Αναρωτηθήκατε ποτέ, εάν η εικόνα που έχουμε σχηματίσει από την παράδοση για την προσωπικότητα του Οδυσσέα, του βασιλιά της Ιθάκης, συμφωνεί με εκείνη που ειδικά προβάλλεται μέσα από το έπος της Οδύσσειας; Είναι πράγματι ένας πανούργος και ένας εκτελεστής διαταγών, όπως τον εμφανίζει σε μερικές περιπτώσεις η τραγωδία (Εκάβη, Φιλοκτήτης κτλ.), ή διακρίνεται περισσότερο για τη σύνεση, την καρτερία και την ανθρωπιά του, όπως εμφανίζεται στην Οδύσσεια;
Ο ποιητής με τους πρώτους στίχους του έπους (προοίμιο) σκιαγραφεί τον άγνωστο ακόμη ήρωα (Οδυσσέα) και πληροφορεί τον ακροατή ή τον αναγνώστη για τα σπουδαιότερα γνωρίσματά του: πολύτροπος,πουλυταξιδεμένος, κατακτητής, πολύπειρος, πολυπαθής, φιλέταιρος, για να τα συμπληρώσει με την εξέλιξη του μύθου: πολύτλας=καρτερικός, πολύμητις=ευφυής ή πολύ σοφός. δίος=θεϊκός.
Έτσι ο ποιητής προετοιμάζει τον αναγνώστη για τον ήρωα του οποίου το όνομα θα αποκαλύψει αργότερα, δηλαδή του Οδυσσέα, ο οποίος τελικά θα επαληθεύσει όλα αυτά τα γνωρίσματα που η παράδοση του αποδίδει.
Στην Οδύσσεια, ο βασιλιάς της Ιθάκης, περιπλανιέται επί δέκα ολόκληρα χρόνια μετά το τέλος του τρωικού πολέμου σε στεριές και θάλασσες.
Αντιμετωπίζει άπειρους κινδύνους, πλην όμως εκείνος τους προσπερνά, έχοντας τάξει σκοπό στη ζωή του τονόστο, την επιστροφή στην πατρίδα του Ιθάκη, που θα πραγματοποιηθεί αλλά σε μια κοινωνία διαφορετική από εκείνη που άφησε, σε μια κοινωνία εξελισσόμενη, που ζητά τη δική της συνοχή μέσα απ’ τον αυτοσεβασμό και το σεβασμό του άλλου, μέσα από την αξία της εργασίας, της αγάπης για την πατρίδα, για την οικογένεια, για την τιμή και την κατάκτηση της αρετής.
Ο άνθρωπος της κοινωνίας αυτής γνωρίζει καλά τις δυσκολίες της ζωής και αγωνίζεται να βελτιώσει τη ζωή του, να προοδεύσει και να καταξιωθεί ανάμεσα στους συνανθρώπους του. Αντιλαμβάνεται πως τίποτα δε χαρίζεται και ότι τα πάντα κατακτώνται από τον ίδιο με εργασία, με προσπάθεια, με διαρκή πάλη και αγώνα.
Επομένως, θα ήταν μεγάλο λάθος να σχηματίσει κανείς την αντίληψη ότι η Οδύσσεια, επειδή αναφέρεται σε έναν κόσμο υπό διαμόρφωση, δεν έχει κανόνες ή θεσμούς που ρυθμίζουν τη ζωή των ανθρώπων της εποχής εκείνης.
Ο ομηρικός κόσμος είναι ένας κόσμος πολιτισμού, διαπνέεται από ιδανικά, από αγάπη για τη ζωή και τον αγώνα που θα του δώσει δόξα (κλέος) και νίκη (κύδος). Σε πολλά σημεία του έπους αυτού αντιπαρατίθεται ο κόσμος του πολιτισμού και της ανθρωπιάς, στον κόσμο της αγριότητας και του πρωτογονισμού (Κυκλώπεια), όπως ακριβώς αντιτίθεται το φως στο σκοτάδι και η αρετή στην κακία.
Με τα έπη του Ομήρου η κοινωνία εκείνη βγαίνει από το μύθο και αναζητά το λόγο, την αιδώ, τη δικαιοσύνη και την αρετή.
Έτσι, μέσα από την αφήγηση του ποιητή θα οδηγηθούμε να γνωρίσουμε καλύτερα τις αρχές αυτές και να διαγράψουμε το ήθος του ομηρικού ανθρώπου, κυρίως του Οδυσσέα, του βασικού ήρωα της Οδύσσειας.
Θα περιοριστούμε, βέβαια, σε λίγα σημεία του έπους, σ’ εκείνα ακριβώς όπου καθρεφτίζεται ολοκάθαρα το ήθος του ήρωα αλλά και των άλλων ανθρώπων, για να φτάσουμε εξ απαλών ονύχων στην αλήθεια, στην πραγματική σκιαγράφηση του ήθους του.
Αν ανατρέξουμε, λοιπόν, στα γεγονότα της χ ραψωδίας, δηλαδή στη μνηστηροφονία, όπου ο Οδυσσέας σκοτώνει όλους τους ασεβείς και αλαζόνες μνηστήρες, θα μείνουμε έκθαμβοι από την αναπάντεχη ενέργειά του, η οποία αποκαλύπτει το επίπεδο του ανθρώπου και δείχνει το ήθος και τη σύνεσή του.
Πρόκειται για το περιστατικό της κρίσιμης στιγμής του μακελειού, όταν ο Τηλέμαχος, επεμβαίνοντας, παρακαλεί τον πατέρα του να σώσει τη ζωή του αοιδού Φήμιου και του κήρυκα Μέδοντα.
Τον πρώτο, γιατί χωρίς τη θέλησή του τραγουδούσε στα γλέντια των μνηστήρων, και θα ήταν άδικο να τιμωρηθεί για κάτι που έκανε ακουσίως, το δεύτερο, γιατί ακόμη από παιδί τον αγαπούσε και ήταν δίπλα του όλα αυτά τα δύσκολα χρόνια.
Τη στιγμή εκείνη της ευθύνης ο υπέροχος νέος αισθάνεται την ανάγκη να αποδοθεί δικαιοσύνη σε ανθρώπους αθώους και ενάρετους. Έχει προσωπική γνώση και νιώθει ηθική υποχρέωση να επέμβει και να σώσει τη ζωή τους. Ο Οδυσσέας συναινεί στην παράκληση του γιου του και, χαρίζοντας τη ζωή στον αοιδό Φήμιο και στον κήρυκα Μέδοντα, λέει ενδεικτικά στον τελευταίο:
Θάρσει, επεί δη σ’ ούτος ερύσατο και εσάωσεν,
όφρα γνως κατά θυμόν, ατάρ είπησθα και άλλω,
ως κακοεργίης ευεργεσίη μέγ’ άμείνων (χ 361-363).
Μη φοβηθείς και τη ζωή να τη χρωστάς στο γιο μου,
για να το ιδείς και μόνος σου και να το πεις στους άλλους,
πως το καλό είναι ανώτερο απ’ την κακή πράξη.
Ο πολυμήχανος άνδρας αξιολογεί μια πράξη, την οποία θεωρεί τίμια και ηθική, γι’ αυτό και ανταμείβει τον άνθρωπο με το μεγαλύτερο δώρο. Του χαρίζει τη ζωή! Ταυτόχρονα όμως συμβουλεύει το Μέδοντα να το πει, να το γνωστοποιήσει και στους άλλους, για να γνωρίζουν πως μια καλή πράξη είναι πάντα ανώτερη από μια κακή και ανήθικη. Αυτό είναι το απόσταγμα της σοφίας και της εμπειρίας που απέκτησε όλα αυτά τα χρόνια ο βασιλιάς της Ιθάκης, τόσο στον πόλεμο, όσο και στις δεκάχρονες περιπλανήσεις του σε στεριά και θάλασσα.
Ποια καλύτερη μαρτυρία θα χρειαζόταν, λοιπόν, ο σημερινός αναγνώστης να γνωρίσει το ήθος του ήρωα της εποχής εκείνης;
Αν και μόνον αυτή η μαρτυρία σωζόταν, νομίζουμε πως θα ήταν αρκετή να αντιληφθούμε ότι ο ομηρικός κόσμος δε ήταν χωρίς αξίες και χωρίς ιδανικά. Ήταν ένας κόσμος πολιτισμού, που πέρα από τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες της καθημερινότητας, διέθετε πάντα μια σπίθα ανθρωπιάς, ήθους, εντιμότητας, θεοσέβειας και αρετής. Το γνωρίζει ο Οδυσσέας, γι’ αυτό, κάθε φορά που βρίσκεται σε άγνωστη χώρα, αναρωτιέται αν οι άνθρωποί της είναι πολιτισμένοι, αν έχουν νόμους και πιστεύουν σε θεούς.
Έτσι συμβαίνει και όταν αποφασίζει να επισκεφτεί το νησί των Κυκλώπων, που έβλεπε απέναντί του, για να διαπιστώσει, αν εκεί μένουν και ζουν άνθρωποι πολιτισμένοι ή άγριοι και ασεβείς στους θεούς. Αφήνει τους συντρόφους του καραβιού του μακριά από τη χώρα που πρόκειται να επισκεφτεί και, με τη συνοδεία λίγων ανδρών(12), επιχειρεί να ικανοποιήσει την περιέργειά του.
Άλλοι μεν νυν μίμνετ’, εμοί ερίηρες εταίροι×
αυτάρ εγώ συν νηί τ’ εμή και εμοίς ετάροισιν
ελθών τώνδ’ ανδρών πειρήσομαι, οί τινές εισιν,
ή ρ’ οι γ’ υβρισταί τε και άγριοι ουδέ δίκαιοι,
ηέ φιλόξενοι και σφίσιν νόος εστί θεουειδής.
Οι άλλοι εδώ να μείνετε τώρα, πιστοί σύντροφοι,
κι εγώ με το καράβι μου και τους δικού μου ανθρώπους,
θα πάω να μάθω ποίοι είναι αυτοί που κατοικούν τον τόπο,
άγριοι αν είναι κι άπιστοι και δίκιο αν δεν κατέχουν,
ή τους θεούς αν σέβονται κι άντρες φιλόξενοι είναι (ι 172-176).
Με λίγα λόγια ο ήρωας παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά του πολιτισμένου και του απολίτιστου ανθρώπου και θέλει να γνωρίσει, αν οι άνθρωποι του χώρου αυτού ανήκουν στην πρώτη ή στη δεύτερη κατηγορία. Δυστυχώς όμως για τον Οδυσσέα και τους συντρόφους του, η επίσκεψή τους ήταν απρόσμενα επικίνδυνη και στοίχισε τη ζωή μερικών από αυτούς, που έγιναν νόστιμο έδεσμα του τέρατος που άκουγε στο όνομα Πολύφημος!
Ένας ήρωας όμως που έχει τόλμη και ανδρεία, καρτερία και επινοητικότητα (πολύτροπος, πολυμήχανος), πάντα βρίσκει τρόπους να αντιμετωπίζει με επιτυχία τους κινδύνους. Μέθυσε τον Κύκλωπα, τον τύφλωσε και έτσι έσωσε τη δική του ζωή αλλά και των συντρόφων του.
Στο σημείο αυτό πρέπει να διευκρινίσουμε πως ο ποιητής, αν και αποκαλεί πολυμήχανο και πολύτροπο τον Οδυσσέα, φαίνεται ότι το πράττει όχι τόσο, για να ψέξει τον ήρωα, όσο για να τον αναδείξει, αφού, την επινοητικότητά του και τη σοφία του δεν τη χρησιμοποιεί παρά μόνο να αντιμετωπίζει και να εξουδετερώνει κινδύνους και να επιβιώνει. Ποτέ δεν είναι κακόβουλα δόλιος, ούτε είναι άπιστος με τη θέλησή του. Έτσι τα δύο επίθετα φωτίζουν θετικά την προσωπικότητα του Οδυσσέα.
Πολλοί τον κατηγόρησαν για απιστία απέναντι στην καθόλα πιστή και συνετή Πηνελόπη. Πόσο όμως ευσταθεί μια τέτοια κατηγορία, αν λάβει κανείς υπόψη τις συνθήκες κάτω από τις οποίες βρέθηκε ο ήρωας στο περιπετειώδες ταξίδι του για την επιστροφή στην Ιθάκη, όταν διέπραξε τις απιστίες του αυτές με την Κίρκη και την Καλυψώ;
Ο Οδυσσέας ζει με ένα όνειρο: να γυρίσει στην πατρίδα (νόστος). Ο πραγματικός του έρωτας είναι η συνετή και πιστή Πηνελόπη. Γι’ αυτό, αν κάποτε γίνεται εραστής της Κίρκης και της Καλυψώς, σ’ αυτό υποχρεώνεται από τις συνθήκες, από την ανάγκη και από σκοπιμότητα ίσως, αφού, ως θνητός, είναι αδύνατο να απορρίψει τις επιθυμίες μια θεάς.
Τρανή απόδειξη ότι απορρίπτει την αθανασία που του υπόσχεται η Καλυψώ και προτιμά τη θνητότητα και τη λευτεριά του από τα πλοκάμια της κόρης του Άτλαντα. Ο ήρωας είναι αφοσιωμένος σε ένα σκοπό, στο νόστο. Δε δελεάζεται με υποσχέσεις, γιατί προτιμά, όπως λέει ο ίδιος, να δει να βγαίνει καπνός πάνω από τη γη της πατρίδας του και ας πεθάνει.
αιεί δε μαλακοίσι και αιμυλίοισι λόγοισι
θέλγει, όπως Ιθάκης επιλήσεται× αυτάρ Οδυσσεύς,
ιέμενος και καπνόν αποθρώσκοντα νοήσαι
ης γαίης, θανέειν ιμείρεται....
(Και η Καλυψώ) όλο με τα μαργιόλικα και τα γλυκά της λόγια
(νύχτα και μέρα) τον πλανά το Θιάκι να ξεχάσει.
Μα ο Οδυσσέας και καπνό ποθεί να ιδεί απ’ αγνάντια
να βγαίνει απ’ την πατρίδα του ψηλά κι ας ξεψυχήσει(α 56-59).
Όταν όμως λίγο αργότερα η Καλυψώ παίρνει την εντολή από τους θεούς να αφήσει ελεύθερο τον Οδυσσέα να επιστρέψει στην Ιθάκη, εκείνη καταβάλλει μια ύστατη προσπάθεια να τον κρατήσει κοντά της. Του υπόσχεταιαθανασία. Και όταν εκείνος απορρίπτει την πρότασή της, τον ρωτά, αν επιμένει στην άρνησή του είναι γιατί προτιμά την Πηνελόπη περισσότερο από εκείνη, που είναι θεά; Ο Οδυσσέας, που καταλαβαίνει τον πόνο της ερωτευμένης θεάς, της απαντά:
Πότνια θεά, μη μοι τόδε χώεο× οίδα και αυτός
πάντα μάλ’ ούνεκα περίφρων Πηνελόπεια
είδος ακιδνότερη μέγεθός τ’ εις άντα ιδέσθαι×
η μεν γαρ βροτός εστι, συ δ’ αθάνατος και αγήρως.
αλλά και ως εθέλω και εέλδομαι ήματα πάντα
οίκαδε τ’ ελθέμεναι και νόστιμον ήμαρ ιδέσθαι.
Συμπάθα με, λατρευτή θεά. Καλά κι εγώ το ξέρω
σαν πόσο φαίνεται άσχημη μπροστά σου η Πηνελόπη,
στ’ ανάστημα και στη μορφή, τις δυο όποιος συγκρίνει.
Θνητή είναι εκείνη, μα θεά κι αγέραστη είσαι ατή σου.
Μα κι έτσι πάντα λαχταρώ να φτάσω στην πατρίδα
και να τη δουν τα μάτια μου του γυρισμού τη μέρα(ε 215-220).
Το βασιλιά όμως της Ιθάκης δε διεκδικούν οι δύο θεότητες, η Κίρκη και η Καλυψώ αλλά και η θεά Αθηνά, για άλλο όμως λόγο.
Η Αθηνά, η θεά της σοφίας, συμπαθεί τον ήρωα και τον συμπαραστέκεται. Σε μια μάλιστα κατά πρόσωπο συνομιλία μαζί του στην ακτή της Ιθάκης, ομολογεί στον ίδιο ότι ενεργεί έτσι, γιατί της μοιάζει στη σοφία και τη γνώση.
αλλ’ άγε μηκέτι ταύτα λεγώμεθα, ειδότες άμφω
κέρδε’,...επεί συ μεν έσσι βροτών οχ’ άριστος απάντων
βουλή και μύθοισιν, εγώ δ’ εν πάσι θεοίσι.
[...]
Νυν αυ δεύρ’ικόμην, ίνα τοι συν μήτιν υφήνω
χρήματά τε κρύψω...είπω δ’ όσσα δόμοις ένι
κήδε’ανασχέσθαι...
Μόν’ έλα ας τα αφήσουμε, το ξέρουμε κι οι δυο μας
ποιο μας συμφέρει, αφού και συ απ’ όλους τους ανθρώπους
ο πρώτος είσαι στη βουλή και στη ρητοροσύνη,
κι εγώ για τη σοφία μου και την πολλή μου γνώση
στον ουρανό φημίζομαι στους αθανάτους όλους.
[...]
Τώρα πάλε έφτασα κι εδώ βουλή μαζί σου να βρω
να κρύψω αυτούς τους θησαυρούς...και να σου πω
όσα βάσανα γραφτό είναι να περάσεις στ’ αρχοντικό σου... (ν 296-307)
Η θεά όχι μόνο δεν τον παρατηρεί για κάτι ανήθικο που έκανε μα αντίθετα αιτιολογεί τη συμπάθειά της προς το πρόσωπό του και του λέει ευθέως ότι τον συμπαθεί και τον συντρέχει, γιατί της μοιάζει. Γιατί εκείνος είναι το δυνατό μυαλό ανάμεσα στους θνητούς, ενώ εκείνη φημισμένη για τη γνώση και τη σοφία της ανάμεσα στους αθάνατους. ΄Ομοιος ομοίω αεί πελάζει.
Η γενναιότητα και η σύνεση του ήρωα αποκαλύπτεται και σε μια άλλη χαρακτηριστική περίπτωση, όταν ο Οδυσσέας έχει επιστρέψει στην Ιθάκη και έχει εξοντώσει τους ασεβείς μνηστήρες. Ο ίδιος είναι καταματωμένος από μεγάλο φονικό που συντελέστηκε στο παλάτι του και αναμένει την παραμάνα του Ευρύκλεια, να της δώσει κάποιες εντολές. Εκείνη, βλέποντάς τον μέσα στα αίματα και ξαπλωμένους κάτω τους μνηστήρες νεκρούς, πάει να φωνάξει με χαρά και να θριαμβολογήσει για το γεγονός.
Κι ως είδε η βάγια τους νεκρούς, το αίμα τους σαν ποτάμι
πήγε να βάλει τις φωνές, τέτοια χαρά σαν είδε.
Μα τη σταμάτησε ο θεϊκός Οδυσσέας να φωνάξει,
κι έτσι στη βάγια μίλησε με φτερωμένα λόγια×
«Μέσα σου κράτα τη χαρά και μη φωνάζεις, βάγια,
γιατί είναι κρίμα τους νεκρούς να χαίρεσαι όταν βλέπεις.
Η μοίρα αυτούς τους χάλασε και τα κακά τους έργα (χ 407-414).
Έτσι μιλά ο ευφυής και συνετός άνδρας. Οι χαρές και οι πανηγυρισμοί είναι ασέβεια στους νεκρούς, γιατί αυτοί τιμωρήθηκαν δίκαια από τη μοίρα τους, επειδή έπραξαν το κακό.
Ο Οδυσσέας δεν μπορεί να κατηγορηθεί για την πράξη του αυτή, γιατί υπήρξε το μέσο της μοίρας, για να τιμωρηθούν οι αλαζόνες και οι ασεβείς μνηστήρες. Την πράξη της μνηστηροφονίας αποδέχεται και η συνετή Πηνελόπη, όταν παρατηρεί την Ευρύκλεια για τη χαρά που δείχνει για το φόνο των μνηστήρων.
Ακόμα, βάγια μου καλή, μην καμαρώνεις τόσο.
[…]
Όμως δεν είναι ο λόγος σου σωστός όπως τον είπες,
μα κάποιος σκότωσε θεός τους άτροπους μνηστήρες,
που θύμωσε για τ’ άπονα και τ’ άνομά τους έργα.
Γιατί κανέναν αυτοί θνητό στον κόσμο δεν ψηφούσαν,
είτε μεγάλο είτε μικρό, που τύχαινε μπροστά τους.
γι’ αυτό την πάθανε άσκημα μ’ αυτές των τις περηφάνιες (ψ 60-68).
Δεν πρέπει όμως να οδηγηθούμε και στο άλλο άκρο, ώστε να χαρακτηρίσουμε τον Οδυσσέα τέλειο. Είναι κι αυτός μια προσωπικότητα λαμπρή αλλά με προτερήματα και μειονεκτήματα. Στο βάθος όμως είναι ένας θεοσεβής άνδρας. Τιμά και σέβεται τους θεούς.
Η θεά Αθηνά στέκεται δίπλα του και τον προστατεύει σε κάθε δύσκολη στιγμή, κι αυτός τη σέβεται και επικαλείται συχνά τη βοήθειά της. Την αγάπη και τη φροντίδα της θεάς για τον Οδυσσέα ομολογεί και ο Νέστορας, θέλοντας να ενισχύσει το φρόνημα του Τηλέμαχου, όταν τον επισκέφτηκε στην Πύλο, αναζητώντας πληροφορίες για τον πατέρα του. Άκουσε, Τηλέμαχε, του λέει, αν σ΄ αγαπούσε η Αθηνά όπως αγαπούσε τον πατέρα σου, τότε δε θα είχες να φοβηθείς τίποτα στη ζωή.
ου γαρ πω ίδον ώδε θεούς αναφανδά φιλεύντας
ως εκείνω αναφανδά παρίστατο Παλλάς Αθήνη.
Γιατί δεν είδα από τους θεούς έτσι άλλη αγάπη ακόμα πιο φανερή καθώς αυτόν(τον Οδυσσέα) προστάτευε η Παλλάδα.
Και στρεφόμενος προς τον Τηλέμαχο του λέει:
αν σ΄αγαπούσε κι εσένα τόσο η Αθηνά
ποτέ δεν είχες να φοβηθείς κανένα. (γ 221-222)
Και είναι σαν να παραδέχεται ο σοφός Νέστορας, ότι, όταν η ανθρώπινη σοφία και σύνεση συνεπικουρείται από τη θεϊκή βούληση και η θεοσέβεια είναι πηγαία και διαρκής, τότε ο άνθρωπος εύκολα αντιμετωπίζει όλες τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες που θα συναντήσει μπροστά του. Και επειδή ένας θεός εκ προοιμίου δεν μπορεί παρά να είναι έντιμος, ηθικός και δίκαιος, τότε γατί να μη δεχτούμε πως τα χαρακτηριστικά αυτά υπάρχουν, έστω σε μικρότερο βαθμό και στον Οδυσσέα, το συνομιλητή της θεάς Αθηνάς;
Στην Οδύσσεια θίγονται πολλά ζητήματα. Η φιλοσοφία για τη ζωή διέπει όλο το νόστο του Οδυσσέα από την αρχή ως το τέλος. Αναφέρεται στο ηθικό και κοινωνικό επίπεδο, στη θρησκεία και τη θεοσέβεια, στο σεβασμό προς τους νεκρούς και στην αξία της φιλίας, στην αγάπη που επικρατεί μεταξύ των μελών της οικογένειας και στη συμμετοχή στα κοινά, στην αγάπη προς την εργασία, προς την τιμή και αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Πρόκειται για αξίες που συνέχουν τον ομηρικό κόσμο.
Μ’ αυτές τις αξίες έρχεται σε επαφή και ο μεγάλος ήρωας της Οδύσσειας και αυτές πρεσβεύει και τιμά. Η συνάντησή του με τους βάρβαρους του δίνει το δικαίωμα να χαρακτηρίζει τους Λωτοφάγους ως άνομους, τους Λαιστρυγόνες ως ξενόφοβους, τους Κύκλωπες ως ανθρωποφάγους και ασεβείς στους θεούς. Ακόμη και τους συντρόφους του, όταν μιλά για τα ασεβή προς τους θεούς έργα, τους χαρακτηρίζει νήπιους, ανόητους, γιατί κατ’ επανάληψη παρέβησαν τους θεϊκούς νόμους παρά τις συμβουλές του να τους σέβονται.
αυτων γαρ σφετέρησιν ατασθαλίησιν όλοντο,
νήπιοι, οι κατά βους Υπερίονος Ηελίοιο
ήσθιον× αυτάρ ο τοίσιν αφείλετο νόστιμον ήμαρ.
Γιατί μονάχοι χάθηκαν από δικό τους κρίμα,
οι άσεβοι, που φάγανε τ’ Ουρανοδρόμου Ήλιου
τα βόδια και τους στέρησε του γυρισμού την μέρα (α 7-9).
Πρόκειται για ανθρώπους που είχαν τη δυνατότητα να αποφύγουν τα κρίματα αυτά και γι’ αυτό τους τιμώρησε ο θεός, στερώντας τους του γυρισμού τη μέρα στην πατρίδα. Η τιμωρία στην περίπτωση αυτή είναι δίκαια, γιατί ό,τι έπραξαν εκείνοι το έπραξαν με ελεύθερη βούληση, χωρίς εξαναγκασμό, και τιμωρήθηκαν από τη θεία δίκη οι νήπιοι, οι ασύνετοι, οι μωροί.
Ο Οδυσσέας όμως έχει δώσει απτά δείγματα γραφής της επινοητικότητάς του. Γιατί, κάθε φορά που βρισκόταν σε δύσκολη θέση να αποκαλυφτεί η ταυτότητά του, επινοούσε και μια πλαστή ιστορία. Να λοιπόν και μια πτυχή που το ψέμα απενοχοποιείται, όταν λέγεται από κάποιον, για να αποφύγει ολέθριες συνέπειες για τον ίδιο.
Χρησιμοποιούσε ο ήρωας την πλαστή ιστορία από ανάγκη, όχι από ευχαρίστηση, γιατί έτσι απέφευγε την αποκάλυψη της ταυτότητάς του, που εγκυμονούσε κινδύνους για τον ίδιο, αφού θα μπορούσε η αλήθεια να ματαιώσει το νόστο οριστικά. Ο Οδυσσέας, εκμεταλλευόμενος την επινοητικότητά του, καταφεύγει στις πλαστές του αφηγήσεις. Γι’ αυτό εμφανίζεται κάθε φορά με διαφορετική ιδιότητα και διαφορετικό όνομα. Εμφανίζεται:
ως Ούτις=Κανένας στον Κύκλωπα (ι 260),
ως Κάστωρ Υλακίδης στον Εύμαιο (ξ 199),
ως κουρσάρος στον Αντίνοο (ρ 420),
ως γιος του Δευκαλίωνα στην Πηνελόπη (τ 172) και
ως Επήριτος, γιος του Αφείδαντα, στον πατέρα του Λαέρτη (ω 303).
Αυτός λοιπόν ο Ούτις (=Κανένας), μετά τη σωτηρία του από το ανθρωποφάγο τέρας, θα μεταμορφωθεί από έναν ταλαιπωρημένο ναυαγό στο ακρογιάλι της Σχερίας, στον πραγματικό Οδυσσέα, βασιλιά της Ιθάκης, για να φτάσει με τη βοήθεια του Αλκίνοου στην πατρίδα του και στο καλύβι του Εύμαιου, μεταμορφωμένος από την Αθηνά ως ζήτουλας, το ίδιο και στο παλάτι του και στους ανθρώπους του παλατιού, για να φανερωθεί τελικά μπροστά στα έκπληκτα μάτια των ασεβών μνηστήρων ως Οδυσσέας, που θα τιμωρήσει τους μνηστήρες του θρόνου και της Πηνελόπης και θα γίνει πάλι κυρίαρχος του θρόνου του και θα κερδίσει για δεύτερη φορά σε αγώνα την πιστή του γυναίκα Πηνελόπη.
Έτσι σκιαγραφεί το ήθος του ήρωα ο ποιητής στηνΟδύσσεια, ενός ήρωα γενναίου, αποφασιστικού, πολυμήχανου και καρτερικού, που νικά τους αντιπάλους του και κερδίζει την αγαπημένη του Πηνελόπη και το θρόνο της Ιθάκης, για να ζήσουν πια όλοι μαζί (Λαέρτης, Οδυσσέας, Πηνελόπη, Τηλέμαχος) ευτυχισμένοι, με την επέμβαση της Αθηνάς, που σταματά τον πόλεμο και θέτει ανάμεσα στη βασιλική οικογένεια και τους υπηκόους του βασιλείου πιστούς αγάπης όρκους.
Το μίσος και η εχθρότητα ανάμεσα στους ανθρώπους έχει ηττηθεί από την ομόνοια και την αγάπη.
Δ. Κ. ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου