Πορευόμαστε χιλιάδες χρόνια, ὅμως ἐξακολουθοῦμε νά λέμε τόν οὐρανό οὐρανό, τόν ἄνεμο ἄνεμο, τόν ἥλιο ἥλιο καί τήν θάλασσα θάλασσα. Χρησιμοποιοῦμε στήν καθημερινή μας ὁμιλία λέξεις ἀναλλοίωτες ἀπό τήν ὁμηρική, προομηρική καί προϊστορική ἐποχή, ἐνῶ ὅλες οἱ σύνθετες λέξεις μας περιέχουν ὁλοφάνερα τήν ἀρχαία ρίζα. Ἡ βασική δομή τῆς ἐκφορᾶς τοῦ ἑλληνικοῦ λόγου παραμένει ἡ αὐτή.
Ὁ Ἕλλην λόγος ἔχει δώσει τό ὑλικό, καί ἐξακολουθεῖ νά τό δίνη ἀκατάπαυστα, γιά τήν διαμόρφωσι –παγκοσμίως– τοῦ ἐπιστημονικοῦ λεξιλογίου. Ἡ Ἰατρική, ὁ Ἀθλητισμός, ἡ Φυσική, ἡ Ἀστρονομία, ἡ Ἀστρολογία, ἡ Γεωγραφία, ἡ Φιλολογία καί ἡ Φιλοσοφία, ἡ Χημεία, ἡ Γεωμετρία, ἡ Γεωλογία, τά Μαθηματικά, ἡ Βιολογία, ἡ Ὀρυκτολογία, ἡ Βοτανική, ἡ Ζωολογία, ἡ Ψυχολογία, ἡ Παιδαγωγική, ἡ Πολιτική, ἡ Δημοκρατία, ἡ Θεολογία, ἡ Γλωσσολογία, ὅλες γενικά οἱ Τέχνες καί οἱ Ἐπιστῆμες ἐγεννήθησαν, ἀνεπτύχθησαν καί κινοῦνται μέ ἕνα λεξιλόγιο καθαρά Ἑλληνικό.
Στήν Γλωσσολογία (ὅπως καί σέ ὅλους τούς ἐπιστημονικούς κλάδους) καί τά ἐπί μέρους κεφάλαια ὁρίζονται ἑλληνιστί: Λεξικογραφία, Λεξικολογία, Ἑτυμολογία, Σημασιολογία, Φρασεολογία, Φωνολογία, Ὀρθοέπεια, Ὀρθογραφία, Γραμματική… Συντακτικό…
Το κύριον χαρακτηριστικόν τῆς μεταγγίσεως αὐτῆς εἶναι ὅτι ἡ ἑλληνική παρέχει λέξεις ὑψηλῶν διανοημάτων καί ἐνδύει λεκτικῶς τίς ἀφηρημένες ἕννοιες.
Ἐν ὀλίγοις: Εἶναι ἡ γλῶσσα τοῦ πολιτισμοῦ.
Γράφει ὁ Διογένης Λάερτιος:
«Τινά δέ καί οὐ συνορώμενα πράγματα εἰσφέροντας τούς συνειδότας παρεγγυῆσαί τινας φθόγγους τούς ἀναγκασθέντας ἀναφωνῆσαι, τούς δέ τῷ λογισμῷ ἑλομένους κατά τήν πλείστην αἰταίαν οὕτως ἐρμηνεῦσαι».
δηλαδή:
«Γιά μερικά πράγματα πού δέν εἶναι ὁρατά (οὐ συνορώμενα –τοὐτέστιν “ἀφηρημένες ἕννοιες”) βρῆκαν ὅρους ἐκεῖνοι πού τά ἤξεραν καλά, καί ἔννοιωθαν τήν ἀνάγκη νά τά ἀνακοινώσουν. Οἱ ἄλλοι, ὁδηγημένοι ἀπό τήν σκέψι τους, ἐδέχθησαν αὐτές τίς λέξεις καί τίς ἐχρησιμοποίησαν στήν ἕννοια πού ἐπεκράτησε».
«Τούς ὅρους τούτους ἐδανείσθησαν κατά μέγα μέρος οἱ Λατῖνοι, ὅσους δέ ὀλίγους οἱ ἴδιοι ἔπλασαν, κατεσκεύασαν κατά τό ἑλληνικόν πρότυπον.
Εἴτε ἀπ’ εὐθείας ἀπό τῶν Ἑλληνικῶν συγγραμμάτων εἴτε τῇ μεσολαβήσει τῆς Λατινικῆς γραμματείας, οἱ ὅροι οὗτοι παρελήφθησαν ὑπό τῶν ἐπιστημόνων τῶν πεπολιτισμένων Ἐθνῶν, κατέστη δ’ ἔκτοτε ὀργανική ἀνάγκη τῆς διεθνοῦς Φιλοσοφίας, τῆς Ἐπιστήμης καί τῆς Τέχνης νά δημιουργῇ συνεχῶς νέους ὅρους πρός χαρακτηρισμόν τῶν ἐπιστημονικῶν καί τεχνικῶν ἐπιτευγμάτων βάσει τοῦ Ἑλληνικοῦ λεξιλογίου. Εἰς τοῦτο συνετέλεσαν πρῶτον μέν ἡ μεγάλη ἐπιστημονική καί τεχνική ἐπίδοσις τῶν προγόνων ἡμῶν, ἔπειτα δέ αὐτή ἡ φύσις τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, ἥτις διά τῆς συνθετικῆς καί παραγωγικῆς δυνάμεως τοῦ λεξιλογικοῦ της θησαυροῦ παρέχει ἀνεξαντλήτους ἁρμονίας, εὐχαρίστως εὐπροσδέκτους εἰς τά ὧτα παντος πεπολιτισμένου ἀνθρώπου.
Τοιουτοτρόπως διά τῆς ὁρολογίας τῆς Φιλοσοφίας, τῆς Ἐπιστήμης καί τῆς Τέχνης, ἡ Ἑλληνική γλῶσσα ἐξακολουθεῖ τήν ἐκπολιτιστικήν αὐτῆς ἀποστολήν ἀνά τά πέρατα τοῦ σύγχρονου κόσμου ἐμφανίζουσα καί ἐπί τοῦ πεδίου τούτου ἀκατάβλητον καί ἀναντικατάστατον δύναμιν» (Γεωργίου Κουρμούλη, «Ἡ ἐκπολιτιστική δύναμις τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης»).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου