Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μακρινό δάσος, ζούσε ένα σαλιγκάρι. Εξωτερικά ήταν ένα συνηθισμένο σαλιγκάρι όπως τόσα και τόσα άλλα.
Όμως μέσα του συνέβαινε κάτι διαφορετικό, τον έκαιγε μια φλόγα. Να ταξιδέψει!
Βάσια Ακαρέπη – Συγγραφέας
πηγή-enallaktikidrasi.com
Ο προορισμός, που είχε θέσει στον εαυτό του ήταν η πόλη. Μια πόλη που είχε δει μόνο τα φώτα της, ένα βράδυ που κατάφερε να σκαρφαλώσει στο ψηλότερο δέντρο του δάσους. Τόσο τον είχε μαγέψει το θέαμα, που αμέσως είπε μέσα του “εκεί θέλω να πάω”, και άρχισε να οργανώνει το ταξίδι του.
Ύστερα από λίγες μέρες κι αφού τα είχε οργανώσει όλα στην εντέλεια, ξεκίνησε. Βρήκε το μονοπάτι που θα τον οδηγούσε κατευθείαν στην πόλη και άρχισε να σέρνεται πάνω του, αργά αργά…σαλιγκαρίσια!
Οι μέρες περνούσαν. κι εκείνο εκεί, στον αγώνα του να φτάσει στην πόλη. Όταν κουραζόταν, σταματούσε λίγο να ξαποστάσει κι ύστερα πάλι ριχνόταν με καινούρια ορμή στον δρόμο. Όμως, πόση 'ορμή' μπορεί να έχει ένα σαλιγκάρι; Η ταχύτητά του ήταν τόσο αργή, που μερικές φορές σκεφτόταν πως δεν θα φτάσει ποτέ στον προορισμό του. Ήταν κι αυτά τα μυρμήγκια που τον προσπερνούσαν με γρηγοράδα!
Ύστερα από λίγες μέρες κι αφού τα είχε οργανώσει όλα στην εντέλεια, ξεκίνησε. Βρήκε το μονοπάτι που θα τον οδηγούσε κατευθείαν στην πόλη και άρχισε να σέρνεται πάνω του, αργά αργά…σαλιγκαρίσια!
Οι μέρες περνούσαν. κι εκείνο εκεί, στον αγώνα του να φτάσει στην πόλη. Όταν κουραζόταν, σταματούσε λίγο να ξαποστάσει κι ύστερα πάλι ριχνόταν με καινούρια ορμή στον δρόμο. Όμως, πόση 'ορμή' μπορεί να έχει ένα σαλιγκάρι; Η ταχύτητά του ήταν τόσο αργή, που μερικές φορές σκεφτόταν πως δεν θα φτάσει ποτέ στον προορισμό του. Ήταν κι αυτά τα μυρμήγκια που τον προσπερνούσαν με γρηγοράδα!
Μια μέρα σταμάτησε ένα από αυτά και του είπε:
“Σε ζηλεύω φίλε μου, που περπατάς τόσο γρήγορα! Αν είχα εγώ την ταχύτητά σου, θα πήγαινα στην πόλη μια ώρα αρχύτερα και δεν θα αργούσα τόσο.”
Το μυρμήγκι απόρησε. Σήκωσε αδιάφορα τους ώμους του.
“Μα γιατί να θέλω να πάω στην πόλη;” είπε και συνέχισε την πορεία του.
Πέρασαν κι άλλες μέρες και το σαλιγκάρι είχε αρχίσει να δυσανασχετεί με την αργοπορία του. Περνούσα πάνω από το κεφάλι του κι αυτές οι πλουμιστές πεταλούδες με τα φτερά τους και του θύμιζαν πως εκείνο ήταν αναγκασμένο να σέρνεται στο χώμα. Κάποια στιγμή, μία από αυτές προσγειώθηκε μπροστά του.
“Σε ζηλεύω φίλη μου που έχεις φτερά και πετάς! Αν είχα εγώ τα φτερά σου θα έφτανα στην πόλη μια ώρα αρχύτερα”, της είπε.
“Μα γιατί να θέλω να πάω στην πόλη;” απόρησε η πεταλούδα και πέταξε προς το κοντινότερο λουλούδι.
Το σαλιγκάρι συνέχισε την αργή του πορεία με επιμονή και θέληση. Κι άλλες μέρες πέρασαν μα η πόλη ήταν πολύ μακριά ακόμα.
Λίγο η ζέστη, λίγο οι πέτρες που του έκοβαν τον δρόμο κι έπρεπε να τις προσπεράσει σκαρφαλώνοντας πάνω τους, λίγο το ένα λίγο το άλλο, οι δυνάμεις άρχισαν να τον εγκαταλείπουν.
Ήταν κι αυτές οι ακρίδες που περνούσαν από δίπλα του, πηδώντας γρήγορα! Πόσο τις ζήλευε.
Μια ακριδούλα στάθηκε για μερικά λεπτά δίπλα του, για να μασουλήσει ένα φυλλαράκι.
“Σε ζηλεύω φίλη μου που έχεις μακριά πόδια και μπορείς να πηδάς τόσο μεγάλες αποστάσεις! Αν είχα εγώ τα πόδια σου θα βρισκόμουν στην πόλη με ένα και μόνο άλμα”, είπε το σαλιγκάρι με παράπονο.
Η ακρίδα συνοφρυώθηκε.“Μα γιατί να θέλω να πάω στην πόλη!”, είπε ενοχλημένη και πήδηξε μακριά του.
Το σαλιγκάρι συνέχισε την πορεία του, αλλά είχε αρχίσει πια να απογοητεύεται. Μέρες περνούσαν, νύχτες περνούσαν, και η πόλη ήταν πολύ μακριά ακόμα..
Κάθισε σε μια μεγάλη πέτρα να ξαποστάσει και να σκεφτεί έναν τρόπο για να πάει πιο γρήγορα στην πόλη. Όμως όσο σκεφτόταν τόσο κατέληγε σε αδιέξοδο. Ίσως να μην ήταν καλή ιδέα τελικά, ίσως έπρεπε να μείνει πίσω, στο δάσος. Ίσως τα σαλιγκάρια να μην πρέπει να κάνουν όνειρα! ‘Ολα αυτά σκεφτόταν το σαλιγκάρι μας και τα ματάκια του γέμισαν δάκρυα.
Μια κουκουβάγια που πετούσε εκεί γύρω, άκουσε τους λυγμούς του και πλησίασε.
Το σαλιγκάρι, βλέποντας την κουκουβάγια, τρόμαξε τόσο πολύ που έβγαλε μια κραυγή
“Σε παρακαλώ, μην με φάς!”, της είπε.
Η κουκουβάγια γέλασε.
“Ηρέμησε, δεν θα σε φάω. Πες μου τι σε απασχολεί”
Το σαλιγκάρι άρχισε να της διηγείται όλη την ιστορία του και η κουκουβάγια τον άκουσε πολύ προσεκτικά. Μόλις τελείωσε την διήγηση, του είπε με την ήρεμη φωνή της:
“Σκούπισε τα μάτια σου κι ανέβα στην πλάτη μου. Θα σε πάω εγώ στην πόλη.. Αλλά πρώτα θα σου δείξω κάτι!”
Η χαρά του σαλιγκαριού ήταν μεγάλη. Επιτέλους θα τον βοηθούσε κάποιος. Ανέβηκε στην πλάτη της κουκουβάγιας, χωρίς δεύτερη σκέψη και η πτήση τους ξεκίνησε.
Όταν κόντευαν να φτάσουν, η κουκουβάγια έκανε μια στάση σε ένα ψηλό δέντρο, που δέσποζε στην είσοδο της πόλης.
“Γιατί σταματήσαμε εδώ;” απόρησε ο μικρός ταξιδιώτης
“Κοίτα! Κοίτα κάτω!”, του είπε η κουκουβάγια και του έδειξε τον δρόμο.
“Σε ζηλεύω φίλε μου, που περπατάς τόσο γρήγορα! Αν είχα εγώ την ταχύτητά σου, θα πήγαινα στην πόλη μια ώρα αρχύτερα και δεν θα αργούσα τόσο.”
Το μυρμήγκι απόρησε. Σήκωσε αδιάφορα τους ώμους του.
“Μα γιατί να θέλω να πάω στην πόλη;” είπε και συνέχισε την πορεία του.
Πέρασαν κι άλλες μέρες και το σαλιγκάρι είχε αρχίσει να δυσανασχετεί με την αργοπορία του. Περνούσα πάνω από το κεφάλι του κι αυτές οι πλουμιστές πεταλούδες με τα φτερά τους και του θύμιζαν πως εκείνο ήταν αναγκασμένο να σέρνεται στο χώμα. Κάποια στιγμή, μία από αυτές προσγειώθηκε μπροστά του.
“Σε ζηλεύω φίλη μου που έχεις φτερά και πετάς! Αν είχα εγώ τα φτερά σου θα έφτανα στην πόλη μια ώρα αρχύτερα”, της είπε.
“Μα γιατί να θέλω να πάω στην πόλη;” απόρησε η πεταλούδα και πέταξε προς το κοντινότερο λουλούδι.
Το σαλιγκάρι συνέχισε την αργή του πορεία με επιμονή και θέληση. Κι άλλες μέρες πέρασαν μα η πόλη ήταν πολύ μακριά ακόμα.
Λίγο η ζέστη, λίγο οι πέτρες που του έκοβαν τον δρόμο κι έπρεπε να τις προσπεράσει σκαρφαλώνοντας πάνω τους, λίγο το ένα λίγο το άλλο, οι δυνάμεις άρχισαν να τον εγκαταλείπουν.
Ήταν κι αυτές οι ακρίδες που περνούσαν από δίπλα του, πηδώντας γρήγορα! Πόσο τις ζήλευε.
Μια ακριδούλα στάθηκε για μερικά λεπτά δίπλα του, για να μασουλήσει ένα φυλλαράκι.
“Σε ζηλεύω φίλη μου που έχεις μακριά πόδια και μπορείς να πηδάς τόσο μεγάλες αποστάσεις! Αν είχα εγώ τα πόδια σου θα βρισκόμουν στην πόλη με ένα και μόνο άλμα”, είπε το σαλιγκάρι με παράπονο.
Η ακρίδα συνοφρυώθηκε.“Μα γιατί να θέλω να πάω στην πόλη!”, είπε ενοχλημένη και πήδηξε μακριά του.
Το σαλιγκάρι συνέχισε την πορεία του, αλλά είχε αρχίσει πια να απογοητεύεται. Μέρες περνούσαν, νύχτες περνούσαν, και η πόλη ήταν πολύ μακριά ακόμα..
Κάθισε σε μια μεγάλη πέτρα να ξαποστάσει και να σκεφτεί έναν τρόπο για να πάει πιο γρήγορα στην πόλη. Όμως όσο σκεφτόταν τόσο κατέληγε σε αδιέξοδο. Ίσως να μην ήταν καλή ιδέα τελικά, ίσως έπρεπε να μείνει πίσω, στο δάσος. Ίσως τα σαλιγκάρια να μην πρέπει να κάνουν όνειρα! ‘Ολα αυτά σκεφτόταν το σαλιγκάρι μας και τα ματάκια του γέμισαν δάκρυα.
Μια κουκουβάγια που πετούσε εκεί γύρω, άκουσε τους λυγμούς του και πλησίασε.
Το σαλιγκάρι, βλέποντας την κουκουβάγια, τρόμαξε τόσο πολύ που έβγαλε μια κραυγή
“Σε παρακαλώ, μην με φάς!”, της είπε.
Η κουκουβάγια γέλασε.
“Ηρέμησε, δεν θα σε φάω. Πες μου τι σε απασχολεί”
Το σαλιγκάρι άρχισε να της διηγείται όλη την ιστορία του και η κουκουβάγια τον άκουσε πολύ προσεκτικά. Μόλις τελείωσε την διήγηση, του είπε με την ήρεμη φωνή της:
“Σκούπισε τα μάτια σου κι ανέβα στην πλάτη μου. Θα σε πάω εγώ στην πόλη.. Αλλά πρώτα θα σου δείξω κάτι!”
Η χαρά του σαλιγκαριού ήταν μεγάλη. Επιτέλους θα τον βοηθούσε κάποιος. Ανέβηκε στην πλάτη της κουκουβάγιας, χωρίς δεύτερη σκέψη και η πτήση τους ξεκίνησε.
Όταν κόντευαν να φτάσουν, η κουκουβάγια έκανε μια στάση σε ένα ψηλό δέντρο, που δέσποζε στην είσοδο της πόλης.
“Γιατί σταματήσαμε εδώ;” απόρησε ο μικρός ταξιδιώτης
“Κοίτα! Κοίτα κάτω!”, του είπε η κουκουβάγια και του έδειξε τον δρόμο.
“Τι βλέπεις;”
“Τίποτα!.. Μόνο χώμα και πέτρες”, είπε το σαλιγκάρι.
“Και τώρα κοίτα εκεί! Τι βλέπεις;” είπε και του έδειξε λίγο πιο πέρα, προς το σημείο από όπου είχαν έρθει.
“Είναι η πέτρα από όπου με πήρες”, είπε το σαλιγκάρι.
“Και τώρα κοίταξε πιο μακρυά πίσω από την πέτρα αυτή. Κοίτα προς το δάσος. Τί βλέπεις;”
Το σαλιγκάρι έριξε το βλέμμα του πάνω στο μονοπάτι το οποίο ξεκινούσε από το δάσος κι έφτανε μέχρι την πέτρα. Κι έτσι όπως έπεφτε επάνω του ο ήλιος… είδε…. κάτι να γυαλίζει! Μια μακριά ασημένια κλωστή που ξεκινούσε από το δάσος κι έφτανε μέχρι το σημείο που είχε συναντηθεί με την κουκουβάγια.. Και μετά η γραμμή κοβόταν απότομα.
“Τί είναι αυτή η ασημένια γραμμή;”, απόρησε το σαλιγκάρι.
“Είναι η πορεία σου! Κοίτα πόσο δρόμο έκανες μόνος σου, με την δική σου προσπάθεια. Κοίτα πως η διαδρομή σημαδεύτηκε από την γραμμή που άφησες πίσω σου.. Δεν είναι όμορφη αυτή η ασημένια γραμμή; Είναι δική σου. Εσύ την δημιούργησες. Και τώρα κοίτα την πορεία σου από την πέτρα ως εδώ. Δεν φαίνεται να έχεις διανύσει αυτή την απόσταση. Δεν έχει τίποτα που να θυμίζει πως πέρασες αυτόν τον δρόμο. Γιατί τον διάνυσες άκοπα, επάνω στα φτερά μου. Αυτό ήθελα να σου δείξω. Και τώρα πάμε στην πόλη, σε έφερα στον προορισμό σου”, είπε η κουκουβάγια και ξεκίνησε.
“Σταμάτα! Δεν θέλω να με πας στην πόλη.” είπε το σαλιγκάρι.
“Άλλαξες γνώμη;”
“Όχι! Στην πόλη θα πάω, αλλά θα πάω μόνος μου! Θέλω να με πας πίσω στην πέτρα που συναντηθήκαμε”, είπε ο ταξιδιώτης και η κουκουβάγια ακολούθησε την επιθυμία του.
Τον πήγε πίσω στην πέτρα και τον αποχαιρέτησε εγκάρδια.
“Καλό δρόμο φίλε μου! να προσέχεις!”. του είπε.
“Σε ευχαριστώ για όλα!”, απάντησε το σαλιγκάρι και συνέχισε την αργή του πορεία προς την πόλη.
“Τίποτα!.. Μόνο χώμα και πέτρες”, είπε το σαλιγκάρι.
“Και τώρα κοίτα εκεί! Τι βλέπεις;” είπε και του έδειξε λίγο πιο πέρα, προς το σημείο από όπου είχαν έρθει.
“Είναι η πέτρα από όπου με πήρες”, είπε το σαλιγκάρι.
“Και τώρα κοίταξε πιο μακρυά πίσω από την πέτρα αυτή. Κοίτα προς το δάσος. Τί βλέπεις;”
Το σαλιγκάρι έριξε το βλέμμα του πάνω στο μονοπάτι το οποίο ξεκινούσε από το δάσος κι έφτανε μέχρι την πέτρα. Κι έτσι όπως έπεφτε επάνω του ο ήλιος… είδε…. κάτι να γυαλίζει! Μια μακριά ασημένια κλωστή που ξεκινούσε από το δάσος κι έφτανε μέχρι το σημείο που είχε συναντηθεί με την κουκουβάγια.. Και μετά η γραμμή κοβόταν απότομα.
“Τί είναι αυτή η ασημένια γραμμή;”, απόρησε το σαλιγκάρι.
“Είναι η πορεία σου! Κοίτα πόσο δρόμο έκανες μόνος σου, με την δική σου προσπάθεια. Κοίτα πως η διαδρομή σημαδεύτηκε από την γραμμή που άφησες πίσω σου.. Δεν είναι όμορφη αυτή η ασημένια γραμμή; Είναι δική σου. Εσύ την δημιούργησες. Και τώρα κοίτα την πορεία σου από την πέτρα ως εδώ. Δεν φαίνεται να έχεις διανύσει αυτή την απόσταση. Δεν έχει τίποτα που να θυμίζει πως πέρασες αυτόν τον δρόμο. Γιατί τον διάνυσες άκοπα, επάνω στα φτερά μου. Αυτό ήθελα να σου δείξω. Και τώρα πάμε στην πόλη, σε έφερα στον προορισμό σου”, είπε η κουκουβάγια και ξεκίνησε.
“Σταμάτα! Δεν θέλω να με πας στην πόλη.” είπε το σαλιγκάρι.
“Άλλαξες γνώμη;”
“Όχι! Στην πόλη θα πάω, αλλά θα πάω μόνος μου! Θέλω να με πας πίσω στην πέτρα που συναντηθήκαμε”, είπε ο ταξιδιώτης και η κουκουβάγια ακολούθησε την επιθυμία του.
Τον πήγε πίσω στην πέτρα και τον αποχαιρέτησε εγκάρδια.
“Καλό δρόμο φίλε μου! να προσέχεις!”. του είπε.
“Σε ευχαριστώ για όλα!”, απάντησε το σαλιγκάρι και συνέχισε την αργή του πορεία προς την πόλη.
Κανείς δεν έμαθε ποτέ αν έφτασε στον προορισμό του. Κανείς δεν έμαθε ποτέ, γιατί ήταν τόσο σημαντικό για ένα σαλιγκάρι να φτάσει στην πόλη.
Αυτό που όλοι είδαν και συνεχίζουν να βλέπουν αιώνες τώρα είναι αυτές οι λεπτές ασημένιες πολύτιμες κλωστές που δείχνουν πως από αυτόν τον κόσμο πέρασαν ονειροπόλα πεισματάρικα σαλιγκάρια!
Να έχετε μια όμορφη μέρα και να μην το βάζετε κάτω.
Βάσια Ακαρέπη – Συγγραφέας
πηγή-enallaktikidrasi.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου