Κάποτε, σὲ ἄλλους καιροὺς καὶ χρόνους, τότε ποὺ ἡ ζωὴ ἦταν πιὸ ἁπλῆ, ἀνόθευτη ἀπὸ ἐξωτερικὲς παρεμβολές, οἱ ἄνθρωποι ξέρανε νὰ ζήσουν καὶ νὰ τιμήσουν τὶς γιορτές, τὶς μέρες τὶς καλές, ὅπως ἦταν καὶ εἶναι ἡ Πρωτομαγιὰ.
Αὐτὴ ἡ λαμπρὴ ἡμέρα, ἡ κορύφωση τῆς Ἄνοιξης, τοῦ κάλλους, μὲ τὸ πασχαλινὸ τὸ φῶς νὰ τὴν καταυγάζει ἀκόμα, γιορτάζονταν ἀπό τοὺς παλιοὺς Κληματιανοὺς μὲ μιὰ χάρη ποὺ συγκινεῖ ἀκόμα...
Γιατὶ Πρωτομαγιὰ σήμαινε τὸ βρασμένο φρέσκο γάλα μὲ τὰ πασχαλινὰ τὰ κουλούρια, τὸ ματσάκι τὰ λουλούδια μὲ κορυφαῖα τὰ μαγιάτικα τὰ τριαντάφυλλα καὶ τὸ κλαδὶ τῆς ἐλιᾶς ἔξω ἀπό τὴν πόρτα, πρωῒ - πρωΐ, ἀλλὰ καὶ τὴν ἑτοιμασία τοῦ κοφινιοῦ γιὰ τὸ σεργιάνι στὴν Ἁρμενόπετρα, ὅπου συνάζονταν οἱ χωρικοὶ γιὰ νὰ γλεντήσουν καὶ νὰ χαροῦν.
Γιατὶ τοὺς περίμεναν πολλὲς καὶ κοπιαστικὲς δουλιές, ὅπως τὸ θέρισμα καὶ τὸ μάζεμα τῶν χορταριῶν γιὰ τὰ ζωντανά, τὸ πελέκημα τῶν πεύκων καὶ ἡ συλλογὴς τῆς ρετσίνας, κ.ἄ. ἀκόμα. Σήμερα ὅμως, αὐτὴ τὴ χαρμόσυνη τὴ μέρα, ὄφειλαν νὰ τὴ χαροῦν σιμὰ στὴ θάλασσα, μὲ τοὺς μεζέδες, τὰ βρασμένα τ᾿ ἀβγά, τὸ φρέσκο τυρί, τὸ καλὸ τὸ κρασί, ἀλλὰ καὶ τὰ τραγούδια.
Μελωδία ποὺ λέγονταν μὲ ὅλη τὴ μεγαλοπρέπεια καὶ τὸ βαθὺ τὸ βίωμα, ἐκεῖνο ποὺ μονάχα αὐτοὶ καταλάβαιναν. Γι᾿ αὐτὸ τὸ πρωΐ, μὲ τὴ δροσιὰ ἀκόμα ὅταν κινοῦσαν γιὰ τὴν Ἁρμενόπετρα μὲ τὰ ζῶα τους, τὰ μουλάρια καὶ τὰ γαϊδουράκια, μὲ φορτωμένα τὰ ἐφόδια καὶ πίσω τους δεμένη ἡ γίδα τους μὲ τὰ κατσικάκια νὰ τὴν ἀκολουθοῦν, ἔβλεπες τότε πρόσωπα χαρωπά, μὲ γιορταστικὴ διάθεση καὶ εὐχές, πολλὲς εὐχὲς στὸ στόμα.
(Κάπου στὸ βάθος τῆς Μνήμης ἀπομένει μιὰ λιτή, ὡστόσο τόσο συγκινητική σκηνή, ποὺ ἐδῶ καὶ πενήντα τόσα χρόνια, ἀνεβαίνει μέσα μου τέτοιες μέρες καὶ ξαναφανερώνει ἔνα πρωϊνὸ τῆς Πρωτομαγιᾶς τῶν παιδικῶν χρόνων μὲ τὴ Μάνα καὶ τὴ γιαγιὰ νὰ πηγαίνουμε στὴν Ἁρμενόπετρα καὶ μαζύ μὲ τὸ γαϊδουράκι μας, τὴ «Μαΐτσα» καὶ τὴ γίδα μας ν᾿ ἀκολουθεῖ μονάχο του, ἐκείνο τὸ κανελλί τὸ κατσικάκι μας μὲ τὰ «σκουλαρίκια» κάτω ἀπό τὸ λαιμό του καὶ τὰ μικρὰ τὰ κερατάκια του στολισμένα μὲ λουλούδια... Πόσο πληγώνει αὐτὴ ἡ θύμηση, στ᾿ ἀλήθεια!)
Κι ὅταν φτάνανε στὴν ἀκροθαλασσιά, στρώνανε κάτω ἀπὸ τὰ δέντρα καὶ ἄφηναν ὅλο τὸ κέφι καὶ τὴ χαρὰ νὰ ξεχυθεῖ μέσα στὴ θεϊκὴ ἀτμόσφαιρα τῆς ἄνοιξης καὶ τῆς δόξας τῆς Ἀναστάσεως, ποὺ κορυφώνονταν ἐκεῖνες τὶς ὧρες.
Παρέες - παρέες ὁ κόσμος. Καὶ στὴ θάλασσα οἱ βάρκες καὶ τὰ βενζινάκια κόβανε βόλτες, στολισμένα στὴν πλώρη μὲ μεγάλα μπουκέτα λουλούδια ἤ ἁπλᾶ στεφάνια...
Ἀλλὰ ἠ εὐθυμία δὲν ἔπαυε καὶ στὸ γυρισμὸ τὸ ἀπόβραδο, ὅπου τὰ τραγούδια δὲ σταματοῦσαν, μήτε κι οἱ εὐχές. Πολλὲς εὐχές, καρδιακὲς εὐχές, χωρὶς τελειωμό καὶ ὑποκρισία.
Μέχρι ποὺ ἦρθε ἔνας ἄλλος καιρός, ὅπου ἡ Ἁρμενόπετρα περιφρονήθηκε, ἡ χαρὰ τῆς Πρωτομαγιᾶς μαράθηκε, ἐξατμίστηκε τὸ γνήσιο κέφι καὶ τὸ γλέντι ἔπαψε νὰ ἔχει ἐκεῖνον τὸν αὐθορμητισμό καὶ τὴν ἀρχοντιά. Τὴν ἀρχοντιὰ ποὺ τὴν ἐκφράζει ἡ ἁπλότητα, ἡ καλωσύνη καὶ ἡ φιλοτιμία: στοιχεῖα ποὺ σήμερα σπανίζουν ὅπως κι οἱ Ἄνθρωποι. Μὲ Α κεφαλαῖο.
«Ὁ Μάϊος μᾶς ἔφτασε / ἐμπρὸς βῆμα ταχύ / νὰ τὸν προϋπαντήσουμε / παιδιὰ στὴν ἐξοχή...».
(Κάπου στὸ βάθος τῆς Μνήμης ἀπομένει μιὰ λιτή, ὡστόσο τόσο συγκινητική σκηνή, ποὺ ἐδῶ καὶ πενήντα τόσα χρόνια, ἀνεβαίνει μέσα μου τέτοιες μέρες καὶ ξαναφανερώνει ἔνα πρωϊνὸ τῆς Πρωτομαγιᾶς τῶν παιδικῶν χρόνων μὲ τὴ Μάνα καὶ τὴ γιαγιὰ νὰ πηγαίνουμε στὴν Ἁρμενόπετρα καὶ μαζύ μὲ τὸ γαϊδουράκι μας, τὴ «Μαΐτσα» καὶ τὴ γίδα μας ν᾿ ἀκολουθεῖ μονάχο του, ἐκείνο τὸ κανελλί τὸ κατσικάκι μας μὲ τὰ «σκουλαρίκια» κάτω ἀπό τὸ λαιμό του καὶ τὰ μικρὰ τὰ κερατάκια του στολισμένα μὲ λουλούδια... Πόσο πληγώνει αὐτὴ ἡ θύμηση, στ᾿ ἀλήθεια!)
Κι ὅταν φτάνανε στὴν ἀκροθαλασσιά, στρώνανε κάτω ἀπὸ τὰ δέντρα καὶ ἄφηναν ὅλο τὸ κέφι καὶ τὴ χαρὰ νὰ ξεχυθεῖ μέσα στὴ θεϊκὴ ἀτμόσφαιρα τῆς ἄνοιξης καὶ τῆς δόξας τῆς Ἀναστάσεως, ποὺ κορυφώνονταν ἐκεῖνες τὶς ὧρες.
Παρέες - παρέες ὁ κόσμος. Καὶ στὴ θάλασσα οἱ βάρκες καὶ τὰ βενζινάκια κόβανε βόλτες, στολισμένα στὴν πλώρη μὲ μεγάλα μπουκέτα λουλούδια ἤ ἁπλᾶ στεφάνια...
Ἀλλὰ ἠ εὐθυμία δὲν ἔπαυε καὶ στὸ γυρισμὸ τὸ ἀπόβραδο, ὅπου τὰ τραγούδια δὲ σταματοῦσαν, μήτε κι οἱ εὐχές. Πολλὲς εὐχές, καρδιακὲς εὐχές, χωρὶς τελειωμό καὶ ὑποκρισία.
Μέχρι ποὺ ἦρθε ἔνας ἄλλος καιρός, ὅπου ἡ Ἁρμενόπετρα περιφρονήθηκε, ἡ χαρὰ τῆς Πρωτομαγιᾶς μαράθηκε, ἐξατμίστηκε τὸ γνήσιο κέφι καὶ τὸ γλέντι ἔπαψε νὰ ἔχει ἐκεῖνον τὸν αὐθορμητισμό καὶ τὴν ἀρχοντιά. Τὴν ἀρχοντιὰ ποὺ τὴν ἐκφράζει ἡ ἁπλότητα, ἡ καλωσύνη καὶ ἡ φιλοτιμία: στοιχεῖα ποὺ σήμερα σπανίζουν ὅπως κι οἱ Ἄνθρωποι. Μὲ Α κεφαλαῖο.
π. Κ. Ν. Καλλιανός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου