Oμιλία, του μακαριστού
Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυρού Μελετίου
Ὁ ἅγιος καί ἔνδοξος προφήτης Ἠλίας τόν ὁποῖο ἤλθαμε σήμερα νά πανηγυρίσομε, εἶναι ὁ μεγαλύτερος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Ἀδάμ μέχρι τήν ἐποχή τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὁ ἁγιώτερος, ὁ πιό ἀφοσιωμένος, ἐκεῖνος πού δοξάστηκε ἀπό τόν Θεό περισσότερο ἀπό ὅλους τούς ἄλλους προφῆτες, ἀφοῦ ἔστειλε πύρινο ἅρμα καί τόν παρέλαβε στή Βασιλεία του ζωντανό. Ἀνελήφθη στόν οὐρανό μέ τό σῶμα του χωρίς νά γευθῆ τόν ἐπίγειο σαρκικό θάνατο.
Μιλώντας γι’ αὐτόν τόν ἐπίγειο ἀρχάγγελο, καί ὄχι ἁπλῶς ἄγγελο, τόν μεγάλο προφήτη Ἠλία, ὁ ἅγιος ἀπόστολος Ἰάκωβος, λέγει:
«Ὑπόδειγμα λάβετε ἀδελφοί, τῆς κακοπαθείας καί τῆς μακροθυμίας τούς προφήτας οἵ ἐλάλησαν τῷ ὀνόματι Κυρίου. Ἰδού μακαρίζομεν τούς ὑπομένοντας» (Ἰακ. 5, 10).
Μιλώντας γι’ αὐτόν τόν ἐπίγειο ἀρχάγγελο, καί ὄχι ἁπλῶς ἄγγελο, τόν μεγάλο προφήτη Ἠλία, ὁ ἅγιος ἀπόστολος Ἰάκωβος, λέγει:
«Ὑπόδειγμα λάβετε ἀδελφοί, τῆς κακοπαθείας καί τῆς μακροθυμίας τούς προφήτας οἵ ἐλάλησαν τῷ ὀνόματι Κυρίου. Ἰδού μακαρίζομεν τούς ὑπομένοντας» (Ἰακ. 5, 10).
Διαβάστε λέγει ὁ ἀπόστολος Ἰάκωβος τήν ἱστορία τοῦ προφήτη Ἠλία καί θά δεῖτε ὅτι ἡ ζωή του πέρασε στήν κακοπάθεια καί στήν μακροθυμία. Καί θά διαπιστώσετε ὅτι τόν δόξασε ὁ Θεός. Γι’ αὐτό καί ἐμεῖς μακαρίζομε, τιμᾶμε καί θαυμάζομε τόν προφήτη Ἠλία καί ἐκείνους πού ξέρουν νά ὑπομένουν.
Τό μυστικό τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ μακροθυμία καί ἡ ὑπομονή. Ὅλοι μας, ἔχομε μυαλό καί καρδιά. Σκεπτόμαστε πολλά πράγματα, δικά μας καί ξένα. Ἀλλά περισσότερο ἀπό ὅλα τό μυαλό μας καί τήν καρδιά μας, τά ἀπασχολοῦμε γιά νά σκεπτόμαστε τούς φόβους μας, τά παθήματά μας, τόν πόνο μας, τίς ταλαιπωρίες μας, τίς δυστυχίες μας καί γενικά ὅτι πικρό φαρμάκι δοκιμάζομε πού μᾶς κάνει νά σκεπτόμαστε: «Θεέ μου, εἶναι ζωή αὐτή; Γλύκανέ μας Κύριε, λίγο τόν πόνο. Στεῖλε μας λίγο ἀπό τό ἔλεός σου. Ἔλα κοντά μας. Παιδιά σου εἴμαστε, σέ σένα πιστεύομε, μήν μᾶς ἐγκαταλείπεις, μήν μᾶς ἀφήνεις στά χέρια τοῦ διαβόλου καί τῶν κακῶν ἀνθρώπων».
Τό μυστικό τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ μακροθυμία καί ἡ ὑπομονή. Ὅλοι μας, ἔχομε μυαλό καί καρδιά. Σκεπτόμαστε πολλά πράγματα, δικά μας καί ξένα. Ἀλλά περισσότερο ἀπό ὅλα τό μυαλό μας καί τήν καρδιά μας, τά ἀπασχολοῦμε γιά νά σκεπτόμαστε τούς φόβους μας, τά παθήματά μας, τόν πόνο μας, τίς ταλαιπωρίες μας, τίς δυστυχίες μας καί γενικά ὅτι πικρό φαρμάκι δοκιμάζομε πού μᾶς κάνει νά σκεπτόμαστε: «Θεέ μου, εἶναι ζωή αὐτή; Γλύκανέ μας Κύριε, λίγο τόν πόνο. Στεῖλε μας λίγο ἀπό τό ἔλεός σου. Ἔλα κοντά μας. Παιδιά σου εἴμαστε, σέ σένα πιστεύομε, μήν μᾶς ἐγκαταλείπεις, μήν μᾶς ἀφήνεις στά χέρια τοῦ διαβόλου καί τῶν κακῶν ἀνθρώπων».
Τῶν ἄλλων, προσπαθοῦμε νά τόν φαντασθοῦμε καί συνήθως, δέν τόν φανταζόμαστε καλά καί δέν τόν ζυγίζομε καλά. Ἐνῶ τόν δικό μας, τόν ζυγίζομε καί μάλιστα τόν ἀκριβοζυγίζομε· γιατί μᾶς πονάει.
Ὑπάρχει πόνος, πού προέρχεται ἀπό τό σῶμα.
Πονᾶ τό χέρι, τό πόδι, τά κόκκαλα, ὁτιδήποτε ἄλλο…
Μά ὑπάρχει καί ἕνας ἄλλος πόνος, πιό πικρός ἀπό αὐτόν. Πικρός καί ἀνυπόφορος. Εἶναι ὁ πόνος πού δοκιμάζομε γιά τά προβλήματα τῶν δικῶν μας. Ἕνας πατέρας γιά τά προβλήματα τῶν παιδιῶν του. Μιά μητέρα γιά τά προβλήματα ἐκείνων πού γέννησε καί πόνεσε. Εἶναι βαρύτερος, ἀσήκωτος.
Καί λέγει ὁ γονιός: «Θεέ μου, γύρισε πάνω σέ μένα ὅτι θέλεις. Νά μή μείνει τίποτε στό σῶμα μου, πού νά μήν πονάει. Μόνο πᾶρε μου αὐτό τόν πόνο τόν ψυχικό. Τήν ταλαιπωρία μου ἀπό τά παιδιά μου».
Ὅποιος δέν ἔχει νοιώσει, τί σημαίνει στοργή καί ἀγάπη πατέρα καί μητέρας, ἐκεῖνος δέν καταλαβαίνει τί λέμε αὐτή τήν στιγμή.
Ὑπάρχει ὅμως καί ἕνας ἄλλος πόνος, πού εἶναι μερικές φορές, μεγαλύτερος. Καί αὐτός εἶναι ὁ πόνος νά αἰσθάνεται ἕνας ἄνθρωπος πού ζεῖ στόν κόσμο ἀπομονωμένος. Ἀπομονωμένος ἀπό τήν στοργή· ἀπομονωμένος ἀπό τήν ἀγάπη. Ἀπομονωμένος ἀπό τό ἐνδιαφέρον τῶν ἄλλων. Νά αἰσθάνεται καί ἐγκαταλελειμένος ἀπό τόν Θεό. Νά αἰσθάνεται ὅτι εἶναι ἰδεολογικά, μέσα σ’ αὐτή τήν ἀπεραντωσύνη τοῦ κόσμου -ἕξι δισεκατομμύρια ἄνθρωποι- ὁλομόναχος.
Εἶναι μεγάλο τό παράπονο, βαθύς ὁ πόνος. Γιατί ἡ ἀγάπη, ἡ στοργή, ἡ συμπαράσταση, τό χαμόγελο, ἡ καλωσύνη, ἁπαλύνει τά πάντα.
Ὁ ἅγιος προφήτης Ἠλίας, δοκίμαζε στό διάστημα τῆς ζωῆς του, αὐτό τόν τραγικό πόνο. Καί ἔλεγε καί τό ξανάλεγε: «Ζηλῶν, ἐζήλωκα τῷ Κυρίῳ τῷ παντοκράτορι».
Προσπάθησα νά γνωρίσω τόν ἀληθινό τόν Θεό. Νά τόν ἀγαπήσω. Νά τόν προσκυνήσω μέ ὅλη μου τήν δύναμη. Καί αἰσθάνομαι μόνος. Ὁλομόναχος. Μονώτατος. Καί νά ἦταν μόνο ἡ μοναξιά; Ἐπειδή πιστεύω στό Θεό «ζητοῦσι τήν ψυχή μου». Θέλουν νά μέ σκοτώσουν. Χιλιάδες ἄνθρωποι θέλουν τό κακό μου. Καί ζητοῦν νά μέ σκοτώσουν.
Ἐάν ἐξετάσει κανείς αὐτά πού λέει ὁ ἅγιος προφήτης Ἠλίας καί τά ὅσα γράφει ἡ Παλαιά Διαθήκη στή διήγηση τοῦ βίου του καί τῶν θαυμάτων του, καταλαβαίνει ὅτι ὁ ἅγιος προφήτης Ἠλίας πέρασε τή ζωή του μέ πόνο.
«Ὑπόδειγμα λάβετε κακοπαθείας». Ὄχι μόνο κακοπαθείας, ἀλλά καί μακροθυμίας, τούς προφήτας. Κακοπαθοῦσε ὁ προφήτης Ἠλίας, ἀλλά ποτέ δέν ἐγόγγυζε. Ὑπέμενε καί περίμενε. Ποιόν περίμενε; Τόν Θεό.
Καί ὅπως λέμε ἐμεῖς στήν παράκληση πρός τήν Παναγία: «τήν δέησιν ἐκχεῶ πρός Κύριον…», ἔτσι καί ὁ προφήτης Ἠλίας τίς θλίψεις του, τίς ἔλεγε μόνο στό Θεό.
Εἶναι μεγάλο τό παράπονο, βαθύς ὁ πόνος. Γιατί ἡ ἀγάπη, ἡ στοργή, ἡ συμπαράσταση, τό χαμόγελο, ἡ καλωσύνη, ἁπαλύνει τά πάντα.
Ὁ ἅγιος προφήτης Ἠλίας, δοκίμαζε στό διάστημα τῆς ζωῆς του, αὐτό τόν τραγικό πόνο. Καί ἔλεγε καί τό ξανάλεγε: «Ζηλῶν, ἐζήλωκα τῷ Κυρίῳ τῷ παντοκράτορι».
Προσπάθησα νά γνωρίσω τόν ἀληθινό τόν Θεό. Νά τόν ἀγαπήσω. Νά τόν προσκυνήσω μέ ὅλη μου τήν δύναμη. Καί αἰσθάνομαι μόνος. Ὁλομόναχος. Μονώτατος. Καί νά ἦταν μόνο ἡ μοναξιά; Ἐπειδή πιστεύω στό Θεό «ζητοῦσι τήν ψυχή μου». Θέλουν νά μέ σκοτώσουν. Χιλιάδες ἄνθρωποι θέλουν τό κακό μου. Καί ζητοῦν νά μέ σκοτώσουν.
Ἐάν ἐξετάσει κανείς αὐτά πού λέει ὁ ἅγιος προφήτης Ἠλίας καί τά ὅσα γράφει ἡ Παλαιά Διαθήκη στή διήγηση τοῦ βίου του καί τῶν θαυμάτων του, καταλαβαίνει ὅτι ὁ ἅγιος προφήτης Ἠλίας πέρασε τή ζωή του μέ πόνο.
«Ὑπόδειγμα λάβετε κακοπαθείας». Ὄχι μόνο κακοπαθείας, ἀλλά καί μακροθυμίας, τούς προφήτας. Κακοπαθοῦσε ὁ προφήτης Ἠλίας, ἀλλά ποτέ δέν ἐγόγγυζε. Ὑπέμενε καί περίμενε. Ποιόν περίμενε; Τόν Θεό.
Καί ὅπως λέμε ἐμεῖς στήν παράκληση πρός τήν Παναγία: «τήν δέησιν ἐκχεῶ πρός Κύριον…», ἔτσι καί ὁ προφήτης Ἠλίας τίς θλίψεις του, τίς ἔλεγε μόνο στό Θεό.
«Τήν δέησιν του ἐξέχεε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου». Καί ὁ Κύριος τί μᾶς λέγει;
Μᾶς λέγει πρῶτα ἀπ’ ὅλα, ἐκεῖνο πού εἶπε στόν προφήτη Ἠλία ὅταν τοῦ παραπονέθηκε.
-Ἔμεινα μόνος μου Κύριε!
-Λάθος Ἠλία, λάθος! Τά μάτια τά δικά σου, δέν βλέπουν τόσο καλά. Μήν εἶσαι τόσο ἀπαισιόδοξος καί τόσο στενόκαρδος. Δέν εἶσαι μοναχός σου. Εἶναι 7.000 ἀκόμη.
Γιά φαντασθεῖτε! Μονώτατος ἔλεγε. Ἕνας, ὁλομόναχος. Καί ὁ Θεός τοῦ λέγει: Εἶναι ἄλλοι 7.000. Γιά μάζεψέ τους ὅλους μαζί νά δεῖς τί εἶναι. Λαοθάλασσα, εἶναι 7.000 ἄνθρωποι. Καί εἶναι σάν καί σένα.
Μᾶς λέγει πρῶτα ἀπ’ ὅλα, ἐκεῖνο πού εἶπε στόν προφήτη Ἠλία ὅταν τοῦ παραπονέθηκε.
-Ἔμεινα μόνος μου Κύριε!
-Λάθος Ἠλία, λάθος! Τά μάτια τά δικά σου, δέν βλέπουν τόσο καλά. Μήν εἶσαι τόσο ἀπαισιόδοξος καί τόσο στενόκαρδος. Δέν εἶσαι μοναχός σου. Εἶναι 7.000 ἀκόμη.
Γιά φαντασθεῖτε! Μονώτατος ἔλεγε. Ἕνας, ὁλομόναχος. Καί ὁ Θεός τοῦ λέγει: Εἶναι ἄλλοι 7.000. Γιά μάζεψέ τους ὅλους μαζί νά δεῖς τί εἶναι. Λαοθάλασσα, εἶναι 7.000 ἄνθρωποι. Καί εἶναι σάν καί σένα.
Δυνατοί, ἀκλόνητοι, δέν τούς ἐπηρέασαν· οὔτε τά διατάγματα τοῦ Ἀχαάβ, οὔτε ἡ εἰδωλολατρεία πού πλημμύρισε, οὔτε ἡ ἁμαρτία πού καταμαγάρισε τήν οἰκουμένη. Τίποτε δέν τούς ἐπηρέασε. Στέκουν ἐπί τήν πέτραν. Τήν πέτραν τῆς πίστεως. Ἐπί τήν πέτραν τήν ἀσάλευτον. Καί μένουν ἀμετακίνητοι.
Μή κοιτάζεις μόνο ἔξω, γύρω σου. Νά γυρίσεις καί νά ρίξεις ἕνα βλέμμα μέσα σου. Νά ἐξετάσεις:
Ποιό εἶναι τό ψυχικό σου περιεχόμενο;
Πῶς εἶναι ἡ ζωή σου;
Μήπως αὐτά πού σοῦ συμβαίνουν χρειάζονται, γιά νά βάλλεις μυαλό καί νά διορθωθεῖς; Μήπως ἔχεις κάνει λάθη καί γιά τά ὅσα σου συμβαίνουν φταῖς ἐσύ καί ὄχι οἱ ἄλλοι. Μήπως τό κατάντημά σου, προέρχεται ἀπό δικές σου πράξεις; Μήπως φταῖς μέ τίς ἁμαρτίες σου;
Καί εἶναι ἀνάγκη νά σέ πιάσει ὁ Θεός λίγο ἀπό τό ἀφτί, γιά νά σοῦ γυρίσει τό νοῦ, τήν καρδιά, τήν σκέψη σέ κάτι τό ἀνώτερο ἀπό τό πῶς πᾶνε τά οἰκονομικά, τό σπίτι καί ἡ ὑγεία;
Πόσο θά μᾶς ὠφελοῦσε νά κάναμε ποτέ-πότε αὐτή τήν σκέψη!
Καί τό τρίτο: Λέει ὁ Θεός στόν προφήτη Ἠλία:
-Ἄνοιξε τά μάτια σου καί κοίταξε ὄχι μόνο τό παρόν, ἀλλά τό μέλλον. Κοίταξε τό μέλλον, ὄχι ἕνα χρόνο οὔτε δέκα χρόνια μετά. Κοίταξε στό ἀπέραντο μέλλον.
Ποτέ τοῦ τό εἶπε αὐτό ὁ Θεός; Τότε πού κατέβηκε τό πύρινο ἅρμα καί τόν παρέλαβε στόν οὐρανό. Ἦταν σάν νά τοῦ ἔλεγε:
-Τώρα τί λές Ἠλία, μόνος σου εἶσαι στόν κόσμο; Δέν ὑπάρχει κανένας δίπλα σου; Μήπως Ἐκεῖνος πού ἤσουν δίπλα του, καί Κεῖνος δίπλα σου, ἀξίζει περισσότερο ἀπό ὅλο τόν κόσμο; Γιά φαντασθεῖτε· πύρινο ἅρμα παρέλαβε τόν προφήτη Ἠλία καί ἀνέβαινε στόν οὐρανό. Πῶς ἀνέβαινε;
Θά λέγαμε ὅπως ἀνέβηκε ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστός. «Ἐν δόξῃ». Καί βλέποντάς τον ὁ ἅγιος μαθητής του, ὁ προφήτης Ἐλισαῖος ἀπό κάτω, ἔκλαιε καί φώναζε:
-Πατέρα μου, πατέρα μου, ἅρμα τοῦ Ἰσραήλ καί ἱππεύς αὐτοῦ.
Σάν νά ἔλεγε:
-Τό ὅπλο μας, ἡ παρηγοριά μας… Γιατί σκεπτόμαστε πῶς εἴχαμε κοντά μας ἕναν τέτοιον ἄνθρωπο τόν ὁποῖο ὁ Θεός ἀγάπησε τόσο καί τόν πῆρε μέ τέτοιο τρόπο στήν αἰώνια ζωή.
Ποιός δέν θά θυσίαζε τά πάντα γιά νά φτάσει ἐκεῖ πού ἔφτασε ὁ προφήτης Ἠλίας;
Ἀλλά ἐκεῖνα πού ἔγιναν στόν προφήτη Ἠλία, μποροῦν ὅταν τό θέλομε νά γίνουν καί σέ μᾶς. Ὁ Θεός δέν εἶχε ἰδιαίτερες συμπάθειες στόν προφήτη Ἠλία. Ἀλλά εἶναι γενικά φιλάνθρωπος, οἰκτίρμων καί ἐλεήμων. Ἀνάλογα στόν καθένα μας, μέ τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό, τήν πίστη στό Θεό, μέ τήν ἀφοσίωση στό Θεό, μέ τήν κακοπάθεια καί μέ τήν μακροθυμία.
Δηλαδή μέ τόν τρόπο πού ἀντιμετωπίζομε τήν κακοπάθεια, τήν φυσική κακοπάθεια στή ζωή μας.
Παράδειγμα: Τώρα στεκόμαστε ὄρθιοι στήν Ἐκκλησία, γιά νά παρακολουθήσομε τήν ἀκολουθία καί νά ἀκούσομε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, πού φαινομενικά βγαίνει ἀπό τό στόμα τοῦ ἱερέως, ἀλλά στήν πραγματικότητα τό θέλομε καί τό ἐπιθυμοῦμε νά μιλάει διά μέσου τοῦ στόματος τοῦ ἱερέως, τοῦ ταπεινοῦ ἀνθρώπου, ὁ ἴδιος ὁ σωτήρας μας Ἰησοῦς Χριστός. Ὁ ὁποῖος λέγει: «Ἅπλωσα τά χέρια μου, καί ἁπλώνω τά χέρια μου, ἀπό τό πρωί μέχρι τό βράδυ. Καί παρακαλῶ τό λαό μου μέσῳ τῶν δούλων μου νά γυρίσουν κοντά μου».
Νά μιά κακοπάθεια, πού θέλει μακροθυμία. Καί γι’ αὐτή θά ἔχομε τόν μισθό τῆς κακοπάθειας καί τῆς μακροθυμίας τοῦ ἁγίου καί δικαίου προφήτη Ἠλία. Μέ τό χαμόγελο λοιπόν στήν Ἐκκλησία. Ὄχι μέ πικρή καρδιά.
Λέει ὁ προφήτης Ἠλίας: «Ζηλῶν ἐζήλωκα τῷ Κυρίῳ παντοκράτορι». Καί ζητᾶνε νά μέ σκοτώσουν. Ἔμεινα μόνος. Θεέ μου μέ ξέχασες…
Καί τί κάνει ὁ Θεός; Τοῦ λέει:
-Πές νά μήν βρέξει τριάμισυ χρόνια στή γῆ, νά δεῖς ποιός εἶναι κοντά σου καί ποιός δέν εἶναι. Καί πόσο ἀξίζει νά εἶναι κανείς κοντά στό Θεό.
Εἶπε ὁ προφήτης Ἠλίας:
-Τριάμισυ χρόνια, νά μήν βρέξει.Καί δέν πέφτει σταγόνα. Μετά τοῦ λέει ὁ Θεός:
-Πήγαινε σ’ αὐτό τόν βασιλιά τόν Ἀχαάβ καί πές του. Νά μαζευτεῖ ὅλος ὁ κόσμος στό Καρμήλιο. Νά κάνετε θυσία. Καί νά φανεῖ τί Θεό λατρεύει ὁ καθένας.
Τούς μάζεψε ὅλους ὁ βασιλιάς στό Καρμήλιο. Ὁ προφήτης Ἠλίας καλεῖ τούς ἱερεῖς τοῦ Βάαλ καί τούς λέει:
-Δέν πιστεύετε στό Θεό. Πιστεύετε στά δαιμόνια καί στά μάγια.
Λατρεύανε τόν Δία, τήν Ἀφροδίτη, λατρεύανε τόν Βάαλ. Δηλαδή κάτι δαιμόνια τῆς πορνείας. Τῆς αἰσχρότητας.
Ὁ Ἠλίας, ἔβαλε τούς ἱερεῖς νά προσευχηθοῦν. Αἶσχος θρησκεία, αἶσχος ἱερεῖς, αἶσχος προσευχή.
Καί φυσικά μηδέν τό ἀποτέλεσμα.
-Κάνετε θυσία στό Θεό σας τούς εἶπε. Ἄν ἀνάψει μόνος του φωτιά καί κάψει τή θυσία σας, ὅλα δικά σας· καί ἐγώ μαζί σας. Ἄν ὅμως ὁ Θεός, δέν σᾶς ἀπαντήσει καί ἀκούσει ἐμένα, νά ἀκολουθήσετε ἐσεῖς τόν Θεό τοῦ Ἰσραήλ.
Φώναζαν ἀπό τό πρωί μέχρι τό μεσημέρι, 850 ἱερεῖς τοῦ ψεύτικου θεοῦ Βάαλ, ἑνός δαιμονίου «καί οὐκ ἦν φωνή οὐκ ἦν ἀκρόασις». Σιωπή ἀπό τόν θεό τους.
Καί ἀντί νά ἔχουν εὐλογία ἀπό τήν προσευχή, νά τό ποῦμε ἁπλᾶ, ὁ ἀληθινός Θεός τούς ἔλεγε:
-Τέτοιοι πού εἴσαστε, τέτοια σᾶς χρειάζονται καί χειρότερα!
Δέν τόν ἄκουγαν τόν Θεό νά τούς μιλᾶ, ἀλλά τελικά κατάλαβαν τί λατρεύουν. Ἀφοῦ «οὐκ ἦν φωνή καί οὐκ ἦν ἀκρόασις».
Ὅταν κουράστηκαν νά φωνάζουν, προφήτης Ἠλίας τούς ἔκανε πέρα. Πῆρε 12 πέτρες καί ἀνόρθωσε στό ὄνομα τοῦ Κυρίου ἕνα παλαιό κατεστραμένο θυσιαστήριο πού ὑπῆρχε ἐκεῖ, ἀφιερωμένο στόν Θεό τοῦ Ἰσραήλ. Ἔβαλε τήν θυσία πάνω στό θυσιαστήριο τήν κατάβρεξε τρεῖς φορές μέ κουβάδες νερό, ὥστε νά μήν ὑπάρχει δυνατότητα νά ἀνάψει ἄνθρωπος φωτιά καί εἶπε δυό ἁπλᾶ λόγια:
Νά μιά κακοπάθεια, πού θέλει μακροθυμία. Καί γι’ αὐτή θά ἔχομε τόν μισθό τῆς κακοπάθειας καί τῆς μακροθυμίας τοῦ ἁγίου καί δικαίου προφήτη Ἠλία. Μέ τό χαμόγελο λοιπόν στήν Ἐκκλησία. Ὄχι μέ πικρή καρδιά.
Λέει ὁ προφήτης Ἠλίας: «Ζηλῶν ἐζήλωκα τῷ Κυρίῳ παντοκράτορι». Καί ζητᾶνε νά μέ σκοτώσουν. Ἔμεινα μόνος. Θεέ μου μέ ξέχασες…
Καί τί κάνει ὁ Θεός; Τοῦ λέει:
-Πές νά μήν βρέξει τριάμισυ χρόνια στή γῆ, νά δεῖς ποιός εἶναι κοντά σου καί ποιός δέν εἶναι. Καί πόσο ἀξίζει νά εἶναι κανείς κοντά στό Θεό.
Εἶπε ὁ προφήτης Ἠλίας:
-Τριάμισυ χρόνια, νά μήν βρέξει.Καί δέν πέφτει σταγόνα. Μετά τοῦ λέει ὁ Θεός:
-Πήγαινε σ’ αὐτό τόν βασιλιά τόν Ἀχαάβ καί πές του. Νά μαζευτεῖ ὅλος ὁ κόσμος στό Καρμήλιο. Νά κάνετε θυσία. Καί νά φανεῖ τί Θεό λατρεύει ὁ καθένας.
Τούς μάζεψε ὅλους ὁ βασιλιάς στό Καρμήλιο. Ὁ προφήτης Ἠλίας καλεῖ τούς ἱερεῖς τοῦ Βάαλ καί τούς λέει:
-Δέν πιστεύετε στό Θεό. Πιστεύετε στά δαιμόνια καί στά μάγια.
Λατρεύανε τόν Δία, τήν Ἀφροδίτη, λατρεύανε τόν Βάαλ. Δηλαδή κάτι δαιμόνια τῆς πορνείας. Τῆς αἰσχρότητας.
Ὁ Ἠλίας, ἔβαλε τούς ἱερεῖς νά προσευχηθοῦν. Αἶσχος θρησκεία, αἶσχος ἱερεῖς, αἶσχος προσευχή.
Καί φυσικά μηδέν τό ἀποτέλεσμα.
-Κάνετε θυσία στό Θεό σας τούς εἶπε. Ἄν ἀνάψει μόνος του φωτιά καί κάψει τή θυσία σας, ὅλα δικά σας· καί ἐγώ μαζί σας. Ἄν ὅμως ὁ Θεός, δέν σᾶς ἀπαντήσει καί ἀκούσει ἐμένα, νά ἀκολουθήσετε ἐσεῖς τόν Θεό τοῦ Ἰσραήλ.
Φώναζαν ἀπό τό πρωί μέχρι τό μεσημέρι, 850 ἱερεῖς τοῦ ψεύτικου θεοῦ Βάαλ, ἑνός δαιμονίου «καί οὐκ ἦν φωνή οὐκ ἦν ἀκρόασις». Σιωπή ἀπό τόν θεό τους.
Καί ἀντί νά ἔχουν εὐλογία ἀπό τήν προσευχή, νά τό ποῦμε ἁπλᾶ, ὁ ἀληθινός Θεός τούς ἔλεγε:
-Τέτοιοι πού εἴσαστε, τέτοια σᾶς χρειάζονται καί χειρότερα!
Δέν τόν ἄκουγαν τόν Θεό νά τούς μιλᾶ, ἀλλά τελικά κατάλαβαν τί λατρεύουν. Ἀφοῦ «οὐκ ἦν φωνή καί οὐκ ἦν ἀκρόασις».
Ὅταν κουράστηκαν νά φωνάζουν, προφήτης Ἠλίας τούς ἔκανε πέρα. Πῆρε 12 πέτρες καί ἀνόρθωσε στό ὄνομα τοῦ Κυρίου ἕνα παλαιό κατεστραμένο θυσιαστήριο πού ὑπῆρχε ἐκεῖ, ἀφιερωμένο στόν Θεό τοῦ Ἰσραήλ. Ἔβαλε τήν θυσία πάνω στό θυσιαστήριο τήν κατάβρεξε τρεῖς φορές μέ κουβάδες νερό, ὥστε νά μήν ὑπάρχει δυνατότητα νά ἀνάψει ἄνθρωπος φωτιά καί εἶπε δυό ἁπλᾶ λόγια:
-Κύριε, ἐπάκουσόν μου ἐν πυρί. Ρίξε φωτιά ἀπό τόν οὐρανό καί κάψε τήν θυσία. Γιά νά ἀνοίξουν τά ἀφτιά καί οἱ καρδιές αὐτοῦ τοῦ λαοῦ, νά καταλάβει τήν ἀλήθεια καί νά σωθεῖ.
Μέ τό πού τό εἶπε, ἔπεσε φωτιά ἀπό τόν οὐρανό καί κατέκαψε ὄχι μόνο τήν θυσία καί τά ξύλα· μά καί τίς πέτρες καί τό χῶμα γύρω ἀπό τό θυσιαστήριο. Τέτοια φωτιά κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό.
Ὅλοι ἔπεσαν μέ τό πρόσωπο στή γῆ, καί εἶπαν:
-Δόξα σοι Κύριε, δόξα σοι Θεέ μας. Μᾶς ἀποκάλυψες τήν ἀλήθεια.
Ἔπειτα εἶπε ὁ Ἠλίας:
-Τώρα, φευγᾶτε ὅσο μπορεῖτε πιό γρήγορα γιατί ἔφτασε ἡ βροχή.
Καί ὅσο νά ξεκινήσουν, τούς ἔπιασε ἡ μπόρα. Ὁ προφήτης Ἠλίας πῆρε τό καπίστρι τοῦ ἀλόγου τοῦ βασιλιά τοῦ Ἰσραήλ, τοῦ ἀποστάτη Ἀχαάβ, πήγαινε μπροστά καί τοῦ ἔλεγε:
-Μή φοβᾶσαι βασιλιά μου. Μόνο ἕνα νά φοβᾶσαι, τόν ἀληθινό Θεό. Σταγόνα δέν θά πέσει πάνω σου.
Καί ὅπως συνέβη στά θαύματα τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος, ἔτσι συνέβη καί τότε. Ὅπου περπάταγε ὁ προφήτης Ἠλίας μέ τόν Ἀχαάβ, κρατώντας τό καπίστρι τοῦ μουλαριοῦ του, σταγόνα δέν ἔπεσε ἐπάνω του. Γύρω τους γινόταν κατακλυσμός. Γιατί;
Γιατί ὁ Θεός εἶναι Κύριος καί τῆς φωτιᾶς καί τοῦ νεροῦ. Καί τοῦ τόπου καί τῶν πάντων. Κάνει ἐκεῖνο πού θέλει καί δείχνει τήν προστασία του, τήν ἐκτίμησή του, τήν ἀγάπη του μέ χίλιους δυό τρόπους.
Ἐμεῖς, ἔχομε χρέος νά διερωτώμαστε:
«Στέκομε καλά κοντά στό Θεό; Εἴμαστε ἄξιοι νά ἀσχοληθεῖ μέ τό ἔλεός του, μέ τήν ἀγάπη του καί μέ τήν στοργή του μαζί μας ὁ Θεός»;
Τά ἔμαθε ὅλα ἡ βασίλισσα Ἰεζάβελ, ἡ γυναίκα τοῦ Ἀχαάβ. Δέν συγκινήθηκε καθόλου. Οὔτε μετάνοια ἔδειξε. Ἀλλά ὀργίσθηκε καί ἀποφάσισε νά ἐκδικηθεῖ.
-Αὔριο ὁ Ἠλίας πρέπει νά εἶναι πεθαμένος, εἶπε.
Καί ὁ Ἀχαάβ, ἀντί νά τόν σεβαστεῖ ἐστράφη πάλι ἐναντίον του.
Ὁ προφήτης Ἠλίας τό ἔμαθε καί φοβήθηκε. Αὐτός πού δέν ὑπολόγισε κανένα καί εἶχε τήν αἴσθηση ὅτι ὁ Θεός εἶναι κοντά του, φοβήθηκε τήν Ἰεζάβελ καί ἔφυγε στήν ἄλλη ἄκρη τοῦ κόσμου.
-Θεέ μου, τόσα ἔγιναν καί πάλι τήν ψυχή μου γυρεύουν. Ποῦ νά πάω;
Παίρνει τά μάτια του καί ξεκινάει γιά τό Σινά. Ἦταν τόσο ἀπογοητευμένος, πού ὅταν βρῆκε ἕνα δένδρο μέ ἀγκάθια κρύφτηκε ἐκεῖ, ξάπλωσε στόν ἴσκιο, καί κοιμήθηκε.
Μά ἄγγελος Κυρίου τόν σκουντᾶ:
-Ξύπνα Ἠλία. Ξύπνα νά φᾶς κάτι. Σοῦ ἔχω φαγητό ἕτοιμο. Μή φοβᾶσαι.
Τοῦ ἔδειχνε τό φαγητό.
-Φάε.
Καί δεύτερη φορά τό ἴδιο. Γιατί ὁ προφήτης Ἠλίας ἔλεγε: -Δέν ἔχω ὄρεξη οὔτε βῆμα νά κάνω.
Ξαναξάπλωνε καί κοιμόταν.
Καί τόν ξύπναγε ὁ ἄγγελος:
-Φάε προφήτη μου, ἔχεις δρόμο νά κάνεις.
Ἔφαγε τρεῖς φορές, περπάτησε καί ἔφτασε στό Σινά.
Τί τόν ἤθελε ὁ Θεός στό Σινά;
Ὅταν ἔφτασε ἐκεῖ, τοῦ λέει ὁ Θεός:
-Ἠλία, τί θέλεις ἐδωπέρα;
-Νά σωθῶ. Θέλουν νά μέ σφάξουν. Μακρύτερα ἀκόμη νά πάω.
Τοῦ λέει ὁ Θεός:
-Μή φοβάσαι. Στάσου. Πρόσεξε σ’ αὐτό πού θά δεῖς.
Θά γίνει πρῶτα ἕνας φοβερός σεισμός. Μή φοβηθεῖς. Μήν τόν πάρεις στά σοβαρά. Θά πέφτουν τά ὄρη, θά τρέμει ἡ γῆ, δέν θά μένει τίποτε ὄρθιο· ἀλλά μή φοβᾶσαι. Δέν εἶναι τίποτε. Οὔτε εἶναι δουλειά τοῦ Θεοῦ αὐτός ὁ σεισμός. Τίποτε δέν εἶναι. Θά περάσει.
Μετά θά πέσει μιά φωτιά πού θά καίει τά πάντα. Ὅπως μπορεῖ ὅταν θέλει ὁ Θεός, νά στείλει φωτιά νά κάψει κάθε ἁμαρτία καί κάθε κακό. Μή φοβᾶσαι. Οὔτε σ’ αὐτή τήν φωτιά θά εἶναι ὁ Θεός.
Ἔπειτα θά φυσήξει ἕνα δροσερό ἀεράκι. Αὔρα λεπτή. Ἕνα ἐντελῶς δροσερό ἀεράκι πού κάνει τόν ἄνθρωπο νά λέει: «Ἄχ, τί ὡραῖα πού εἶναι μετά τήν ζέστη καί τόν καύσωνα». Τίποτε ἄλλο. Ἐκεῖ μέσα θά εἶμαι!
Στάθηκε ὁ προφήτης Ἠλίας μέσα σ’ ἕνα βράχο, ἔνοιωσε τόν σεισμό, εἶδε καί τήν φωτιά.
Καί μετά, ὅταν πέρασαν τά δυό μεγάλα σημεῖα, φύσηξε τό δροσερό ἀεράκι.
Βγῆκε ἀπό τόν βράχο ὁ προφήτης Ἠλίας σήκωσε τήν μηλωτή του καί σκέπασε τό πρόσωπό του, γιατί τοῦ εἶπε ὁ Θεός: «Ἐκεῖ μέσα θά εἶμαι».
Ἔλεγε ὁ προφήτης: «Εἶμαι ἄξιος ἐγώ, νά δῶ τόν Θεό»;
Καί μέ τό πρόσωπό του σκεπασμένο, στάθηκε μέσα στό δροσερό ἀεράκι. Τοῦ φώναξε ὁ Θεός:
-Ἠλία γύρισε στήν Ἱερουσαλήμ καί στή Σαμάρεια. Νά βρεῖς τόν μαθητή σου τόν Ἐλισαῖο, νά τόν εὐλογήσεις. Νά τόν χρίσεις προφήτη. Διάδοχό σου. Νά κηρύττει τήν ἀλήθεια.
Καί μετά θά πᾶς νά βρεῖς τόν Ἰηοῦ.
Νά τόν χρίσεις βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ.
Κατόπιν θά βρεῖς τόν Ἄδερ.
Καί θά τόν χρίσεις βασιλέα τῆς Συρίας.
Ὅποιος γλυτώσει ἀπό τόν Ἐλισαῖο θά τόν τιμωρήσει ὁ Ἰηοῦ. Καί ὅποιος γλυτώσει ἀπό τόν Ἰηοῦ, θά τόν τιμωρήσει ὁ βασιλιάς τῆς Συρίας. Θά διορθωθεῖ ὁ κόσμος. Ἐγώ εἶμαι αὔρα λεπτή. Δροσιά γιά τόν κόσμο, ὄχι φωτιά, ὄχι σεισμός.
Μέ τό πού τό εἶπε, ἔπεσε φωτιά ἀπό τόν οὐρανό καί κατέκαψε ὄχι μόνο τήν θυσία καί τά ξύλα· μά καί τίς πέτρες καί τό χῶμα γύρω ἀπό τό θυσιαστήριο. Τέτοια φωτιά κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό.
Ὅλοι ἔπεσαν μέ τό πρόσωπο στή γῆ, καί εἶπαν:
-Δόξα σοι Κύριε, δόξα σοι Θεέ μας. Μᾶς ἀποκάλυψες τήν ἀλήθεια.
Ἔπειτα εἶπε ὁ Ἠλίας:
-Τώρα, φευγᾶτε ὅσο μπορεῖτε πιό γρήγορα γιατί ἔφτασε ἡ βροχή.
Καί ὅσο νά ξεκινήσουν, τούς ἔπιασε ἡ μπόρα. Ὁ προφήτης Ἠλίας πῆρε τό καπίστρι τοῦ ἀλόγου τοῦ βασιλιά τοῦ Ἰσραήλ, τοῦ ἀποστάτη Ἀχαάβ, πήγαινε μπροστά καί τοῦ ἔλεγε:
-Μή φοβᾶσαι βασιλιά μου. Μόνο ἕνα νά φοβᾶσαι, τόν ἀληθινό Θεό. Σταγόνα δέν θά πέσει πάνω σου.
Καί ὅπως συνέβη στά θαύματα τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος, ἔτσι συνέβη καί τότε. Ὅπου περπάταγε ὁ προφήτης Ἠλίας μέ τόν Ἀχαάβ, κρατώντας τό καπίστρι τοῦ μουλαριοῦ του, σταγόνα δέν ἔπεσε ἐπάνω του. Γύρω τους γινόταν κατακλυσμός. Γιατί;
Γιατί ὁ Θεός εἶναι Κύριος καί τῆς φωτιᾶς καί τοῦ νεροῦ. Καί τοῦ τόπου καί τῶν πάντων. Κάνει ἐκεῖνο πού θέλει καί δείχνει τήν προστασία του, τήν ἐκτίμησή του, τήν ἀγάπη του μέ χίλιους δυό τρόπους.
Ἐμεῖς, ἔχομε χρέος νά διερωτώμαστε:
«Στέκομε καλά κοντά στό Θεό; Εἴμαστε ἄξιοι νά ἀσχοληθεῖ μέ τό ἔλεός του, μέ τήν ἀγάπη του καί μέ τήν στοργή του μαζί μας ὁ Θεός»;
Τά ἔμαθε ὅλα ἡ βασίλισσα Ἰεζάβελ, ἡ γυναίκα τοῦ Ἀχαάβ. Δέν συγκινήθηκε καθόλου. Οὔτε μετάνοια ἔδειξε. Ἀλλά ὀργίσθηκε καί ἀποφάσισε νά ἐκδικηθεῖ.
-Αὔριο ὁ Ἠλίας πρέπει νά εἶναι πεθαμένος, εἶπε.
Καί ὁ Ἀχαάβ, ἀντί νά τόν σεβαστεῖ ἐστράφη πάλι ἐναντίον του.
Ὁ προφήτης Ἠλίας τό ἔμαθε καί φοβήθηκε. Αὐτός πού δέν ὑπολόγισε κανένα καί εἶχε τήν αἴσθηση ὅτι ὁ Θεός εἶναι κοντά του, φοβήθηκε τήν Ἰεζάβελ καί ἔφυγε στήν ἄλλη ἄκρη τοῦ κόσμου.
-Θεέ μου, τόσα ἔγιναν καί πάλι τήν ψυχή μου γυρεύουν. Ποῦ νά πάω;
Παίρνει τά μάτια του καί ξεκινάει γιά τό Σινά. Ἦταν τόσο ἀπογοητευμένος, πού ὅταν βρῆκε ἕνα δένδρο μέ ἀγκάθια κρύφτηκε ἐκεῖ, ξάπλωσε στόν ἴσκιο, καί κοιμήθηκε.
Μά ἄγγελος Κυρίου τόν σκουντᾶ:
-Ξύπνα Ἠλία. Ξύπνα νά φᾶς κάτι. Σοῦ ἔχω φαγητό ἕτοιμο. Μή φοβᾶσαι.
Τοῦ ἔδειχνε τό φαγητό.
-Φάε.
Καί δεύτερη φορά τό ἴδιο. Γιατί ὁ προφήτης Ἠλίας ἔλεγε: -Δέν ἔχω ὄρεξη οὔτε βῆμα νά κάνω.
Ξαναξάπλωνε καί κοιμόταν.
Καί τόν ξύπναγε ὁ ἄγγελος:
-Φάε προφήτη μου, ἔχεις δρόμο νά κάνεις.
Ἔφαγε τρεῖς φορές, περπάτησε καί ἔφτασε στό Σινά.
Τί τόν ἤθελε ὁ Θεός στό Σινά;
Ὅταν ἔφτασε ἐκεῖ, τοῦ λέει ὁ Θεός:
-Ἠλία, τί θέλεις ἐδωπέρα;
-Νά σωθῶ. Θέλουν νά μέ σφάξουν. Μακρύτερα ἀκόμη νά πάω.
Τοῦ λέει ὁ Θεός:
-Μή φοβάσαι. Στάσου. Πρόσεξε σ’ αὐτό πού θά δεῖς.
Θά γίνει πρῶτα ἕνας φοβερός σεισμός. Μή φοβηθεῖς. Μήν τόν πάρεις στά σοβαρά. Θά πέφτουν τά ὄρη, θά τρέμει ἡ γῆ, δέν θά μένει τίποτε ὄρθιο· ἀλλά μή φοβᾶσαι. Δέν εἶναι τίποτε. Οὔτε εἶναι δουλειά τοῦ Θεοῦ αὐτός ὁ σεισμός. Τίποτε δέν εἶναι. Θά περάσει.
Μετά θά πέσει μιά φωτιά πού θά καίει τά πάντα. Ὅπως μπορεῖ ὅταν θέλει ὁ Θεός, νά στείλει φωτιά νά κάψει κάθε ἁμαρτία καί κάθε κακό. Μή φοβᾶσαι. Οὔτε σ’ αὐτή τήν φωτιά θά εἶναι ὁ Θεός.
Ἔπειτα θά φυσήξει ἕνα δροσερό ἀεράκι. Αὔρα λεπτή. Ἕνα ἐντελῶς δροσερό ἀεράκι πού κάνει τόν ἄνθρωπο νά λέει: «Ἄχ, τί ὡραῖα πού εἶναι μετά τήν ζέστη καί τόν καύσωνα». Τίποτε ἄλλο. Ἐκεῖ μέσα θά εἶμαι!
Στάθηκε ὁ προφήτης Ἠλίας μέσα σ’ ἕνα βράχο, ἔνοιωσε τόν σεισμό, εἶδε καί τήν φωτιά.
Καί μετά, ὅταν πέρασαν τά δυό μεγάλα σημεῖα, φύσηξε τό δροσερό ἀεράκι.
Βγῆκε ἀπό τόν βράχο ὁ προφήτης Ἠλίας σήκωσε τήν μηλωτή του καί σκέπασε τό πρόσωπό του, γιατί τοῦ εἶπε ὁ Θεός: «Ἐκεῖ μέσα θά εἶμαι».
Ἔλεγε ὁ προφήτης: «Εἶμαι ἄξιος ἐγώ, νά δῶ τόν Θεό»;
Καί μέ τό πρόσωπό του σκεπασμένο, στάθηκε μέσα στό δροσερό ἀεράκι. Τοῦ φώναξε ὁ Θεός:
-Ἠλία γύρισε στήν Ἱερουσαλήμ καί στή Σαμάρεια. Νά βρεῖς τόν μαθητή σου τόν Ἐλισαῖο, νά τόν εὐλογήσεις. Νά τόν χρίσεις προφήτη. Διάδοχό σου. Νά κηρύττει τήν ἀλήθεια.
Καί μετά θά πᾶς νά βρεῖς τόν Ἰηοῦ.
Νά τόν χρίσεις βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ.
Κατόπιν θά βρεῖς τόν Ἄδερ.
Καί θά τόν χρίσεις βασιλέα τῆς Συρίας.
Ὅποιος γλυτώσει ἀπό τόν Ἐλισαῖο θά τόν τιμωρήσει ὁ Ἰηοῦ. Καί ὅποιος γλυτώσει ἀπό τόν Ἰηοῦ, θά τόν τιμωρήσει ὁ βασιλιάς τῆς Συρίας. Θά διορθωθεῖ ὁ κόσμος. Ἐγώ εἶμαι αὔρα λεπτή. Δροσιά γιά τόν κόσμο, ὄχι φωτιά, ὄχι σεισμός.
Καί τί ἔγινε;
Ὁ προφήτης Ἐλισαῖος σέ ὅλη του τή ζωή ἐκήρυττε. Καί ἐκεῖνο πού δέν πέτυχε ὁ Ἠλίας τό πέτυχε ὁ μαθητής του. Γύρισε ὅλος ὁ λαός στήν ἀληθινή πίστη τοῦ Χριστοῦ! Ναί, σωστά τό εἴπαμε. Πρίν ἀκόμη ἔλθει «ἐν σαρκί», μέ τήν σάρκα του, πρίν ἀκόμη γεννηθεῖ ἀπό τήν ἁγία Παρθένο.
Ὅσους δέν θέλησαν νά πιστεύσουν, ὁ ζηλωτής τῆς πίστεως βασιλιάς Ἰηοῦ, τούς ἔδιωξε. Τούς ἐτιμώρησε.
Καί ὅσοι δέν πίστευσαν οὔτε μέ τήν τιμωρία, οὔτε μέ τά ἄλλα μέτρα τοῦ ἐνάρετου καί εὐσεβοῦς βασιλιά Ἰηοῦ, ἔκανε ἐπιδρομή ὁ βασιλιάς τῆς Συρίας καί τούς ἐξολόθρευσε. Καί ἐπεκράτησε ἡ ἀληθινή πίστη, καί ἔμειναν στή γῆ τοῦ Ἰσραήλ οἱ ἐκλεκτοί τοῦ Θεοῦ, γιά νά ἑτοιμάζουν τήν ἔλευση τοῦ σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Θεός μέ τόν δικό του τρόπο, διώρθωσε τά πάντα.
Μακάρι καί σέ μᾶς, στόν καθένα μας, νά συμβεῖ αὐτό τό μεγαλεῖο τῆς πίστεως, πού συνέβη στό πρόσωπο τοῦ ἁγίου καί μεγάλου προφήτη Ἠλία.
Ὁ Θεός μέ τήν δύναμή του καί μέ τήν σοφία του, παρεμβαίνει καί ἀμείβει τήν πίστη καί τήν ὑπομονή, τήν ταπείνωση καί τήν ἀφωσίωση τῶν δούλων του.
Ἀνακουφίζει τή ζωή τους καί τήν γεμίζει μέ τήν παρουσία του καί τήν χάρη του. Μέ τό ἔλεός του, τήν ἀγάπη του καί τήν προστασία του.
Καί ἀκολουθώντας τον, νά ἀξιωθοῦμε νά ἔχομε τήν μεγάλη προστασία τοῦ Κυρίου μας. Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου