«Ἕλληνες ἀεί παῖδες ἐστε, γέρων δέ Ἕλλην οὐκ ἔστιν» (Πλάτων, Τίμαιος, 22b).


"Ὁμολογεῖται μὲν γὰρ τὴν πόλιν ἡμῶν ἀρχαιοτάτην εἶναι καὶ μεγίστην καὶ παρὰ πᾶσιν ἀνθρώποις ὀνομαστοτάτην· οὕτω δὲ καλῆς τῆς ὑποθέσεως οὔσης,
ἐπὶ τοῖς ἐχομένοις τούτων ἔτι μᾶλλον ἡμᾶς προσήκει τιμᾶσθαι. 24. Ταύτην γὰρ οἰκοῦμεν οὐχ ἑτέρους ἐκβαλόντες οὐδ' ἐρήμην καταλαβόντες
οὐδ' ἐκ πολλῶν ἐθνῶν μιγάδες συλλεγέντες, ἀλλ' οὕτω καλῶς καὶ γνησίως γεγόναμεν ὥστ' ἐξ ἧσπερ ἔφυμεν, ταύτην ἔχοντες ἅπαντα τὸν χρόνον διατελοῦμεν,
αὐτόχθονες ὄντες καὶ τῶν ὀνομάτων τοῖς αὐτοῖς οἷσπερ τοὺς οἰκειοτάτους τὴν πόλιν ἔχοντες προσειπεῖν".
(Ἰσοκράτης, Πανηγυρικός, στίχοι 23-24).

Τα άρθρα που φιλοξενούνται στον παρόντα ιστότοπο και προέρχονται απο άλλες πηγές, εκφράζουν αποκλειστικά και μόνον τις απόψεις των συγγραφέων τους.

Καθίσταται σαφές ότι η δημοσίευση ανάρτησης, δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά αποδοχή των απόψεων του συγγραφέως.


ΕΑΝ ΘΕΛΕΤΕ, ΑΦΗΝΕΤΕ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ, ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΑΡΘΡΟ-ΑΝΑΡΤΗΣΗ (΄κλίκ΄ στο "Δεν υπάρχουν σχόλια"). ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ.

Ακολουθήστε μας στο Facebook

Κυριακή 12 Απριλίου 2015

«τί ἐστιν ἀλήθεια;»



 (Σχόλιο στο Ιω. 18,37-38) 
του ομότιμου καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ Ιωάννη Γαλάνη


Η μελέτη προέρχεται από το: 
Ιωάννη Γαλάνη, Βιβλικές Ερμηνευτικές και Θεολογικές Μελέτες, ΒΒ 20, Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2001, 389-398.

α. Το κείμενο


Το τεμάχιο Ιω. 18,37-38 περιέχει δύο ερωτήσεις του Πιλάτου προς τον Ιησού και μία απάντηση του Ιησού. Οι δύο αυτοί στίχοι ανήκουν στην περικοπή Ιω. 18,28-19,16, η οποία αναφέρεται στη δίκη και την καταδίκη του Χριστού και αποτελεί το τέταρτο ευαγγελικό ανάγνωσμα της Μεγάλης Πέμπτης. Το διάλογο αυτό αναφέρουν και οι τρεις Συνοπτικοί ευαγγελιστές Ματθαίος, Μάρκος και Λουκάς. Δεν περιέχουν όμως, όπως ο Ιωάννης, την εκτενή απάντηση του Χριστού στο ερώτημα του Πιλάτου «σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων;». 

Δηλαδή στους Συνοπτικούς υπάρχει μόνο η απάντηση του Ιησού «σὺ λέγεις» και απουσιάζουν τα: «ἐγὼ εἰς τοῦτο γεγέννημαι καὶ εἰς τοῦτο ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον, ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ· πᾶς ὁ ὢν ἐκ τῆς ἀληθείας ἀκούει μου τῆς φωνῆς». 

Επίσης απουσιάζει από τους Συνοπτικούς το κρίσιμο ερώτημα του Πιλάτου προς τον Ιησού: «τί ἐστιν ἀλήθεια;». Οι δύο στίχοι δεν παρουσιάζουν προβλήματα κριτικής του κειμένου στη χειρόγραφη παράδοση. Οι ελάχιστες προσθήκες λέξεων είναι εντελώς επουσιώδεις.


β. Η συνάφεια του κειμένου

Ο διάλογος του Πιλάτου με το Χριστό γίνεται στο πραιτώριο, δηλαδή στην επίσημη κατοικία του Ρωμαίου διοικητή στην Ιερουσαλήμ. Μετά την προδοσία του από τον Ιούδα, ο Χριστός συλλαμβάνεται από Ρωμαίους στρατιώτες και Ιουδαίους φρουρούς στον κήπο που βρισκόταν «πέραν του χειμάρρου τών Κέδρων» (18,1) και οδηγείται στον αρχιερέα Άννα. Εκείνος, αφού τον ανέκρινε περί των μαθητών αυτού και περί της διδαχής αυτού τον έστειλε στον Καϊάφα, «ὃς ἦν ἀρχιερεὺς τοῦ ἐνιαυτοῦ ἐκείνου» (18,13) και γαμβρός του Άννα. Μετά την ολονύχτια ανάκριση, το πρωί το πλήθος οδήγησε το Χριστό από το σπίτι του Καϊάφα στο πραιτώριο, όπου βρισκόταν ο Πιλάτος. 

Εκείνος ζήτησε πρώτα να μάθει την κατηγορία εναντίον του Χριστού. Η απάντηση που πήρε από τον όχλο ήταν: «εἰ μὴ ἦν οὗτος κακὸν ποιῶν, οὐκ ἄν σοι παρεδώκαμεν αὐτόν» (18,30). Ο Πιλάτος έκανε μια προσπάθεια να απαλλαγεί από την ευθύνη της δίκης ζητώντας από τους Ιουδαίους να τον δικάσουν οι ίδιοι σύμφωνα με το δικό τους νόμο. 

Εκείνοι όμως απέρριψαν την πρόταση αυτή με το επιχείρημα: «ἡμῖν οὐκ ἔξεστιν ἀποκτεῖναι οὐδένα» (18,31). Μετά από όλα αυτά άρχισε η ανάκριση του Χριστού και το πρώτο ερώτημα που του απηύθυνε ο Πιλάτος είναι: «σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων;» (18,33). Προτού ο Χριστός απαντήσει ζήτησε από τον Πιλάτο να μάθει αν το ερώτημα το έκανε από μόνος του ή του είχαν μιλήσει άλλοι γι’ αυτόν» (18,34: «ἀπὸ σεαυτοῦ σὺ τοῦτο λέγεις ἢ ἄλλοι εἶπόν σοι περὶ ἐμοῦ;»). 

Η διευκρίνηση αυτή ήταν απαραίτητη για να δοθεί η ανάλογη απάντηση. Άν το ερώτημα το είχε διατυπώσει ό Πιλάτος, τότε ο χαρακτηρισμός του Χριστού ως «βασιλιά τών ’Ιουδαίων» θα είχε πολιτική σημασία και η απάντηση που θα έπαιρνε έπρεπε να είναι αρνητική. Άν όμως το ερώτημα το είχαν προκαλέσει οι Ιουδαίοι, τότε ο τίτλος βασιλιάς είχε και θρησκευτικό και πολιτικό χαρακτήρα και έπρεπε να δοθεί κάποια απάντηση που να αποκλείει την πολιτική χροιά του τίτλου. Ο Χριστός, όπως είναι γνωστό, ταύτιζε την έννοια του βασιλιά με τον τίτλο του Μεσσία. Ο Πιλάτος διευκρίνισε πως, ό,τι γνωρίζει, προέρχεται από πληροφορίες των Ιουδαίων και ρώτησε και πάλι το Χριστό: «τί ἐποίησας;». 

Εκείνος απάντησε στο αρχικό ερώτημα λέγοντας: «ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου· εἰ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου ἦν ἡ βασιλεία ἡ ἐμή, οἱ ὑπηρέται οἱ ἐμοὶ ἠγωνίζοντο [ἂν] ἵνα μὴ παραδοθῶ τοῖς Ἰουδαίοις· νῦν δὲ ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐντεῦθεν» (στ. 36).

Τα λόγια αυτά του Ιησού προκάλεσαν έκπληξη στον Πιλάτο, επειδή προφανώς περίμενε αρνητική απάντηση, γι’ αυτό ρώτησε και πάλι: «οὐκοῦν βασιλεὺς εἶ σύ;» (στ. 37). Ο Χριστός δεν αρνείται αυτόν τον τίτλο και του είπε: «σὺ λέγεις ὅτι βασιλεύς εἰμι. ἐγὼ εἰς τοῦτο γεγέννημαι καὶ εἰς τοῦτο ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον, ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ· πᾶς ὁ ὢν ἐκ τῆς ἀληθείας ἀκούει μου τῆς φωνῆς» (στ. 37). Ύστερα από όλα αυτά τα περί αληθείας ο Πιλάτος διατύπωσε το ερώτημα «τί ἐστιν ἀλήθεια;» χωρίς να περιμένει κάποια απάντηση και χωρίς ο Χριστός να του απαντήσει.

γ. Ερμηνευτικές παρατηρήσεις

Όλη η διαλογική συζήτηση μεταξύ Πιλάτου και Χριστού έχει ως αφορμή την κατηγορία ότι ο Χριστός είναι βασιλιάς των Ιουδαίων και ως κεντρικό της θέμα την αποδοχή εκ μέρους του Χριστού του τίτλου του βασιλιά, και την αδυναμία τόσο του Πιλάτου όσο και των Ιουδαίων να κατανοήσουν τη σημασία του τίτλου αυτού. Ο τίτλος όμως του βασιλιά συνδυάζεται από το Χριστο με τη μαρτυρία περί αληθείας, την όποια ήλθε να αποκαλύψει στον κόσμο.



Είναι γνωστό ότι η αναμονή της βασιλείας του Θεού ήταν το κεντρικό σημείο της εσχατολογικής ελπίδας των Ιουδαίων. Από αυτή πήγαζαν οι αντιλήψεις για τον μέλλοντα βασιλιά, ο οποίος αναμενόταν να είναι δίκαιος, ταπεινός και ειρηνικός και η κυριαρχία του να εκτείνεται μέχρι τα πέρατα της γης (Ζαχ. 9,9-10). Την ελπίδα αυτή την προκάλεσαν οι εθνικές δοκιμασίες του Ιουδαϊσμού μετά τη βαβυλώνια αιχμαλωσία. 

Οι Μακκαβαίοι βασιλείς δεν έπεισαν ότι είχαν να παρουσιάσουν κάτι το ξεχωριστό, γιατί υιοθέτησαν σε πολλά σημεία μεθόδους των ειδωλολατρών βασιλέων. Το ίδιο συνέβη και με τους Ηρώδες βασιλείς, οι οποίοι επηρεάζονταν και ενεργούσαν σύμφωνα με τις απαιτήσεις των Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Έτσι η αναμονή του εσχατολογικού βασιλιά, όπως περιγράφεται στις προφητείες και στους μεσσιανικούς Ψαλμούς, γίνεται αναγκαία και επιτακτική. Αλλοιώνεται όμως ο θρησκευτικός του χαρακτήρας, γιατί αναμένεται ως ο Μεσσίας που θα απελευθερώσει τους Ιουδαίους από την ξένη κυριαρχία και καταπίεση. Μέσα στα πλαίσια αυτά πρέπει να κατανοηθούν τα περί βασιλέως των Ιουδαίων της περικοπής. 

Το παράδοξο όμως είναι ότι οι Ιουδαίοι κατηγορούν στον Πιλάτο το Χριστό, για τον ισχυρισμό του ότι είναι βασιλιάς ενώ οι ίδιοι θα επιθυμούσαν ένα βασιλιά, ο οποίος θα τους απάλλασσε από τη ρωμαϊκή κυριαρχία. Δηλαδή κανονικά θα έπρεπε να τον κατηγορήσουν ότι δεν είναι ό βασιλιάς που εκείνοι θα ήθελαν να είναι. Αποκρύπτουν όμως την αλήθεια, γιατί μια τέτοια κατηγορία θα ήταν απαράδεκτη για τον Πιλάτο και τις ρωμαϊκές αρχές γενικά. Έτσι αναγκάζονται να του αποδώσουν την κατηγορία ότι ισχυρίζεται πως είναι βασιλιάς των Ιουδαίων και υπαινίσσονται ότι ανταγωνίζεται τον Καίσαρα. Με τον τρόπο αυτό αναγκάζονται να αναγνωρίσουν το Ρωμαίο αυτοκράτορα ως απόλυτο εξουσιαστή και των Ιουδαίων.

Ο Χριστός δέχεται μπροστά στον Πιλάτο τον τίτλο του βασιλιά, αλλά αρνείται κάθε πολιτικό και κοσμικό χαρακτήρα στη δική του βασιλεία λέγοντας ότι «ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου» (στ. 36). Παίρνοντας ίσως κάποια αφορμή από την απόκρυψη της αλήθειας και την υποκριτική συμπεριφορά των κατηγόρων του τονίζει το σκοπό της παρουσίας του στον κόσμο, ο οποίος είναι: «ἐγὼ εἰς τοῦτο γεγέννημαι καὶ εἰς τοῦτο ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον, ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ· πᾶς ὁ ὢν ἐκ τῆς ἀληθείας ἀκούει μου τῆς φωνῆς» (στ. 37). 

Όλα αυτά αναγκάζουν τον Πιλάτο να ρωτήσει: «τί ἐστιν ἀλήθεια;» (στ. 38). Είναι ένα πολύ σημαντικό και πολύ κρίσιμο ερώτημα και για την εποχή του και για κάθε εποχή. Είναι άγνωστο με ποια έννοια υπέβαλε ο Πιλάτος την ερώτηση αυτή. Ίσως εκφράζει κάποια απαισιοδοξία, ίσως, το πιο πιθανό, αδιαφορία, ίσως σαρκασμό, ίσως κάπως απίθανο, αγωνιώδη αναζήτηση από τον ίδιο, της πραγματικής αλήθειας.

Το πρόβλημα της αλήθειας είναι πολύ παλαιό και απασχόλησε τόσο τη φιλοσοφία όσο και τη θρησκεία. Στην Π.Δ. οι λέξεις που εκφράζουν την έννοια της αλήθειας χρησιμοποιούνται συχνά με θρησκευτικό περιεχόμενο και οι σημασίες τους είναι πολλές. Κατ’ αρχήν αλήθεια είναι η σταθερότητα, η εμπιστοσύνη, η πραγματικότητα, η εντιμότητα, η καλοσύνη, η ειλικρίνεια και ακόμη η ιδιότητα κάποιου να είναι σταθερός. Η έννοια της αλήθειας συνδέεται στενά με το Θεό και ταυτίζεται με την έννοια της πιστότητας (Ψλ. 131,11). 

Τα ίδια τα λόγια του Θεού, έκτος του ότι είναι αληθινά, χαρακτηρίζονται και ως αλήθεια (Ψλ. 118,160). Αλήθεια επίσης είναι ο νόμος του Θεού, η σοφία του Θεού, ο ίδιος ο Θεός (Ψλ. 24,5. 25,3. 85, 11). Στην Κ.Δ. η αλήθεια είναι το θέλημα του Θεού, ο λόγος του Θεού, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως «λόγος της αληθείας» (Εφ. 1,13 κ.α.) η «αλήθεια του ευαγγελίου» (Γαλ. 2,5.14).

Στη θεολογία του Ιωάννη ειδικότερα η έννοια της αλήθειας κατέχει κεντρική θέση. Ο Λόγος του Θεου, ο οποίος «σάρξ εγένετο και εσκήνωσεν έν ημίν» (Ιω. 1,14) ήταν «πλήρης χάριτος και αλήθειας» (Ιω. 1,14). Αυτή η χάρη και η αλήθεια πού ήρθε στον κόσμο «διά Ιησού Χριστού» είναι υπέρτερη του νόμου, ο οποίος δόθηκε «διά Μωυσέως». Η μία αποκάλυψη διαφέρει από την άλλη. 

Ο Μωυσής ήταν απλώς μεσολαβητής, ενώ ο Χριστός ο Λόγος του Θεού. Ακόμη ο νόμος ήταν σκιά των μελλόντων (Κολ. 2,17), ενώ στο πρόσωπο του Χριστού έχουμε αποκάλυψη του ίδιου του Θεού. Ο νόμος κατέστησε τους ανθρώπους ενόχους, ενώ η χάρη και η αλήθεια τους απάλλαξε από την ενοχή αυτή. Η αλήθεια που κήρυξε ο Χριστός στον κόσμο ήταν η αλήθεια που άκουσε από το Θεό (Ιω. 8,40). Το πιο σημαντικό στον Ιωάννη είναι ότι ο Χριστός είναι η αλήθεια και μάλιστα «η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Ιω. 14,6). Είναι ο ωραιότερος αυτοχαρακτηρισμός του Χριστού και μια από τις περιεκτικότερες θεολογικές εκφράσεις της Κ.Δ. Ο Χριστός είναι η οδός, η οποία οδηγεί τον πιστό σωστά και σταθερά κοντά στον Θεό Πατέρα και τον εντάσσει σε μια νέα οικογένεια, την οικογένεια του Θεού. Εκείνος δια του σταυρικού του θανάτου και της αναστάσεώς του αποκατέστησε τη χαμένη επικοινωνία του ανθρώπου με το Θεό Πατέρα.

Ο Χριστός είναι «και η αλήθεια» όχι απλώς αλήθεια – επειδή αποκαλύπτει τη μόνη αλήθεια, τον Πατέρα. Ο Χριστός είναι ακόμη «και η ζωή», γιατί με την ανάστασή του καταργεί το θάνατο και οδηγεί στην πραγματική και ατελευτητη ζωή. Η έννοια της αλήθειας συνυπάρχει στον Ιωάννη και με το Άγιο Πνεύμα. Χρησιμοποιεί τη φράση «το Πνεύμα τής αλήθειας» (14,17), η οποία σημαίνει ότι το Άγιο Πνεύμα έχει την αλήθεια, μαρτυρεί για την αλήθεια και προπαντός οδηγεί τους πιστούς «ἐν τῇ ἀληθείᾳ πάση» (Ιω. 16,13).


δ. Θεολογική προσέγγιση για το παρόν


Τί είναι αλήθεια; 

Είναι ένα ερώτημα πολύ επίκαιρο, πολύ επίμονο και πολύ δύσκολο. Η έννοια της αλήθειας απασχόλησε και απασχολεί τη φιλοσοφία, τη θρησκεία και την επιστήμη. Η αλήθεια δεν είναι παντού η ίδια. Χρησιμοποιείται σε πολλές περιπτώσεις και σε διαφορετικά επίπεδα. Έχει πολλές μορφές, και είναι φυσικό να έχει πολλές και ποικίλες σημασίες. Αυτό εμποδίζει τη διατύπωση τής άλήθειας μέ κάποιο γενικό ορισμό γι’ αυτό στον τομέα της φιλοσοφίας έχουν άναπτυχθεί πολλές θεωρίες που επιχειρούν να προσδιορίσουν την έννοια της αλήθειας. Το ερώτημα όμως τί είναι άλήθεια δεν είναι μόνο θεωρητικό, γιατί δεν υπάρχει μόνο η θεωρητική αλήθεια, η επιστημονική αλήθεια. Υπάρχει και η πρακτική, η καθημερινή αλήθεια. 

Αυτή που διαρκώς αντιμετωπίζει α άνθρωπος στην πορεία του μέσα στη ζωή, στις σχέσεις του με το συνάνθρωπο, στους σκοπούς που επιδιώκει, στις ελπίδες του, στις προσδοκίες του, στα προβλήματα που συναντά για το τί είναι σωστό, γνήσιο και πραγματικό και τί όχι. Έτσι όλοι οι άνθρωποι αναρωτιώνται σε πολλές στιγμές της καθημερινής τους δραστηριότητας τί είναι αλήθεια, γιατί όλοι αναζητούν την αλήθεια, απαιτούν την αλήθεια, αλλά συνήθως δεν συμφωνούν με αυτό που αντιμετωπίζουν ως αλήθεια, τους προβάλλεται ως αλήθεια ή τους επιβάλλεται ως αλήθεια. 

Το πρόβλημα για όλους αυτούς δεν είναι, αν αυτά που βλέπουν γύρω τους είναι αληθινά, αλλά αν αυτά που κατασκευάζουν και τους παρουσιάζουν οι συνάνθρωποί τους και τα απευθύνουν είτε στις αισθήσεις είτε στη νόηση, είναι αληθινά. Η επέμβαση του ανθρώπινου παράγοντα στη λειτουργία της αλήθειας συχνά αλλοιώνει την έννοια και το χαρακτήρα της. Δηλαδή το ερώτημα για το τι είναι αλήθεια ισχύει κυρίως για τις περιπτώσεις που υπεισέρχεται ο ανθρώπινος παράγοντας. Η αμαρτωλή διάθεση του ανθρώπου, η οποία εκδηλώνεται στον καθένα με τάσεις υπεροχής έναντι των άλλων, με την ανάγκη προβολής του εγώ του, με την περιφρούρηση μόνο των ατομικών του συμφερόντων, με την επιδίωξη αποκτήσεως υλικών αγαθών κλπ., διαστρεβλώνει την αλήθεια. Τότε που βρίσκεται η πραγματική αλήθεια; Που και πώς πρέπει να αναζητηθεί;

Η απόκτηση της αλήθειας είναι για τον κάθε άνθρωπο μια αναγκαιότητα, γιατί αποτελεί την ουσία της ζωής. Γι’ αυτό κάθε ενέργεια του ανθρώπου σε κάθε στιγμή της δραστηριότητάς του είναι και μια αναζήτηση της αλήθειας. Τί είναι αλήθεια; Ο ίδιος ο Χριστός, κατά τον ευαγγελιστή Ιωάννη (14,6), λέγει: «ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή». Η φράση αυτή περιέχει ό,τι ακριβώς αναζητεί και επιδιώκει ο άνθρωπος στη ζωή του. 

Πορεύεται κάποιο δρόμο αναζητώντας την αλήθεια για να κερδίσει τη ζωή. Ποιο δρόμο όμως πρέπει να ακολουθήσει, ποια αλήθεια να αναζητήσει και ποια ζωή να εξασφαλίσει; Η απάντηση υπάρχει στη φράση «ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή». Η πραγματική αλήθεια λοιπόν, λάμπει στο πρόσωπο του Χριστού και βιώνεται μέσα στην Εκκλησία από τον κάθε πιστό με την πίστη στο Χριστό και τη μίμηση του παραδείγματός του.


Δεν υπάρχουν σχόλια: