«Ἕλληνες ἀεί παῖδες ἐστε, γέρων δέ Ἕλλην οὐκ ἔστιν» (Πλάτων, Τίμαιος, 22b).


"Ὁμολογεῖται μὲν γὰρ τὴν πόλιν ἡμῶν ἀρχαιοτάτην εἶναι καὶ μεγίστην καὶ παρὰ πᾶσιν ἀνθρώποις ὀνομαστοτάτην· οὕτω δὲ καλῆς τῆς ὑποθέσεως οὔσης,
ἐπὶ τοῖς ἐχομένοις τούτων ἔτι μᾶλλον ἡμᾶς προσήκει τιμᾶσθαι. 24. Ταύτην γὰρ οἰκοῦμεν οὐχ ἑτέρους ἐκβαλόντες οὐδ' ἐρήμην καταλαβόντες
οὐδ' ἐκ πολλῶν ἐθνῶν μιγάδες συλλεγέντες, ἀλλ' οὕτω καλῶς καὶ γνησίως γεγόναμεν ὥστ' ἐξ ἧσπερ ἔφυμεν, ταύτην ἔχοντες ἅπαντα τὸν χρόνον διατελοῦμεν,
αὐτόχθονες ὄντες καὶ τῶν ὀνομάτων τοῖς αὐτοῖς οἷσπερ τοὺς οἰκειοτάτους τὴν πόλιν ἔχοντες προσειπεῖν".
(Ἰσοκράτης, Πανηγυρικός, στίχοι 23-24).

Τα άρθρα που φιλοξενούνται στον παρόντα ιστότοπο και προέρχονται απο άλλες πηγές, εκφράζουν αποκλειστικά και μόνον τις απόψεις των συγγραφέων τους.

Καθίσταται σαφές ότι η δημοσίευση ανάρτησης, δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά αποδοχή των απόψεων του συγγραφέως.


ΕΑΝ ΘΕΛΕΤΕ, ΑΦΗΝΕΤΕ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ, ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΑΡΘΡΟ-ΑΝΑΡΤΗΣΗ (΄κλίκ΄ στο "Δεν υπάρχουν σχόλια"). ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ.

Ακολουθήστε μας στο Facebook

Κυριακή 18 Μαΐου 2014

Η αχαριστία του Χούμι...



Μια φορά κι έναν καιρό κατοικούσε σε ένα νησί του Χοκαΐδο ένας νέος που τον έλεγαν Χούμι και κέρδιζε το ψωμί του σπάζοντας πέτρες. Αν και το παιδί ήταν γερό και δυνατό, δεν ήταν ευχαριστημένο με το δικό του πεπρωμένο και παραπονιόταν μέρα – νύχτα.

Αν και δεν καταλάβαινε καλά τις παραβολές του Χριστιανισμού, ο Χούμι είχε μάθει ότι τουλάχιστον μια φορά το χρόνο εισακούονταν οι επιθυμίες των ανθρώπων. Κι έτσι την ημέρα των Χριστουγέννων, παρακάλεσε με όλη του την καρδιά κι έμεινε κατάπληκτος, όταν είδε να εμφανίζεται μπροστά του ένας άγγελος.

«Έχεις την υγεία σου και μια ολόκληρη ζωή μπροστά σου», είπε ο άγγελος. «Όλοι οι νέοι αρχίζουν με κάποια εργασία ασήμαντη στην αρχή. Γιατί δεν σταματάς να παραπονιέσαι

«Ο Θεός υπήρξε άδικος σε μένα και δε μου έδωσε την ευκαιρία να προοδεύσω»,
απάντησε ο Χούμι.

Στενοχωρημένος ο άγγελος παρουσιάστηκε στο Θεό ζητώντας την άδεια να φροντίσει
τον προστατευόμενό του, για να μη χάσει την ψυχή του.

«Ας γίνει όπως επιθυμείς», είπε ο Κύριος.
 

«Σήμερα είναι Χριστούγεννα και ας παραχωρηθεί αυτό που επιθυμεί ο Χούμι».

Την επαύριο, ενώ ο Χούμι έκοβε τις πέτρες, είδε να περνά μια άμαξα που μετέφερε κάποιον ευγενή
με ρούχα γεμάτα πολύτιμα πετράδια. Σφουγγίζοντας το καταϊδρωμένο πρόσωπό του με τα χέρια του, ο Χούμι φώναξε με πίκρα:

«Γιατί να μην είμαι κι εγώ ευγενής; Αλλά τούτο είναι το πεπρωμένο μου!».

«Να γίνεις!», μουρμούρισε ο άγγελός του
καταχαρούμενος.
Και ο Χούμι μεταμορφώθηκε σε ιδιοκτήτη ενός πολυτελούς παλατιού και απέκτησε απέραντα χωράφια, περιτριγυρισμένος από υπηρέτες και άλογα.

Απέκτησε έτσι τη συνήθεια να βγαίνει όλες τις μέρες με την εντυπωσιακή του ακολουθία
και απολάμβανε να βλέπει τους παλιούς συντρόφους του, οι οποίοι, στην άκρη του δρόμου, τον κοίταζαν με σεβασμό. 

Ένα απόγευμα η ζέστη ήταν ανυπόφορη και ο Χούμι, αν και βρισκόταν υπό την προστασία της
επίχρυσης ομπρέλας του, ίδρωνε, όπως και τότε που έκοβε πέτρες. Αντιλήφθηκε τότε ότι δεν ήταν και τόσο σπουδαίος. Πάνω από αυτόν υπήρχαν πρίγκιπες, αυτοκράτορες και πιο πάνω από όλους ακόμα, βρισκόταν ο ήλιος που δεν υπάκουε σε κανένα, αφού ήταν πραγματικά υπέρτατος άρχοντας.

«
Α! Άγγελέ μου! Γιατί να μην μπορώ να είμαι ο ήλιος; Πρέπει λοιπόν να είναι αυτό το πεπρωμένο μου!», παραπονέθηκε ο Χούμι.

«Ε, λοιπόν, ας γίνει έτσι!», είπε ο άγγελος,
κρύβοντας τη θλίψη του μπροστά στην υπέρμετρη αυτή φιλοδοξία.

Και ο Χούμι έγινε ήλιος, σύμφωνα με την επιθυμία του.
Και ενώ έλαμπε στον ουρανό, απορώντας γι’ αυτή τη γιγάντια δύναμή του
να κάμει τις εσοδείες να ωριμάζουν ή να τις καίει για να κάμει κέφι, ένα σημαδάκι μαύρο άρχισε να προχωρεί προς αυτόν. Η μαύρη κηλίδα άρχισε να μεγαλώνει και ο Χούμι κατάλαβε ότι ήταν ένα σύννεφο που απλωνόταν γύρω του και τον εμπόδιζε να βλέπει τη Γη.

«Άγγελε!», κραύγασε ο Χούμι.
«Το σύννεφο είναι πιο δυνατό από τον ήλιο! Το πεπρωμένο μου είναι να γίνω σύννεφο!».

«Να γίνεις!», απάντησε ο άγγελος.

Έτσι ο Χούμι μεταμορφώθηκε σε σύννεφο
και νόμισε ότι είχε πραγματοποιήσει το όνειρό του.

«Είμαι δυνατός!», φώναξε καλύπτοντας τον ήλιο.
«Είμαι ανίκητος!», βροντοφώναξε κυνηγώντας τα κύματα.

Αλλά κατά μήκος της έρημης ακτής του ωκεανού, υψωνόταν ένας πελώριος γρανιτένιος βράχος,
αρχαίος όσο και ο κόσμος. Ο Χούμι νόμισε ότι ο βράχος τον περιφρονούσε και του έριξε μια καταιγίδα, πιο τρομερή από κάθε άλλη φορά, από τότε που γεννήθηκε ο κόσμος. Χτυπούσε το βράχο, προσπαθώντας να τον διαλύσει σε σκόνη και να τον ρίξει στα βάθη της θάλασσας.

Αλλά ο βράχος ακλόνητος και αδιάφορος έμεινε στη θέση του.
«Άγγελε!», στέναξε ο Χούμι.
«Ο βράχος είναι πιο δυνατός από το σύννεφο! Το πεπρωμένο μου είναι αυτό, να γίνω βράχος!».

Και ο Χούμι μεταμορφώθηκε σε βράχο.

«Ποιός θα μπορέσει να με νικήσει τώρα;» αναρωτιόταν συνέχεια. 

«Είμαι ο δυνατότερος στον κόσμο!»

Κι έτσι πέρασαν αρκετά χρόνια, ωσότου, ένα όμορφο πρωινό, ο Χούμι ένιωσε μια αλγεινή μαχαιριά
στα πέτρινα σπλάχνα του, που την ακολούθησε ένας φοβερός πόνος, σάμπως κι ένα μέρος του γρανιτένιου κορμιού του να είχε κατασπαραχτεί. Αμέσως μετά άκουσε μερικά υπόκωφα χτυπήματα, επίμονα, που του έφεραν ανυπόφορο πόνο.

Τρελός από τον πόνο ούρλιαξε:
«Άγγελε, κάποιος προσπαθεί να με σκοτώσει! Έχει μεγαλύτερη δύναμη από μένα. Θέλω να γίνω δυνατός, όπως εκείνος!».

«Να γίνεις λοιπόν!»,
αναφώνησε ο άγγελος κλαίγοντας.

Κι έτσι ο Χούμι ξανάρχισε να σπάζει πέτρες.


Δεν υπάρχουν σχόλια: