Διδάκτορας κλασικής φιλολογίας
'O ἀσφοδελὸς λειμών' του Ομήρου, όπου κατοικούν τα πνεύματα των νεκρών (Οδύσσεια ω 14), γίνεται συνήθως αντιληπτός ως ένας ευχάριστος, ακόμη και επιθυμητός τόπος. Αυτή ήταν η εντύπωση μεταξύ πολλών από τους αρχαίους Έλληνες ποιητές και ομηρικούς σχολιαστές, οι οποίοι θεώρησαν ότι το επίθετο ἀσφοδελός σημαίνει «ανθισμένος», «ευωδιαστός», «γόνιμος» και «καταπράσινος» και φαντάστηκαν τον λειμώνα ως ένα είδος «παραδείσου».
Ωστόσο δεν είναι αυτή η εικόνα που προκύπτει από τις ραψωδίες λ και ω της Οδύσσειας, όπου έχουμε την πρώτη εκτεταμένη περιγραφή του Άδη και τις πρωιμότερες αναφορές σε ένα «ασφοδελό λιβάδι». Τα τρία χωρία, στα οποία ο Άδης χαρακτηρίζεται μ’ αυτό τον τρόπο (λ 539, 573, ω 13), απεικονίζουν ένα σκοτεινό, ζοφερό και άχαρος μέρος.
Αυτά δεν είναι τα Ηλύσια Πεδία, όπου η ζωή είναι εύκολη και φυσάει πάντα ένας δροσιστικός δυτικός άνεμος (δ 561 - 569). Ούτε είναι τα Νησιά των Μακάρων, όπου το έδαφος φέρει τους γλυκούς καρπούς του για τους διακεκριμένους και ανέμελους ήρωες (Ησίοδος, Έργ.167-173).
Αυτός είναι ο Άδης - σκοτεινός, υγρός και ανήλιος (Οδ. κ 512, ω 10)-όπου τα ασώματα και αναίσθητα πνεύματα των νεκρών κλαίνε και θρηνούν θλιβερά (Οδ. λ 391, 475-476, 605-606 , ω 5 έως 9) και φτερουγίζουν δίχως σκοπό σαν σκιές ή όνειρα (κ 495, λ 207-208, 222).
Αν δεν είχαμε εκτεθεί στην μεθομηρική χρήση της φράσης για την περιγραφή ενός υπέροχου και ευωδιαστού λιβαδιού με ανθισμένα λουλούδια, θα υποθέταμε ότι το επίθετο ἀσφοδελός σημαίνει ακριβώς το αντίθετο: «σκοτεινός», «ζοφερός», «σκονισμένος», «άγονος» ή κάτι παρόμοιο - η πλέον απομακρυσμένη εικόνα από έναν παράδεισο.
Η ερμηνεία αυτή θα ταίριαζε εύστοχα στα συμφραζόμενα καθενός από τα τρία οδυσσειακά χωρία, όπου εμφανίζεται ο τύπος.
Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα από πού προέρχεται ετυμολογικά το επίθετο ἀσφοδελός σ’ αυτή την ομηρική φόρμουλα, τόσο στην ονοματική μορφή της, τονισμένη στην προπαραλήγουσα, ἀσφόδελος, όσο και στην επιθετική της, που είναι τονισμένη ως οξύτονη, ἀσφοδελός, ακόμη και αν προσφύγουμε στις πολλές μεθομηρικές χρήσεις της λέξης στην ποίηση, όπου το λουλούδι συνδέεται συχνά με τη μετά θάνατον ζωή, ή στον πεζό λόγο γενικά, και ειδικότερα σε ιατρικές πραγματείες, όπου μαθαίνουμε για τις διάφορες πρακτικές χρήσεις του στελέχους, της ρίζας και του άνθους.
Η λέξη εκ πρώτης όψεως δεν έχει εμφανή ετυμολογία. Ωστόσο το ἀσφοδελός της ομηρικής φόρμουλας μπορεί να είναι στην πραγματικότητα το αποτέλεσμα της εκ νέου ανάλυσης μίας φράσης που γίνεται καλύτερα κατανοητή σε ένα αυστηρά ελληνικό ετυμολογικό πλαίσιο: το επίθετο ἀσφοδελός μπορεί να προέκυψε από τοσφοδελός, ή μάλλον σποδελός, μια μορφή επιθέτου με την συνήθη ελληνική κατάληξη -ελος και τη ρίζα σποδ- που υπάρχει και στο ομηρικό ουσιαστικό σποδός, «στάχτη, τέφρα».
Η ομηρική φόρμουλα κατ' ἀσφοδελὸν λειμῶνα στην αρχική της μορφή θα σήμαινε «στο γεμάτο τέφρα λιβάδι». Αυτή η ερμηνεία ταιριάζει με τα συμφραζόμενα και στις τρεις οδυσσειακές περιγραφές τής μετά θάνατον ζωής στον Άδη, αφού η λέξη σποδός χρησιμοποιείται συχνά στην ελληνική ποίηση για τις στάχτες των νεκρών.
Επίσης χρησιμοποιείται συνήθως στα ταφικά επιγράμματα για τις στάχτες των νεκρών που περιέχονται σε ένα αγγείο, στη γη, ή ακόμα και στον Αχέροντα και τον Άδη. Σύμφωνα με τον Ηρωδιανό, το σφοδελόν ή σποδελόν ήταν στην πραγματικότητα η γραφή του χωρίου λ 539 σε ορισμένα χειρόγραφα:
ἄδηλον δὲ πότερον σφοδελὸν ἢ ἀσφοδελόν. λέγεται γὰρ καὶ χωρὶς τοῦ α. τινὲς δὲ γράφουσι σποδελὸν διὰ τὴν σποδὸν τῶν καιομένων νεκρῶν.
Αυτή η ανάγνωση είχε, επομένως, νόημα τόσο ετυμολογικά όσο και σημασιολογικά για ορισμένους τουλάχιστον αρχαίους ερμηνευτές: ετυμολογικά γιατί η προσθήκη και η αφαίρεση του αρχικού α- ήταν ένα συνηθισμένο φαινόμενο (πβ. ἄσταχυς / στάχυς , ἀσταφίς / σταφίς , ἀμοργοί / μοργοί, ἀμαυρός / μαυρός κ.τ.λ.), όπως και η εναλλαγή μεταξύ π και φ (πβ. ἀσπάραγος / ἀσφάραγος , ἀσπάλαξ / ἀσφάλαξ , ἀσπάλαθος / ἀσφάλαθος, σπονδύλιον / σφονδύλιον, σπόγγος / σφόγγος). Σημασιολογικά επειδή το επίθετο παρέπεμπε εύστοχα στις στάχτες των αποτεφρωμένων νεκρών στον Άδη.
ἄδηλον δὲ πότερον σφοδελὸν ἢ ἀσφοδελόν. λέγεται γὰρ καὶ χωρὶς τοῦ α. τινὲς δὲ γράφουσι σποδελὸν διὰ τὴν σποδὸν τῶν καιομένων νεκρῶν.
Αυτή η ανάγνωση είχε, επομένως, νόημα τόσο ετυμολογικά όσο και σημασιολογικά για ορισμένους τουλάχιστον αρχαίους ερμηνευτές: ετυμολογικά γιατί η προσθήκη και η αφαίρεση του αρχικού α- ήταν ένα συνηθισμένο φαινόμενο (πβ. ἄσταχυς / στάχυς , ἀσταφίς / σταφίς , ἀμοργοί / μοργοί, ἀμαυρός / μαυρός κ.τ.λ.), όπως και η εναλλαγή μεταξύ π και φ (πβ. ἀσπάραγος / ἀσφάραγος , ἀσπάλαξ / ἀσφάλαξ , ἀσπάλαθος / ἀσφάλαθος, σπονδύλιον / σφονδύλιον, σπόγγος / σφόγγος). Σημασιολογικά επειδή το επίθετο παρέπεμπε εύστοχα στις στάχτες των αποτεφρωμένων νεκρών στον Άδη.
Αν όντως ισχύει η ανωτέρω ερμηνεία, τότε μπορούμε να υποθέσουμε ότι μια αρχική τυπική ομηρική έκφραση κατὰ σποδελὸν λειμῶνα αναλύθηκε εκ νέου, υπό την επίδραση του ονόματος του φυτούἀσφόδελος, σε κατ’ ἀσφοδελὸν λειμῶνα, πιθανώς με τη μεσολάβηση μιας ενδιάμεσης μορφής κατ’ ἀσποδελὸν λειμῶνα.[i] Η αρχική μορφή της φόρμουλας επιβίωσε ως lectio difficilior σε μερικά μόνο χειρόγραφα που είχε στη διάθεσή του ο Ηρωδιανός ή η πηγή του.
[Από το S. R.eece, “Homer’s asphodel meadow”, GRBS 47 2007, 389-400]
[i] Η ονομασία του ίδιου του φυτού ασφόδελου θεωρείται συνήθως προελληνική, αλλά η σύνδεσή του με τους νεκρούς και η εναλλαγή π και φ καθιστά κατά τη γνώμη μου εύλογη μια πιθανή απώτερη σύνδεσή του με το ζεύγος σπάω-σφαδάζω (σπασμός-σφαδασμός). Για τον φωνηεντισμό -ο- πβ. σφοδρός, σφόνδυλος από την ίδια ρίζα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου