Ασίας, ομώνυμο με αυτόν της Κολχίδας (Παυσανίας).
Κατά την τοπική παράδοση, που διασώζει ο Περιηγητής, ιδρυτής της πόλης ήταν ο Λας. Ο τάφος του, με αδριάντα, βρισκόταν στο Αράινο (Παυσανίας), κατά πάσα πιθανότητα στον Αγερανό (Ν. Παπαχατζής), στο νότιο άκρο του λιμανιού του Βαθιού.
Καθώς έλεγαν οι κάτοικοι στα 160 μ.Χ., τον ήρωα Λα σκότωσε ο Αχιλλέας, όταν ήρθε στη Λακωνία για να ζητήσει την Ελένη της Σπάρτης για γυναίκα του (Παυσανίας) - και προφανώς θα προσορμίστηκε στο λιμάνι τής Λας. Ο Περιηγητής απορρίπτει, μάλλον λανθασμένα, μέρος τής τοπικής αυτής παράδοσης : θεωρεί πως τον Λα σκότωσε ο φίλος τού Αχιλλέα, Πάτροκλος, ο οποίος συγκαταλεγόταν στους μνηστήρες της Ελένης, και όχι ο Αχιλλέας μια και δεν παρουσιάζεται ως μνηστήρας της στα κείμενα του Ομήρου. Ο Παυσανίας αγνοεί όμως ότι ο ποιητής Ευριπίδης, τον 5οπ.Χ. αιώνα, έγραφε πως ο Αχιλλέας υπήρξε μνηστήρας της Ελένης.
Όπως και εάν είχε, βλέπουμε πως ο ιδρυτής ήρωας Λας, θεωρείτο σύγχρονος με τους ήρωες του Τρωϊκού πολέμου, τον Αχιλλέα και τον Πάτροκλο και πως η δολοφονία του τοποθετείται πριν το γάμο της Ελένης με τον Μενέλαο και συνεπώς πριν τον πόλεμο της Τροίας. Σύγχρονοι του Αχιλλέα και του Πάτροκλου ξέρουμε πως ήταν και οι Διόσκουροι, ήρωες οι οποίοι είχαν πεθάνει και αποθεωθεί λίγο πριν τον πόλεμο αυτό (P. Grimal), που η παράδοση τοποθετεί γύρω στα 1200 π.Χ.
Για την ονοματοθεσία της πόλης μπορεί να γίνει και μια άλλη υπόθεση: ο ήρωας Λας ήταν μυθικό πρόσωπο, που πλάστηκε για να εξηγηθεί το όνομα της και να αποδοθεί η ίδρυση της σε κάποιο γενναίον άντρα, που αναμετρήθηκε μ’ έναν πανελλήνιον ήρωα. Στα παλαιοχριστιανικά και μόνον χρόνια βρίσκουμε αυτήν την πιο ρεαλιστική εξήγηση : η πόλη Λα ονομάστηκε έτσι γιατί ήταν χτισμένη σε πέτρα υψηλή (γεωγράφος και γραμματικός Στέφανος Βυζάντιος, 6ος μ.Χ.). Σύμφωνα μ’ αυτήν άποψη, η Λας, χρωστούσε το όνομα της στη γεωμορφολογία του πρώτου τόπου τής ίδρυσης της, δηλαδή στο πετρώδη λόφο τής Ασίας-Πασσαβά.
Αν ο Λας ήταν υπαρκτό πρόσωπο της αχαϊκής περιόδου, η πόλη στην οποία έδωσε τ’ όνομα του, παρουσιάζεται από τις φιλολογικές πηγές να ιδρύθηκε λίγα χρόνια μετά τα 1250 π.Χ. -λίγο πριν το γάμο της Ελένης και πριν την αποθέωση των Διοσκούρων- και να κατελήφθη απ’ αυτούς μετά από πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, πριν τα 1200 π.Χ.
Αν δεν δεχτούμε την ιστορικότητα του ήρωα Λα, η πόλη Λαας, αφού ανήκε στο βασίλειο του Μενελάου, προ του πολέμου της Τροίας, συμπεραίνουμε πως ήταν μια μυκηναϊκή πόλη ήδη χτισμένη λίγο μετά τα 1250 και πριν τα 1200 π.Χ. (πάντα βασισμένοι στην παραδοσιακή χρονολόγηση του πολέμου της Τροίας, γύρω στα 1200 π.Χ.). Έτσι, παραμένει ανοικτή η χρονολογία ίδρυσης της.
Ενώ οι φιλολογικές πηγές αναφερόμενες στα μυκηναϊκά χρόνια της Λας είναι, καθώς είδαμε, αρκετές, τα αρχαιολογικά ευρήματα αυτής της εποχής είναι λιγοστά. Μόνον ένα μεμονωμένο θραύσμα οψιδιανού (μαύρου στιλπνού ηφαιστιογενούς λίθου) από την αρχαία ακρόπολη είναι χωρίς αμφιβολία προϊστορικό (Η. Waterhouse, G. Shipley).
Υπάρχουν κάποιοι αινιγματικοί, δυσχρονολόγητοι ογκόλιθοι 1,50 μ επί 0,80 μ (Η. Waterhouse) και κάποια αινιγματικά θραύσματα αγγείων που θεωρήθηκαν υστεροελλαδικής περιόδου (1400-1100 π.Χ.) από τον Πασσαβά (Π. Γιαννακόπουλος), αλλά η χρονολόγηση τους έχει αμφισβητηθεί (Η. Waterhouse). Για να τεκμηριωθεί απόλυτα η ύπαρξη εγκατάστασης στη μυκηναϊκή εποχή στο λόφο του Πασσαβά απαιτείται, έστω κι αν η διαμόρφωση του εδάφους τη δυσχεραίνει, περαιτέρω αρχαιολογική έρευνα. Παρ’ όλ’ αυτά, όπως από παλιά έχει σημειωθεί, η θέση του Κάστρου «θεωρείται ιδανική για ίδρυση μυκηναϊκής ακρόπολης». Έλληνες και ξένοι ερευνητές, ομόφωνα, θεωρούν πως εκεί βρίσκεται η μυκηναϊκή Λας (πρόσφατα Ν. Παπαχατζής, G. Shipley).
Πρώτα Δωρικά χρόνια
Μετά τα μυκηναϊκά χρόνια και τους Αχαιούς, κύριοι της Σπάρτης έγιναν οι Δωριείς, στα πρωτογεωμετρικά χρόνια (P. Cartledge), γύρω στο 1050 π.Χ., κι έπειτα της νοτιοδυτικής Λακωνίας, όπου βρισκόταν και η Λας. Κατά την παράδοση, ο Ευρυσθένης και ο Προκλής, οι πρώτοι δύο δωριείς βασιλιάδες της Σπάρτης, χώρισαν τότε το βασίλειο σε έξι τμήματα κι έκαναν τη Λα πρωτεύουσα στο ένα απ’ αυτά. Και, όπως είδαμε πιο πάνω, επέλεξαν να κάνουν το ομώνυμο ευλίμενο λιμάνι της ναύσταθμό τής Σπάρτης/Λακωνίας (ιστορικός Έφορος 4ος π.Χ., γεωγράφος Στράβων 1ος π.Χ.-1οςμ.Χ.). Από τότε, και για πολλούς αιώνες, η Λα αποτελούσε μία από τις περιοικίδες πόλεις της Σπάρτης, υποτελείς στην πρωτεύουσα, με κάποια -σχετική- αυτονομία.
Αρχαϊκή Περίοδος
Ερχόμαστε στα ιστορικά χρόνια, όπου διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα από την περιοχή του Χωσιαρίου δίνουν στοιχεία για τη ζωή στην αρχαική περίοδο (700-480 π.Χ.). Τα περισσότερα από αυτά σχετίζονται με τη θρησκευτική ζωή του τόπου, όπως ένα αρχαϊκό κιονόκρανο από πωρόλιθο, που πρέπει να ανήκε σε κάποιον από τους ναούς της περιοχής (Π. Γιαννακόπουλος).
Μία λίθινη ερμαϊκή στήλη, που καταλήγει σε κεφάλι κριού, παρουσιάζει μία ποιμενική θεότητα που λατρευόταν στην περιοχή γύρω στα 500 π.Χ. Το πιθανότερο είναι να πρόκειται για ζωόμορφη αναπαράσταση του μεγάλου δωρικού θεού Απόλλωνα Κάρνειου (θεού των προβάτων, οπότε και των κριών), ο οποίος λατρευόταν από τη Σπάρτη και το Γύθειο ως την Καρδαμύλη (M. Pettersson), και είχε ιερό και άγαλμα στο όρος Κνακάδιον τής Λας (Πολύβιος, Παυσανίας).
Σε γερμανικές ανασκαφές της αρχής του 20ου αι. ανακαλύφθηκε ένα ορειχάλκινο αγαλματίδιο του Πάνα (E. S. Forster), αναπαράσταση της ποιμενικής αυτής θεότητας που θα μπορούσε κάλλιστα να συνδυαστεί με τον Απόλλωνα Κάρνειο και το πιο πάνω κριόμορφο άγαλμα. Το εύρημα δεν είναι χρονολογημένο και έχει μάλλον χαθεί, αλλά είναι πιθανό να είχε κατασκευαστεί στον 6ο ή τον 5οπ.Χ. αιώνα : σ’ αυτήν την εποχή ανάγεται η συντριπτική πλειοψηφία των ορειχάλκινων ειδωλίων της λακωνικής τέχνης (Ν. Γιαννακόπουλος για αρχαϊκή χρονολόγηση ειδωλίων θεών από το Γύθειο. Ε. Κουρίνου-Πίκουλα για αρχαϊκή χρονολόγηση ειδωλίων ζώων από τη Λακωνία και Μεσσηνία).
Από την περιοχή προέρχεται και το κάτω τμήμα μαρμάρινου αναγλύφου, που παρουσιάζει ανδρική, μάλλον, μορφή με μακρύ χιτώνα και σανδάλια, καθισμένη σε θρόνο που καταλήγει σε πόδια λιονταριού (Π. Γιαννακόπουλος). Το αρχαϊκό αυτό εύρημα πρέπει να θεωρηθεί, όπως και άλλα πολυάριθμα ευρήματα του ιδίου τύπου προερχόμενα από διάφορες περιοχές της Λακωνίας, πως δεν αποτελεί επιτύμβια στήλη αλλά είναι τάμα προσφερμένο στο ιερό κάποιου ήρωα (R. Parker).
Στην αρχαϊκή εποχή ανάγεται ένας τάφος με λίγα κτερίσματα (μικρογραφικά αγγεία) και η επιτύμβια επιγραφή που βρέθηκε δίπλα, γύρω στα 500 π.Χ., η οποία δήλωνε πως ο νεκρός, που το όνομα του ήταν Ερυμνίδας, είχε το, άγνωστο σε μας, αξίωμα του Επιστάτου (Π. Γιαννακόπουλος).
Κλασσική Εποχή
Κατά την κλασσική εποχή (480-330 π.Χ.), η ακρόπολη της Λας οχυρώνεται με περίβολο κατασκευασμένο από πολυγωνικές πέτρες (Π. Γιαννακόπουλος). Στην ανατολική πλευρά του μεσαιωνικού κάστρου του Πασσαβά παρατηρούμε και σήμερα τμήμα τού τείχους, που μοιάζει να είναι αρχαίων χρόνων. Οι ογκόλιθοι που σώζονται αποτελούν αναμφίβολα δομικό υλικό της αρχαίας οχύρωσης, αλλά το πιθανότερο είναι πως ξαναχρησιμοποιήθηκαν στη μεσαιωνική τειχοδομία : ο τοίχος αυτός δεν πρέπει να είναι στην αρχική του θέση (Η. Waterhouse). Στο λόφο ανακαλύφθηκαν πολλά θραύσματα αγγείων τής κλασσικής περιόδου (Π. Γιαννακόπουλος, Η. Waterhouse).
Ως τον 5ο ή και τον 4ο αιώνα π.Χ., η Λας πρέπει να ήταν η πιο σημαντική πόλη της περιοχής, αφού κι η πόλη στο χώρο του Γυθείου δεν είχε ακόμα αναπτυχθεί. Γύρω στα 500 π.Χ., ο ναύσταθμος των Λακεδαιμονίων μεταφέρεται από τη Λα στο νεοκατασκευασμένο τεχνητό λιμάνι στην περιοχή του Γυθείου. Όμως, το λιμάνι της Λας συνεχίζει να χρησιμοποιείται από το ναυτικό της Σπάρτης, αφού κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο (431-404 π.Χ.) διάφορες πολεμικές επιχειρήσεις ξεκίνησαν απ’ αυτό (Θουκυδίδης, Α. Κουτσιλιέρης).
Ελληνιστική Περίοδος
Φθάνουμε στην ελληνιστική περίοδο (323 - 146 π.Χ.). Το όνομα τής Λας ξανακούγεται γύρω στα 270 π.Χ., μέσα από την Αλεξάνδρα, ένα μεγάλο ποίημα τού ποιητή Λυκόφρονα από τη Χαλκίδα (Λυκόφρων). Ο ιστορικός Πολύβιος και ο Παυσανίας διασώζουν και ένα στρατιωτικό γεγονός που έλαβε χώρα εκείνη περίπου την εποχή: στα 219/8 π.Χ., μοίρα Μακεδόνων στρατιωτών του βασιλιά Φιλίππου τού Ε΄ [συμμάχου τών Αχαιών, και αντιπάλου των Αιτωλών και των Ηλείων με τους οποίους είχε ταχθεί η Σπάρτη: Ι. Βίγλας] επιτίθεται και στη Λα, εξορμώντας από το εκεί στρατόπεδο της, δίπλα στο ιερό τού Κάρνειου Απόλλωνα στο όρος Κνακάδιον (ιστορικός Πολύβιος, 2ος π.Χ., Παυσανίας). Το τρόπαιο από τους Μακεδόνες διατηρούσαν οι κάτοικοι και στα 160 μ.Χ., μπροστά στα τείχη της ακρόπολης (Παυσανίας).
Αρχαιολογικά τεκμήρια για τη ζωή στη Λα των ελληνιστικών χρόνων παρέχονται από το λόφο του Πασσαβά, όπου παρατηρήθηκαν πολυάριθμα θραύσματα αγγείων αυτών των χρόνων (Η. Waterhouse). Σ’ αυτήν την περίοδο ανάγεται και μία μαρμάρινη επιτύμβια στήλη, διακοσμημένη με φύλλα άκανθας που βρέθηκε στο Βαθύ (Π. Γιαννακόπουλος).
Τα τελευταία χρόνια της ελληνιστικής περιόδου η Λας βρίσκεται ανάμεσα σε Σπάρτη και Ρώμη. Από τα χρόνια του αχαιού βασιλιά Μενελάου ως και τα πρώτα χρόνια τής βασιλείας του τυράννου Νάβη (207-192 π.Χ.), η Λας υπαγόταν στη δικαιοδοσία τής Σπάρτης. Για να συγκεντρώσει χρήματα για συγκρότηση στρατού, ο Νάβις πήρε σκληρά μέτρα ενάντια στην τάξη των ευγενών Σπαρτιατών πολιτών, που ήταν και οι οικονομικά ισχυροί. Αυτοί, για να σωθούν, κατέφυγαν στη Λα (ιστορικός Tίτος Λίβιος, 1ος π.Χ.-1ος μ.Χ., Α. Κουτσιλιέρης).
Το 196/5 π.Χ., η Σπάρτη νικήθηκε από τους Ρωμαίους. Με αρχηγό τους τον Τίτο Φλαμινίνο, οι Ρωμαίοι, με συμμάχους τους Ρόδιους, κατέλαβαν και το Γύθειο [δεύτερη τότε πιο σημαντική λακωνική πόλη μετά τη Σπάρτη] και το ανακήρυξαν ελεύθερη πόλη. Ο ρωμαίος Φλαμινίνος τιμήθηκε ως ελευθερωτής, και ονομάστηκε « ευεργέτης» τού Γυθείου (επιγραφή στον N. Παπαχατζή). Με το τέλους αυτού του πολέμου, που ονομάστηκε λακωνικός, η Σπάρτη του Νάβη χάνει την επαφή με τη θάλασσα : 24 λακωνικές -επί το πλείστον παραθαλάσσιες πόλεις- που ήθελαν να απαλλαγούν από Νάβη, αποσπάστηκαν από τη Σπάρτη. Αποτέλεσαν μία ομοσπονδία, υπό την κηδεμονία των Ρωμαίων και της Συμπολιτείας των Αχαιών, που ονομάστηκε Κοινόν των Λακεδαιμονίων (Α. Κουτσιλιέρης). Μία από αυτές τις πόλεις ήταν και η Λας (Παυσανίας, Ν. Παπαχατζής) η οποία αποκτά τη μεγαλύτερη αυτονομία που είχε ως τότε.
Στα 189 π.Χ. -κι ενώ η Λας ανήκε στο Κοινόν των Λακεδαιμονίων- στη Σπάρτη, οι διάδοχοι του τύραννου Νάβη που ακολουθούσαν την πολιτική του, ανησυχώντας για τις δραστηριότητες των εγκαταστεστημένων πριν λίγα χρόνια στη Λα Σπαρτιατών, οργάνωσαν νυχτερινή επίθεση εναντίον τους. Οι Λάοι και Σπαρτιάτες τής Λας, αν και αιφνιδιάστηκαν, αντιστάθηκαν και τελικά οι σπαρτιάτες στρατιώτες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν (ιστορικός Tίτος Λίβιος, 1ος π.Χ.-1ος μ.Χ., Α. Κουτσιλιέρης).
Ας σημειώσουμε εδώ και τρεις αχρονολόγητες αρχαιότητες, που πρέπει να ανάγονται στα προ Ρωμαίων χρόνια. Από την μικρή κοιλάδα, στην τοποθεσία που λεγόταν Χανάκι στις αρχές του 20ου αιώνα « ανακαλύφθηκε ένα δωρικό κτίσμα». Από εκεί προέρχεται και αχρονολόγητο τμήμα ορειχάλκινης περόνης (καρφίτσας) κορινθιακού εργαστηρίου (E. S. Forster). Στο λόφο Σολωμό, κοντά στο Βαθύ, βρέθηκαν δύο θραύσματα επιτύμβιας μαρμάρινης πλάκας, κοινής για τρεις ή τέσσερις άντρες, τον Διοκλή, τον Ευδαμίδα που ήταν «ιερός» (ταγμένος σε κάποια θεότητα), τον Κλεήρατο και ίσως τον Κλέαρχο. Πρέπει να ανάγεται στα ελληνιστικά χρόνια. Ο Πατσουράκος τη θεωρεί δωρική, εννοώντας προφανώς ότι ανήκει στα προ ρωμαίων χρόνια. (I. Πατσουράκος,W. Kolbe).
Ρωμαϊκή Περίοδος
Από τα 146 π.Χ. όλη η Πελοπόννησος ρωμαιοκρατείται. Στα 21 π.Χ., στην αρχή των αυτοκρατορικών χρόνων, όταν γίνεται αναδιοργάνωση του Κοινού των Λακεδαιμονίων από τον Αύγουστο, η Λας αποτελεί ένα από τα 18 μέλη της ομοσπονδίας που έχει πια το όνομα Κοινόν των Ελευθερολακώνων (Παυσανίας, Ν. Παπαχατζής).
Τα αυτοκρατορικά χρόνια φαίνεται να είναι από τις πιο ευήμερες περιόδους τής Λας. Την εποχή των Σεβήρων, από τα 193 έως τα 217 μ.Χ., η Λας και το Γύθειο αποτελούν τις μοναδικές πόλεις της χερσοννήσου του Ταινάρου, που κόβουν νόμισμα (Α. Τζαμαλής). Έντεκα νομισματικές σειρές που φέρουν την επιγραφή Λάων, όλες χάλκινες και μικρής αξίας, προσφέρουν ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την ιστορία της πόλης.
Ο Ν. Παπαχατζής σημειώνει πως: «η Σπάρτη έζησε ειρηνικές μέρες στον καιρό των [ρωμαίων] αυτοκρατόρων». Το ίδιο έχουμε να πούμε και για τη Λα. Από την αρχή αυτής της περιόδου και μετά δεν έχουμε καμία πληροφορία για πολέμους κι εχθροπραξίες.
Η οχυρωμένη ακρόπολη είναι ήδη ερειπωμένη. Αυτή η πιο ειρηνική διάθεση θεωρώ πως αντικατοπτρίζεται και στην επιλογή των αναπαριστάμενων στα νομίσματα θεών : από πολεμικές θεότητες συναντάμε μόνον την Αθηνά, και τον Ηρακλή -εδώ όχι ιδιαίτερα ετοιμοπόλεμο- με το ρόπαλο του ακουμπισμένο στο έδαφος. Οι υπόλοιπες θεότητες που παρουσιάζονται είναι αυτές που προσφέραν στους πιστούς υγιή, ευχάριστη κι ευτυχισμένη ζωή : ο Ασκληπιός, η Υγεία, η Άρτεμις Κυνηγέτις και η Τύχη (για τις αναπαραστάσεις δείτε F. Imhoof-Blumer και P. Gardner, S. Wide). Πιθανότατα, εκείνη την εποχή οι πιο φιλοπόλεμοι Λάοι να κατατάγονταν σε μισθοφορικά στρατεύματα : πολυάριθμα νομίσματα πελοποννησιακών πόλεων κι ανάμεσα τους ελευθερολακωνικών, που βρέθηκαν στη Συρία και σε άλλες μεσανατολικές χώρες, θεωρούνται πως ανήκαν σε πελοποννήσιους μισθοφόρους που στρατολογήθηκαν για τις εκστρατείες τού Σεβήρου και του Καρακάλλα κατά των Πάρθων (Α. Τζαμαλής).
Στα 160 μ.Χ., η αρχαιότερη πόλη, στο λόφο Ασία είχε ήδη ερειπωθεί και η νεώτερη Λας βρίσκεται στην κοιλάδα. Τα « θέας άξια » της επικράτειας τής Λας ήταν, εκείνη την εποχή, ο ναός τηςΑθηνάς Ασίας στην ερειπωμένη ακρόπολη Ασία, οι ναοί του Διόνυσου και του Ασκληπιού στο όρος Ίλιον, το άγαλμα ή ιερό του Απόλλωνα Κάρνειου στο όρος Κνακάδιον. Μπροστά στα τείχη της αρχαιότερης πόλης υπήρχε άγαλμα του Ηρακλή, και ένα «αρχαίο»-όπως σημειώνει ο Περιηγητής- άγαλμα του Ερμή ήταν μπροστά ή μέσα στο Γυμνάσιο (Γυμναστήριο) της πόλης, στην κοιλάδα. Στα περίχωρα της Λας υπήρχαν δύο ιερά : σε ένα ακρωτήριο, δίπλα στη θάλασσα, βρισκόταν ο ναός της Άρτεμης Δίκτυννας και στην ενδοχώρα, ένα κοινό ιερό του Ασκληπιού και της Άρτεμης Δαφναίας, στην τοποθεσία ‘Ύψοι, έως τριάντα στάδια από την πόλη, στα σύνορα με τους Σπαρτιάτες (Παυσανίας). Στα 160 μ.Χ., δηλαδή η Λας -αντίθετα με το Γύθειο- είχε άμεση γειτονία με την επικράτεια τής Σπάρτης, και τα προς αυτήν όρια της απείχαν πέντε με έξι χιλιόμετρα από την πόλη.
Εκτός των νομισμάτων, το μόνο χρονολογήσιμο αρχαιολογικό εύρημα από τη Λα, που ανάγεται στα ρωμαϊκά χρόνια, είναι η ενεπίγραφη επιτύμβια στήλη ενός παιδιού που πέθανε στα 13 του μόλις χρόνια, κι ονομαζόταν [Θεό?]ξενος. Το μικρό τμήμα της πλάκας που βρέθηκε ήταν στολισμένο με τέσσερα φύλλα κισσού (Ι. Πατσουράκος, Λας).
Η τελευταία χρονολογικά πηγή πληροφοριών για τη Λα είναι τα νομίσματα τής πόλης που αναφέραμε πιο πάνω, τα οποία επιβεβαιώνουν την ύπαρξη και την ακμή τής πόλης στον 3ο μ.Χ. αιώνα.
Η πόλη Λας, με την ιδιαίτερης σημασίας στρατηγική θέση, υπήρξε μια από τις μακροβιώτερες πόλεις της Λακωνικής, μετά τη Σπάρτη-Αμύκλες και τη μικρή εμπορική εγκατάσταση της Κρανάης (Όμηρος, G. Shipley). Χιλίων πεντακοσίων χρόνων ιστορία έχουν και το Οίτυλο και η Καρδαμύλη (Όμηρος, Ν. Παπαχατζής) και κράτησαν και αυτές το μυκηναϊκό όνομα τους. Αλλά η παρουσία της Λας ήταν πιο έντονη, αφού ήταν μια πόλη που είχε περισσότερους ναούς, και συνεπώς περισσότερους κατοίκους από τις άλλες δύο, έκοψε νόμισμα, και το λιμάνι της ήταν για πολλούς αιώνες αγκυροβόλι κι ορμητήριο του λακωνικού στόλου.
Στην προϊστορική εποχή η Λας ήταν η πιο σημαντική πόλη της περιοχής (Α. Θέμος) και συνεχίζει να ακμάζει περίπου μέχρι τον 4ο π.Χ. αιώνα, οπότε τη σκυτάλη παίρνει το Γύθειο. Στα ρωμαϊκά χρόνια, ιδίως στους μεταχριστιανικούς αιώνες, ξαναβρίσκει τη λάμψη της και παρουσιάζεται ως η δεύτερη μετά το Γύθειο σημαντική πόλη της χερσονήσου.
Κλείνοντας, ας σημειώσουμε και μια πληροφορία για τη Λα που δεν είναι ευρέως γνωστή. Στα 1728, κι ενώ η περιοχή του Πασσαβά τουρκοκρατείται (1715-1780), ο Μητροπολίτης Μελέτιος στηνΓεωγραφία Παλαιά και Νέα, στο κεφάλαιο Περί της Λακωνικής Επαρχίας, γράφει για τη Λα: « πλησίον αυτού [του ποταμού Σκύρα] ήτον η Λας πόλις, κοινώς Λάσα ». Φαίνεται λοιπόν ότι το αρχαίο ελληνικό όνομα τής Λας πρέπει να διασώθηκε και επί τουρκοκρατίας ως τοπωνύμιο με την ελάχιστη δυνατά γλωσσική αλλοίωση. Όχι μόνον λοιπόν στη μνήμη, αλλά πιθανότατα και στην καθημερινή ζωή, των μεταγενέστερων κατοίκων της περιοχής υπήρχε πάντα η Λας.
Τα τελευταία, ειρηνικά κι ευήμερα χρόνια της αρχαίας Λας ήρθε να ταράξει ο καταστρεπτικός σεισμός του 375 μ.Χ. που έπληξε το Λακωνικό κόλπο και το Γύθειο (N. Scoufopoulos-Stavrolakes) πρέπει να καταβύθισε και μέρος του λιμανιού τής Λας, όχι όμως και την ίδια την πόλη, η οποία βρισκόταν στην ενδοχώρα.
Με τη χαρακτηριστική ελληνική διάθεση για δημιουργία θρύλων, αλλά και την ουσιαστική ανάμνηση, που πέρασε από στόμα σε στόμα, μιας πόλης πολύ ισχυρής - άρα πολυπληθούς - φαίνεται πως γεννήθηκε η ντόπια παράδοση που λέει πως ο σεισμός αυτός καταβύθισε την πόλη και πήρε μαζύ 20.000 ανθρώπους. Αυτή η μυθοπλασία που απορρέει από το θαυμασμό για την αρχαία πέτρινη πόλη είναι συγκινητική, γιατί αποδεικνύει πως ό,τι σεβαστούν οι μανιάτες το αγαπάν, το ομορφαίνουν, κι αυτό, ισχύει εφ’ όρου ζωής.
Σημειώσεις
Η Αννη Λιναρδάκη είναι υποψήφια διδάκτωρ Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Paris X της Γαλλίας, με θέμα διατριβής «Ο Απόλλωνας στη Λακωνία εκτός της περιοχής της Σπάρτης». Παππούς απ’ τη μητέρα της ήταν ο Νίκωνας Κασιμάκος από το Χωσιάρι (διδάκτωρ Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών)
Το ανέκδοτο χειρόγραφο του καθηγητή και Επιμελητή των εν Γυθείω αρχαιοτήτων Ιωάννη Πατσουράκου, Το κράτος των Ελευθερολακώνων. Πραγματεία β’. Η Λα, χειρόγραφο, Γύθειο 1903, του οποίου φωτοτυπία μού εμπιστεύτηκαν πρόσφατα οι εκδότες του παρόντος περιοδικού, δεν πρόλαβα να μελετήσω. Συνεπώς στο άρθρο αυτό παρουσιάζονται μόνον οι επιγραφές της Λας που ανακάλυψε ο Ι. Πατσουράκος και οι οποίες έχουν από παλιά συμπεριληφθεί από τον W. Kolbe στην επιγραφική συλλογή Inscriptiones Graecae V 1.
Η φωτογραφία του αγάλματος του κριόμορφου θεού από τη Λα που παρουσιάζεται εδώ είναι ανέκδοτη και είναι η δεύτερη δημοσιευμένη μετά από αυτήν των Γερμανών ανασκαφέων, στα 1904. Ελήφθη τον Ιούλιο 1994 με άδεια που αιτήθηκα στην Ε΄ Εφορία Προιστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων στις 25.6.1993.
ΛΑΣ - Φιλολογικές πηγές
‘Όμηρος, ’Ιλιάς, Β, στ. 585 (Κατάλογος των νηων), Γ, στ. 443-6 (Κρανάη), Ι, στ. 150-3 (Καρδαμύλη). Σοφοκλης στον Στράβωνα, Γεωγραφικά, VIII, 5, 3 = C. 364.
- Ευριπίδης, ‘Ελένη, στ. 99.- Θουκυδίδης, ‘Ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου, VIII, 91, 92.
- ’Έφορος στον Στράβωνα, Γεωγραφικά, VIII, 5, 4 = C. 364.- Σκύλαξ ο νεώτερος, Περίπλους 46.
- Λυκόφρων, Αλεξάνδρα, στ. 95 (Λας), στ. 510-511 (Λαπέρσαι).
- Πολύβιος, ‘Ιστορίαι, Ε, 19.
- Δίδυμος στον Ησύχιο, λήμμα Λαπέρσαι.- Στράβων, Γεωγραφικά, VIII, 5, 3-4 = C. 364.- Tίτος Λίβιος, ΧΧΧVIII, 30 (Λας) και ΧΧΧΙV, 29 (Κατάληψη Γυθείου).- Παυσανίας, Λακωνικά, ΙΙΙ, 24, 6-9 (Λας), 21, 7 (Κοινόν των Ελευθερολακώνων).
- ‘Ησύχιος, λήμματα κάρνος, Λαπέρσαι.- Στέφανος Βυζάντιος, λήμμα Λα.
- Εβλιά Τσελεμπί, Οδοιπορικό στην Ελλάδα 1668-1671, μετάφ. Δ. ΛΟΥΠΗΣ, Αθήνα 1994, σ. 85 (Κάστρο Πασσαβά).
- Μελέτιος, Γεωγραφία Παλαιά και Νέα, επαυξηθείσα και επιδιορθωθείσα υπό Ανθίμου Γαζή, τ. Β, 1807 (1η έκδ.1728), σ. 413.
ΛΑΣ - Βιβλιογραφία
Ι. ΒΙΓΛΑΣ, Μετάφραση και σχόλια στα Λακωνικά του Παυσανία, Aθήνα 1997, σ. 278 σημ. 338.
- Π. ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Το Γύθειον, Aθήνα 1966, σ. 26, 35-36, 52-55, 62-63 (αρχαιολογ. Ευρήματα από τη Λα), σ. 51-52 (αρχαϊκή χρονολόγηση ειδωλίων Δία και Ερμή από το Γύθειο).
- A. ΘΕΜΟΣ, «Το Γύθειο κατά την αρχαιότητα », στο Λακωνικόν Ημερολόγιον 1999, Σπάρτη 1999, σ. 9-10.
- E. KΟΥΡΙΝΟΥ-ΠΙΚΟΥΛΑ, «Χάλκινο ειδώλιο αιγοειδούς από τις υπώρειες του Ταϋγέτου», Πελοποννησιακά, Παράρτημα 9 (1982-1983), σ. 199-200.
- A. KΟΥΤΣΙΛΙΕΡΗΣ, Ιστορία της Μάνης, Aθήνα 1996 (1η έκδ. 1993), 38 (Κοινόν των Λακεδαιμονίων), 43-50 (λιμάνι Γυθείου), σ. 50, 53-55 (Λας).
- N. ΠAΠAΧΑΤΖΗΣ, Μετάφραση και σχόλια στα Κορινθιακά και Λακωνικά του Παυσανία, Aθήνα 1989 (1η έκδ. 1976), σ. 336β (Σπάρτη στα αυτοκρατορικά χρόνια), σ. 408-409 (Κοινόν των Λακεδαιμονίων και των Ελευθερολακώνων), σ. 431-3 (Λας), σ. 450-1 (Οίτυλον), σ. 455 (Καρδαμύλη).
- Α. TZAMAΛΗΣ, « Λακωνική νομισματοκοπία », Πελοπόννησος στο Επτά Ημέρες 12 (1998) της εφημ. Η Καθημερινή, σ. 96.
- P. CARTLEDGE, Sparta and Laconia, Οξφόρδη 1979, σ. 143, 191-192, 322, 327, 337 (Λας), σ. 75 και εξής και σ. 331 (οι πρώτοι Δωριείς στη Σπάρτη).
- E. S. FORSTER, «Laconia. Topography», BSA 13 (1906-1907), σ. 233.
- P. GRIMAL, Λεξικό της Ελληνικής και Ρωμαϊκής Μυθολογίας, Θεσσαλονίκη 1991, λήμμα Διόσκουροι, σ. 185.
- F. IMHOOF-BLUMER et P. GARDNER, «Numismatic commentary on Pausanias»,JHS 7 (1886), σ. 68-69 ν° 1-5, πίν. LXV, Ο ΧVII-O XXI.
- W. KOLBE, Inscriptiones Graecae V 1, 1214 (επιτύμβια στήλη).- W. M. LEAKE, Travels in the Morea, τ. 1, Λονδίνο 1830.
- R. PARKER, «Spartan Religion» στο A. POWELL (εκδ.), Classical Sparta: Techniques Behind her Success, Ρούτλετζ 1988, σ. 147.
- M. PETTERSSON, Cults of Apollo at Sparta, Στοκχόλμη 1992, σ. 60-62.
- N. SCOUFOPOULOS-STAVROLAKES, «Ancient Gythion, the Port of Sparta: History and Survey of the Submerged Remnants», A. RABAN (εκδ.), Harbour Archaeοlogy, Haifa 1985, σ. 51.
- G. SHIPLEY, «Archaeological sites in Laconia and the Thyreatis», BSA Supplement 27 (1996), The Laconia Survey vol. II, σ. 297 ν° JJ129 Kranai και σ. 300 ν° LL153. Passava, Chosiari.
- H. WATERHOUSE et R. HOPE-SIMPSON, «Prehistoric Laconia. Part II », BSA 56 (1961), σ. 118-119.
- S. WIDE, Lakonische Kulte, Λιπσία 1893, σ. 261.
πηγή-mani.org.gr
H Λας ή Λάας, ακμάζουσα ελληνική πόλη της αρχαιότητας, βρισκόταν στη Λακωνία, κοντά στο σημερινό Βαθύ, το οποίο αποτελούσε και το λιμάνι της πόλης.
Η Λάας στον Όμηρο
Η σημασία και η αίγλη της πόλεως ήταν ισότιμη με όλες τις υπόλοιπες της Λακεδαίμονος που αναφέρονται στην Ιλιάδα από τον Όμηρο. Στην συγκεκριμένη δε περιοχή είναι η κυρίαρχη πόλη μαζί με το Οίτυλο.
Οἳ δ᾽ εἶχον κοίλην Λακεδαίμονα κητώεσσαν,
Φᾶρίν τε Σπάρτην τε πολυτρήρωνά τε Μέσσην,
Βρυσειάς τ᾽ ἐνέμοντο καὶ Αὐγειὰς ἐρατεινάς,
οἵ τ᾽ ἄρ᾽ Ἀμύκλας εἶχον Ἕλος τ᾽ ἔφαλον πτολίεθρον,
οἵ τε Λάαν εἶχον ἠδ᾽ Οἴτυλον ἀμφενέμοντο,
ΙΛΙΑΔΟΣ - ΡΑΨΩΔΙΑ Β΄(στίχοι : 581-585)
Η Λάας στον Παυσανία
Μετά από το Γύθειο, ο περιηγητής Παυσανίας (Λακωνικά ΧΙV.6-11, & XXV.1-10). φτάνει στην Λάα, την οποία ορίζει σαφώς «Τά δε εν δεξιά Γυθείου Λάς εστί». Η απόσταση της από το Γύθειο που αναφέρει, 40 στάδια (1 στάδιο=185 μέτρα), ταυτίζεται με την σημερινή θέση, που έχει αποδοθεί για την πόλη. Κάλυπτε λοιπόν η Λας την περιοχή, που σήμερα υπάρχουν τα χωριά Καρβελάς, Σκαμνάκι,Χωσιάριον,Αγερανός, με κέντρο τό κάστρο τού Πασσαβά, και από την πλευρά της θάλασσας έφτανε μέχριτους όρμους Βαθύ και Κάτω Βαθύ.
Τοποθεσία
Στην κορυφή του όρους Ασία, που σήμερα ονομάζεται λόφος του Πασσαβά βρισκόταν η αρχαία πόλη Λας. Αργότερα εκεί παρέμεινε η ακρόπολη της πόλεως και επανιδρύθηκε ανάμεσα σε τρία μικρά βουνά τής περιοχής. Στην περιοχή που υπήρχε η πόλη, κατά την φραγκοκρατία το 1254 κτίσθηκε το κάστρο του Πασσαβά και ιδρύθηκε η ομώνυμη Βαρωνία που αποτελούσε την μοναδική είσοδο στην Μάνη.
Ιστορικά στοιχεία
Στην δωρική γλώσσα λάας σημαίνει λίθος. Σύμφωνα με μία παράδοση, την πόλη ίδρυσαν άνθρωποι που δημιουργήθηκαν από τους λίθους που έριχναν ο Δευκαλίων και η Πύρρα μετά τον κατακλυσμό. Όπως αναφέρει η μυθολογία , για να δημιουργηθεί το ανθρώπινο γένος έριχναν λίθους και γεννιόνταν άνθρωποι.
Πιθανόν κάποιοι από αυτούς τους ανθρώπους να δημιούργησαν και την πόλη Λάσσα στο Θιβέτ. Συγκεκριμένα η Λάας και η Λάσσα, σύμφωνα με τις παραδόσεις χτίστηκαν από τον Λας. Πλησίον της πόλεως στο Αεράεινον (σημερινό χωριό Αγερανός) αναφέρεται από τον Παυσανία ότι υπήρχε ο τάφος του ιδρυτή της πόλης. Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με μαρτυρίες δολοφονήθηκε από τον Πάτροκλο. Το όνομα λας είναι αρχαία ασιατική λέξη και σημαίνει «πνεύμα» ή «ουράνιος». Ο Παυσανίας αφιερώνει αρκετά στην περιγραφή τής πόλης (ναούς,ιερά), και της περιοχής (ποτάμια, πηγές)
Την γεωμετρική εποχή η Λας εγκαταλείφθηκε, και επανιδρύθηκε σε τοποθεσία μεταξύ των βουνών Ασία (Πασσαβάς), Ίλιον (Μαστρολέου), Κνακάδιον (Ταρμπολιάς). Δεν μπορούμε παρά να συνδέσουμε και την επίσης αρχαία και γειτονική με την Λας πόλη Ασίνη. Η σημερινή περιοχή Καμμάρες αποτελούσε ανέκαθεν αναπόσπαστο μέρος της πόλης Λας, που έφτανε μέχρι το ιερό του Διός, στις εκβολές του ποταμού Σκύρα. Κεντρικό σημείο αποτελούσε το Αεράινον (Αγερανός), επειδή σε αυτό υπήρχε ο τάφος του οικιστή της πόλης, με το ομώνυμο όνομα Λας.
Στην ευρύτερη γεωγραφική επικράτεια της Λας, ανήκε όλη η παραθαλάσσια περιοχή από το χωριό Μαυροβούνι, μέχρι και το Σκουτάρι. Σε κάποια κείμενα την βρίσκουμε να ονομάζεται Amathea. Στην Ασία, την ακρόπολη της Λας, υπήρχε ιερό για την Αθηνά Σωτήρα. Επίσης και ο Ποσειδώνας, ετιμάτο σε ναό που ίδρυσε ο Οδυσσέας, όταν επέστρεψε από την Τροία. Κατά τον Παυσανία, το ιερόν της Αθηνάς Ασίας ίδρυσαν οι Διόσκουροι, Κάστωρ και Πολυδεύκης, όταν επέστρεψαν από την Αργοναυτική εκστρατεία, ενώ ονομάζονται και "Λαπέρσες" σύμφωνα με αναφορά τού Στράβωνα (Η΄ V3), επειδή κατέλαβαν την πολιν Λάαν.
Από τα χρόνια του βασιλιά Μενελάου ως και τα πρώτα χρόνια του τυράννου Νάβη (207-192 π.Χ.), η Λας υπαγόταν στη δικαιοδοσία τής Σπάρτης, και οι κάτοικοί της ανήκαν στούς Περίοικους. Μέ αφορμή τα σκληρά μέτρα τού Νάβη στην τάξη των ευγενών Σπαρτιατών πολιτών,οι τελευταίοι κατέφυγαν, για να σωθούν, στή Λά.
Αργότερα 24 λακωνικές -επί το πλείστον παραθαλάσσιες πόλεις- που ήθελαν να απαλλαγούν από Νάβη, αποσπάστηκαν από τη Σπάρτη και αποτέλεσαν μία ομοσπονδία, που ονομάστηκε Κοινόν των Ελευθερολακώνων. Στην ομοσπονδία αυτή ανήκε η Λας, καθώς και οι γειτονικές πόλεις πόλεις, Γύθειο, Οίτυλο, και η Πύρριχος, μιά εξίσου αρχαία πόλις, ίσως και προγενέστερη από την Λα.
Από τα νομίσματα τής πόλης επιβεβαιώνεται η ύπαρξη και την ακμή τής μέχρι στον 3ο μ.Χ. αιώνα. Η επιδρομή όμως τών Βανδάλων με τόν Γιζέριχο, πιθανόν να είναι η κύρια αιτία καταστροφής τής πόλεως, που συμπληρώθηκε και από άλλες επιδρομές εναντίον των περιοχών τής Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Επίσης ο καταστρεπτικός σεισμός του 375 μ.Χ. που έπληξε το Λακωνικό κόλπο και το Γύθειο πρέπει να καταβύθισε και μέρος του λιμανιού τής Λας, όχι όμως και την ίδια την πόλη, η οποία βρισκόταν στην ενδοχώρα. Με διάθεση για δημιουργία θρύλων, αλλά και την ουσιαστική ανάμνηση, που πέρασε από στόμα σε στόμα, μιας πόλης πολύ ισχυρής - άρα πολυπληθούς - η ντόπια παράδοση λέει πως ο σεισμός αυτός καταβύθισε την πόλη και πήρε μαζί 20.000 ανθρώπους.
Παραπομπές
* «Στράβωνος Πελοποννησιακά», εκδόσεις Κάκτος
* «Ιστορία Μάνης», του Ανάργυρου Κουτσιλιέρη, εκδόσεις Παπαδήμα
* «Παυσανίου Λακωνικά», του Iωάννη Β.Βίγλα, εκδόσεις Μοριάς
Σύνδεσμοι
Γραικοὶ καὶ Ἕλληνες
(Παντελῆς Γιαννουλάκης)
Σχετικά με την ερμηνεία Ελ-λάς = λαμπερή πέτρα, ο Π. Γιαννουλάκης γράφει («Κούφια Γη», Ανιχνευτές, 1998):
...Η τεράστια σημασία της «Λαμπερής Πέτρας» ή «πέτρας Γκράαλ» στην υπόθεση Κούφια Γη. Τρομερό μυστικό που συνδέεται με τα φωτισμένα τούνελ, με τον εσωτερικό Ήλιο, με το ξίφος «Εξκάλιμπερ» καρφωμένο πάνω στον ιερό βράχο, με το σταυρό καρφωμένο στην κορυφή του Γολγοθά (γιατί όχι και με το ξίφος του πολεμιστή που όταν πέθαινε το κάρφωναν πάνω στην πέτρα του τάφου του και με το πέρασμα του χρόνου έγινε σταυρός πάνω στο μνήμα), με το Holy Grail: το Άγιο Δισκοπότηρο, και με την ιερή πέτρα αγνώστου προελεύσεως που έκλεψαν οι Άγγλοι από τους Σκωτσέζους, η οποία βρίσκεται κάτω από τον αγγλικό βασιλικό θρόνο και λένε πως πάνω της θα στεφθεί ο Μεσσίας, καθώς και με το λίθο Κάαμπα του Τεμένους των Μουσουλμάνων... και με άλλα ανείπωτα πράγματα.
Η μυστικιστική κελτική ονομασία του Γκράαλ είναι SanGraal (όπου το San υποδηλώνει το άγιο, τον ήλιο και τον Υιό: Saint-Sun-Son), η Ηλιακή Πέτρα. Πρβλ. ρίζες του ονόματος της μυστικής (πέρα και μέσα από τον Πόλο) Υπερβόρειας χώρας Σάνγκρι-Λα. Η λέξη Glow (λάμπω) προέρχεται από την αρχαία λέξη Γλα (πρβλ. Γλαύκος Λίθος και Γλαύκοι της Αθηνάς) και glad (π.χ. «glad to see you») ετυμολογικά σημαίνει λαμπερός.
Τοπωνύμια και τίτλοι ευγενείας χρησιμοποιούν τη λέξη Gladstone (λαμπερή πέτρα), όπως το θρυλικό Γκλάστονμπερυ, ένα από τα πιο ιερά κέντρα του πλανήτη, και το δεύτερο μεγάλο κέντρο των Βριλ μετά τους Δελφούς. Γκλάστονμπερυ (Gla-Stone-Burry) σημαίνει «εκεί που βρίσκεται θαμμένη η Λαμπερή Πέτρα». (Θυμηθείτε το σφραγισμένο ιερό πηγάδι του με μια συγκεκριμένη σφραγίδα πάνω του, που υποτίθεται ότι «μέσα του κρύβεται το Holy Grail».) Άλλωστε Αγγλία, England = En-Gla-nd, Εν-Γλα-Δ, η λαμπερή χώρα. Από πάνω της η σκοτεινή χώρα, Σκωτία, Scot-Land, και δυτικά της η χώρα του ημίφωτος, της Ίριδας, η Ιρλανδία, Ire-Land. Ίσως όχι τυχαία η συρροή Εγγλέζων τουριστών στην περιοχή Γκλα, στην αρχαία Άρνη, στην Κωπαΐδα.
Lambeth στα αρχαία αγγλικά σημαίνει λαμπερή (ο αναγραμματισμός είναι Lamb=Αμνός) και Elizabeth το όνομα βασιλισσών της Αγγλίας. Στα εβραϊκά Elijah είναι ο προφήτης Ηλίας και Μπεθ, εκτός από το 2ο γράμμα του εβρ. αλφαβήτου σημαίνει και οίκος. Συνεπώς Elizabeth = ο «Οίκος του Ηλία». Ο «Ηλίας» είναι κωδικός του Ιερατείου για τον εσωτερικό ήλιο, άλλωστε η λέξη προέρχεται από το ελλ. Ηλιος, όπως και η λέξη Hell-κόλαση.
Ο προφήτης εξαφανίστηκε με ένα λαμπερό άρμα, υπονοώντας παραπλανητικά αυτό του Απόλλωνα-Ηλίου, αλλά στη μυθολογία έχουμε και τον Αμφιάραο, ο οποίος έφυγε με το άρμα του μέσα στη γη, από ένα φωτεινό άνοιγμα που δημιούργησε ο Δίας. Επίσης Ελλάς (Ελ-Λα-ς) σημαίνει Πέτρα Ηλίου ή λαμπερή πέτρα (Σάνγκρι-Λα, Σάμπα-Λα).
Ο κωδικός που χρησιμοποιεί συχνά το χριστιανικό ιερατείο για την Λαμπερή Πέτρα είναι «Άγιος Πέτρος». Τό όνομα του αποστόλου ήταν Σίμων και το άλλαξε ο Ιησούς σε Πέτρος («εσύ θα είσαι η πέτρα πάνω στην οποία θα οικοδομήσω την εκκλησία μου»). Οι καθολικοί αυτό το πήραν κατά λέξη και υποτίθεται ότι ο καθεδρικός του Αγ. Πέτρου στη Ρώμη είναι κτισμένος πάνω τάφο του Αγ. Πέτρου που έλαμπε μέσα στην νύχτα. Αλλά ας τολμήσει κάποιος να πάει να διαπιστώσει τι συμβαίνει κάτω από το ναό του Αγ. Πέτρου ή κάτω από το ναό του Αξούμ στην Αιθιοπία όπου βρίσκεται η Κιβωτός της Διαθήκης ή κάτω από το μαυσωλείο του Τζέμου- Ντένο στην Ιαπωνία, και γενικώς πάντα «από κάτω» από τα κτίσματα των ιερατείων...
Επίσης Σαμπάλα (Shambhala: το θρυλικό υπόγειο βασίλειο) σημαίνει κωδικά «λαμπερή πέτρα», διότι η λέξη αναγραμματισμένη είναι Λα-μπάσα (λα=πέτρα στα ελληνικά και mbhasha στα σανσκριτικά σημαίνει λάμπω), αλλά και Λάμπα-σα (shaa στα σανσκριτικά σημαίνει και πέτρα). (Αγκάρθα(135)+Σαμπάλα(353)=488.) Οι Νύμφες πήραν το Βασιλιά Αρθούρο στο νησί Άβαλον, Abalon, Laba-on, στα κελτικά Abhal-Jin, Που σημαίνει το Νησί των Μήλων, βλ. τη Νήσο των Εσπερίδων και τα Μήλα τους, Εσπέρα= Δύση, Esperanza=Ελπίδα, τη νήσο των Μακάρων κ.λπ. Βλ. τοπωνύμια και τοποθεσίες όπως π.χ. Ιεράπετρα, Λευκόπετρα, Χρυσόπετρα, Μαύρη Πέτρα, Νυμφόπετρα, Αρμενόπετρα, Θεόπετρα, Διαβολόπετρα, Τραπεζοπέτρι, Νεραϊδόπετρα, Σιμωνόπετρα, Πέτρα της Κόρης, Λα-Κωνία, Λα-κε-δαίμονες κ.λπ. Επίσης η αρχαία ιστορία με τις πέτρες Ομφαλούς (π.χ. των Δελφών). (Βλ. σχετ. στους Άρθουρ Μάχεν, Ίρβινγκ Μπένιγκ κ.ά.)
Όταν έγινε η μεγάλη μάχη των Λευκών και των Μαύρων Αγγέλων και ο Εωσφόρος κατακρημνίστηκε από το Βασίλειο του Θεού μαζί με τις λεγεώνες του, αυτός ο τέως Πρίγκηπας των Αρχαγγέλων (ο πρώτος μεταξύ των αγγέλων πριν από την Πτώση) φορούσε μια λαμπρή περικεφαλαία, στολισμένη με έναν θαυμαστό σμαράγδινο λίθο.
Το σμαραγδένιο αυτό πετράδι αποσπάστηκε από την περικεφαλαία με ένα κτύπημα από το Ξίφος της Δικαιοσύνης του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και έπεσε στην Άβυσσο του Εξώτερου Διαστήματος, όπου βούτηξαν οι Άγγελοι και το έφεραν πίσω και το μετέτρεψαν στο Άγιο Δισκοπότηρο (the Holy Grail ή Mharadwys Graal στα κελτικά, όπου Μχαραδουίς=Παράδεισος, δηλ. Παραδείσια Πέτρα). Πρβλ. την θρυλική «Φιλοσοφική Λίθο» των Αλχημιστών, το πολύτιμο δισκοπότηρο που υποτίθεται ότι βρήκε ο Ναπολέων στη Γένοβα και τον «Σμαράγδινο Πίνακα» του Ερμή του Τρισμεγίστου που λέγεται ότι ανακαλύφθηκε από τον Μέγα Αλέξανδρο και παρουσιάστηκε ως αναγνωριστικό σημάδι στους ιερείς του Άμμων-Ρα στην όαση Σίουα. Ο Ιωσήφ εξ Αριμαθείας, σύμφωνα με την παράδοση, ταξίδεψε το 60 μ.Χ. μέχρι το Αββαείο του Γκλάστονμπερυ και έθαψε το Άγιο Δισκοπότηρο κάτω από τον λόφο. Στον ίδιο λόφο κάποια παράδοση λέει ότι βρίσκεται ο τάφος του Αρθούρου.
Ο Κελτοχριστιανικός Μυστικισμός της Ιρλανδίας λέει ότι ένα κομμάτι της Πράσινης Πέτρας έσπασε από το κτύπημα και παρέμεινε στην Άβυσσο όπου έγινε μαύρο, μολυσμένο από την περηφάνεια του Εωσφόρου, και από Δώρο του Θεού μετασχηματίστηκε σε Κατάρα. Από αυτή την Μαύρη Πέτρα ξεπήδησε ο Κάτω Κόσμος όπου μέσα του καταδικάστηκαν οι Πεσμένοι Άγγελοι, ενώ το μυστικό του Δισκοπότηρου, που φτιάχτηκε από τον Λίθο οδηγεί στον Ουράνιο Κόσμο.
Λαβύρινθος υπονοεί επίσης την «πέτρα που λάμπει»: Λαβυρι-νθος: στόουν στα «νανικά» αλλά και Λα-Βρίλι-νθος, < αρχαιοαγγλ. Brillianth < Brilliant=λαμπερός και Βρίλιαντ, Βρίλγιαντ = Βριλ-για. Η κανονική λέξη είναι Λαβρίλιανθος δηλαδή «ο ανθός της πέτρας των Βριλ-για», η ιερή Λαβυρένθη των Βριλ, αλλά ας θυμηθούμε και την αρχαία Βρένθη, νυν Καρύταινα με το κάστρο πάνω από δαιδαλώδεις στοές. (Βρένθη=174, Αριάδνη=174.).
Ο Υμηττός (που επίσης περιέχει το «μίτος») έχει κάποιες προσβάσεις στην Υπερβορεία Οδό (πρβλ. και το τραγουδάκι «εκεί ψηλά στον Υμηττό είναι ένα μυστικό, αλλά δεν θα σου το πω» και ίσως να έχει σχέση με το ότι απαγορεύεται αυστηρά η πρόσβαση σε οποιοδήποτε σημείο του Υμηττού μετά τη δύση του ηλίου). Η παρουσία των Βριλ επίσης στα Βριλήσσια, Βριλυσός, Βριλίσιον όρος (το οποίο είναι η Πεντέλη, «Πύλη εν τω τέλει»), το Λαύριο με τις λαβυρινθώδεις στοές, τα Βριλιακά κ.ά. ...
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ:
-http://omiriki-ereuna.blogspot.gr/p/o.html-http://ellines-albanoi.blogspot.gr/2009/06/blog-post_13.html
-http://www.elzoni.gr/html/ent/635/ent.40635.asp
-http://astrosnews.gr/h-%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CE%BC%CE%B9%CE%B1%CF%82-%CE%BB%CE%AD%CE%BE%CE%B7%CF%82-%CE%BC%CE%B5-%CE%B1%CF%86%CE%BF%CF%81%CE%BC%CE%AE-%CF%84%CE%B1-%CE%AD%CF%81%CE%B3%CE%B1-%CF%83/
-https://smerdaleos.wordpress.com/2013/12/06/%CE%B7-%CE%B5%CF%84%CF%85%CE%BC%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%84%CE%BF%CF%80%CF%89%CE%BD%CF%85%CE%BC%CE%AF%CE%BF%CF%85-%E1%BC%91%CE%BB%CE%BB%CE%AC%CF%82/
-http://www.nikopolistv.gr/html/topika-nea/eidiseis/item/5724-lambrakoulis-georgios.html
-http://www.apologitis.com/gr/ancient/ellinas.htm
-http://teachingreek.blogspot.gr/2006/07/blog-post_26.html
-http://www.xn--ixauk7au.gr/forum/showthread.php?3394-%CE%95%CF%84%CF%85%CE%BC%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1-%CE%95%CE%BB%CE%BB%CE%AC%CF%82-%CE%88%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD
-http://manivoice.gr/content/%CE%BB%CE%AC%CE%B1-%CE%BB%CE%B1-%CE%BB%CE%B1%CF%82-%CF%80%CE%AD%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%BD%CE%B7-%CF%80%CF%8C%CE%BB%CE%B7-%CF%84%CE%BF-%CE%BA%CE%AC%CF%83%CF%84%CF%81%CE%BF-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%80%CE%B1%CF%83%CF%83%CE%B1%CE%B2%CE%AC
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου