Οι Ώρες ήταν θεότητες καλόγνωμες, καλοπροαίρετες κι ευεργετικές. Χάριζαν στους ανθρώπους χαρές κι ήταν φύλακες των έργων τους· ήταν αρμόδιες να κάνουν το χρόνο να κυλά, γι' αυτό και φρόντιζαν να εισπράττουν οι άνθρωποι, τη στιγμή που έπρεπε, τους καρπούς των μόχθων τους.
Οι Ώρες ήταν οι υπεύθυνες για τη φύλαξη των πυλών του Ουρανού στον Όλυμπο. Τις άνοιγαν ή τις έκλειναν, σηκώνοντας ή κατεβάζοντας, αντίστοιχα, ένα πυκνό σύννεφο.
Ακόμη, βασικό καθήκον τους ήταν να υπηρετούν τη θεά Ήρα· λύνουν τ' άλογα από το αμάξι της, τα δένουν στο παχνί τους και φροντίζουν το άρμα της. Κάθονταν συνήθως κοντά στον Δία, μαζί με τους άλλους θεούς και τραγουδούσαν, παίζοντας φόρμιγγα. Είχαν στενότατες σχέσεις με τη θεά της ομορφιάς και του Έρωτα, την Αφροδίτη· την υποδέχτηκαν στην Κύπρο τη στιγμή της γέννησής της και την έντυσαν με αθάνατα φορέματα.
Της έβαλαν στέμμα χρυσό στο κεφάλι και πέρασαν στα τρυπημένα αυτιά της λουλούδια από ορείχαλκο και χρυσό. Της φόρεσαν στο λαιμό περιδέραια κι έτσι ολόλαμπρη την παρουσίασαν στους αθάνατους θεούς. Τέλος, οι Ώρες βρίσκονταν στην ακολουθία της Περσεφόνης, κάθε φορά που εκείνη ανέβαινε στον Επάνω Κόσμο.
Οι Ώρες ήταν πάντα πρόθυμες κι εκτελούσαν πιστά τις διαταγές των θεών. Ήταν εκείνες που, μαζί με την Αθηνά, τις Χάριτες και την Πειθώ, στόλισαν την Πανδώρα, το δώρο του Δία προς τους ανθρώπους, που τόσες συμφορές θα τους γέμιζε, ως θεία τιμωρία. Εκείνες επίσης ανέλαβαν ν' αναθρέψουν τον Αρισταίο, το γιο του Απόλλωνα και της Νύμφης Κυλλήνης, με διαταγή των θεών.
Στάζοντας στα χείλη του αμβροσία , τροφή των θεών σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία. Στην Οδύσσεια αναφέρεται ότι την αμβροσία την έφερναν στον Δία περιστέρια, που πετούσαν πολύ γρήγορα ανάμεσα από τις Συμπληγάδες Πέτρες.
Καμία θετική περιγραφή για την αμβροσία δεν έχουμε, γιατί ο κάθε ποιητής την περιέγραφε όπως τη φανταζόταν.
Ακόμη, βασικό καθήκον τους ήταν να υπηρετούν τη θεά Ήρα· λύνουν τ' άλογα από το αμάξι της, τα δένουν στο παχνί τους και φροντίζουν το άρμα της. Κάθονταν συνήθως κοντά στον Δία, μαζί με τους άλλους θεούς και τραγουδούσαν, παίζοντας φόρμιγγα. Είχαν στενότατες σχέσεις με τη θεά της ομορφιάς και του Έρωτα, την Αφροδίτη· την υποδέχτηκαν στην Κύπρο τη στιγμή της γέννησής της και την έντυσαν με αθάνατα φορέματα.
Της έβαλαν στέμμα χρυσό στο κεφάλι και πέρασαν στα τρυπημένα αυτιά της λουλούδια από ορείχαλκο και χρυσό. Της φόρεσαν στο λαιμό περιδέραια κι έτσι ολόλαμπρη την παρουσίασαν στους αθάνατους θεούς. Τέλος, οι Ώρες βρίσκονταν στην ακολουθία της Περσεφόνης, κάθε φορά που εκείνη ανέβαινε στον Επάνω Κόσμο.
Οι Ώρες ήταν πάντα πρόθυμες κι εκτελούσαν πιστά τις διαταγές των θεών. Ήταν εκείνες που, μαζί με την Αθηνά, τις Χάριτες και την Πειθώ, στόλισαν την Πανδώρα, το δώρο του Δία προς τους ανθρώπους, που τόσες συμφορές θα τους γέμιζε, ως θεία τιμωρία. Εκείνες επίσης ανέλαβαν ν' αναθρέψουν τον Αρισταίο, το γιο του Απόλλωνα και της Νύμφης Κυλλήνης, με διαταγή των θεών.
Στάζοντας στα χείλη του αμβροσία , τροφή των θεών σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία. Στην Οδύσσεια αναφέρεται ότι την αμβροσία την έφερναν στον Δία περιστέρια, που πετούσαν πολύ γρήγορα ανάμεσα από τις Συμπληγάδες Πέτρες.
Καμία θετική περιγραφή για την αμβροσία δεν έχουμε, γιατί ο κάθε ποιητής την περιέγραφε όπως τη φανταζόταν.
Έτσι στον Όμηρο η λέξη χρησιμοποιείται με δύο σημασίες:
1. Το φαγητό των θεών. Χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με το νέκταρ ως ποτό και
1. Το φαγητό των θεών. Χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με το νέκταρ ως ποτό και
2. το ευωδιαστό μύρο, με το οποίο άλειφαν οι θεοί το σώμα τους.
Η αμβροσία ήταν γλυκύτατη στη γεύση και απαγορευόταν η χρήση της από τους θνητούς. Πολλοί τη θεωρούν μέλι και άλλοι ολοκαύτωμα θυσιών ή εκλεκτό ψωμί και νέκταρ.
Το ποτό των Ολύμπιων θεών, που το έπιναν τρώγοντας αμβροσία. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι το νέκταρ παρασκευαζόταν από μέλι και ο Όμηρος μας πληροφορεί ότι είχε χρώμα κόκκινο και σ' όσους το έπιναν χάριζε την αθανασία τον έκαναν κι εκείνον αθάνατο, σαν τον πατέρα του. Φάσκιωσαν το θεό Ερμή μόλις γεννήθηκε και στεφάνωσαν με κισσό το νεογέννητο Διόνυσο.
Έλεγαν πως οι Ώρες ήταν τρεις αχώριστες αδερφές, που γεννήθηκαν από την ένωση του Δία και της Θέμιδας. Ονομάζονταν Δίκη, Ειρήνη και Ευνομία. Δίκη σημαίνει δικαιοσύνη και ισονομία, Ευνομία σημαίνει νομιμότητα και τήρηση των νόμων. Ήταν οι θεές που έδιναν σοφές συμβουλές για την κοινωνική και πολιτική ζωή, χάριζαν πλούτο μα και φρόντιζαν ν' απομακρύνουν την αλαζονεία που αποκτά κανείς όταν τα έχει όλα.
Οι Ώρες παρουσιάζονται να έχουν δυο διαφορετικές πλευρές: από τη μια κατάγονται από τις θεότητες της βλάστησης, που ήταν σχετικές με τον ετήσιο κύκλο της φύσης. Κάνουν το χρόνο να κυλά και προκαλούν τη γέννηση, το θάνατο και την αναγέννηση, σε μιαν ατέλειωτη αλληλοδιαδοχή, δηλαδή τον ίδιο τον κύκλο της ζωής. Η λατρεία των θεοτήτων της βλάστησης ήταν πανάρχαιη.
Το γεγονός ότι οι Ώρες ανήκαν σ' αυτόν τον κύκλο θεοτήτων ενισχύεται από τη στενή τους σχέση με θεούς, όπως η Άρτεμη, η Αφροδίτη, η Περσεφόνη, ο Διόνυσος και η Ήρα· πολύ περισσότερο όμως με τις Χάριτες, με τις οποίες είχαν πολλά κοινά. Οι Χάριτες θεωρούνταν κι αυτές θεές της βλάστησης και της γονιμότητας και, εκτός από το ότι είχαν τον ίδιο πατέρα με τις Ώρες, τον Δία, έμοιαζαν μαζί τους ως προς τον τρόπο με τον οποίο τις τιμούσαν και τις λάτρευαν οι άνθρωποι.
Η άλλη τους πλευρά είχε πάρει διάσταση κοινωνική· φρουρούν τα έργα των θνητών και τους χαρίζουν τα αγαθά που τους αξίζουν. Οι Ώρες αναλαμβάνουν να είναι φρουροί των έργων των ανθρώπων μόνον όταν και οι ίδιοι οι άνθρωποι τις σέβονται. Όταν φροντίζουν να τηρούν τους νόμους και να βγάζουν δίκαιες αποφάσεις.
Τελικά, αν σε μια ανθρώπινη κοινότητα η Δίκη, η Ειρήνη και η Ευνομία χαίρουν της εκτίμησης που τους αρμόζει και κατέχουν τη θέση που τους αξίζει, φέρνουν ευημερία και πολιτική σταθερότητα.
Το ποτό των Ολύμπιων θεών, που το έπιναν τρώγοντας αμβροσία. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι το νέκταρ παρασκευαζόταν από μέλι και ο Όμηρος μας πληροφορεί ότι είχε χρώμα κόκκινο και σ' όσους το έπιναν χάριζε την αθανασία τον έκαναν κι εκείνον αθάνατο, σαν τον πατέρα του. Φάσκιωσαν το θεό Ερμή μόλις γεννήθηκε και στεφάνωσαν με κισσό το νεογέννητο Διόνυσο.
Έλεγαν πως οι Ώρες ήταν τρεις αχώριστες αδερφές, που γεννήθηκαν από την ένωση του Δία και της Θέμιδας. Ονομάζονταν Δίκη, Ειρήνη και Ευνομία. Δίκη σημαίνει δικαιοσύνη και ισονομία, Ευνομία σημαίνει νομιμότητα και τήρηση των νόμων. Ήταν οι θεές που έδιναν σοφές συμβουλές για την κοινωνική και πολιτική ζωή, χάριζαν πλούτο μα και φρόντιζαν ν' απομακρύνουν την αλαζονεία που αποκτά κανείς όταν τα έχει όλα.
Οι Ώρες παρουσιάζονται να έχουν δυο διαφορετικές πλευρές: από τη μια κατάγονται από τις θεότητες της βλάστησης, που ήταν σχετικές με τον ετήσιο κύκλο της φύσης. Κάνουν το χρόνο να κυλά και προκαλούν τη γέννηση, το θάνατο και την αναγέννηση, σε μιαν ατέλειωτη αλληλοδιαδοχή, δηλαδή τον ίδιο τον κύκλο της ζωής. Η λατρεία των θεοτήτων της βλάστησης ήταν πανάρχαιη.
Το γεγονός ότι οι Ώρες ανήκαν σ' αυτόν τον κύκλο θεοτήτων ενισχύεται από τη στενή τους σχέση με θεούς, όπως η Άρτεμη, η Αφροδίτη, η Περσεφόνη, ο Διόνυσος και η Ήρα· πολύ περισσότερο όμως με τις Χάριτες, με τις οποίες είχαν πολλά κοινά. Οι Χάριτες θεωρούνταν κι αυτές θεές της βλάστησης και της γονιμότητας και, εκτός από το ότι είχαν τον ίδιο πατέρα με τις Ώρες, τον Δία, έμοιαζαν μαζί τους ως προς τον τρόπο με τον οποίο τις τιμούσαν και τις λάτρευαν οι άνθρωποι.
Η άλλη τους πλευρά είχε πάρει διάσταση κοινωνική· φρουρούν τα έργα των θνητών και τους χαρίζουν τα αγαθά που τους αξίζουν. Οι Ώρες αναλαμβάνουν να είναι φρουροί των έργων των ανθρώπων μόνον όταν και οι ίδιοι οι άνθρωποι τις σέβονται. Όταν φροντίζουν να τηρούν τους νόμους και να βγάζουν δίκαιες αποφάσεις.
Τελικά, αν σε μια ανθρώπινη κοινότητα η Δίκη, η Ειρήνη και η Ευνομία χαίρουν της εκτίμησης που τους αρμόζει και κατέχουν τη θέση που τους αξίζει, φέρνουν ευημερία και πολιτική σταθερότητα.
Οι Ώρες είχαν σχέση και με τις Μοίρες, με τις οποίες είχαν κοινούς γονείς.
Οι Μοίρες αφορούν όμως περισσότερο την τύχη των μεμονωμένων ατόμων, ενώ οι Ώρες σχετίζονται πιο πολύ με ολόκληρες κοινωνίες-πόλεις, ως εγγυήτριες της πολιτικής και της κοινωνικής τάξης. Το γεγονός ότι η Θέμιδα είχε γεννήσει και τις μεν και τις δε, αντικατοπτρίζει το ότι και οι δύο σχετίζονται με τη θεϊκή αρχή της τάξης και της ομαλότητας που συμβόλιζε η θεά αυτή.
Από κάποια στιγμή και μετά ο ρόλος των Ωρών παραλλάχτηκε. Αυτό πρέπει να συνέβη σε μεταγενέστερη εποχή, πιθανότατα στα ελληνιστικά χρόνια, με αρκετά αργό ρυθμό· έφτασαν, λίγο λίγο, να εκπροσωπούν μόνον τις εποχές του έτους, με συγκεκριμένες δικαιοδοσίες για καθεμιά.
Από τρεις που ήταν, έγιναν τέσσερις και τελικά δώδεκα, ώστε ν' αντιστοιχούν στις υποδιαιρέσεις που έχει μια μέρα. Έγιναν έτσι οι Ώρες με την έννοια που σήμερα δίνουμε στον όρο. Πατέρας τους ήταν τώρα ο Χρόνος και τα ονόματά τους χαρακτηριστικά της αρμοδιότητάς τους, π.χ. Αυγή, Ανατολή, Μεσημβρία, Δύση κτλ.
πηγή - ΧΛΕΤΣΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου