Ο Δάσκαλος κοίταξε ψηλά στα σύννεφα του ουρανού.
«Σεκ, είσαι έτοιμος να αποκτήσεις τη Δύναμή σου. Ωστόσο, αν δεν μπορείς να ακολουθήσεις τον αέρα, δεν θα μπορείς να τη κρατήσεις. Θα πρέπει να μάθεις να καταλαβαίνεις τον αέρα, τη ροή των πραγμάτων, και η Δύναμη σου να είναι εναρμονισμένη με Αυτόν. Είσαι έτοιμος να προχωρήσεις;»
-«Ναι, Δάσκαλε.»
-«Ναι, Δάσκαλε.»
Ο Δάσκαλος χάραξε τότε με το πόδι του έναν σταυρό στο χώμα, ορίζοντας 4 δρόμους, ίδιους με τα σημεία του ορίζοντα. Σήκωσε ψηλά ένα πούπουλο και το άφησε να πέσει ελεύθερο μαλακά στο χώμα. Αυτό έδειξε την Ανατολή.
«Σεκ, ακολούθησε αυτό το δρόμο, ακολούθησε τη πορεία του αέρα. Όλα τα γεγονότα που σου συμβαίνουν έχουν μία αιτία, μην προσπαθήσεις να αλλάξεις τα γεγονότα, απλά κατάλαβε την αιτία, και… προσπάθησε μην αλλάζοντας τη ροή των γεγονότων, να σώσεις τους αθώους.»
Ο καλόγερος Σεκ αποχαιρέτησε το Δάσκαλο και ακολούθησε το δρόμο της Ανατολής. Περπατώντας εντελώς σε άγνωστα του μέρη αναρρωτήθηκε τι να είναι να ακολουθεί τον αέρα, χωρίς να επεμβαίνει στη ροή των πραγμάτων, και … ποιοί να είναι οι αθώοι; Μία ελαφρότητα γέμισε τη καρδιά του, ελεύθερος από κάθε σκέψη, βίωνε την ευχαρίστηση να αντιλαμβάνεται τη ζωή γύρω του στη Φύση, σαν να έχει και τη δική του ανάσα, το δικό του βήμα, να χτυπάει σαν τη δική του καρδιά.
Έφτασε σε ένα χωριό, και στο κεντρικό σταυροδρόμι είδε έναν χοντρό και λιγδιασμένο φοροεισπράκτορα με φανταχτερά ρούχα να ακολουθιέται από δύο στρατιώτες. Αυτοί δεμένα είχαν μερικά ζώα, 2 αγελάδες και 7 πρόβατα, που προφανώς είχαν μαζέψει αντί για φόρο από κάποιους φτωχούς ανθρώπους.
Ο καλόγερος Σεκ αποχαιρέτησε το Δάσκαλο και ακολούθησε το δρόμο της Ανατολής. Περπατώντας εντελώς σε άγνωστα του μέρη αναρρωτήθηκε τι να είναι να ακολουθεί τον αέρα, χωρίς να επεμβαίνει στη ροή των πραγμάτων, και … ποιοί να είναι οι αθώοι; Μία ελαφρότητα γέμισε τη καρδιά του, ελεύθερος από κάθε σκέψη, βίωνε την ευχαρίστηση να αντιλαμβάνεται τη ζωή γύρω του στη Φύση, σαν να έχει και τη δική του ανάσα, το δικό του βήμα, να χτυπάει σαν τη δική του καρδιά.
Έφτασε σε ένα χωριό, και στο κεντρικό σταυροδρόμι είδε έναν χοντρό και λιγδιασμένο φοροεισπράκτορα με φανταχτερά ρούχα να ακολουθιέται από δύο στρατιώτες. Αυτοί δεμένα είχαν μερικά ζώα, 2 αγελάδες και 7 πρόβατα, που προφανώς είχαν μαζέψει αντί για φόρο από κάποιους φτωχούς ανθρώπους.
Ένας αδύνατος, στραβογένης και φαλακρός που συστήθηκε ως Πουν-Τι έκανε μία υπόκλιση στο φοροεισπράκτορα. «Εξοχότατε, τιμή μας που σας δεχόμαστε στο φτωχικό χωριό μας. Παρακαλώ περάστε, ένας άρχοντας σαν εσάς θα πρέπει να διανυκτερεύσει στο μοναδικό πανδοχείο μας, από κει παρακαλώ!».
Ο Σεκ κατάλαβε ότι αυτή πληροφορία αφορούσε και αυτόν, έτσι τράβηξε και αυτός για το πανδοχείο. Έφτασε λίγο πριν τον φοροεισπράκτορα, και είπε στον ξενοδόχο: «Καλημέρα σας, κύριε. Μήπως θα μπορούσα να έχω ένα δωμάτιο για τη νύχτα;»
Ο Σεκ κατάλαβε ότι αυτή πληροφορία αφορούσε και αυτόν, έτσι τράβηξε και αυτός για το πανδοχείο. Έφτασε λίγο πριν τον φοροεισπράκτορα, και είπε στον ξενοδόχο: «Καλημέρα σας, κύριε. Μήπως θα μπορούσα να έχω ένα δωμάτιο για τη νύχτα;»
Ο Ξενοδόχος δεν του αποκρίθηκε αμέσως, έριξε μία εξεταστική ματιά στο τριμμένο ράσο του Σεκ, και στα φανταχτερά ρούχα του φοροεισπράκτορα που ερχόταν από το δρόμο. «Δεν έχω κανένα δωμάτιο καλόγερε. Αν θες να βγάλεις τη νύχτα, μπορείς να κοιμηθείς στο στάβλο.»
Ένα συναίσθημα πικρίας και θυμού πήγε να συνεπάρει τον Σεκ, αυτός όμως το είδε απλώς σαν ένα σκούρο συννεφάκι, ξένο από αυτόν και, ακολουθώντας τον αέρα, πήρε το δρόμο για το στάβλο, ευχαριστώντας τον ξενοδόχο. Ο Ξενοδόχος αγνοώντας τον, προσκύνησε δουλικά τον φοροεισπράκτορα. «Παρακαλώ εξοχότατε, ελάτε να μείνετε εσείς και οι στρατιώτες σας, στον ξενώνα μου. Βεβαίως και σας έχω κρατήσει τα καλύτερα δωμάτια μου!»
Το βραδάκι, έφτασε στο πανδοχείο και ο Πουν-Τι, φέρνοντας ψημένο κρέας και κόκκινο κρασί. Αυτός, ο ξενοδόχος, οι στρατιώτες και ο φοροεισπράκτορας το γεύονταν επιδεικτικά, αγνοώντας τον Σεκ που ήρθε για να βρέξει το παξιμάδι του. Το θέμα της συζήτησης τους ήταν τα λεφτά, ποιος φουκαράς στο χωριό έχει μία αγελάδα για να του τη πάρουνε, ποιος μπορεί να έχει λίγα νομίσματα για να τον αλαφρώσουνε. Και φυσικά οι πληροφοριοδότες, ο Πουν-Τι και ο ξενοδόχος θα ήταν αφορολόγητοι.
Με χαρά του άφησε το δωμάτιο ο Σεκ, και μπροστά σε όλη τη παλιανθρωπιά που είδε, του φάνηκε πολύ καλύτερη η παρέα των ζώων στο στάβλο. Εκεί έφαγε το παξιμάδι του, κοιτάζοντάς τον με τα άδολα μάτια της η αγελάδα. Μπορεί να μην του μιλούσε, αλλά ο Σεκ ένιωθε ότι τα ζώα δεν θα του κάνανε ποτέ κακό. Κοιμήθηκε νωρίς, πάνω σε ένα σωρό με άχυρα. Στο μέσον της νύχτας, αισθάνθηκε την ανάγκη να ξυπνήσει. Άκουσε έναν ανεπαίσθητο θόρυβο έξω. Ληστές με σιγανά βήματα μπαίναν στο ξενοδοχείο. Απέναντι στην άλλη άκρη του δρόμου, είδε τη γνώριμη φιγούρα του Πουν-Τι να καθοδηγεί τους ληστές.
Σε λίγο, οι ληστές είχαν σφάξει όλους στο ξενοδοχείο, και φορτωμένοι με σακούλια νομίσματα επέστρεφαν. Άλλοι έβαζαν φωτιά, για να καλύψουν τα ίχνη τους. Ο Σεκ αισθάνθηκε στα μάτια της αγελάδας ένα μήνυμα: «Πάμε να φύγουμε από εδώ!», και… με ένα ξαφνικό φύσημα του αέρα, η πόρτα άνοιξε....
Ο Πουν-Τι, που στη πραγματικότητα ήταν ο αρχηγός των ληστών, αφού πήρε τα σακούλια με τα νομίσματα είπε: «Άντε τι περιμένετε, πηγαίνετε να φέρετε τα ζώα από το στάβλο και βάλτε του φωτιά!»
Οι ληστές βάζοντας φωτιά στο στάβλο, όμως δεν βρήκαν κανέναν μέσα.
Ένα συναίσθημα πικρίας και θυμού πήγε να συνεπάρει τον Σεκ, αυτός όμως το είδε απλώς σαν ένα σκούρο συννεφάκι, ξένο από αυτόν και, ακολουθώντας τον αέρα, πήρε το δρόμο για το στάβλο, ευχαριστώντας τον ξενοδόχο. Ο Ξενοδόχος αγνοώντας τον, προσκύνησε δουλικά τον φοροεισπράκτορα. «Παρακαλώ εξοχότατε, ελάτε να μείνετε εσείς και οι στρατιώτες σας, στον ξενώνα μου. Βεβαίως και σας έχω κρατήσει τα καλύτερα δωμάτια μου!»
Το βραδάκι, έφτασε στο πανδοχείο και ο Πουν-Τι, φέρνοντας ψημένο κρέας και κόκκινο κρασί. Αυτός, ο ξενοδόχος, οι στρατιώτες και ο φοροεισπράκτορας το γεύονταν επιδεικτικά, αγνοώντας τον Σεκ που ήρθε για να βρέξει το παξιμάδι του. Το θέμα της συζήτησης τους ήταν τα λεφτά, ποιος φουκαράς στο χωριό έχει μία αγελάδα για να του τη πάρουνε, ποιος μπορεί να έχει λίγα νομίσματα για να τον αλαφρώσουνε. Και φυσικά οι πληροφοριοδότες, ο Πουν-Τι και ο ξενοδόχος θα ήταν αφορολόγητοι.
Με χαρά του άφησε το δωμάτιο ο Σεκ, και μπροστά σε όλη τη παλιανθρωπιά που είδε, του φάνηκε πολύ καλύτερη η παρέα των ζώων στο στάβλο. Εκεί έφαγε το παξιμάδι του, κοιτάζοντάς τον με τα άδολα μάτια της η αγελάδα. Μπορεί να μην του μιλούσε, αλλά ο Σεκ ένιωθε ότι τα ζώα δεν θα του κάνανε ποτέ κακό. Κοιμήθηκε νωρίς, πάνω σε ένα σωρό με άχυρα. Στο μέσον της νύχτας, αισθάνθηκε την ανάγκη να ξυπνήσει. Άκουσε έναν ανεπαίσθητο θόρυβο έξω. Ληστές με σιγανά βήματα μπαίναν στο ξενοδοχείο. Απέναντι στην άλλη άκρη του δρόμου, είδε τη γνώριμη φιγούρα του Πουν-Τι να καθοδηγεί τους ληστές.
Σε λίγο, οι ληστές είχαν σφάξει όλους στο ξενοδοχείο, και φορτωμένοι με σακούλια νομίσματα επέστρεφαν. Άλλοι έβαζαν φωτιά, για να καλύψουν τα ίχνη τους. Ο Σεκ αισθάνθηκε στα μάτια της αγελάδας ένα μήνυμα: «Πάμε να φύγουμε από εδώ!», και… με ένα ξαφνικό φύσημα του αέρα, η πόρτα άνοιξε....
Ο Πουν-Τι, που στη πραγματικότητα ήταν ο αρχηγός των ληστών, αφού πήρε τα σακούλια με τα νομίσματα είπε: «Άντε τι περιμένετε, πηγαίνετε να φέρετε τα ζώα από το στάβλο και βάλτε του φωτιά!»
Οι ληστές βάζοντας φωτιά στο στάβλο, όμως δεν βρήκαν κανέναν μέσα.
Ο Σεκ και τα ζώα είχαν ήδη φύγει μακριά. Οι αθώοι είχαν σωθεί…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου