«Ἕλληνες ἀεί παῖδες ἐστε, γέρων δέ Ἕλλην οὐκ ἔστιν» (Πλάτων, Τίμαιος, 22b).


"Ὁμολογεῖται μὲν γὰρ τὴν πόλιν ἡμῶν ἀρχαιοτάτην εἶναι καὶ μεγίστην καὶ παρὰ πᾶσιν ἀνθρώποις ὀνομαστοτάτην· οὕτω δὲ καλῆς τῆς ὑποθέσεως οὔσης,
ἐπὶ τοῖς ἐχομένοις τούτων ἔτι μᾶλλον ἡμᾶς προσήκει τιμᾶσθαι. 24. Ταύτην γὰρ οἰκοῦμεν οὐχ ἑτέρους ἐκβαλόντες οὐδ' ἐρήμην καταλαβόντες
οὐδ' ἐκ πολλῶν ἐθνῶν μιγάδες συλλεγέντες, ἀλλ' οὕτω καλῶς καὶ γνησίως γεγόναμεν ὥστ' ἐξ ἧσπερ ἔφυμεν, ταύτην ἔχοντες ἅπαντα τὸν χρόνον διατελοῦμεν,
αὐτόχθονες ὄντες καὶ τῶν ὀνομάτων τοῖς αὐτοῖς οἷσπερ τοὺς οἰκειοτάτους τὴν πόλιν ἔχοντες προσειπεῖν".
(Ἰσοκράτης, Πανηγυρικός, στίχοι 23-24).

Τα άρθρα που φιλοξενούνται στον παρόντα ιστότοπο και προέρχονται απο άλλες πηγές, εκφράζουν αποκλειστικά και μόνον τις απόψεις των συγγραφέων τους.

Καθίσταται σαφές ότι η δημοσίευση ανάρτησης, δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά αποδοχή των απόψεων του συγγραφέως.


ΕΑΝ ΘΕΛΕΤΕ, ΑΦΗΝΕΤΕ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ, ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΑΡΘΡΟ-ΑΝΑΡΤΗΣΗ (΄κλίκ΄ στο "Δεν υπάρχουν σχόλια"). ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ.

Ακολουθήστε μας στο Facebook

Παρασκευή 30 Ιανουαρίου 2015

Πλάτων: Η επιθυμία του αγαθού



Απόσπασμα από το βιβλίο:
 "Ο Πλατωνισμός και η Σύγχρονη Σκέψη (Η Θρησκεία του Πλάτωνα)"
 του Victor Goldschmidi, εκδόσεις Αναγνωστίδη


Κάθε άνθρωπος επιθυμεί να είναι ευτυχής. Όταν πρόκειται να γνωρίσουμε την αλήθεια, κανένας δεν είναι τόσο εύστροφος, ώστε να φοβάται το σφάλμα σαν ένα κακό.

Λίγο σχεδόν είμαστε «λυπημένοι» (Πολιτεία, V, 476 D) από τη φιλαυτία μας, όταν ο φιλόσοφος απαιτεί μόνος να περιορίζει μια αλήθεια για την οποία στο βάθος δεν έχουμε τι να κάνουμε.

«Αλλά όταν πρόκειται για πράγματα αγαθά, κανείς δεν περιορίζεται να κατέχει μόνο φαινόμενα· αντίθετα, τα πραγματικά αγαθά όλος ο κόσμος αναζητά, χωρίς ν’ αποδώσει καμιά αξία, μέσα σ’ αυτή την περιοχή, στο φαινόμενο» (Πολιτεία, VI, 505 D).

Είναι σαφές για όλους ότι η ευτυχία συνίσταται στο να κατέχουμε πολλά καλά (Ευθύδημος, 278, Ε) πράγματα: πλούτο, τιμή, εξουσία (αγαθά εξωτερικά)· υγεία, ομορφιά, δύναμη, επιδεξιοσύνη (αγαθά του σώματος)· θάρρος, χαρακτήρα, ευφυΐα (αγαθά της ψυχής) (Ευθύδημος, 279 Α - Β· Νόμοι, Ι, 631 Β - C· V, 727α – 729α).

Ας προσθέσουμε, ότι δεν πρόκειται να τα καθέξουμε. Τα πράγματα δεν είναι ωφέλιμα παρά για κείνον που τα χρησιμοποιεί όπως πρέπει. Έτσι, όλα αυτά «τα αγαθά» δεν είναι, ακριβώς, ούτε καλά ούτε κακά· αυτά δεν γίνονται τέτοια παρά με τη χρήση, καλή ή κακή, που κάνουμε σ’ αυτά.

Έτσι, κάθε φρόνιμη χρήση κατακτά μια γνώση.

Ας πούμε, λοιπόν, στο τέλος του λογαριασμού, ότι δεν είναι καλό παρά η επιστήμη, δεν είναι κακό παρά η άγνοια (Ευθύδημος, 280β – 281Ε). Η επιστήμη της ευτυχίας θα έπρεπε να μας διδάξει ταυτόχρονα και ν’ αποκτούμε τ’ αγαθά και να τα χρησιμοποιούμε.

Πού να βρούμε αυτή την επιστήμη; - Όλα τα επαγγέλματα, όλες οι μέθοδοι που γνωρίζουν, ν’ αποκτούν ή να παράγουν αγαθά, αγνοούν πώς να τα χρησιμοποιούν.

Κυνηγοί και ψαράδες είναι υποχρεωμένοι να παραδώσουν τη λεία τους στον μάγειρα που μόνος γνωρίζει ν’ αντλήσει μέρος απ’ αυτή. Οι στρατηγοί είναι ικανοί να κατακτήσουν μια πόλη, αλλά μόνο ο πολιτικός γνωρίζει να εκμεταλλευθεί τις νίκες τους (Ευθύδημος, 288 D – 290 D).

Για κάθε αντικείμενο, είναι μια μέθοδος χρήσης και, κάθε φορά η μία υποτάσσεται στην άλλη· έτσι, ο ιππέας διδάσκει στον σιδηρουργό ή στον σαμαροποιό, τι πρέπει να είναι ένα καλό φίμωτρο ή ένα καλό χαλινάρι, ο υφαντουργός καθοδηγεί την εργασία του κατασκευαστή στις σαΐτες (Πολιτεία, Χ, 601· Κρατύλος, 390 β).

Τέχνες, επιστήμες, μέθοδοι ιεραρχούνται ανάλογα μ’ αυτό που η μια παράγει και που χρησιμοποιεί η άλλη, έως ότου να καταλήξουν σε κάποια υψίστη επιστήμη της χρήσης που θα δεσπόσει στο σύνολο των μεθόδων.

Ποια είναι αυτή η «βασιλική επιστήμη»; (Ευθύδημος, 291 β 5· C 8· Πολιτικός, 305 D2).

Είναι βέβαιο ότι αυτή η επιστήμη, η πιο υψηλή, θα εφαρμοστεί, όχι σ’ οποιοδήποτε αντικείμενο, όχι σ’ ένα οποιοδήποτε «αγαθό», αλλά στο ύψιστο αντικείμενο (αν υπάρχει). Γιατί, όπως οι επιστήμες, τα πράγματα επίσης ιεραρχούνται τα μεν σε σχέση με τα δε.

Όλα τα πράγματα δεν μας είναι πολύτιμα στον ίδιο βαθμό· υπάρχουν αυτά που τα επιθυμούμε σαν φάρμακα, ή ακόμη σαν μέσα για άλλα αγαθά. Μπορούμε να διακρίνουμε επίσης τα αγαθά που αγαπούμε δι΄εαυτά και για τα πλεονεκτήματα που απ’ αυτά απορρέουν.

Αλλά παρατηρώντας τα από κοντά, καταλαβαίνουμε ότι κάθε αγαθό τείνει περ’ από τον ίδιο τον εαυτό του, ότι καλεί μια επαύριον που για την προπαρασκευή της μπορεί να χρησιμεύσει, αλλά που δεν μπορεί ποτέ να την αντικαταστήσει στη θέση της.

Όλα αυτά τα αγαθά – «φαντάσματα» «απατούν» (Λύσις, 219 C) την επιθυμία μας· αναζητημένα με την προοπτική» άλλων αγαθών, καλούν ένα τελευταίο αγαθό, αγαπητό δι’ εαυτό και σταθερό «τέρμα» (Λύσις, 219 C 6 – 7 · βλέπε Ευθύδημος, 291 Β 7 – 8) για τις περιπλανήσεις μας.

Είναι σαφές ότι μόνο αυτό το υπέρτατο αγαθό θα μπορούσε να προσφέρει στη «βασιλική επιστήμη» ένα αντικείμενο αντάξιό της (Πολιτεία, ΙΙ, 357 β· Γοργίας, 467 Ε· Λύσις, 218 D).

Δεν θα μπορούσαμε να μιλάμε για ευτυχία χωρίς να λογαριαστούμε με τον χρόνο μέσα στον οποίον αυτή κατασκευάζεται. Μέσα στον χρόνο βάζουμε στη σειρά, τα μεν ύστερ’ από τα δε, τα εφήμερα αγαθά και εργαζόμεθα για την έλευση του τελικού αγαθού.

Κι όσο λίγο κι αν γνωρίζουμε ακόμη γι’ αυτό το ικανοποιητικό αγαθό, ευχόμαστε να είναι πάντα κοντά μας (Συμπόσιον, 206 α). Η επιθυμία της ευτυχίας θέλει την αιωνιότητα του αντικειμένου και την αθανασία του υποκειμένου.

Ιδού ποιος, μια φορά επί πλέον, θέτει εκτός αγώνος τα ασταθή αγαθά, αγαθά εξωτερικά και αγαθά του σώματος. Φθαρτά, δεν μπορούν να εξασφαλίσουν παρά μια ευτυχία περαστική σε θνητά όντα.

Όταν μάλιστα θα είμαστε αθάνατοι, το βάθος της επιθυμίας μας δεν θα μπορούσε να ικανοποιηθεί με αυτά (Ευθύδημος, 289 Β· Νόμοι, ΙΙ, 661, Β).

Η ψυχή, αυτή, είναι αθάνατη. Καμιά αμφιβολία, ότι οι άλλοτε προορισμένες ψυχές να θεωρούν τον «υπερουράνιον χώρον», όπου ορθώνονται οι νοητές Ιδέες, δεν βρήκαν μια τέλεια ευτυχία σ’ αυτό «το ευτυχισμένο όραμα» (Φαίδρος, 247 C, 250 B 7).

Αλλ’ έπειτα, αυτές έπεσαν μέσα σε θνητά σώματα, και δύσκολα θα πείσουμε τον γεωμέτρη να αντλήσει μια επαρκή τέρψη στη σπουδή της Ιδέας του Κύκλου αν, αγνοώντας τον διαβήτη και τον γνώμονα (εργαλεία ανακριβή, ωστόσο, και φθαρτά), δεν γνώριζε ούτε να κατασκευάζει το σπίτι του, ούτε, σαν έλθει το βράδυ, να βρει τον δρόμο του για να επιστρέψει σ’ αυτό (Φίληβος, 6 2 Α – C).

Οι ανάγκες του ενσαρκωμένου όρου μας μάς υποχρεώνουν να επιδιώξουμε χωρίς διακοπή τα «καλά πράγματα», φευγαλέα και φορείς ενός μόνο μέρους της ασταθούς ευτυχίας, μιας ευτυχίας στο μέτρο του θνητού όρου μας.

Αν είναι πιθανό ότι η αθάνατη ψυχή οδηγείται αυθόρμητα προς τις αιώνιες Ιδέες, δεν είναι λιγότερο αληθινό, ότι η ενσαρκωμένη ψυχή δεν δοκιμάζει καμιά επιθυμία γι’ αυτό και ότι το «επέκεινα» (Φίληβος, 79 D I· Φαίδρος, 250 Α 6) με τις μακαριστές Πραγματικότητες της εμπνέει δυσπιστία και της φαίνεται μια μεγάλη απάτη (Φαίδων, 69 Ε).


Δεν υπάρχουν σχόλια: