«Ἕλληνες ἀεί παῖδες ἐστε, γέρων δέ Ἕλλην οὐκ ἔστιν» (Πλάτων, Τίμαιος, 22b).


"Ὁμολογεῖται μὲν γὰρ τὴν πόλιν ἡμῶν ἀρχαιοτάτην εἶναι καὶ μεγίστην καὶ παρὰ πᾶσιν ἀνθρώποις ὀνομαστοτάτην· οὕτω δὲ καλῆς τῆς ὑποθέσεως οὔσης,
ἐπὶ τοῖς ἐχομένοις τούτων ἔτι μᾶλλον ἡμᾶς προσήκει τιμᾶσθαι. 24. Ταύτην γὰρ οἰκοῦμεν οὐχ ἑτέρους ἐκβαλόντες οὐδ' ἐρήμην καταλαβόντες
οὐδ' ἐκ πολλῶν ἐθνῶν μιγάδες συλλεγέντες, ἀλλ' οὕτω καλῶς καὶ γνησίως γεγόναμεν ὥστ' ἐξ ἧσπερ ἔφυμεν, ταύτην ἔχοντες ἅπαντα τὸν χρόνον διατελοῦμεν,
αὐτόχθονες ὄντες καὶ τῶν ὀνομάτων τοῖς αὐτοῖς οἷσπερ τοὺς οἰκειοτάτους τὴν πόλιν ἔχοντες προσειπεῖν".
(Ἰσοκράτης, Πανηγυρικός, στίχοι 23-24).

Τα άρθρα που φιλοξενούνται στον παρόντα ιστότοπο και προέρχονται απο άλλες πηγές, εκφράζουν αποκλειστικά και μόνον τις απόψεις των συγγραφέων τους.

Καθίσταται σαφές ότι η δημοσίευση ανάρτησης, δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά αποδοχή των απόψεων του συγγραφέως.


ΕΑΝ ΘΕΛΕΤΕ, ΑΦΗΝΕΤΕ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ, ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΑΡΘΡΟ-ΑΝΑΡΤΗΣΗ (΄κλίκ΄ στο "Δεν υπάρχουν σχόλια"). ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ.

Ακολουθήστε μας στο Facebook

Δευτέρα 21 Απριλίου 2014

Τελικὰ ὑπάρχει ἐλπίδα!



Η κύρα Ντίνα μένει σε ένα δυάρι στο Παγκράτι. Είναι συνταξιούχος κι όπως όλοι οι συνταξιούχοι τα βγάζει δύσκολα πέρα. Ενοίκιο, λογαριασμοί, φάρμακα κι ό,τι μένει της αρκεί για να είναι αξιοπρεπής. 

Ο γιος έφυγε πριν από τέσσερα χρόνια στο εξωτερικό για μια δουλειά εποχική και δεν ξαναγύρισε. 

«Μάνα , θα μείνω» της είπε μια μέρα στο τηλέφωνο. «Η δουλειά στο εστιατόριο μπορεί να είναι αυτό που ονειρεύομαι, αλλά δεν θα είμαι άνεργος». 

Αργότερα, γνώρισε και μια κοπέλα, ελληνίδα δεύτερης γενιάς και ετοίμασε το δικό του σπιτικό.

Η κύρα Ντίνα δεν παραπονιέται. Μιλάνε στο τηλέφωνο και της αρκεί που είναι καλά. 

«Να σου στέλνω χρήματα» της λέει . «Έχω γιόκα μου» του απαντά «κράτησέ τα για να φτιάξεις το σπιτικό σου».

Σήμερα η κύρα Ντίνα είχε σηκωθεί από τα χαράματα.
Πήγε στην εκκλησία και μετά γύρισε σπίτι και κοιτούσε τις σακούλες. Έπρεπε να σκεφτεί πως κάνει πραγματικότητα αυτό που μέρες είχε σχεδιάσει.

Όταν έφτασα στο πατρικό μου στο Παγκράτι, κατά τις 12 το μεσημέρι, με είδε από το μπαλκόνι. 

«Έλα λίγο που σε θέλω», μου φώναξε.

«Καλημέρα κυρά Ντίνα», της είπα,
μπαίνοντας στο σπιτικό της. Την ήξερα από μικρή.

«’Θέλω μια μεγάλη χάρη»’ μου είπε και τα μάτια της έλαμπαν. 

Μου έδωσε τέσσερις σακούλες γεμάτες με σοκολατένια αυγά, τσουρέκια, μπισκότα, γάλατα, διάφορα άλλα είδη και κρέας. 

«Τι είναι αυτά;», την ρώτησα με απορία. 

«Θα πας στο ισόγειο και θα χτυπήσεις το κουδούνι, θα τα δώσεις και θα φύγεις χωρίς να πεις ποιος τα δίνει. Αν σε ρωτήσουν, πες τα έχεις από έρανο στο ράδιο», με συμβούλεψε.

Απόρησα. «Γιατί κύρα Ντίνα δεν τα πας εσύ;»
την ρώτησα. «Δεν θέλω να τους φέρω σε δύσκολη θέση και να νοιώθουν υποχρεωμένοι» μου απάντησε. «Μετά μπορεί να νοιώσουν άσχημα, και να νοιώσουν ότι πρέπει να με καλέσουν στο γιορτινό τραπέζι. Εσύ δεν μένεις εδώ, δεν θα νιώσουν το ίδιο».

Την κοίταξα και μου ήρθε να βάλω τα κλάματα. Την αγκάλιασα και την φίλησα. 

«Θα κάνω ό,τι μου είπες».

Πήγα στο διαμέρισμα του ισογείου. Άνοιξε ένα αγοράκι γύρω στα πέντε.
Η οικογένεια που ζει στο ισόγειο έχει δυο παιδιά,ένα αγόρι κι ένα κορίτσι.

Οι γονείς είναι άνεργοι εδώ και ένα χρόνο.
Τα βγάζουν δύσκολα αλλά φροντίζουν να είναι αξιοπρεπείς και ποτέ δε δημιουργούν προβλήματα.

Το αγοράκι με κοίταξε με απορία.

«Δώστα στη μαμά σου, μικρέ» του είπα κι έφυγα χωρίς άλλες εξηγήσεις.

Όλη μέρα η κίνηση της κύρα Ντίνας ήταν στο μυαλό μου.

Αλήθεια, πόση σύνταξη να λαμβάνει σκεφτόμουν; Κι όμως από το υστέρημά της πρόσφερε και αυτό έχει αξία.

Τελικά υπάρχει ελπίδα. 

Γιατί οι ήρωες ζουν ανάμεσά μας.


Γιῶτα Χουλιάρα

Δεν υπάρχουν σχόλια: