...θεωρία και πράξη.
«Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ»
Αποτελεί ένα από τα πιο αξιοσημείωτα και μυστηριώδη φαινόμενα της παγκόσμιας πνευματικής ιστορίας το γεγονός ότι γύρω στο 500 π.Χ. σε τρια απομακρυσμένα μεταξύ τους σημεία του κόσμου, στην Ελλάδα, την Ινδία και την Κίνα, εμφανίζονται για πρώτη φορά στοχαστές ανεξάρτητοι ο ένας από τον άλλο, τους οποίους ονομάζουμε, χρησιμοποιώντας την ελληνική λέξη, φιλοσόφους. Όλοι τους προσπαθούν με συγγενικούς τρόπους να ξεπεράσουν τα δεδομένα των αισθήσεων με την προσωπική σκέψη τους και να γνωρίσουν την πραγματική ουσία του κόσμου. Έτσι δημιουργείται μια πνευματική κίνηση η οποία προχωρεί παράλληλα και στις τρεις χώρες και μετασχηματίζει ουσιαστικά τον πολιτισμό.
Δεν είναι εδώ η κατάλληλη στιγμή να εκθέσουμε πώς αυτές οι διαφορετικές αφετηρίες προκύπτουν από τις διαφορετικές ιστορικές συνθήκες: στην Κίνα από τη φροντίδα για την τεράστια αυτοκρατορία, στην Ινδία από τη θρησκευτική αμφιβολία του ανθρώπου που έχει ενδοιασμούς για την αθανασία, και στην Ελλάδα (όπου ήταν άγνωστη στους αποφασιστικούς αιώνες της αρχαϊκής εποχής η ιδέα ενός ισχυρού κράτους και μιας ενιαίας θρησκείας) από τη γεμάτη θαυμασμό θέαση της αρμονικής φύσης. (Οι Έλληνες είχαν συναίσθηση του πλεονεκτήματος που τους πρόσφερε το εύκρατο κλίμα.
Σημαντική υπήρξε επίσης και η μορφολογία της χώρας: Όποιος αναζητήσει στο χάρτη ένα μέρος του κόσμου που να παρουσιάζει την πιο πλούσια διαμόρφωση, θα σταματήσει στην Ελλάδα∙ η ισχυρή εντύπωση που αποκομίζει ο επισκέπτης του ελληνικού τοπίου είναι πώς τα στοιχεία γη, νερό, αέρας, διεισδύουν παντού και όμως διακρίνονται με σαφήνεια το ένα από το άλλο.)
Όπως και να έχει το πράγμα, γεγονός είναι πάντως ότι ούτε στην Κίνα ούτε στην ‘Ινδία δεν προέκυψε ή έντονη αντίθεση ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη. Στην Κίνα πρόδρομοι των φιλοσόφων υπήρξαν οι σύμβουλοι του αυτοκράτορα, και έργο των φιλοσόφων ήταν να υποδεικνύουν τον σωστό δρόμο∙ ο δρόμος που χάραξαν οι πρόγονοι χαρακτηρίζεται ως πρότυπο για τις μέλλουσες γενεές, και από εδώ εξελίσσεται η ιστορική και ή φιλοσοφική γραμματεία. Αναμφισβήτητα υπάρχουν και στην Κίνα σοφοί που προτιμούν να αποσυρθούν στην απραξία, άλλα σκοπός τους είναι μάλλον να ζήσουν μια ηθικά άμεμπτη ζωή παρά να αφιερωθούν σε στοχασμούς.
Εναντίον αυτής της στάσης στρέφεται ο Κομφούκιος με βαθυστόχαστα και φοβερά λόγια: «Όποιος έχει σκοπό να ζήσει τη δική του ζωή άμεμπτα, διαταράσσει τις μεγάλες ανθρώπινες σχέσεις».
Πρόκειται για μια σκέψη που δεν θα μπορούσαν να την εκφράσουν ούτε οι Έλληνες ούτε οι Ινδοί. Όταν στο βιβλίο Τάο Tε Κινγκυπάρχει η εντολή της απραξίας, αυτό δεν οφείλεται στην αγάπη για τη γνώση άλλα στο γεγονός ότι είναι ωφελιμότερο να αφήνουμε τα πράγματα να ωριμάζουν με ηρεμία.
Να θέλεις να κυριέψεις τον κόσμο με τη δράση:
Ή πείρα μου λέει ότι κάτι τέτοιο αποτυχαίνει.
Ο κόσμος είναι ένα πράγμα πνευματικό
που δεν επιτρέπεται να το μεταχειρίζεσαι.
Όποιος δρα καταστρέφει τον κόσμο.
Στην Ινδία πρόδρομος του φιλοσόφου είναι ο ιερέας που βυθίζεται στα ανεξερεύνητα βάθη του εαυτού του. Στις Ουπανισάδες διαβάζουμε: «Ο δημιουργός άνοιξε τα παράθυρα του κόσμου προς τα έξω. Γι’ αυτό βλέπουμε προς τα έξω και όχι μέσα μας. Κάθε σοφός, αντίθετα, κοιτάζει τον ίδιο του τον εαυτό, στρέφοντας τα μάτια προς τα μέσα, γιατί επιζητεί την αθανασία». Αυτό το «εσωτερικό βλέμμα» αποτελεί μόνιμο χαρακτηριστικό της ινδικής φιλοσοφίας.
Οι Έλληνες, αντίθετα, βλέπουν προς τα έξω, άλλα πραγματικός και ουσιαστικός στόχος τους δεν είναι, όπως στους Κινέζους, η κοινωνική δραστηριότητα, η σωστή συμβίωση των ανθρώπων, αλλά η δράση και η θέαση, η πράξη και η θεωρία (γιατί θεωρία σημαίνει στην κυριολεξία «θέαση»), οι οποίες συμπλέκονται μεταξύ τους με έναν ιδιότυπο τρόπο.
Οι πρόδρομοι των Ελλήνων φιλοσόφων είναι οι αοιδοί. Ήδη ο Όμηρος αντιπαραθέτει προγραμματικά στη δράση τη θέαση. Οι ήρωες που ψάλλει ο ποιητής είναι δραστήριοι∙ την ποίηση του όμως τη χρωστά στις Μούσες, οι οποίες είναι «παντού παρούσες, τα έχουν δει όλα, και επομένως τα γνωρίζουν». Αυτή η γνώση δεν είναι ενδοσκοπική, όπως στους Ινδούς, αλλά στηρίζεται στο βλέμμα που τα μάτια στρέφουν δραστήρια προς τα έξω. Αυτή η γνώση δεν είναι επίσης η γεμάτη φροντίδα κατανόηση του κόσμου, όπως στους Κινέζους∙ ο Έλληνας βρίσκεται σε απόσταση από το γνωστικό αντικείμενο και από ό,τι αντικρίζουν τα μάτια του και μπορεί να το περιγράψει με ακρίβεια, γιατί είναι πραγματικό.
Αυτό το καθαρό βλέμμα προς τον εξωτερικό κόσμο διακρίνει τους αρχαϊκούς Έλληνες και σε άλλες περιπτώσεις. Οι θεοί, καθετί μεγάλο και ωραίο, είναι για τον ομηρικό άνθρωπο κάτι «αξιοθέατο», αξιοθαύμαστο.
Φυσικά ο ποιητής της αρχαϊκής εποχής δεν έχει γίνει ακόμη θεωρητικός∙ πάντως η τέχνη του δεν είναι αποτέλεσμα ενός διάχυτου συναισθήματος, αλλά της ευφυΐας του. Γι’ αυτό άλλωστε ονομάζεται «σοφός». Η ελληνική λέξη «σοφός» δεν σημαίνει βέβαια ότι ο άνθρωπος διαθέτει κάποια πλατιά γνώση παρόμοια με τη γνώση που αποδίδεται στις Μούσες, αλλά ότι είναι έμπειρος στην τέχνη του. Επομένως, η σημασία της λέξης δεν περιλαμβάνει μόνο θεωρητικές γνώσεις, άλλα και πρακτική δεξιότητα, όπως π.χ. αναφερόμαστε σε έναν σοφό τιμονιέρη ή έναν σοφό ηνίοχο. Οι άνθρωποι δρουν μες στη ζωή∙ ο αοιδός είναι ένας τεχνίτης, όπως ο τιμονιέρης ή ο ηνίοχος.
Στην αρχή της ιστορίας της ελληνικής φιλοσοφίας συναντούμε τους «επτά σοφούς». Και αυτοί ήταν στην ουσία άνθρωποι με πρακτική δράση, οι περισσότεροι ασχολήθηκαν με κρατικές υποθέσεις ως νομοθέτες, άρχοντες ή σύμβουλοι. Η σοφία τους έγκειται κυρίως στο γεγονός ότι μπορούν να συμβιβάσουν αντίθετες πολιτικές παρατάξεις και, πράγμα που κάποτε ήταν σίγουρα καινούριο, να κλείνουν συμφωνίες.
Αλλά ήδη στην εποχή τους αρχίζει να διαχωρίζεται η θεωρητική από την πρακτική σοφία. Ωστόσο οι πολιτικοί δεν ανέπτυξαν, όπως θα υπέθετε κάποιος σε αναλογία προς τους Κινέζους, μια φιλοσοφία της κοινωνικής συμβίωσης∙ ασφαλώς υπήρχαν ρητά και σοφές προτροπές, αλλά αυτά δεν είχαν καμιά σημασία για τη φιλοσοφία. Το θεωρητικό τους ενδιαφέρον στρέφεται, αντίθετα, στην αντικειμενική πραγματικότητα που είναι δυνατό να παρατηρήσουν με ακρίβεια.
Ο Θαλής αναπτύσσει για πρώτη φορά μέσα από τη χωρομετρική επιστήμη των Αιγυπτίων, που υπηρετούσε καθαρά ωφελιμιστικούς σκοπούς, γεωμετρικούς νόμους∙ αποδεσμεύει τη βαβυλωνιακή αστρολογία από τους θρησκευτικούς στόχους της και τη μεταβάλλει σε ένα σύνολο καθαρά θεωρητικών διαπιστώσεων, οι οποίες μετασχημάτισαν τις μυθικές θεωρίες για την καταγωγή του κόσμου στην πρώτη φιλοσοφική θέση ότι το νερό είναι η αρχή όλων των όντων. Για τον Σόλωνα, που άνηκε επίσης στους επτά σοφούς, ο Ηρόδοτος λέει ότι αφού θέσπισε νόμους για τους Αθηναίους ταξίδεψε θεωρίης ένεκεν, που σημαίνει: για να γνωρίσει τον κόσμο. Έτσι ο Σόλων επιδίωξε για πρώτη φορά να πραγματοποιήσει το ιδεώδες της γνώσης που αντιπροσώπευαν οι Ομηρικές Μούσες.
Από αυτή την κλίση για τη θεωρία δημιουργήθηκε η αρχαϊκή επιστήμη, από τα πρακτικά εγχειρίδια θαλασσοπλοίας προέκυψαν τα πρώτα γεωγραφικά και εθνογραφικά έργα, και από αυτά και τις μυθικές γενεαλογίες δημιουργήθηκε η ιστορική επιστήμη∙ τέλος, από την πρακτική ιατρική προήλθε η διδασκαλία των στοιχείων και ορισμένα άλλα θεωρητικά σχήματα.
Αυτή η εξέλιξη από την πράξη στη θεωρία δηλώνει ότι το ενδιαφέρον δεν στρέφεται σε «στόχους» (δηλαδή σε κάποιο τέλος, τον μελλοντικό σκοπό προς τον οποίο κατευθύνεται μια δραστηριότητα) αλλά στις «αρχές» (δηλαδή σε παρελθοντικά γεγονότα που τουλάχιστον πρόσφεραν τη δυνατότητα να γίνουν αντικείμενο θεωρητικής σύλληψης). Αυτό δημιούργησε δυσκολίες.
Στο δεύτερο μισό του 5ου αιώνα εμφανίζεται μια πρώτη αντιπαράθεση ανάμεσα στη θεωρία και στην πράξη σε μια χαμένη για μας τραγωδία του Ευριπίδη, την Αντιόπη. Από τη μεγάλη συζήτηση που διεξάγουν τα δύο αδέρφια, ο πολεμιστής Ζήθος και ο τραγουδιστής Αμφίων, μας έχουν παραδοθεί αποσπάσματα που μας επιτρέπουν να αναγνωρίσουμε με ποια επιχειρήματα υπερασπίζεται ο καθένας τον δικό του τρόπο ζωής.
Πρόκειται για επιχειρήματα που προβάλλονται ακόμη και σήμερα, παρόλο που ο Ευριπίδης στην τραγωδία του δεν έχει τη δυνατότητα να παρουσιάσει έναν φιλόσοφο ή έναν επιστήμονα-ερευνητή ως εκπρόσωπο του θεωρητικού βίου∙ πρέπει να μείνει πιστός στις μορφές του μύθου, και στην περίπτωση αυτή μόνο έναν ποιητή μπορεί να παρουσιάσει. Ο Ζήθος μιλά όπως θα μιλούσε ακόμη και σήμερα ένας σοβαρός και ανήσυχος πατέρας, όταν ο γιος του παρουσιάζει ύποπτες κλίσεις προς την τέχνη ή την επιστήμη. Μια τέτοια άχρηστη εκθηλυμμένη ζωή δεν έχει καμία αξία μες στη σκληρή πραγματικότητα∙ οδηγεί σε αδράνεια και αταξία και δεν συμβάλλει στη δημιουργία μιας καλά θεμελιωμένης οικογένειας και, πολύ λιγότερο, ενός κράτους. Παρόμοιες κατηγορίες διατυπώνει συγχρόνως και ή κωμωδία γι’ αυτούς που εμπιστεύονται τους σοφιστές.
Ο Αμφίων αντεπιτίθεται με ένα διπλό επιχείρημα: ο μουσικός βίος είναι στην πραγματικότητα πολύ πιο χρήσιμος και κάνει τον άνθρωπο πολύ πιο ευτυχισμένο. Η μεγαλύτερη ωφέλεια έγκειται στο γεγονός ότι η λογική προσφέρει περισσότερες υπηρεσίες από ό,τι μια ισχυρή πυγμή, γιατί ωφελεί την οικογένεια και το κράτος ουσιαστικότερα∙ ακόμη και στον πόλεμο αξίζει περισσότερο από την απλή μυϊκή δύναμη.
Εδώ γίνεται ιδιαίτερα φανερό ότι ο Αμφίων δεν υπερασπίζεται μόνο την ποίηση και τη μουσική, αλλά την πνευματική συμπεριφορά στο σύνολο της. Η μεγαλύτερη ευτυχία πάντως συνίσταται στο γεγονός ότι η πνευματική δραστηριότητα είναι απαλλαγμένη από τις ταραχές και τους κινδύνους της πολιτικής πάλης, και μπορεί να γευθεί μονιμότερες και υψηλότερες απολαύσεις, επειδή περιορίζεται σε μια ασφαλή και μετρημένη ζωή.
Ο Πλάτων στον Γοργία του αναφέρεται σ’ αυτή τη συζήτηση ανάμεσα στον Ζήθο και τον Αμφίωνα – μας διασώζει μάλιστα ορισμένα παραθέματα από τη συζήτηση αυτή. Εδώ η αντίθεση απόκτα ένα νέο βάθος και για πρώτη φορά μια αφυπνιστική δύναμη. Για τον Πλάτωνα αύτη η αντίθεση οδηγεί στις ρίζες της δικής του ζωής. Ως γόνος εκλεκτής οικογένειας ήταν αυτονόητο ότι έπρεπε να λάβει μέρος στην πολιτική ζωή της Αθήνας. Αλλά όταν ανδρώθηκε βρέθηκε, έπειτα από τα φοβερά χρόνια του πελοποννησιακού πολέμου, μπρος σε τέτοια αποτροπιαστική πολιτική κατάσταση, ώστε αποσύρθηκε αηδιασμένος από τον πολιτικό στίβο, ιδιαίτερα γιατί ο Σωκράτης τον δίδαξε να έχει αυστηρά κριτήρια για τη σοβαρή δράση και την έντιμη σκέψη.
Στον Γοργία τα επιχειρήματα του Ζήθου τα υποστηρίζει ένας νεαρός ευπατρίδης από την Αττική. Αναγνωρίζει ότι οι νέοι της κοινωνικής τάξης του πρέπει να έχουν θεωρητική και φιλοσοφική κατάρτιση, την προσδοκά μάλιστα ως στοιχείο της παιδείας τους∙ άλλα όποιος ανδρώνεται πρέπει να δράσει και να αποκτήσει δύναμη.
Το δίκαιο είναι το δίκαιο του ισχυρότερου – έχοντας ως αφετηρία τέτοιες διδασκαλίες ο Nietzsche διαμόρφωσε τις αντιλήψεις του για τον υπεράνθρωπο. Η πολιτική ζωή της Αθήνας, έτσι πιστεύει ο Πλάτων εδώ, επιτρέπει μόνο τη διάζευξη: ή να αδικείς ή να αδικείσαι. Αργότερα διατυπώνει την άποψη αύτη στην αυτοβιογραφία του (στην εβδόμη επιστολή) ως εξής: Όταν ο λόγος δεν τελεσφορεί και αυτός που εμμένει στο δίκαιο είναι εκτεθειμένος στη θανατική ποινή, πρέπει να διατηρήσει την ψυχραιμία του και «να ευχηθεί κάθε καλό για τον εαυτό του και την πόλη». Ο Πλάτων αρνήθηκε κάθε βίαιη ανατροπή που συνοδεύεται από λουτρο αίματος.
Ακριβώς επειδή οι άνθρωποι δρουν ακολουθώντας ατελείς ή ακόμη και ευτελείς αρχές και δεν είναι εύκολο να τους πείσεις να πράττουν το δίκαιο και το πρέπον, για το λόγο αυτόν ο Πλάτων αναγκάστηκε να στρέψει τις σκέψεις του προς αυτό που είναι αναμφισβήτητα σίγουρο και είναι δυνατό να γίνει αντικείμενο ακριβόλογης και σταθερής γνώσης. Τότε ανακαλύπτει το βασίλειο του αληθινού και καθαρού όντος, του θείου, στη γεμάτη θαυμασμό θέαση του οποίου βρίσκεται, κατά τη γνώμη του, ή υψηλή ευτυχία για τον άνθρωπο. Εδώ διαπιστώνουμε την επιβίωση χαρακτηριστικών της ομηρικής θρησκείας. Ο Πλάτων ίδρυσε την Ακαδημία, για να ζήσει εκεί αφιερωμένος απόλυτα στη θεωρία μαζί με τους μαθητές του. Αν υπάρχουν στον ευρωπαϊκό κόσμο θεσμοί που αποσκοπούν στην καλλιέργεια της ανεπηρέαστης και της καθαρής σκέψης, οφείλουν την ύπαρξη τους στην πλατωνική Ακαδημία.
Βέβαια, όταν ο Πλάτων επαινεί επανειλημμένα τη θεωρητική ζωή σε σύγκριση με την πρακτική, στο βάθος κάνει μια υποχώρηση. Όπως είναι γνωστό, δεν απέκλεισε εντελώς την πράξη, όταν πίστεψε ότι μπορεί να μεταβάλει τη θεωρία του σε πραγματικότητα. Όταν του φάνηκε ότι στη Σικελία ένας νεαρός άρχοντας θα κυβερνούσε σύμφωνα με τις ιδέες του, με βαριά καρδιά εγκατέλειψε την ευτυχία του καθαρά θεωρητικού βίου. Περιττεύει να υπενθυμίσουμε ότι τελικά ή απογοήτευση του ήταν πικρότατη.
Στην ιδανική πολιτεία του, όπου θέλει να δείξει πώς πρέπει να είναι η ζωή στην πραγματικότητα, προσφέρει στους φιλοσόφους το βασιλικό αξίωμα∙ η πιο θεωρητική και η πιο πρακτική μορφή πρέπει να συνδυάζεται σε ένα πρόσωπο. Ωστόσο γνωρίζει ότι πρέπει να εξαναγκάσει τους φιλοσόφους να ασχοληθούν με τις υποθέσεις του κράτους∙ εκούσια δεν πρόκειται να εγκαταλείψουν ποτέ τη σκέψη και την έρευνα, χάρη στην οποία ζουν στα νησιά των μακάρων.
Ο Πλάτων δεν χάρισε στους φιλοσόφους – βασιλιάδες τη θεωρητική ζωή που ο ίδιος έζησε στην Ακαδημία. Στην Πολιτεία αιτιολογεί τη διαδικασία που επέλεξε με τη σκέψη ότι το κράτος εκπαιδεύει τους φιλοσόφους, και αυτοί είναι υποχρεωμένοι με τη σειρά τους να πληρώσουν τα δίδακτρα υπηρετώντας το κράτος. Ο Πλάτων τονίζει με έμφαση ότι στα άλλα κράτη, δηλαδή σε ολόκληρο τον τότε ελληνικό κόσμο, όπου ζούσαν φιλόσοφοι, κανείς δεν μπορεί να τους υποχρεώσει σε κάτι τέτοιο, γιατί δεν οφείλουν τίποτε στο κράτος. Αυτό το πρώτο κρατικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα επρόκειτο να γίνει πολύ επίκαιρο, όταν στον ευρωπαϊκό κόσμο το ίδιο το κράτος μετά από πολλούς αιώνες πήρε στα χέρια του την εκπαίδευση. Ο Πλάτων δεν χρειαζόταν να αφιερώσει σκέψεις στο θέμα αυτό, γιατί στην ιδανική πολιτεία, όπου κυβερνούσαν οι φιλόσοφοι, αποκλειόταν να δημιουργηθεί σύγκρουση ανάμεσα στην κρατική εξουσία και τη θεωρητική ερευνά.
Το γεγονός ότι ο Πλάτων απαιτούσε από τους φιλοσόφους της πολιτείας του να εγκαταλείψουν το αγαθό της ερευνάς μαρτυρεί ότι στη δική του ευτυχία που απολάμβανε στην Ακαδημία υπήρχε μια σταγόνα πικρού συμβιβασμού. Την περήφανη αγαλλίαση με την οποία ο Πλάτων επανειλημμένα αναφέρεται στην ευτυχία της γνώσης, την εκφράζουν ήδη οι αρχαιότεροι φιλόσοφοι και ερευνητές, οι οποίοι με αυτοπεποίθηση διαχωρίζουν τη θέση τους από το πλήθος. Ο Πλάτων όμως κατέστησε για πρώτη φορά πραγματοποιήσιμη δυνατότητα τον θεωρητικό βίο ως προσωπική μορφή ζωής χάρη σ’ ένα ίδρυμα που υπηρετούσε αυτόν το σκοπό, την Ακαδημία, και για πρώτη φορά επίσης έκανε το κράτος και το σύνολο της πρακτικής ζωής αντικείμενο της θεωρητικής σκέψης.
Ωστόσο ως αριστοκράτης είχε συνείδηση ότι ο πραγματικός προορισμός του ήταν να γίνει πολιτικός που αναλαμβάνει προσωπικά τις διάφορες κρατικές υποθέσεις. Δεν πιέζει όμως τον εαυτό του, γιατί έχει καιρό και μπορεί να περιμένει με αριστοκρατική άνεση. Γι’ αυτό και περιγράφει τον άρχοντα στον Γοργία (όσο μοιραία και αν στάθηκε η εμπειρία του) όχι χωρίς κατανόηση, θα λέγαμε μάλιστα με κάποια συμπάθεια. Ο Πλάτωνδημιούργησε στην Ακαδημία μια κοινωνία που μπόρεσε να αναπτύξει μια δεσμευτική ταξική συνείδηση η οποία ήταν ανεξάρτητη από καταγωγή ή περιουσία και βασιζόταν μόνο στα πνευματικά χαρίσματα. Εδώ βρήκε ένας κύκλος αξιόλογων ανθρώπων την ευκαιρία να επιδοθεί σε αυτό που θεωρούσε σημαντικό, χωρίς να πιέζεται από ευτελείς πρακτικές σκοπιμότητες.
Αυτή η ακαδημαϊκή περηφάνια άσκησε μακρόχρονη επίδραση, αν και σύντομα φάνηκαν οι κίνδυνοι της. Στον Πλάτωνα η θεωρία τρέφεται, θα λέγαμε, από το αίμα των πρακτικών ενδιαφερόντων. Όχι μόνο το μεγαλείο του άνθρωπου, άλλα και καθετί αντικειμενικά σημαντικό στηρίζεται στη γνήσια ένταση ανάμεσα στην πρακτική και τη θεωρητική στάση. Ωστόσο, ήταν φυσικό ότι ή θεωρία θα υπογραμμιζόταν στη σχολή του Πλάτωνα καταρχήν με μεγαλύτερη έμφαση.
Ήδη στον Αριστοτέλη, οπότε η εξειδίκευση γίνεται υποχρεωτικά μεγαλύτερη, ο δεσμός ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη ατονεί ακόμη περισσότερο. Ο παντογνώστης επιστήμονας και ερευνητής ενδιαφέρεται κυρίως για τη συνταγματική ιστορία και τη συστηματική κατάταξη των κρατικών θεσμών. Ως δάσκαλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου έρχεται σε επαφή με την υψηλή πολιτική, αλλά η επίδραση του πάνω της είναι προφανώς μικρή. Ίσως γι’ αυτό επισκοπεί τον κόσμο σε όλο του το πλάτος με μεγαλύτερη άνεση. Στην περιπατητική σχολή όμως διακόπτεται η σχέση ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη. Ο Θεόφραστος, ο πιο σημαντικός μαθητής του Αριστοτέλη, υποστηρίζει με αποφασιστικότητα, όπως ο δάσκαλος του, την προτεραιότητα της θεωρίας, ενώ ο Δικαίαρχος αναγνωρίζει την προτεραιότητα του πρακτικού βίου.
Από τότε η φιλοσοφία πήρε περισσότερο «πρακτικό χαρακτήρα»: δεν υπηρετούσε ούτε τη δική της συντήρηση ούτε το συμφέρον των επιμέρους επιστημών, οι όποιες πάντως επέζησαν χάρη σε ορισμένες διαμάχες ανάμεσα στους οπαδούς της θεωρίας και τους υποστηρικτές της πράξης. Ήδη ανάμεσα στους μαθητές του Σωκράτη είχε επικρατήσει μια πρακτική κατεύθυνση.
Τον Σωκράτη επικαλούνταν ιδιόρρυθμοι φιλόσοφοι όπως ο Διογένης, ο όποιος πρέσβευε ότι ο άνθρωπος δεν έχει καμιά ανάγκη. Έλεγαν ότι από τον φτωχικό του πίθο κήρυξε μια συγκεκριμένη πρακτική διδασκαλία, την οποία και διέδιδαν. Στην περίπτωση αυτή απαιτούνταν ελάχιστη θεωρητική κατάρτιση.
Τα μεγάλα συστήματα της ελληνιστικής φιλοσοφίας στρέφονται συνειδητά σε πρακτικούς σκοπούς. Πρόθεση τους είναι να προσφέρουν στον άνθρωπο ένα σταθερό στήριγμα στην κοινωνία και τον κόσμο. Η θεωρία περιορίζεται σε σκέψεις που καθορίζουν τη σχέση του άνθρωπου με το περιβάλλον του (π.χ. γνωσιοθεωρητικοί στοχασμοί για τη σχέση σκέψης και αίσθησης ή ορατού και αοράτου κτλ,)· επειδή όμως δεν χρησιμοποιούν την παρατήρηση ή το πείραμα σύντομα σχηματοποιούνται.
Τόσο στους επικούρειους όσο και στους στωικούς, για να αναφέρουμε τις δύο πιο σημαντικές σχολές, αυτό το πρακτικό ενδιαφέρον οδηγεί σε ηθικό δογματισμό. Η επίδραση των διδασκαλιών τους μπορεί να ασκείται ως τις μέρες μας, γιατί πρόσφεραν ένα στήριγμα στους ανθρώπους που αρνήθηκαν την παλιά πίστη∙ άλλα ή επιστήμη μάλλον δεινοπάθησε εξαιτίας τους, γιατί ασχολούνται με τα ερωτήματα για το «αγαθό», την «αληθινή ευτυχία», τη «σωτηρία της ψυχής», και δεν επιδιώκουν την κατανόηση του υποδεέστερου υλικού κόσμου.
Ότι ο Επίκουρος αντιμετωπίζει τη θεωρία για να καλύψει τα νώτα της πράξης αρκεί ίσως να το δείξει ή πρόταση(Αποφθέγματα 12=Διογένης ό Λαέρτιος 10, 143): «Είναι αδύνατο να απαλλαγεί ο άνθρωπος από το φόβο που τον κυριεύει όταν ρωτά για εσχατολογικά ζητήματα, αν δεν έχει γνώση της φύσης του σύμπαντος∙ χωρίς αύτη τη γνώση υποχρεώνεται να υποψιάζεται ότι οι πληροφορίες των μύθων για τους θεούς ίσως περικλείουν κάποια αλήθεια. Επομένως, χωρίς γνώση της φύσης δεν μπορούμε να απολαύσουμε καμιά απολύτως χαρά».
Όποιος αναθέτει στη φυσική επιστήμη να ερευνήσει και την τελευταία γωνιά του κόσμου, για να διαπιστώσει μήπως ακόμη κρύβεται κάπου μια θεότητα που εμπνέει τρόμο, έχει εύκολα μια κατάλληλη θεωρία στη διάθεση του, χωρίς να χρειάζεται να διεξαγάγει μακροχρόνιες έρευνες. Ο πρακτικός σκοπός που υπέδειξε ο Επίκουρος ήταν, όπως μαρτυρεί ο αφορισμός αυτός, η σιωπηλή ικανοποίηση και η εξασφαλισμένη χαρά.
Τη γνήσια ενεργητική ζωή την αντιμετωπίζει με μεγαλύτερο σκεπτικισμό από ό,τι την επιστημονική προσπάθεια. Εξύμνησε την ειρηνική και αποτραβηγμένη ζωή∙ η φιλία του εμπνέει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη από την κοινότητα μέσα στο κράτος. Περισσότερο αποφασιστικά υποστηρίζουν οι στωικοί την άποψη ότι ο σοφός πρέπει να δραστηριοποιηθεί. Για αυτό π.χ. ο Χρύσιππος (3, 702 Arnim) είναι πολύ αυστηρός με τους επιστήμονες: «Όποιος πιστεύει ότι αρμόζει εξ ορισμού στους φιλοσόφους η ζωή του επιστήμονα, μου φαίνεται ότι σφάλλει, γιατί νομίζει ότι αυτό πρέπει να συμβαίνει για ευχαρίστηση τους ή για κάτι παραπλήσιο και ότι θα περάσουν κάπως έτσι ολόκληρη τη ζωή τους∙ αυτό σημαίνει, αν το εξετάσουμε καλύτερα, ότι θα περάσουν μια ηδονική ζωή.
Αυτή την άποψη δεν πρέπει να την αφήσουμε αδιευκρίνιστη· πολλοί, βέβαια, την εκφράζουν με σαφήνεια, αρκετοί όμως όχι και τόσο ξεκάθαρα». Η επίθεση αφορά φυσικά στον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και άλλους, και στρέφεται εναντίον του επάθλου της ευτυχισμένης ζωής του ερευνητή. Αλλά η αντίληψη αυτή καταπνίγει στη γένεση της τη γνήσια επιστημονική προσπάθεια για χάρη μιας ηθικής ακαμψίας, ενώ για τη φύση δεν γίνεται καθόλου λόγος. Πραγματικά, οι στωικοί κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια για να οδηγήσουν τους ανθρώπους σε μια πολιτισμένη και λογική συμβίωση. Οι αντιλήψεις μας για το φυσικό δίκαιο, για τα δικαιώματα του ανθρώπου, την ανθρώπινη αξία και ελευθερία ανάγονται κατευθείαν στους στωικούς. Αλλά η συμβολή τους στην επιστήμη, αν εξαιρέσουμε τον μεγάλο Ποσειδώνιο, ήταν ασήμαντη.
Αυτά τα λίγα παραδείγματα – η προσαγωγή περισσοτέρων θα μπορούσε να ενισχύσει την άποψη αυτή – δείχνουν ότι η ένταση ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη είναι γόνιμη για τη σκέψη.
Η επικράτηση της θεωρίας προωθεί τις ειδικές επιστήμες, απειλεί όμως να τις αποκόψει από τα ζωντανά συμφραζόμενα τους. Αντίθετα, ο υπερτονισμός της πράξης οδηγεί εύκολα σε ένα δογματισμό που σχηματοποιεί την ελευθερία και το δυναμισμό της έρευνας.
Σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα υπάρχει η αντίθεση ανάμεσα στη vita contemplativa και τη vita activa, τη θεωρητική και την πρακτική ζωή, κυρίως ως αντίθεση ανάμεσα στην πνευματική στάση, που εκφράζει ο στοχασμός και η φροντίδα για το πνεύμα, και στην κοσμική στάση, όπου επικρατούν τα πρακτικά ενδιαφέροντα. Τον οπαδό της θεωρητικής ζωής και τον οπαδό της πρακτικής ζωής τους ενδιαφέρουν διαφορετικά πράγματα: τον πρώτο τα επουράνια, τον δεύτερο τα επίγεια. Αυτή η αντίθεση γίνεται γόνιμη πάλι στην Αναγέννηση, και έτσι δημιουργείται ξανά μια ζωντανή επιστήμη.
Όταν το πνεύμα στράφηκε πάλι σε εγκόσμια ζητήματα οι ερευνητές συνάντησαν ξανά τις αρχαίες θεωρίες, οι οποίες αντιπαρατίθενται στις εξ αποκαλύψεως αλήθειες της χριστιανικής πίστης. Οι θεωρίες αυτές, όπως αρχικά σήμαινε και το όνομά τους, στηρίζονταν στη θέαση του πραγματικού κόσμου, επομένως ήταν δυνατό να ελεγχθούν εμπειρικά. Γι’ αυτό, οπότε έρχονταν σε αντίθεση με τις ισχύουσες αντιλήψεις, προκαλούσαν αυτό τον έλεγχο. Πραγματικά, η ερώτηση που έθετε κάποιος στις αρχαίες επιστημονικές απόψεις και έμμεσα στις νεότερες ήταν: είναι δυνατό να αποδειχτούν;
Η ερώτηση αυτή προώθησε σημαντικά τη σύγχρονη επιστήμη. Στις φυσικές επιστήμες εισάγεται το πείραμα (το μέσο δηλαδή για τον έλεγχο της φύσης), που είχε αναπτυχθεί ελάχιστα στην αρχαιότητα. Στις θεωρητικές επιστήμες συναντούμε την προτροπή redeamiis ad fontes (πίσω στις πηγές!) και αργότερα την ιστορική κριτική, και έτσι αναπτύσσεται όλο και περισσότερο ο έλεγχος των δεδομένων. Με αυτό τον τρόπο μέσα σε έναν ξένο κόσμο νέες μέθοδοι και αποδείξεις προσδίδουν πάλι κύρος σε ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής σκέψης – μόνο ο αδιάπτωτος παροξυσμός για έλεγχο δεν αρμόζει ολότελα στην ελληνική σκέψη. Έτσι, θεωρία και πράξη – οι όποιες στον Μεσαίωνα παρά τις όποιες διαμάχες προχώρησαν παράλληλα – σχετίζονται εκ νέου με μια δυναμική ένταση, γιατί αντικείμενο παρατήρησης ήταν πάλι ο ίδιος ο κόσμος, μέσα στον οποίο δρούσε ο ενεργητικός άνθρωπος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου