«Ἕλληνες ἀεί παῖδες ἐστε, γέρων δέ Ἕλλην οὐκ ἔστιν» (Πλάτων, Τίμαιος, 22b).


"Ὁμολογεῖται μὲν γὰρ τὴν πόλιν ἡμῶν ἀρχαιοτάτην εἶναι καὶ μεγίστην καὶ παρὰ πᾶσιν ἀνθρώποις ὀνομαστοτάτην· οὕτω δὲ καλῆς τῆς ὑποθέσεως οὔσης,
ἐπὶ τοῖς ἐχομένοις τούτων ἔτι μᾶλλον ἡμᾶς προσήκει τιμᾶσθαι. 24. Ταύτην γὰρ οἰκοῦμεν οὐχ ἑτέρους ἐκβαλόντες οὐδ' ἐρήμην καταλαβόντες
οὐδ' ἐκ πολλῶν ἐθνῶν μιγάδες συλλεγέντες, ἀλλ' οὕτω καλῶς καὶ γνησίως γεγόναμεν ὥστ' ἐξ ἧσπερ ἔφυμεν, ταύτην ἔχοντες ἅπαντα τὸν χρόνον διατελοῦμεν,
αὐτόχθονες ὄντες καὶ τῶν ὀνομάτων τοῖς αὐτοῖς οἷσπερ τοὺς οἰκειοτάτους τὴν πόλιν ἔχοντες προσειπεῖν".
(Ἰσοκράτης, Πανηγυρικός, στίχοι 23-24).

Τα άρθρα που φιλοξενούνται στον παρόντα ιστότοπο και προέρχονται απο άλλες πηγές, εκφράζουν αποκλειστικά και μόνον τις απόψεις των συγγραφέων τους.

Καθίσταται σαφές ότι η δημοσίευση ανάρτησης, δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά αποδοχή των απόψεων του συγγραφέως.


ΕΑΝ ΘΕΛΕΤΕ, ΑΦΗΝΕΤΕ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ, ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΑΡΘΡΟ-ΑΝΑΡΤΗΣΗ (΄κλίκ΄ στο "Δεν υπάρχουν σχόλια"). ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ.

Ακολουθήστε μας στο Facebook

Κυριακή 16 Ιουνίου 2013

Τι μισθό έπαιρναν τα πληρώματα στα αρχαία ελληνικά σκάφη;



 Η ΜΙΣΘΟΔΟΣΙΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΝΑΥΤΙΚΩΝ.

Έπαιρναν μισθό άραγε τα πληρώματα στα αρχαία ελληνικά σκάφη;
Οι αρχαίοι Έλληνες ναυτικοί έπαιρναν μισθό, γνώριζαν τον τρόπο να διεκδικούν τα δεδουλευμένα, να κάνουν «στάσεις εργασίας» καθώς και να παίρνουν τα «τυχερά» τους.

Από τον Θουκυδίδη (Γ 17), μαθαίνουμε ότι οι λέξεις «μισθός» και «μισθοδοσία» είναι αρχαίες ελληνικές και ότι οι ναύτες πληρώνονταν για τις υπηρεσίες τους. Δεν εννοείτο να εργάζεται κάποιος αμισθί αλλά και ούτε να διοικεί δίχως να δίδει μισθό.

--[Διότι είναι φυσικώς αδύνατο να διοικεί κανείς, όταν δεν δίδει μισθό]--

«ου γαρ έστιν άρχειν μη διδόντα μισθόν»[1]

Αρχικώς η μισθοδοσία ξεκινούσε από τις εκπαιδεύσεις και τέτοιες μαρτυρίες έχουμε από τα χρόνια του Περικλέους. Ο δόκιμος ναυτικός κατά την διάρκεια της εκπαιδεύσεως του έπαιρνε τον μισθό που του αναλογούσε.

[και εξαποστέλλων ταυτοχρόνως εξήντα τριήρεις κατ’ έτος, επί των οποίων έπλεαν πολλοί των πολιτών οκτώ μήνες έμμισθοι, μελετώντας συγχρόνως και μαθαίνοντας τα ναυτικά]

«εξήκοντα δε τριήρεις καθ’ έκαστον ενιαυτόν εκπέμπων, εν αις πολλοί των πολιτών έπλεον οκτώ μήνας έμμισθοι, μελετώντας άμα και μανθάνοντες την ναυτικήν εμπειρίαν»[2]

Ο μισθός διδόταν από το κράτος και ήταν ανάλογος με την θέση, τον βαθμό, που είχε ο ναυτικός

[και το μεν δημόσιο ταμείο παρείχε ημερησίως μία δραχμή σε κάθε ναύτη]

«του μεν δημοσίου δραχμή της ημέρας τω ναύτη εκάστω διδόντος»[3]

Από αναφορές αρχαίων κειμένων πληροφορούμεθα ότι στον μισθό περιλαμβάνονταν και τα έξοδα διατροφής. Σε τέτοιες περιπτώσεις ο μισθός καλούνταν «πλήρες»[4]

Εάν τα πράγματα δεν ήταν σύμφωνα με τον νόμο τότε ο ναυτικός με την σειρά του αντιδρούσε. Όπως και σήμερα το φαινόμενο της διασκορπίσεως των πληρωμάτων λόγω μη καταβολής της κανονικής μισθοδοσίας αποτελεί μεγάλο πρόβλημα για την εποχή μας το ίδιο συνέβαινε και τότε.

[Διότι είναι αποδεδειγμένο ότι η διασκόρπιση του πληρώματος ενός πλοίου οφείλεται πρώτον στο να μην καταβάλλεται ο μισθός…]

«Τριήρους γαρ ομολογείται κατάλυσις είναι, πρώτον μεν, εάν μη μισθόν τις διδώ…» [5]

Αλλά ακόμα κι αν καταβάλλονταν ο μισθός θα έπρεπε να ήταν ο ανάλογος της εποχής και της περίπτωσης γιατί αλλιώς πάντα θα υπήρχε το πλοίο ή ο στόλος που θα «έκλεινε το ματάκι» στον αδικημένο ναυτικό. Ένα κλασσικό παράδειγμα τέτοιου φαινομένου έχουμε από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Όταν τα ταμεία των Αθηνών είχαν αδειάσει και ο Αλκιβιάδης δυσκολευόταν να δώσει ακόμα και τον βασικό μισθό, τους τρεις οβολούς, στους ναυτικούς, ήταν πάρα πολλοί εκείνοι που προτίμησαν να πάνε στον στόλο του Λυσάνδρου που τους παρείχε μετά ευκολίας τέσσερεις οβολούς κι ας ήξεραν ότι αυτά τα χρήματα προέρχονταν, ουσιαστικά, από τους Πέρσες.

[και ναυτολογούσαν από την ίδια την Πελοπόννησο και από την άλλη Ελλάδα ερέτες, τους οποίους προσείλκυαν δια του μισθού]

«εκ τε αυτής Πελοποννήσου αγείροντες και της άλλης Ελλάδος ερέτας, μισθώ πείθοντες»[6]

Η αρχαία ελληνική μισθοδοσία δεν απείχε από την σημερινή αντίληψη. Ο ναυτικός, όπως και σήμερα, γνώριζε πολύ καλά τις τιμές της μισθοδοσίας και δεν δίσταζε να εκφράσει την δυσαρέσκεια του με την προειδοποίηση της λιποταξίας [7] ή πραγματοποιώντας στάση εργασίας:

[Διότι οι ναύτες του Ετεονίκου, αν κι εκείνος τους πίεζε, δεν ήθελαν να κωπηλατούν επειδή δεν τους πλήρωνε]

«Ουδέ γαρ τω Ετεονίκω ήθελον οι ναύται καίπερ αναγκάζοντι εμβάλλειν, επεί μισθόν ουκ εδίδου»[8]

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα πληρώματα των ιερών πλοίων[9], της Παράλου και της Σαλαμινίας. Σε αυτά τα πλοία τα πληρώματα ήταν μόνιμα. Ο λόγος απλός. Επειδή συμμετείχαν σε ειδικές αποστολές έπρεπε να υπάρχει μόνιμο πλήρωμα για να μπορεί να είναι διαθέσιμο οποιαδήποτε στιγμή κληθεί να αναλάβει υπηρεσία. Ο Δημοσθένης στους Φιλιππικούς αναφέρει ότι το πλήρωμα της Παράλου, οι οποίοι καλούνταν και Πάραλοι, ήταν πάντα σε ετοιμότητα προς πλουν (αυτό που σήμερα καλούμε με τον αγγλικό όρο standby). Καθ’ όλο το έτος έμεναν στην οικία τους ενώ ο μισθός τους ο οποίος είχε ορισθεί στους τέσσερεις οβολούς ημερησίως, καταλαμβάνονταν κανονικά[10].

Οι ομοιότητες της μισθοδοτικής αντιλήψεως γίνονται ακόμα περισσότερο αποκαλυπτικές όταν γίνεται λόγος για τα «τυχερά» των ναυτικών, τα «πουρμπουάρ» γαλλιστί, ή αυτά που με τον αγγλικό όρο αποκαλούμε «tips». Είναι λυπηρό το γεγονός ότι σήμερα χρησιμοποιούμε κατά κόρον τον αλλοδαπό όρο αγνοώντας ότι υπάρχει ο αντίστοιχος ελληνικός ο οποίος έχει τις ρίζες του στην αρχαία Ελλάδα. 

Τα τυχερά, λοιπόν, καλούνταν επιφορές (σύνθετη λέξη από το επί + φέρω) και δίδονταν συνήθως από τους κυβερνήτες, ναυάρχους ή τριηράρχους προκειμένου να ευχαριστήσουν τα πληρώματά τους και να εξασφαλίσουν, τρόπο τινά, την πιστή τους συνεργασία. Τα χρήματα προέρχονταν από τις δικές τους περιουσίες ή από λάφυρα που προσκόμιζαν από τις ναυμαχίες. Η μικρή διαφορά που παρουσιάζεται είναι το γεγονός ότι οι επιφορές σήμερα δίδονται τόσο από τον πλοιοκτήτη όσο και από τον επιβάτη (όσο αφορά στα σκάφη αναψυχής ). Επιφορές λάμβαναν και οι ερέτες (κωπηλάτες).
[ενώ οι τριήραρχοι έδιδαν εξ’ ιδίων επιφορές
στους θρανίτες κωπηλάτες]
«των (δε) τριηράρχων επιφοράς τε προς το
εκ δημοσίου μισθώ διδόντων τοις θρανίταις των ναυτών[11]»

Τα πληρώματα στην αρχαία Ελλάδα τύχαιναν μεγάλης εκτιμήσεως και αμείβονταν για τις υπηρεσίες τους. Η πολιτεία όχι μόνο φρόντιζε να τους προστατεύει αλλά και να τους δείχνει την εκτίμησή της για τον θαλάσσιο αγώνα.


ΠΗΓΕΣ / ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
-Θουκυδίδου, Ιστοριών
-Ξενοφώντος, Ελληνικών
-Δημοσθένους, Κατά Φιλίππου/ Προς Πολυκλέα κ.α.
-Κρίστυ Εμίλιο Ιωαννίδου, «Ναυτολόγηση κι Εκπαίδευση των -Αρχαίων Ελλήνων Ναυτικών», περιοδικό «Πόλεμος και Ιστορία» τεύχος 92, σελ. 74, εκδ. DefenceNet 2006.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Δημοσθένους, Κατά Φιλίππου Α’, 24
[2] Πλουτάρχου, Περικλής, 11
[3] Θουκυδίδου, Ιστοριών, Ζ 31
[4] Δημοσθένους, Κατά Φιλίππου Α’, 29
[5] Δημοσθένους, Προς Πολυκλέα, 11
[6] Θουκυδίδου, Ιστοριών, Α 31
[7] Θουκυδίδου, Ιστοριών, Θ 83
[8] Ξενοφώντος, Ελληνικών, Ε, 113
[9] Η Πάραλος και η Σαλαμινία ήταν δύο ιερές τριήρεις τις οποίες τις διατηρούσαν οι Αθηναίοι από αρχαιοτάτων χρόνων. Χρησίμευαν σε διάφορες δημόσιες υπηρεσίες, μεταβίβαζαν θεωρίες, αποστολές κ.ο.κ. από την Αθήνα. Επίσης έφερναν στην πόλη φόρους, εγκληματίες για να δικαστούν κ.α. Στις ναυμαχίες συχνά επέβαινε ο αρχηγός του στόλου. Όταν η Αθήνα έγινε μεγάλη θαλάσσια δύναμη και χρησιμοποιούσαν για τις αποστολές και άλλα πλοία, τότε η Πάραλος και η Σαλαμινία χρησίμευαν μόνο για θρησκευτικές υπηρεσίες και έκτακτες ανάγκες. Για παράδειγμα, όταν κάποιος πρόκειται να μεταφερθεί επισήμως στην Αθήνα κατηγορούμενος για κάποιο αδίκημα προς την πόλη ή όταν πρόκειται να αναγγελθεί η λήξη ενός πολέμου:
[Όταν την νύχτα έφθασε η Πάραλος στην Αθήνα, διαδίδετο η είδηση της συμφοράς…]
«Εν δε ταις Αθήναις της Παράλου αφικομένης νυκτός ελέγετο η συμφορά…» (Ξενοφώντος Ελληνικών Β’ 2, 3)
[10] Αρποκρατίων και Φώτιος στο λήμμα Πάραλος
[11] Θουκυδίδου, Ιστοριών, ΣΤ’ 31

Κρίστυ Εμίλιο Ιωαννίδου
Συγγραφεύς- Ναυτικός,
μέλος Ελληνικής Εταιρίας Στρατηγικών Μελετών (ΕΛ.Ε.Σ.ΜΕ.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ναυτική Ελλάς»,
τεύχος 896, σελ. 63, Απρίλιος 2008,
Ελληνική Θαλάσσια Ένωση / ΓΕΝ.


Δεν υπάρχουν σχόλια: