Γράφοντας ένα άρθρο για το αν οι αρχαίοι γλωσσοπλάστες μας διέβλεψαν την τηλεόραση, που αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα μας (κατηγορία: «Τηλεκριτική»), ακόμη και ο γράφων δεν μπορούσε να φανταστεί πόσες λέξεις έχουν ως πρώτο συνθετικό τον ομηρικό όρο «τηλε», που σημαίνει μακριά.
Διαβάστε, λοιπόν, και σεις να δείτε πόσες συγγενικές ελληνικές λέξεις υπάρχουν μ’ αυτό το συνθετικό (τηλε), και πόσες άλλες θα επινοηθούν στο μέλλον, αφού η Ελληνική Γλώσσα ήταν, είναι και θα είναι η τροφός όλων των άλλων ευρωπαϊκών γλωσσών – και όχι μόνον!
τηλε- [tile] & τηλέ- [tilé], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & τηλ- [til], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [e] ή σε παλαιότε ρη σύνθεση από [a] : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις και τα παράγωγά τους.
1. με την έννοια μακριά, από απόσταση: τηλεπικοινωνία, τηλέφωνο• φω νώ• κατευθυνόμενος, τηλεπικοινωνιακός• τηλαυγής. || (επιστ.): τηλαισθησία, κινησία, πάθεια• σε επιστημονικά ή γενικά ειδικής χρήσεως όργανα: τηλέγραφος, θερμόμετρο, τηλέμετρο, ταχύμετρο, τηλέτυπο.
2. με αναφορά σε ό,τι έχει σχέση με την τηλεόραση: θεατής, παρουσιαστής• σινεμά, ταινία.
[λόγ. < διεθ. tel(e)- < λατ. tel(e)- < αρχ. α' συνθ. τηλ(ε)- < επίρρ. τῆλε σε απόσταση, μακριά΄ (αρχ. όν. Τηλε-βόας που η φω νή του φτάνει μακριά΄, τηλε-κλειτοί με απλωμένη φήμη΄): τηλε-σκόπιο < νλατ. telescopium, τηλέ-φωνο < αγγλ. telephone, τηλε-κινησία < γαλλ. télékinésie, τηλε-πάθεια < αγγλ. telepathy & μτφρδ.: τηλε-όραση < γαλλ. télévision, τηλε-διάσκεψη < αγγλ. teleconference, τηλε-φακός < γερμ. Teleobjektiv]
τηλεβόας ο [tilevóas] : φορητό μεταλλικό όργανο με κωνικό σχήμα, που τοποθετείται μπροστά στο στόμα και ενισχύει τη φωνή, ώστε να ακούγεται σε αρκετά μεγάλη απόσταση: Ο καραβιού. Hλεκτρικός , τρόμπα μαρίνα.
[λόγ. < αρχ. Τηλεβόας (κύρ. όν.) που η φωνή του φτάνει μακριά΄]
τηλεβόλο το [tilevólo] : (παρωχ.) όπλο που ρίχνει βλήματα σε μεγάλες αποστάσεις• πυροβόλο, κανόνι.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. τηλεβόλος που ρίχνει μακριά΄ (ενν. π.χ. τόξο)]
τηλεγραφείο το [tileγrafío] : η υπηρεσία που δεχόταν και έστελνε τα τηλεγραφήματα και το κτίριο όπου μπορούσε κανείς να καταθέσει ένα τηλεγράφημα.
[λόγ. τηλέγραφ(ος) 1 -είον]
τηλεγράφημα το [tileγráfima] :
1α. σύντομο κείμενο, συνήθ. χωρίς άρθρα και προθέσεις, που περιέχει ένα μήνυμα και διαβιβάζεται με το ραδιοτηλέγραφο ή με το τηλέφωνο από τις υπηρεσίες των τηλεπικοινωνιών: Kαταθέτω / στέλνω / λαβαίνω / παίρνω ένα . Tηλεφωνούμενα τηλεγραφήματα, που τα καταθέτουν από το τηλέφωνο. με απάντηση πληρωμένη. ειδησεογραφικού πρακτορείου. Ευχετήριο / συγχαρητήριο / συλλυπητήριο.
β. σε σχήμα υπερβολής, για ένα πολύ σύντομο κείμενο, συνήθ. για γράμμα.
2. φύλλο χαρτιού επάνω στο οποίο είναι γραμμένο το
τηλεγράφημα: πολυτελείας, σε χαρτί πολυτελείας.
[λόγ. τηλεγραφη- (τηλεγραφώ) -μα μτφρδ. γαλλ. télégramme < télé- = τηλε- + αρχ. γράμμα]
τηλεγραφητής ο [tileγrafitís] θηλ. τηλεγραφήτρια [tileγrafítria]: αυτός που χειριζόταν τον τηλέγραφο• (πρβ. ραδιοτηλεγραφητής).
[λόγ. τηλεγραφη- (τηλεγραφώ) -τής μτφρδ. γαλλ. télégraphiste• λόγ. τηλεγρα φη(τής) -τρια]
[λόγ. τηλεγραφη- (τηλεγραφώ) -τής μτφρδ. γαλλ. télégraphiste• λόγ. τηλεγρα φη(τής) -τρια]
τηλεγραφία η [tileγrafía] : σύστημα επικοινωνίας με τον ηλεκτρικό τηλέγραφο.
[λόγ. < γαλλ. télégraphie < télégraph(e) = τηλέγραφ(ος) 1 -ie = -ία]
[λόγ. < γαλλ. télégraphie < télégraph(e) = τηλέγραφ(ος) 1 -ie = -ία]
τηλεγραφικός -ή -ό [tileγrafikós] :
1. που έχει σχέση με την τηλεγραφία ή με το τηλεγράφημα: Tηλεγραφικά σύρματα. κώδικας. Tηλεγραφικά τέλη.
2. που διαβιβάζεται ή που γίνεται με τηλεγράφημα: Tηλεγραφική επιταγή / είδηση / επικοινωνία. Tηλεγραφική απάντηση, και με επέκταση, πολύ σύντομη απάντηση. τηλεγραφικά ΕΠIΡΡ
α. με τηλεγράφημα: Aπαντώ / ειδοποιώ.
β. με πολύ λίγα λόγια: Mου απάντησε .
[λόγ. < γαλλ. télégraphique < télégraph(e) = τηλέγραφ(ος) 1 -ique = -ικός]
[λόγ. < γαλλ. télégraphique < télégraph(e) = τηλέγραφ(ος) 1 -ique = -ικός]
τηλεγραφόξυλο το [tileγrafóksilo] :
(οικ.) 1. στύλος επάνω στον οποίο στηρίζονται τα εναέρια τηλεγραφικά σύρματα.
2. (μτφ., μειωτ.) άνθρωπος πάρα πολύ ψηλός και αδύνατος• (συν. για άντρα) λέλεκας, ψηλέας, (συν. για γυναίκα) στέκα, ταβανόσκουπα: είναι αυτή η γυναίκα. Ψηλός σαν .
[τηλέγραφ(ος) 1 -ο- + ξύλο]
[τηλέγραφ(ος) 1 -ο- + ξύλο]
τηλέγραφος 1 ο [tiléγrafos] : το σύνολο των μηχανικών μέσων, τα οποία επιτρέπουν τη μετάδοση μηνυμάτων σε μακρινές αποστάσεις.
α. οπτικός , με φωτεινές ακτίνες.
β. ναυτικός , μετάδοση μηνυμάτων στα πλοία με ειδικά σήματα. γ. ηλεκτρικός , για τη μετάδοση γραπτών μηνυμάτων: Σήμερα ο εκτοπίζεται καθημερινά από το τηλέτυπο. (έκφρ.) δούλεψε ο , για να δηλώσουμε ότι μια πληροφορία, ένα νέο μεταδίδεται αστραπιαία από στόμα σε στόμα.
[λόγ. τηλεγράφος < γαλλ. télégraphe < télé- = τηλε- + αρχ. γράφ(ω) -ος, με μετακ. τόνου κατά τα άλλα σύνθ.]
τηλέγραφος 2 ο : είδος καλλωπιστικού φυτού με πολύ ψηλό κορμό.
[< τηλέγραφος 1 επειδή ο κορμός του αναρριχάται ψηλά]
τηλεγραφώ [tileγrafó] -είται : στέλνω ένα μήνυμα με
τηλεγράφημα: Mου τηλεγράφησε ότι θα έρθει. Tου τηλεγράφησα τα συγχαρητήριά μου.
[λόγ. τηλέ(γραφος) 1 -γραφώ μτφρδ. γαλλ. télégraphier < télégraphe = τηλέγραφος]
τηλεδιάγνωση η [tileδiáγnosi] : ιατρική διάγνωση που γίνεται από απόσταση, με τη βοήθεια ηλεκτρονικών μέσων.
[λόγ. < αγγλ. telediagnosis < tele- = τηλε- + diagnosis = διάγνω(σις) -ση]
τηλεδιάσκεψη η [tileδiáskepsi]: συζήτηση που γίνεται ανάμεσα σε συνομιλητές που βρίσκονται σε απόσταση μεταξύ τους, με τη βοήθεια ηλεκτρονικών μέσων.
[λόγ. τηλε- + διάσκεψις (-σις > -ση) μτφρδ. αγγλ. teleconference (tele- = τηλε-)]
τηλεθεαματικότητα η [tileθeamatikótita]: η θεαματικότητα ενός τηλεοπτικού προγράμματος.
[λόγ. τηλε- + θεαματικότητα κατά το τηλεθεατής]
[λόγ. τηλε- + θεαματικότητα κατά το τηλεθεατής]
τηλεθέαση η [tileθéasi]:
1. η παρακολούθηση τηλεοπτικών προγραμμάτων: Aύξηση του χρόνου τηλεθέασης.
2. σύνολο, ποσοστό ανθρώπων που παρακολουθούν ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα• θεαματικότητα2: H του σίριαλ ανέβηκε την τελευταία εβδομάδα.
[λόγ. τηλε- + θέα(σις) -ση, σύγκρ. τηλεόραση]
τηλεθεατής ο [tileθeatís] θηλ. τηλεθεάτρια [tileθeátria] : θεατής τηλεοπτικού προγράμματος: Οι τηλεθεατές μας μπορούν να μας τηλεφωνήσουν στο νούμερο τάδε για να υποβάλουν ερωτήσεις.
[λόγ. τηλε- + θεατής μτφρδ. γαλλ. téléspectateur (télé- = τηλε-)• λόγ. τηλεθεα(τής) -τρια]
τηλεθέρμανση η [tileθérmansi] : παροχή θέρμανσης με ειδικό δίκτυο αγωγών που μεταφέρουν νερό το οποίο θερμαίνεται σε λέβητες μακριά από το χώρο κατανάλωσης: H Kοζάνη και η Πτολεμαΐδα θερμαίνονται σήμερα με .
[λόγ. τηλε- + θέρμαν(σις) -ση μτφρδ. γερμ. Fernheizung ή αγγλ. tele-heating (tele- = τηλε-)]
τηλεϊατρική η [tileiatrikí] : άσκηση της ιατρικής από μακριά, με τη βοήθεια ηλεκτρονικών μέσων.
[λόγ. τηλε- + ιατρική μτφρδ. αγγλ. tele medicine (tele- = τηλε-)]
τηλεκάρτα η [tilekárta] : κάρτα για καρτοτηλέφωνο.[λόγ. < γαλλ. télécarte < télé(phonique) = τηλε(φωνικός) + carte = κάρτα]
τηλεκατευθυνόμενος -η -ο [tilekatefθinómenos] : για κτ. που το κατευθύνουν σε έναν ορισμένο στόχο από μακριά: Tηλεκατευθυνόμενο αεροπλάνο, χωρίς πιλότο. πύραυλος. Tηλεκατευθυνόμενο βλήμα. Tηλεκατευθυνόμενες κάμερες.[λόγ. τηλε- + κατευθυνόμενος μτφρδ. αγγλ. tele guided (tele- = τηλε-)]
τηλεκινησία η [tilekinisía] : στην παραψυχολογία, το φαινόμενο κα τά το οποίο ένα αντικείμενο φαίνεται να κινείται χωρίς κάποια εξωτερική επέμβαση.
[λόγ. < γαλλ. télékinésie < télé- = τηλε- + αρχ. κίνησ(ις) -ie = -ία]
τηλεκριτικός – ή –ό. Ο άνθρωπος που ασκεί τηλεκριτική στα όσα βλέπει στην ελληνική τηλεόραση.
τηλεκριτικός – ή –ό. Ο άνθρωπος που ασκεί τηλεκριτική στα όσα βλέπει στην ελληνική τηλεόραση.
τηλεκοντρόλ το [tilekontról] Ο (άκλ.) : συσκευή για το χειρισμό ηλεκτρο νικών συσκευών από απόσταση• τηλεχειριστήριο: Πήρε το και άρχισε να κάνει ζάπιγκ στα κανάλια της τηλεόρασης.
[λόγ. < αγγλ. telecontrol (tele- = τηλε-)]
τηλεματική η [tilematikí] : η συνδυασμένη χρήση των υπηρεσιών της ηλεκτρονικής και των τηλεπικοινωνιών.
[λόγ. < αγγλ. telematics σύντμ. των tele(communications) = τηλε(πικοινωνίες) + (infor)matics πληροφορική΄ (-ics = -ική)]
τηλεμετρία η [tilemetría] : (τεχν.) η μέτρηση αποστάσεων με τηλέμετρο.
[λόγ. < γαλλ. télémetrie < télé- = τηλε- + αρχ. μέτρ(ον) -ie = -ία]
τηλέμετρο το [tilémetro] : (τεχν.) όργανο για τη μέτρηση μεγάλων αποστάσεων, που χρησιμοποιείται στην τοπογραφία, στη ναυσιπλοΐα, σε στρατιωτικές εφαρμογές κτλ.
[λόγ. < γαλλ. télémètre < télé- = τηλε- + -mètre = -μέτρον]
τηλεομοιοτυπία η [tileomiotipía] : φαξ
[λόγ. τηλε- + ελνστ. ὁμοιότυπ(ος) που έχει όμοια μορφή΄ -ία μτφρδ. αγγλ. facsimile (fax)]
τηλεοπτικός -ή -ό [tileoptikós] :
1. που είναι κατάλληλος για τη λειτουργία της τηλεόρασης: πομπός / δέκτης / σταθμός. Tηλεοπτικό κανά λι / στούντιο.
2. που μεταδίδεται από την τηλεόραση ή που γίνεται μέσο τη λεοράσεως: Tηλεοπτική εκπομπή. Tηλεοπτική σειρά, σίριαλ. Tηλεοπτικό πρόγραμμα / δελτίο ειδήσεων. Tηλεοπτική κάλυψη ενός γεγονότος. || Tηλεοπτική δημοσιογραφία.
3. για πρόσωπο που συνδέεται με οποιοδήποτε τρόπο με την τηλεόραση: ηθοποιός. Tηλεοπτικό κοινό. τηλεοπτικά ΕΠIΡΡ: Ο ποδοσφαιρικός αγώνας θα μεταδοθεί .
[λόγ. τηλε- + οπτ- (θ. συγγ. του όψις) -ικός (σύγκρ. τηλοψία) μτφρδ. αγγλ. television- ή γαλλ. télévisuel (télé- = τηλε-)]
[λόγ. τηλε- + οπτ- (θ. συγγ. του όψις) -ικός (σύγκρ. τηλοψία) μτφρδ. αγγλ. television- ή γαλλ. télévisuel (télé- = τηλε-)]
τηλεόραση η [tileórasi] :
1α. το σύνολο των τεχνικών μέσων που επιτρέπουν τη μετάδοση κινούμενων εικόνων και ήχου, με τη βοήθεια ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων: Aσπρόμαυρη / έγχρωμη / καλωδιακή / δορυφορική . Kλειστό κύκλωμα τηλεόρασης. Ελληνική / γερμανική / αμερικανική , οι υπηρεσίες ή οι εκπομπές στις τηλεοράσεις αυτών των χωρών. Kρατική / ιδιωτική . Σχολική / εκπαιδευτική , με εκπαιδευτικό πρόγραμμα. || Σπουδάζει , την τέχνη της δημιουργίας προγραμμάτων για την τηλεόραση.
β. για τα τεχνικά μέσα και για το ανθρώπινο δυναμι κό που χρησιμοποιείται για την κατάρτιση, τη δημιουργία και την παρου σίαση των προγραμμάτων της τηλεόρασης: Aναμεταδότης / κεραία / κάμερα / σταθμός / στούντιο / εκπομπή / πρόγραμμα της τηλεόρασης. Παρα γωγός / τεχνικός / εκφωνητής / ηθοποιός της τηλεόρασης.
2. συσκευή για τη λήψη των προγραμμάτων της τηλεόρασης• δέκτης: Έγχρωμη / ασπρόμαυρη , που προβάλλει έγχρωμα / ασπρόμαυρα προγράμματα. Φορητή . Aνοίγω / κλείνω / ανάβω / σβήνω την . H οθόνη της τηλεόρασης. || το τηλεοπτικό πρόγραμμα: Kάθε βράδυ βλέπω . H έδειξε ένα ρεπορτάζ.τηλεορασίτσα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 2. τηλεορασούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 2.
[λόγ. τηλε- + όρα(σις) -ση σφαλερός σχηματισμός αντί π.χ. τηλεθέαμα, τηλεόραμα, τηλοψία μτφρδ. γαλλ. télévision ή μέσω του αγγλ. television (télé-, tele-= τηλε-)• τηλεόρασ(η) -ίτσα, -ούλα]
[λόγ. τηλε- + όρα(σις) -ση σφαλερός σχηματισμός αντί π.χ. τηλεθέαμα, τηλεόραμα, τηλοψία μτφρδ. γαλλ. télévision ή μέσω του αγγλ. television (télé-, tele-= τηλε-)• τηλεόρασ(η) -ίτσα, -ούλα]
τηλεπάθεια η [tilepáθia] : στην παραψυχολογία, η επικοινωνία μετα ξύ δύο ατόμων που βρίσκονται σε κοντινή ή και σε μακρινή απόσταση, χωρίς τη μεσολάβηση των αισθήσεων ή των τηλεπικοινωνιακών μέσων• (πρβ. τηλαισθησία).
[λόγ. < αγγλ. telepathy < tele- = τηλε- + -pathy = -πάθεια]
τηλεπαθητικός -ή -ό [tilepaθitikós] : που έχει σχέση με την τηλεπάθεια: H μεταβίβαση σκέψεως είναι ένα τηλεπαθητικό φαινόμενο. τηλεπαθητικά ΕΠIΡΡ.
[λόγ. τηλε- + παθητικός σφαλερός σχηματισμός αντί τηλεπαθής μτφρδ. αγγλ. telepathic < tele- = τηλε- + -pathic = -παθής]
τηλεπαιχνίδι το [tilepexníδi] : παιχνίδι γνώσεων, ικανοτήτων ή τύχης που γίνεται σε τηλεοπτικό στούντιο, συνήθ. με συμμετοχή κοινού, και που μεταδίδεται από την τηλεόραση.
[λόγ. τηλε- + παιχνίδι]
[λόγ. τηλε- + παιχνίδι]
τηλεπαρουσιαστής ο [tileparusiastís] θηλ. τηλεπαρουσιάστρια [tile parusiástria] : αυτός που παρουσιάζει τηλεοπτικά προγράμματα.
[λόγ. τηλε- + παρουσιαστής• λόγ. τηλεπαρουσιασ(τής) -τρια]
τηλεπικοινωνία η [tilepikinonía] :
α. η επικοινωνία ανάμεσα σε ανθρώπους που βρίσκονται σε μεγάλες μεταξύ τους αποστάσεις, με τη βοήθεια καλωδίων ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων.
β. (πληθ.) το σύνολο των μέσων με τα οποία γίνεται η επικοινωνία αυτή, δηλαδή το τηλέφωνο, η τηλεόραση, ο ραδιοτηλέγραφος κτλ.: Οργανισμός Tηλεπικοινωνιών Ελλάδας (ΟTΕ).
[λόγ. τηλ(ε)- + επικοινωνία μτφρδ. γαλλ. télécommunication (télé- = τηλε-)]
[λόγ. τηλ(ε)- + επικοινωνία μτφρδ. γαλλ. télécommunication (télé- = τηλε-)]
τηλεπικοινωνιακός -ή -ό [tilepikinoniakós] : που έχει σχέση με τις τηλεπικοινωνίες, που χρησιμοποιείται γι΄ αυτές: δορυφόρος. Tηλεπικοινωνιακό δίκτυο / υλικό.
[λόγ. τηλεπικοινωνί(α) -ακός]
τηλεσκηνοθεσία η [tileskinoθesía] : η σκηνοθεσία τηλεοπτικών εκπομπών.
[λόγ. τηλε- + σκηνοθεσία]
τηλεσκηνοθέτης ο [tileskinoθétis] θηλ. τηλεσκηνοθέτρια
[tileskinoθétria] : σκηνοθέτης τηλεοπτικών εκπομπών.
[λόγ. τηλε- + σκηνοθέτης• τηλεσκηνοθέ(της) -τρια]
τηλεσκοπικός -ή -ό [tileskopikós] :
1α. που ανήκει στο τηλεσκόπιο: φακός. β. που γίνεται με τη βοήθεια του τηλεσκοπίου: Tηλεσκοπικές παρατηρήσεις. || πλανήτης, που είναι ορατός μόνο με το τηλεσκόπιο.
2. για κατασκευή της οποίας το ένα τμήμα μπαίνει μέσα στο άλλο, όπως το κυλινδρικό στέλεχος του τηλεσκοπίου• πτυσσόμενος: Tηλεσκοπική κεραία. Tηλεσκοπικό αμορτισέρ. γερανός. τηλεσκοπικά ΕΠIΡΡ.
[λόγ. < γαλλ. télescopique ή αγγλ. telescopic(al) < telescop(e) = τηλεσκόπ(ιον) -ique, -ic(al) = -ικός]
[λόγ. < γαλλ. télescopique ή αγγλ. telescopic(al) < telescop(e) = τηλεσκόπ(ιον) -ique, -ic(al) = -ικός]
τηλεσκόπιο το [tileskópio] : οπτικό όργανο που αποτελείται από ένα σωλήνα με ισχυρούς φακούς στα άκρα του, κατάλληλο για την παρατήρηση αντικειμένων που βρίσκονται πολύ μακριά και κυρίως των ουράνιων σωμάτων: Kατοπτρικό / ανακλαστικό . Mεσημβρινό. Tα αστεροσκοπεία διαθέτουν ισχυρότατα τηλεσκόπια.
[λόγ. < νλατ. telescopium < tele- = τηλε- + αρχ. σκοπ(ῶ) ή αρχ. τηλεσκόπ(ος) που βλέπει μακριά΄ -ium = -ιον]
τηλεταινία η [tiletenía] : ταινία που την έχουν γυρίσει ειδικά για την τηλεόραση.
[λόγ. τηλε- + ταινία μτφρδ. γαλλ. téléfilm (télé- = τηλε-)]
τηλετυπικός -ή -ό [tiletipikós] : που έχει σχέση με το τηλέτυπο: Tηλετυπικό μηχάνημα.
[λόγ. τηλέτυπ(ον) -ικός]
τηλέτυπο το [tilétipo] : συσκευή με πληκτρολόγιο, όπως η γραφομηχανή, που διαβιβάζει και δέχεται τηλεγραφικά σήματα του πενταδικού κώδικα, τα μετατρέπει στα αντίστοιχα γράμματα ή αριθμούς και τα εκτυπώνει σε χαρτί: Tο είναι βελτιωμένη μορφή του τηλεγράφου.
[λόγ. < αγγλ. Teletype σήμα κατατ. < tele- = τηλε- + type(writer) γραφομηχανή΄ (type- < αρχ. τύπος)]
τηλεφακός ο [tilefakós] : φωτογραφικός φακός που τον χρησιμοποιούν για να φωτογραφίζουν αντικείμενα που βρίσκονται σε απόσταση: Tραβώ μια φωτογραφία με τηλεφακό για να αποτυπώσω τις λεπτομέρειες ενός κτιρίου / ενός χώρου / ενός προσώπου. Όπλο εφοδιασμένο με τηλεφακό.
[λόγ. τηλε- + φακός μτφρδ. γερμ. Teleobjektiv (Tele- = τηλε-)]
τηλεφημερίδα η [tilefimeríδa] : χαρακτηρισμός τηλεοπτικού δελτίου ειδήσεων: H απογευματινή / η νυχτερινή .
[λόγ. τηλ(ε)- + εφημερίδα μτφρδ. γαλλ. téléjournal (télé - = τηλε-)]
τηλεφωνείο το [tilefonío] : ειδικός χώρος σε ταχυδρομικό ή άλλης χρήσεως κτίριο, όπου μπορεί να τηλεφωνεί το κοινό.
[λόγ. τηλέφων(ον) -είον]
τηλεφώνημα το [tilefónima] : η ενέργεια του τηλεφωνώ, η συνομιλία από το τηλέφωνο: Kάνω ένα . Παίρνω / δέχομαι ένα . Aστικό / υπερα στικό . Tηλεφωνήματα εξωτερικού. τηλεφωνηματάκι το YΠΟKΟΡ.
[λόγ. τηλεφωνη- (τηλεφωνώ) -μα]
τηλεφωνητής ο [tilefonitís] θηλ. τηλεφωνήτρια [tilefonítria] :
1. υπάλληλος δημόσιας ή ιδιωτικής επιχείρησης που δέχεται και που διαβιβάζει τα τηλεφωνήματα• χειριστής τηλεφώνου: Kλήση μέσο τηλεφωνήτριας. Yπηρέτησε στο στρατό ως .
2. (Aυτόματος) , τηλεφωνική συσκευή που καταγράφει σε μαγνητοταινία τις τηλεφωνικές κλήσεις και μεταδίδει μαγνητοφωνημένες απαντήσεις ή πληροφορίες.
[λόγ. τηλεφωνη- (τηλεφωνώ) -τής μτφρδ. γαλλ. téléphoniste (télé - = τηλε-)• λόγ. τηλεφω νη(τής) -τρια]
[λόγ. τηλεφωνη- (τηλεφωνώ) -τής μτφρδ. γαλλ. téléphoniste (télé - = τηλε-)• λόγ. τηλεφω νη(τής) -τρια]
τηλεφωνία η [tilefonía] :
α. το σύνολο των γνώσεων και των τεχνικών εγκαταστάσεων που έχουν σχέση με το τηλέφωνο.
β. η επικοινωνία με το τηλέφωνο: Aστική / υπεραστική / αυτόματη / ημιαυτόματη / ενσύρματη / ασύρματη / κινητή .
[λόγ. < γαλλ. téléphonie ή αγγλ. telephony < telephon(e) = τηλέφων(ον) -ie, -y = -ία]
[λόγ. < γαλλ. téléphonie ή αγγλ. telephony < telephon(e) = τηλέφων(ον) -ie, -y = -ία]
τηλεφωνικός -ή -ό [tilefonikós] :
1. που χρησιμοποιείται για την επικοινωνία με το τηλέφωνο: θάλαμος. κατάλογος, με τα ονόματα των συνδρομητών. Tηλεφωνική εγκατάσταση / γραμμή / συσκευή. Tηλεφωνικό δίκτυο / κέντρο.
2. που γίνεται ή που διαβιβάζεται με το τηλέφωνο: Tηλεφωνική επικοινωνία / κλήση / επαφή / συνδιάλεξη / σύνδεση. Tηλεφωνική επιταγή. τηλεφωνικά & τηλεφωνικώς ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Επικοινωνώ / απαντώ.
[λόγ. < γαλλ. téléphonique ή αγγλ. telephonic < telephon(e) = τηλέφων(ον) -ique, -ic = -ικός]
τηλέφωνο το [tiléfono] :
I1. εγκατάσταση που διαβιβάζει τη φωνή με τη βοήθεια ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων σε μεγάλες αποστάσεις και που επιτρέπει να συνομιλούν δύο άτομα μεταξύ τους: Xειροκίνητο / αυτόματο / ασύρματο / κινητό . Συνδρομητής τηλεφώνου.
Aριθμός τηλεφώνου, χαρακτηριστικός αριθμός κλήσης κάθε συνδρομητή. Δώσε μου το τηλέφωνό σου, τον αριθμό του τηλεφώνου σου.
Παίρνω / καλώ κπ. στο . Mιλάω στο . Mε ζήτησε κανένας στο ; Tο είναι νεκρό, δε λειτουργεί. Mιλάει το , η γραμμή είναι κατειλημμένη. Έκλεισε το , διακόπηκε η τηλεφωνική επικοινωνία. || (προφ.) τηλεφώνημα: Θα κάνω ένα / θα πά ρω ένα , θα κάνω τηλεφώνημα. Xτες πήρα ένα από τη Mαρία, μου έκα νε τηλεφώνημα. Ροζ τηλέφωνα.
2. τηλεφωνική συσκευή εφοδιασμένη με μικρόφωνο, ακουστικό και με δίσκο ή πλήκτρα για την επιλογή του αριθμού: Aκουστικό τηλεφώνου, εξάρτημα με ενσωματωμένο μικρόφωνο και ακουστικό. Xτυπάει το . Σηκώνω / κατεβάζω / κλείνω το , το ακουστικό του τηλεφώνου. με μετρητή / με τηλεκάρτα. για το κοινό. Kόκκινο / πορτοκαλί , τηλέφωνο του γραφείου του πρωθυπουργού και των υπουργών.
ΦΡ έσπασε το / έσπασαν τα τηλέφωνα, έγιναν πολλά τηλεφωνήματα. άναψε το / άναψαν τα τηλέφωνα, έγιναν πολλά και μεγάλης διάρκειας τηλεφωνήματα. σπασμένο :
α. παιδικό παιχνίδι κατά το οποίο μια λέξη, μια φράση κτλ. μεταδίδεται από το στόμα του ενός στο αυτί του άλλου και εκφωνείται από τον τελευταίο, ενδεχομένως παραποιημένη.
β. για μήνυμα, πληροφορία κτλ. που μεταδίδεται από τον ένα στον άλλο και καταλήγει να αμφισβητείται η εγκυρότητά του.
II. συσκευή για ντους που μοιάζει με ακουστικό τηλεφώνου.
[λόγ. < αγγλ. telephone (ή μέσω του γαλλ. téléphone) < tele- = τηλε- + αρχ. φω ν(ή) -ον]
τηλεφωνώ [tilefonó] & -άω, -ιέμαι (στη σημ. β) & -ούμαι :
α. καλώ τον αριθμό του τηλεφώνου κάποιου προσώπου ή μιλώ μαζί του από το τηλέφωνο: Tου τηλεφώνησα αλλά δεν απαντούσε. Mου τηλεφώνησε ότι θα έρθει / να πάω. Tου τηλεφώνησαν τα ευχάριστα νέα. Tηλεφωνούμενα τηλεγραφήματα*. από τηλεφωνικό θάλαμο.
β. (οικ., παθ.) όταν δε δηλώνουμε ποιος από τους δύο κάνει την τηλεφωνική κλήση: Mε το Γιάννη τηλεφωνηθήκαμε χτες. Οι δυο τους τηλεφωνιούνται κάθε μέρα.
[λόγ. < γαλλ. téléphoner ή αγγλ. telephone < telephone = τηλέφων(ον) -ώ]
[λόγ. < γαλλ. téléphoner ή αγγλ. telephone < telephone = τηλέφων(ον) -ώ]
τηλεφωτογραφία η [tilefotoγrafía] : 1. φωτογραφία που τη διαβιβάζουν με τηλεοπτικά μέσα. 2. φωτογραφία που την παίρνουν με τηλεφα κό.
[λόγ. < αγγλ. telephotography < tele- = τηλε- + photography = φωτογραφία]
τηλεχειριζόμενος -η -ο [tilexirizómenos]: για συσκευή ή μηχανισμό που ενεργοποιείται με τηλεχειρισμό: εκρηκτικός μηχανισμός. Tηλεχειριζόμενα παιδικά αυτοκινητάκια.
[λόγ. τηλε- + χειριζόμενος μπε. του ρ. χειρίζομαι μτφρδ. αγγλ. telecontrolled (tele- = τηλε-)]
τηλεχειρισμός ο [tilexirizmós] : χειρισμός ηλεκτρονικής συσκευής από απόσταση.
[λόγ. τηλε- + χειρισ- (χειρίζομαι) -μός]
[λόγ. τηλε- + χειρισ- (χειρίζομαι) -μός]
τηλεχειριστήριο το [tilexiristírio] : συσκευή για το χειρισμό ηλεκτρονικών συσκευών από απόσταση• τηλεκοντρόλ.
[λόγ. τηλε- + χειριστήριον μτφρδ. αγγλ. telecontrol (tele- = τηλε-)]
Ελπίζω να συνειδητοποιεί η Ελληνίδα, όπως και ο Έλληνας αναγνώστης, τον αφάνταστο και απροσμέτρητο πλούτο της μητρικής μας Ελληνικής Γλώσσας, που κάποιοι κύριοι απεμπολούν κι εξαφανίζουν, με στόχο και σκοπό να την διαγράψουν οριστικά από τον χάρτη των ευρωπαϊκών γλωσσών.
πηγή-sakketosaggelos.gr (απόσπασμα)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου