Ζούσε κάποτε σε ένα βασίλειο, ένας πολύ καλός βασιλιάς με τη γυναίκα βασίλισσά του και την κορούλα τους την Πούλια, που ήταν γλυκιά και όμορφη. Μια μέρα συμφορά χτύπησε το βασίλειο καθώς η βασίλισσα έπεσε βαριά άρρωστη και τελικά πέθανε.
Η Πούλια έκλαψε πολύ για τη μητέρα της, κι ο βασιλιάς δεν έβρισκε λόγια για να την ηρεμήσει. Όμως, ο χρόνος κύλισε, κι ο βασιλιάς ξαναπαντρεύτηκε. Αυτή τη φορά η γυναίκα που πήρε, αν και ήταν όμορφη, είχε κακό χαρακτήρα και ήταν ζηλιάρα.
Ζήλευε λοιπόν την Πούλια και όλο έβρισκε ευκαιρία να τη μαλώνει.
Στο μεταξύ γέννησε και η ίδια της ένα παιδί, τον Αυγερινό, τον οποίο υπεραγαπούσε. Ο Αυγερινός, ήταν καλόκαρδος και δε συμφωνούσε με τη μητέρα του που μεταχειρίζονταν έτσι την αδελφή του την Πούλια.
Αυτός την αγαπούσε πολύ, και προσπαθούσε να την υπερασπίζεται. Μια μέρα, η δύστροπη βασίλισσα αποφάσισε να σκοτώσει την Πούλια, για να έχει όλο το χρόνο για τον μοναχογιό της που υπεραγαπούσε. Την άκουσε που μιλούσε μόνη της ένα πουλάκι και έτρεξε να προλάβει τα κακά νέα στα δύο παιδιά.
Η Πούλια άρχισε να κλαίει από τη στεναχώρια της όμως το πουλάκι της είπε πως αν κάνει αυτό που θα της πει, δεν έχει κανένα φόβο. «Την ώρα που σε λούζει και σου δένει τις κορδέλες στα μαλλιά σου, ο Αυγερινός θα έρθει και θα στις πάρει. Εσύ θα τον κυνηγήσεις τάχα για να τις πάρεις πίσω. Όταν η βασίλισσα τρέξει κι αυτή με τη σειρά της πίσω σας, φρόντισε να κρατάς στα χέρια σου μία χτένα, ένα κομμάτι σαπούνι και λίγο αλάτι. Θα τα ρίξεις με τη σειρά πίσω σου καθώς θα τρέχεις». Έτσι κι έγινε.
Η βασίλισσα που τους ακολουθούσε τρέχοντας κι αυτή της έλεγε πως θα της αγοράσει καινούριες και τη φώναζε να γυρίσει πίσω, όμως τα δύο αδέλφια, πιασμένα χέρι χέρι έτρεχαν γρήγορα.
Έριξαν πρώτα πίσω τους τη χτένα και έγινε ένα μεγάλο δάσος γεμάτο τσουκνίδες κι αγκάθια. Η βασίλισσα κατάφερε να το περάσει.
Τότε έριξαν πίσω τους το κομμάτι το σαπούνι που μεταμορφώθηκε σε μεγάλους βράχους. Όμως η βασίλισσα κατάφερε να περάσει και τους βράχους.
Τέλος έριξαν το αλάτι κι έγινε μια θάλασσα τόσο βαθειά κι απέραντη που η βασίλισσα έμεινε στην ακρογιαλιά να κοιτά πώς η Πούλια έφευγε με τον αγαπημένο της γιό.
Τα δύο αδέλφια κάθισαν λίγο να ξεκουραστούν κι ο Αυγερινός διψασμένος έσκυψε να πιει νερό από μια λακούβα που είχε κάνει η πατημασιά ενός πρόβατου. «Μην πιείς από εδώ!» του είπε η Πούλια «γιατί θα γίνεις κι εσύ πρόβατο».
Ο Αυγερινός δεν την άκουσε και ήπιε. Τότε μεταμορφώθηκε σε αρνάκι. Η Πούλια προχώρησε και βρέθηκε μαζί με το αρνάκι της σε ένα βασίλειο που δεν γνώριζε. Επειδή φοβήθηκε, ανέβηκε σ' ένα δέντρο στο δάσος. Εκείνη την ώρα περνούσε το πριγκηπόπουλο και την είδε. Όσο κι αν την παρακάλεσε να κατέβει εκείνη δεν κατέβαινε με τίποτα. Ο πρίγκιπας γύρισε τότε στο παλάτι και παρακάλεσε τη σοφή μάγισσα του παλατιού να τον βοηθήσει.
Εκείνη, αφού άκουσε προσεκτικά τι είχε συμβεί, του είπε να της φέρει μία σκάφη, ένα κόσκινο, ένα σακί αλεύρι κι ένα γουρουνάκι. Τα πήρε και πήγε στο δάσος κάνοντας πως είναι μια μισότυφλη γριά. Κάθισε κάτω από το δέντρο που ήταν ανεβασμένη η Πούλια, έβαλε τη σκάφη ανάποδα, πήρε και το κόσκινο ανάποδα και άρχισε να κοσκινίζει το αλεύρι. Αυτό έπεφτε κάτω και το έτρωγε το γουρουνάκι.
Η Πούλια που την είδε της φώναξε «Αλλιώς γιαγιά το κόσκινο, αλλιώς και τη σκάφη, για να μη σου τρώει το αλεύρι το γουρούνι». Εκείνη έκανε πως δεν άκουσε και συνέχισε τα ίδια. Η Πούλια της ξαναφώναξε «Αλλιώς γιαγιά το κόσκινο, αλλιώς και τη σκάφη, για να μη σου τρώει το αλεύρι το γουρούνι».
Όταν είδε πως η γριά δεν την άκουγε, κατέβηκε να τη βοηθήσει.
Εμφανίστηκε τότε το πριγκηπόπουλο που ήταν κρυμμένο πίσω από ένα δέντρο και την άρπαξε.
Την πήγε στο παλάτι και της ζήτησε να τον παντρευτεί. Η Πούλια δέχτηκε και οι γάμοι έγιναν λαμπροί. Μόνο που στο τραπέζι σερβιρίστηκε και το αρνάκι που είχε η Πούλια μαζί της. Όταν εκείνη κατάλαβε πως η πεθερά της είχε μαγειρέψει επίτηδες το αρνάκι, στεναχωρήθηκε πάρα πολύ και μάζεψε τα κοκαλάκια του και τα έθαψε στον κήπο.
Τότε, φύτρωσε μια ψηλή ροδιά που αγκάλιασε με το φύλλωμά της την Πούλια. «Από την κακιά μάνα έπεσες στην κακιά πεθερά, αδελφούλα μου», της είπε, «έλα να φύγουμε μαζί να μένουμε από δω και πέρα στον ουρανό».
Την άρπαξε λοιπόν με τα κλαδιά που άρχισαν να μακραίνουν και να μακραίνουν μέχρι που ακούμπησαν τα σύννεφα. Κι από τότε τα δύο αδέλφια, η Πούλια κι ο Αυγερινός, ζουν μαζί με τα άλλα τα αστέρια στον ουρανό και δεν μπορεί να τους πειράξει πια κανείς.
Πλειάδες
Πλειάδες ή Πλειάς ή Μ45 στην Αστρονομία ονομάζεται μία «ανοικτή συστροφή» αστέρων, δηλαδή ένα ανοικτό αστρικό σμήνος, που ανήκει στον αστερισμό του Ταύρου.
Από τους αστέρες του σμήνους των Πλειάδων είναι ορατοί με γυμνό μάτι μόνο έξι ή οκτώ, ενώ με το τηλεσκόπιο αποκαλύπτεται ότι το σμήνος αποτελείται από 2.500 περίπου αστέρες μέχρι του 17ου μεγέθους. Οι λαμπρότεροι από αυτούς έχουν ιδιαίτερα ονόματα και είναι οι κόρες του Άτλαντα και της Πλειόνης: Αλκυόνη, Μαία, Μερόπη, Ηλέκτρα, Κελαινώ, Ταϋγέτη και Στερόπη.
Όλοι οι αστέρες των Πλειάδων παρουσιάζουν την αυτή ιδία κίνηση, που καταμαρτυρεί την κοινή φυσική καταγωγή και ύπαρξη και άλλων φυσικών δεσμών μεταξύ τους. Επίσης, οι αστέρες αυτοί περιβάλλονται από διάχυτη νεφελώδη ύλη που καλείται συνολικά «νεφέλωμα των Πλειάδων».
Οι Πλειάδες απέχουν από τη Γη περίπου 440 ως 480 έτη φωτός.
Τα ονόματά τους δόθηκαν από τις επτά Πλειάδες από την Ελληνική μυθολογία.
Λαογραφία
Οι από της αρχαιότητας παρατηρήσεις των Πλειάδων δεν ξέφυγαν της προσοχής του νεοελληνικού λαού, που τις ονόμασε κοινώς Πούλια ή Πλειά ή Πιλειά ή Απλειά ή Οπλειά ιδιωματικά και ιστορεί πως ήταν επτά αδελφές, γι΄ αυτό και τις αποκαλούν και «Εφτάστερο» ή «Εξάστερο» (η Μερόπη είναι δυσδιάκριτη), από όπου και ο λαϊκός στίχος από τα «Εκατολόγια της Αγάπης»: Έξι άστρα σέρνει η Πούλια.
Επίσης από τις παρατηρήσεις γεωργών και ποιμένων δόθηκε συνάφεια με τις εποχές, από όπου και η γνωστή παροιμία: «Όντας η Πούλια βασιλεύει, ο καλός ο ζευγολάτης αποσπέρνει, κι ούτε τσοπάνος στα βουνά, κι ούτε ζευγάς στους κάμπους».
Χαρακτηριστικές είναι και οι εκφράσεις: «Άμα σκάσει η Πούλια» ή «μέχρι να πέσει η Πούλια στη θάλασσα».
Κατά τη νεοελληνική παράδοση η Πούλια ήταν «κλώσσα με εφτά κλωσσόπουλα» από τα οποία επέζησε το ένα, ενώ τα άλλα έγιναν αστέρια, από όπου και το όνομα«Κλωσσαριά».
Στους ανατολικούς λαούς οι Πλειάδες συνδέθηκαν με την Αστρολατρία, έτσι οι Πέρσες γιόρταζαν κατά το μεσονύκτιο της 17ης Νοεμβρίου τη μεσουράνησή τους. Τότε ο βασιλέας των Περσών δεν αρνιόταν καμία χάρη που ζητούσαν οι υπήκοοί του. Αλλά και οι Αιγύπτιοι από αυτή την ημέρα άρχιζαν τις προς τιμή της Ίσιδος θρησκευτικές εορτές.
Στον Ινδουϊσμό ονομάζονται Κρττίκα(Krttika) ή και Κρατίκα και φέρονται να είναι οι σύζυγοι των επτά σοφών Ρίσσις(Rishis), οι οποίοι σχετίζονται με τους επτά αστέρες της Μεγάλης Άρκτου.
Όταν κάποτε αμφισβήτησαν οι επτά Ρίσσις την συζυγική πίστη των συζύγων τους, χώρισαν οι έξι από αυτούς και εκείνες τότε αποχώρησαν και έγιναν οι Πλειάδες. Άλλοι λαοί συνδύασαν τις Πλειάδες με τα επτά αγαθά πνεύματα των Βέντα και της Ζενταβέστα.
Σήμερα ακόμη για πολλές φυλές στην Πολυνησία οι Πλειάδες αποτελούν αντικείμενο λατρείας.
Πλειάδες (μυθολογία)
Οι Πλειάδες κατά τη μυθολογία ήταν κόρες του τιτάνα Άτλαντα και της Πλειόνης, αδελφές της Καλυψώς και των Υάδων. Την ύπαρξή τους οι αρχαίοι Έλληνες εμπνεύσθηκαν απ' τον ομώνυμοαστερισμό, που στα νεώτερα χρόνια έγινε γνωστός σαν Πούλια. Γεννήθηκαν στο όρος Κυλλήνη και θεωρούνταν θεότητες του βουνού. Από την ένωσή τους με το Δία, τον Ποσειδώνα και τονΆρη γεννήθηκαν θεοί και ήρωες.
Οι Πλειάδες ήταν εφτά, όπως και τα αστέρια του αστερισμού που είναι ορατά με γυμνό μάτι:
Η Ταϋγέτη, μητέρα του πρώτου βασιλιά της Σπάρτης Λακεδαίμονα από τον Δία
Μυθολογία
Σχετικά με το πώς οι Πλειάδες έγιναν αστερισμός, υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Η επικρατέστερη είναι πως αυτοκτόνησαν απ' τον καημό τους για την τιμωρία του πατέρα τους Άτλαντα να σηκώνει στους ώμους τον άξονα του κόσμου, ή για το χαμό των αδελφών τους Υάδων.
Η Βοιωτική παραλλαγή του μύθου λέει πως ο γίγαντας Ωρίωνας τις ερωτεύτηκε και τις καταδίωξε θέλοντας να τις απαγάγει. Η καταδίωξη συνεχίστηκε για πέντε χρόνια, οπότε οι Πλειάδες κατέφυγαν στο Δία, που τις έκανε αστερισμό για να τις γλιτώσει.
Ο Ωρίωνας όμως τις ακολούθησε στον ουρανό σαν αστερισμός κι αυτός, κι έτσι οι Πλειάδες, που προπορεύονται μπροστά του στον ουρανό, πέφτουν στη θάλασσα για να του ξεφύγουν.
Ο αστερισμός των Πλειάδων χρησίμευε για τον καθορισμό των εποχών στην αρχαιότητα, γιατί η εμφάνισή του στην ανατολή γινόταν τέλη Μαΐου και ανήγγειλε την είσοδο του καλοκαιριού, ενώ η δύση του προμήνυε την αρχή του χειμώνα.
Ο αρχαίος ποιητής Ησίοδος αναφέρει τις Πλειάδες στο Έργα και Ημέραι του δίνοντας πρακτικές συμβουλές.
πηγή-el.wikipedia.org
πηγή-el.wikipedia.org
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου