Το γεγονός ότι κάποιες στιγμές θεωρούμε πως εκπέμπουμε στο «ίδιο μήκος κύματος» με τον απέναντί μας, μάλλον οφείλεται στο ότι ο εγκέφαλός μας είναι σχεδιασμένος ώστε να «τρέχει» διαρκώς μπροστά και να προβλέπει τι έχει να μας πει ο συνομιλητής μας. Αυτό είναι το συμπέρασμα αμερικανών ερευνητών.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, η επιτυχής πρόβλεψη των λέξεων που εκστομίζουμε από τον συνομιλητή μας οφείλεται στον συγχρονισμό των εγκεφαλικών μοτίβων που «προτρέχουν» του λόγου.
Η μελέτη που δημοσιεύεται στο επιστημονικό έντυπο «Journal of Neuroscience» φέρνει στο φως νέα στοιχεία, γύρω από τις εγκεφαλικές διεργασίες που πραγματοποιούνται κατά την επικοινωνία και σχετίζονται με την επεξεργασία του προφορικού λόγου.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι ο εγκέφαλός μας προσπαθεί διαρκώς να προβλέψει τι πρόκειται να πει ο απέναντί μας, με στόχο την καλύτερη κατανόηση και την προαγωγή της συζήτησης.
«Μηχανή» προβλέψεων το μυαλό
Ως τώρα οι ειδικοί πίστευαν ότι ο εγκέφαλός μας επεξεργάζεται τα ερεθίσματα που λαμβάνει από το περιβάλλον «αντίστροφα» - για παράδειγμα, πως όταν ακούμε κάποιον να μιλάει, ο ακουστικός φλοιός του εγκεφάλου, επεξεργάζεται πρώτα τον ήχο και στη συνέχεια ενεργοποιούνται άλλες περιοχές του εγκεφάλου, που δημιουργούν ένα νοητό «παζλ» λέξεων, για την κατανόηση του λόγου.Κατά τα τελευταία χρόνια, όλο και περισσότεροι νευροεπιστήμονες φαίνεται να υποστηρίζουν τη θεωρία ότι ο εγκέφαλος τελικά αναλύει τον λόγο, «από πάνω προς τα κάτω», παρομοιάζοντας τον εγκέφαλο με μηχανή προβλέψεων.
Όπως αναφέρουν οι αμερικανοί ερευνητές, ο εγκέφαλός μας προτρέχει διαρκώς, έτσι ώστε να είναι σε θέση να ανταποκριθεί αστραπιαία και με ακρίβεια σε οτιδήποτε συμβεί.
Για παράδειγμα, είναι σε θέση να προβλέπει λέξεις και ήχους από τα συμφραζόμενα. Στη φράση «το γρασίδι είναι...» μπορούμε εύκολα να προβλέψουμε ότι πιθανότατα πρόκειται για το πράσινο χρώμα.
«Τα ευρήματά μας δείχνουν ότι ο εγκέφαλος τόσο του ομιλητή όσο και του ακροατή χρησιμοποιεί μια διαδικασία πρόβλεψης της γλώσσας. Κάτι τέτοιο έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση παρόμοιων εγκεφαλικών μοτίβων στην περίπτωση των δύο συνομιλητών», αναφέρει η κύρια συγγραφέας της μελέτης, δρ Σούζαν Ντίκερ, από το Τμήμα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης.
«Κάτι τέτοιο συμβαίνει προτού ακόμη ο ομιλητής εκστομίσει τη φράση που σκέφτεται», προσθέτει η ίδια.
«Πολλά από όσα γνωρίζουμε για τη γλώσσα και τη λειτουργία του εγκεφάλου προέρχονται από ελεγχόμενα πειράματα που πραγματοποιούνται στον χώρο ενός εργαστηρίου και εξετάζουν τη γλώσσα ως αφηρημένη έννοια - ακούμε δηλαδή μια σειρά λέξεις ή μία λέξη κάθε φορά», αναφέρει ο δρ Τζέισον Ζέβιν από το Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας που έλαβε μέρος στη μελέτη.
«Δεν έχουν να κάνουν τόσο πολύ δηλαδή με την επικοινωνία αλλά περισσότερο με τη δομή της γλώσσας. Το δικό μας πείραμα εστιάζει στον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούμε τη γλώσσα για να εκφράσουμε τη σύμπνοιά μας με κάποιο άτομο».
Σε επόμενη φάση μια ομάδα εθελοντών, κλήθηκε να ακούσει τις περιγραφές της ομιλήτριας, ενόσω και οι ίδιοι έβλεπαν τις εικόνες. Οι ερευνητές πάλι παρακολουθούσαν την εγκεφαλική τους δραστηριότητα.
Συγκρίνοντας στην πορεία την εγκεφαλική αντίδραση της ομιλήτριας με εκείνη των ακροατών, είδαν ότι τα μοτίβα της εγκεφαλικής δραστηριότητας σε περιοχές όπου πραγματοποιείται η επεξεργασία του λόγου εμφάνιζαν ομοιότητες όταν οι ακροατές μπορούσαν να προβλέψουν τι επρόκειτο να εκστομίσει η ομιλήτρια.
«Πέραν των αστραπιαίων αντιδράσεων απέναντι στα ερεθίσματα που λαμβάνουμε από το περιβάλλον, η δύναμη του εγκεφάλου μας να προβλέπει τι θα ακολουθήσει ενδεχομένως να παίζει καθοριστικό ρόλο στην ανθρώπινη επικοινωνία», καταλήγει η δρ Ντίκερ.
tovima
«Τα ευρήματά μας δείχνουν ότι ο εγκέφαλος τόσο του ομιλητή όσο και του ακροατή χρησιμοποιεί μια διαδικασία πρόβλεψης της γλώσσας. Κάτι τέτοιο έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση παρόμοιων εγκεφαλικών μοτίβων στην περίπτωση των δύο συνομιλητών», αναφέρει η κύρια συγγραφέας της μελέτης, δρ Σούζαν Ντίκερ, από το Τμήμα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης.
«Κάτι τέτοιο συμβαίνει προτού ακόμη ο ομιλητής εκστομίσει τη φράση που σκέφτεται», προσθέτει η ίδια.
«Πολλά από όσα γνωρίζουμε για τη γλώσσα και τη λειτουργία του εγκεφάλου προέρχονται από ελεγχόμενα πειράματα που πραγματοποιούνται στον χώρο ενός εργαστηρίου και εξετάζουν τη γλώσσα ως αφηρημένη έννοια - ακούμε δηλαδή μια σειρά λέξεις ή μία λέξη κάθε φορά», αναφέρει ο δρ Τζέισον Ζέβιν από το Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας που έλαβε μέρος στη μελέτη.
«Δεν έχουν να κάνουν τόσο πολύ δηλαδή με την επικοινωνία αλλά περισσότερο με τη δομή της γλώσσας. Το δικό μας πείραμα εστιάζει στον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούμε τη γλώσσα για να εκφράσουμε τη σύμπνοιά μας με κάποιο άτομο».
Βουτιά στην επικοινωνία
Στο πείραμά τους οι επιστήμονες παρακολουθούσαν την εγκεφαλική δραστηριότητα μιας ομιλήτριας την ώρα που περιέγραφε εικόνες που μόλις είχε δει. Οι εικόνες αυτές περιείχαν διαφορετικά θέματα, προκειμένου να πυροδοτούν διαφορετική προσέγγιση ως προς την περιγραφή τους κάθε φορά. Σε μία από αυτές, π.χ., ένας πιγκουίνος αγκάλιαζε ένα αστέρι. Μια άλλη πάλι απεικόνιζε μια κιθάρα να οδηγεί έναν τροχό ποδηλάτου ο οποίος ξεπρόβαλλε από μια κατσαρόλα με βραστό νερό - μια εικόνα δηλαδή με λιγότερο προβλέψιμη περιγραφή.Σε επόμενη φάση μια ομάδα εθελοντών, κλήθηκε να ακούσει τις περιγραφές της ομιλήτριας, ενόσω και οι ίδιοι έβλεπαν τις εικόνες. Οι ερευνητές πάλι παρακολουθούσαν την εγκεφαλική τους δραστηριότητα.
Συγκρίνοντας στην πορεία την εγκεφαλική αντίδραση της ομιλήτριας με εκείνη των ακροατών, είδαν ότι τα μοτίβα της εγκεφαλικής δραστηριότητας σε περιοχές όπου πραγματοποιείται η επεξεργασία του λόγου εμφάνιζαν ομοιότητες όταν οι ακροατές μπορούσαν να προβλέψουν τι επρόκειτο να εκστομίσει η ομιλήτρια.
«Πέραν των αστραπιαίων αντιδράσεων απέναντι στα ερεθίσματα που λαμβάνουμε από το περιβάλλον, η δύναμη του εγκεφάλου μας να προβλέπει τι θα ακολουθήσει ενδεχομένως να παίζει καθοριστικό ρόλο στην ανθρώπινη επικοινωνία», καταλήγει η δρ Ντίκερ.
tovima
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου