Το Χριστουγεννιάτικο δένδρο και μάλιστα ως μετεξέλιξη της αρχαίας Ελληνικής «Ειρεσιώνης», όχι μόνο δεν απαγορευόταν στο Βυζάντιο αλλά αντιθέτως κατά την εορτή των Χριστουγέννων «…κατά διαταγήν του επάρχου της (κάθε) πόλεως, ου μόνον καθαρισμός των οδών εγένετο, αλλά καιστολισμός διαφόρων κατά διαστήματα στηνομένων στύλων με δενδρολίβανα, κλάδους μύρτου και άνθη εποχής…» (Φαίδωνος Κουκουλέ, Τακτικού Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών και Ακαδημαϊκού «Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός» τ. στ΄, σελ. 152).
Αξίζει να σημειωθεί ότι ένα επίλεκτο Βασιλικό Καβαλλαρικό (Ιπποτικό) Τάγμα της βυζαντινής ανακτορικής φρουράς το οποίο – μεταξύ άλλων - συμμετείχε με τελετουργικό ρόλο σε επίσημες αυτοκρατορικές τελετές – μεταξύ των οποίων και της τελετής των Χριστουγέννων - ήταν εκείνο της «Εταιρείας», το οποίο διαιρείτο σε «Μικρή», «Μεσαία» και «Μεγάλη Εταιρεία».
Την «Μικρή Εταιρεία» την αποτελούσαν αλλόθρησκοι!!!... (π.χ. εθνικοί, ειδωλολάτρες, μουσουλμάνοι κλπ).Την «Μεσαία Εταιρεία» την αποτελούσαν αλλόδοξοι ή/και αλλοεθνείς Χριστιανοί (π.χ. Σκανδιναυοί, Γερμανοί, Ρώσοι, Άγγλοι κλπ).
Την «Μεγάλη Εταιρεία» την αποτελούσαν «Ρωμαίοι», δηλ. Έλληνες Ορθόδοξοι Χριστιανοί (Ρωμιοί). Πιο πιθανό είναι επομένως να ήταν οι αλλοεθνείς/αλλογενείς Ιππότες της Μεσαίας Εταιρείας εκείνοι που μεταλαμπάδευσαν το έθιμο της «Ειρεσιώνης» (το οποίο μετεξελίχθηκε στους «Βυζαντινούς στηνόμενους στύλους με δενδρολίβανα, κλάδους μύρτου και ανθέων εποχής») στις αλλόδοξες Χριστιανικές χώρες από τις οποίες κατάγονταν.
Πάντως η ανάμνηση του βυζαντινού Χριστουγεννιάτικου στολισμού με στηνόμενους στύλους με δενδρολίβανα επιβίωσε στα Πρωτοχρονιάτικα κάλανδα: «Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά ψηλή μου ΔΕΝΔΡΟΛΙΒΑΝΙΑ…»
Πάντως η ανάμνηση του βυζαντινού Χριστουγεννιάτικου στολισμού με στηνόμενους στύλους με δενδρολίβανα επιβίωσε στα Πρωτοχρονιάτικα κάλανδα: «Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά ψηλή μου ΔΕΝΔΡΟΛΙΒΑΝΙΑ…»
Δεν γνωρίζω εάν π.χ. στις Σκανδιναυικές χώρες φύονται δενδρολίβανα, αλλά τα κλαδιά του ελάτου που μοιάζουν πολύ με εκείνα του δενδρολίβανου θα μπορούσαν ίσως να αποτελούν το πιο πρόσφορο υποκατάστατό του που διαδόθηκε ευρέως στη Δύση και παρέμεινε μέχρι τις ημέρες μας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι και η φάτνη η οποία τοποθετείται στην βάση του Χριστουγεννιάτικου δένδρου αποτελεί επίσης ελληνικό έθιμο από την εποχή του Βυζαντίου: «Οι Βυζαντινοί κατά την ημέραν των Χριστουγέννων…εσχημάτιζον σπήλαιον και εν αυτώ ετοποθέτουν στρωμνήν εφ’ ής ετοποθέτουν παίδα, τον Ιησούν παριστάνοντα…» (Φαίδωνος Κουκουλέ, Τακτικού Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών και Ακαδημαϊκού «Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός» τ. στ΄, σελ. 151).
Ομοίως και τα κάλανδα:
«…Οι Βυζαντινόπαιδες, περιερχόμενοι τας οικίας, από βαθείας πρωίας μέχρι δείλης οψίας, μετά αυλών και συρίγγων έλεγον τα κάλανδα…» (Φαίδωνος Κουκουλέ, Τακτικού Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών και Ακαδημαϊκού «Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός» τ. στ΄, σελ. 152).
Περί των καλανδιστών κατά τα Χριστούγεννα κατά τον ΙΒ΄ αι. μαρτυρεί και ο Ι. Τζέτζης γράφων:
«…Και όσοι κατ’ αρχίμηνον την Ιανουαρίου και τη Χριστού γεννήσει δε και Φώτων ημέρα, οπόσοι περιτρέχουσι τας θύρας προσαιτούντες μετά ωδών και επωδών και λόγους εγκωμίων…».
Ομοίως ο Άη Βασίλης για τον οποίο ο καθηγητὴς τῆς λαογραφίας Δ. Λουκάτος, στὸ βιβλίο του «Χριστουγεννιάτικα καὶ τῶν γιορτῶν» γράφει μεταξύ άλλων ὅτι:
Αξίζει να σημειωθεί ότι και η φάτνη η οποία τοποθετείται στην βάση του Χριστουγεννιάτικου δένδρου αποτελεί επίσης ελληνικό έθιμο από την εποχή του Βυζαντίου: «Οι Βυζαντινοί κατά την ημέραν των Χριστουγέννων…εσχημάτιζον σπήλαιον και εν αυτώ ετοποθέτουν στρωμνήν εφ’ ής ετοποθέτουν παίδα, τον Ιησούν παριστάνοντα…» (Φαίδωνος Κουκουλέ, Τακτικού Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών και Ακαδημαϊκού «Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός» τ. στ΄, σελ. 151).
Ομοίως και τα κάλανδα:
«…Οι Βυζαντινόπαιδες, περιερχόμενοι τας οικίας, από βαθείας πρωίας μέχρι δείλης οψίας, μετά αυλών και συρίγγων έλεγον τα κάλανδα…» (Φαίδωνος Κουκουλέ, Τακτικού Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών και Ακαδημαϊκού «Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός» τ. στ΄, σελ. 152).
Περί των καλανδιστών κατά τα Χριστούγεννα κατά τον ΙΒ΄ αι. μαρτυρεί και ο Ι. Τζέτζης γράφων:
«…Και όσοι κατ’ αρχίμηνον την Ιανουαρίου και τη Χριστού γεννήσει δε και Φώτων ημέρα, οπόσοι περιτρέχουσι τας θύρας προσαιτούντες μετά ωδών και επωδών και λόγους εγκωμίων…».
Ομοίως ο Άη Βασίλης για τον οποίο ο καθηγητὴς τῆς λαογραφίας Δ. Λουκάτος, στὸ βιβλίο του «Χριστουγεννιάτικα καὶ τῶν γιορτῶν» γράφει μεταξύ άλλων ὅτι:
«…Ο δικός μας Ἅγιος Βασίλης ἦταν ἕνας καθαρὰ πρωτοχρονιάτικος Ἅγιος, κάτι ἀνάμεσα στὸν πραγματικὸ Ἱεράρχη τῆς Καισαρείας καὶ σ' ἕνα πρόσωπο συμβολικὸ τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ποὺ ξεκινοῦσε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς Ἑλληνικῆς Ἀσίας, κι ἔφτανε τὴν ἴδια μέρα σ’ ὅλα τὰ πλάτη, ἀπὸ τὸν Πόντο ὡς τὴν Ἑπτάνησο κι ἀπὸ τὴν Ήπειρο ὡς τὴν Κύπρο... Ἐκεῖνο ποὺ ἔφερνε στοὺς ἀνθρώπους ἦταν περισσότερο συμβολικό: ἡ καλὴ τύχη κι ἡ ἱερατικὴ εὐλογία του… Ο Άη Βασίλης στην δική μας (Βυζαντινή) παράδοση, ήταν γελαστός, ντυμένος σαν βυζαντινὸς πεζοπόρος, μὲ σκουφὶ …και στο χέρι του κρατούσε ένα ραβδί..
Τὸ …μαγικὸ ραβδί του, ἀπ’ ὅπου μὲ θαυμαστὸν τρόπο βλάσταιναν ἢ ζωντάνευαν κλαδιά καὶ πέρδικες, σύμβολα τῶν ἀντίστοιχων δώρων, ποὺ θὰ μπορούσε νὰ μοιράσει στοὺς εὐνοουμένους του (σ.σ. το ραβδί του Άη Βασίλη θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ο άμεσος πρόγονος του Χριστουγεννιάτικου στολισμένου δένδρου… )...Οἱ ἄνθρωποι λὲς καὶ ζητοῦσαν τὴν εὐλογία του, μὲ τὸ νὰ μοιράζουν ἀπὸ δικὴ τους πρόθεση δῶρα καὶ λεφτά…γονεῖς καὶ συγγενεῖς ἔδιναν στὰ παιδιὰ τους μπουναμάδες ἢ καὶ μεταξύ τους τὰ δῶρα…».
Ο Μέγας Βασίλειος γεννήθηκε το 330 στη Νεοκαισάρεια του Πόντου (σ.σ. ήταν και παραμένει ένας …Πόντιος Πρωτοχρονιάτικος Άγιος!!!...) και διετέλεσε Επίσκοπος Καισαρείας, ο οποίος ανέλαβε στη συνέχεια την εξαρχία της Αρχιεπισκοπής του Πόντου, σπούδασε φιλοσοφία στην Κωνσταντινούπολη και στην Αθήνα, ενώ υπήρξε μαθητής και συνεχιστής των Ελλήνων φιλοσόφων Λιβανίου, Ιμερίου και Προαιρεσίου. Μαθητής του τελευταίου υπήρξε και ο συνομήλικος του Μεγάλου Βασιλείου Βυζαντινός Αυτοκράτωρ Ιουλιανός ο Παραβάτης.
Ο Μέγας Βασίλειος όχι μόνον δεν απέρριπτε την μελέτη των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, αλλά αντιθέτως προέτρεπε τη χρήση της, επειδή τη θεωρούσε ως ένδυμα της Χριστιανικής θρησκευτικής Διδασκαλίας!!!...
Ήταν επίσης γνωστός μεταξύ άλλων και για τους αγώνες του υπέρ της αξιοκρατίας και κατά της σιμωνίας των Επισκόπων καθώς επίσης και για το σπουδαίο φιλανθρωπικό έργο που επιτελούσε μέσωι του ιδρύματός του, το οποίο στην πραγματικότητα ήταν μια ολόκληρη πόλη – Πτωχοκομείο κοντά στην Καισαρεία, την οποία ονόμαζαν προς τιμήν του «Βασιλειάδα». Επίσης είναι γνωστό ότι το έθιμο της βασιλόπιτας συνδέεται με τον Άγιο Βασίλη/Μέγα Βασίλειο, ο οποίος ήθελε να επιστρέψει στους κατοίκους της Καισαρείας, τιμαλφή και χρυσά νομίσματα που του είχαν παραδώσει προκειμένου να δοθούν ως λύτρα στον έπαρχο Καππαδοκίας που απειλούσε με δήωση την πόλη τους επειδή οι κάτοικοι αδυνατούσαν να καταβάλουν τους οφειλόμενους φόρους.
Ο Μέγας Βασίλειος γεννήθηκε το 330 στη Νεοκαισάρεια του Πόντου (σ.σ. ήταν και παραμένει ένας …Πόντιος Πρωτοχρονιάτικος Άγιος!!!...) και διετέλεσε Επίσκοπος Καισαρείας, ο οποίος ανέλαβε στη συνέχεια την εξαρχία της Αρχιεπισκοπής του Πόντου, σπούδασε φιλοσοφία στην Κωνσταντινούπολη και στην Αθήνα, ενώ υπήρξε μαθητής και συνεχιστής των Ελλήνων φιλοσόφων Λιβανίου, Ιμερίου και Προαιρεσίου. Μαθητής του τελευταίου υπήρξε και ο συνομήλικος του Μεγάλου Βασιλείου Βυζαντινός Αυτοκράτωρ Ιουλιανός ο Παραβάτης.
Ο Μέγας Βασίλειος όχι μόνον δεν απέρριπτε την μελέτη των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, αλλά αντιθέτως προέτρεπε τη χρήση της, επειδή τη θεωρούσε ως ένδυμα της Χριστιανικής θρησκευτικής Διδασκαλίας!!!...
Aγιος Βασίλειος ο Μέγας. Ι.Μ. Διονυσίου Αγίου Όρους. 15ος αι.
Ήταν επίσης γνωστός μεταξύ άλλων και για τους αγώνες του υπέρ της αξιοκρατίας και κατά της σιμωνίας των Επισκόπων καθώς επίσης και για το σπουδαίο φιλανθρωπικό έργο που επιτελούσε μέσωι του ιδρύματός του, το οποίο στην πραγματικότητα ήταν μια ολόκληρη πόλη – Πτωχοκομείο κοντά στην Καισαρεία, την οποία ονόμαζαν προς τιμήν του «Βασιλειάδα». Επίσης είναι γνωστό ότι το έθιμο της βασιλόπιτας συνδέεται με τον Άγιο Βασίλη/Μέγα Βασίλειο, ο οποίος ήθελε να επιστρέψει στους κατοίκους της Καισαρείας, τιμαλφή και χρυσά νομίσματα που του είχαν παραδώσει προκειμένου να δοθούν ως λύτρα στον έπαρχο Καππαδοκίας που απειλούσε με δήωση την πόλη τους επειδή οι κάτοικοι αδυνατούσαν να καταβάλουν τους οφειλόμενους φόρους.
Όταν όμως επείσθη από τον Μέγα Βασίλειο ότι η αδυναμία αυτή οφείλετο σε προηγηθείσα θεομηνία, απήλλαξε την Καισάρεια της δηώσεως και δεν εδέχθη τα προσφερθέντα λύτρα.Επειδή τα συγκεντρωθέντα πολύτιμα αντικείμενα δεν χρειάζονταν πλέον, έπρεπε να επιστραφούν στους κατόχους τους.
Όμως για να μην μπουν στον πειρασμό να πάρουν κάτι που δεν τους ανήκε, ο Μέγας Βασίλειος έδωσε εντολή στην υπηρεσία της επισκοπής να ζυμωθούν πίτες και μέσα σε αυτές να τοποθετηθούν τα πολύτιμα αντικείμενα που έπρεπε να μοιραστούν στους κατοίκους. Όταν οι πίτες αυτές μοιράστηκαν μετά τη θεία λειτουργία της επομένης ημέρας που ήταν Πρωτοχρονιά, ο καθένας βρήκε μέσα στην πίτα που πήρε ό,τι ή θεία πρόνοια του έδωσε, ή - κατ’ άλλη εκδοχή σύμφωνη με την παράδοση – βρήκε, ως εκ θαύματος, ό,τι είχε προσφέρει.
Ο Μέγας Βασίλειος κοιμήθηκε την 1-1-379.Αξίζει να σημειωθεί ότι στην κηδεία του συμμετείχαν όχι μόνον Χριστιανοί αλλά επιπλέον πιστοί της εθνικής θρησκείας, ένα πλήθος ανομοιογενούς θρησκευτικής και εθνικής απόχρωσης, ακόμα και Ιουδαίοι!!!...
Ο Μέγας Βασίλειος κοιμήθηκε την 1-1-379.Αξίζει να σημειωθεί ότι στην κηδεία του συμμετείχαν όχι μόνον Χριστιανοί αλλά επιπλέον πιστοί της εθνικής θρησκείας, ένα πλήθος ανομοιογενούς θρησκευτικής και εθνικής απόχρωσης, ακόμα και Ιουδαίοι!!!...
Οπότε ας μην έχουμε ενοχές για τα Χριστουγεννιάτικα έθιμά μας, ότι δήθεν είναι δυτικότροπα, ούτε χρειάζεται να αντικαταστήσουμε το Χριστουγεννιάτικο δένδρο, τη φάτνη και τον Άη Βασίλη με άλλα υποκατάστατα έθιμα όπως π.χ. πλοία (τοπικό έθιμο που έλκει την καταγωγή του από τη Χίο του περασμένου αι.) κλπ., γιατί τα Χριστουγεννιάτικα και Πρωτοχρονιάτικα έθιμά μας ήταν, είναι και παραμένουν απολύτως Ελληνικά, ασχέτως εάν επανεισήχθησαν στη χώρα μας με επίσημη αφετηρία επανεισαγωγής τους το 1833 κατά τον στολισμό του Χριστουγεννιάτικου δένδρου στα ανάκτορα του Βασιλέως Όθωνος (και κατόπιν σε όλη την Αθήνα, ενώ μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο καθιερώθηκε ο στολισμός του με μπάλες)!!!...
Και είναι κρίμα ως Έλληνες να αγνοούμε, να περιφρονούμε, να απαξιούμε και να απεμπολούμε μια και πλέον χιλιετία μεσαιωνικής μας ιστορίας, απλώς και μόνον επειδή ενίοτε θεωρούμε ότι δεν συμβαδίζει με τις θρησκευτικές μας επιλογές…Και ειδικά όταν οι Βόρειοι, οι Ανατολικοί και οι Δυτικοί μας γείτονες καραδοκούν και επιδιώκουν συστηματικά εδώ και αιώνες να την σφετερισθούν…
Αξίζει να παρατηρήσουμε τη σημερινή επίσημη σημαία της Σερβίας με τον Βυζαντινό Εστεμμένο Δικέφαλο που φέρει στην καρδιά του το Βυζαντινό Αυτοκρατορικό Πορφυρό Λάβαρο με τον Σταυρό και τα 4 Πυρέκβολα (φλογοβόλα υγρού πυρός)!!!...:
Η σημερινή, επίσημη, πλήρης δικών μας Βυζαντινών συμβόλων σημαία της Σερβίας.
Εμείς τι κάνουμε;
Τώρα το «ΕΜΕΙΣ» θα μου πείτε είναι σχετικό…
Άλλωστε σύντομα μεταξύ ημών θα εκλέγουν, θα εκλέγονται, θα ψηφίζουν και θα αποφασίζουν για την εδαφική μας ακεραιότητα, την εθνική μας ανεξαρτησία, την ιστορία, τη γλώσσα, τα έθιμα, τα εθνικά μας σύμβολα, τη θρησκεία και τον πολιτισμό μας αλλοεθνείς, αλλογενείς, αλλόφυλοι και αλλόθρησκοι που θα αποκτήσουν νόμιμα, ως απόγονοι μεταναστών, την Ελληνική ιθαγένεια…
Το ζύμωμα είναι μια ιεροτελεστία.
Τώρα το «ΕΜΕΙΣ» θα μου πείτε είναι σχετικό…
Άλλωστε σύντομα μεταξύ ημών θα εκλέγουν, θα εκλέγονται, θα ψηφίζουν και θα αποφασίζουν για την εδαφική μας ακεραιότητα, την εθνική μας ανεξαρτησία, την ιστορία, τη γλώσσα, τα έθιμα, τα εθνικά μας σύμβολα, τη θρησκεία και τον πολιτισμό μας αλλοεθνείς, αλλογενείς, αλλόφυλοι και αλλόθρησκοι που θα αποκτήσουν νόμιμα, ως απόγονοι μεταναστών, την Ελληνική ιθαγένεια…
Το χριστουγεννιάτικο ψωμί - ΕΘΙΜΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Το φτιάχνουν οι γυναίκες με ιδιαίτερη φροντίδα και υπομονή.Το ζύμωμα είναι μια ιεροτελεστία.
Χρησιμοποιούν ακριβά υλικά , ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι , ροδόνερο , μέλι , σουσάμι , κανέλα και γαρίφαλα, λέγοντας: "Ο Χριστός γεννιέται , το φως ανεβαίνει, το προζύμι για να γένει."
Για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, το Χριστόψωμο είναι ευλογημένο ψωμί.
Το κόβουν ανήμερα τα Χριστούγεννα, δίνοντας πολλές ευχές. Απαραίτητος επάνω, χαραγμένος ο σταυρός.
Γύρω - γύρω διάφορα, διακοσμητικά σκαλιστά στο ζυμάρι ή πρόσθετα στολίδια. Αυτά τόνιζαν το σκοπό του χριστόψωμου και εξέφραζαν τις διάφορες πεποιθήσεις των πιστών.
Την ημέρα του Χριστού, ο νοικοκύρης έπαιρνε το χριστόψωμο, το σταύρωνε, το έκοβε και το μοίραζε σ' όλη την οικογένειά του και σε όσους παρευρίσκονταν στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Μερικοί, εδώ βλέπουν ένα συμβολισμό της Θείας κοινωνίας.
'Οπως ο Χριστός έδωσε τον άρτον της ζωής σε όλη την ανθρώπινη οικογένειά του. Γύρω από το χριστόψωμο υπάρχουν και άλλες παραδόσεις. Αναφέρονται στην ενότητα της Εκκλησίας και των λαών, με συμβολικό πρότυπο την ένωση των κόκκων του σίτου σ΄ ένα ψωμί. Οι λαοί κάποτε θα ενωθούν μ' ένα ποιμένα το Χριστό. Από τις προετοιμασίες της παραμονής των Χριστουγέννων πιο χαρακτηριστική είναι εκείνη που αναφέρεται στο ζύμωμα του χριστόψωμου.
Κατά τόπους φτιάχνεται σε διάφορες μορφές και έχει διαφορετικές ονομασίες όπως: "το ψωμό του Χριστού", "Σταυροί", "βλάχες" κ.ά."
Τα χριστόψωμα, αποτελούν το βασικό ψωμί των Χριστουγέννων και το ευλογημένο, αφού αυτό θα στηρίξει τη ζωή του νοικοκύρη και της οικογένειάς του.
Εκτός από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, οι νοικοκυρές φροντίζουν και για το ζύμωμα των χριστόψωμων. Το έθιμο αυτό διατηρείται σε ελάχιστα μέρη της Ελλάδας κυρίως στην Κρήτη. Η συνήθεια αυτή είναι πολύ βαθεία ριζωμένη.
Το ζύμωμα του χριστόψωμου θεωρείται έργο θείο και είναι έθιμο καθαρά Χριστιανικό. Οι γυναίκες φτιάχνουν τη ζύμη με ιδιαίτερη ευλάβεια και υπομονή.
Σε πολλά μέρη τα χριστόψωμα, τα έφτιαχναν κεντημένα με ωραία σχήματα που γίνονταν πάνω στο ζυμάρι με διάφορα ποτήρια, μικρά ή μεγάλα ή κούπες από βελανίδια που συμβόλιζαν την αφθονία που ήθελαν να έχουν στην παραγωγή των ζώων και της σοδειάς του σπιτιού τους. Μερικοί συνήθιζαν στη μέση του χριστόψωμου να βάζουν ένα άβαφο αυγό που συμβόλιζε τη γονιμότητα.
Εκτός από τους συνηθισμένους ευχητήριους στίχους, ανάλογα με το «νοικοκύρη του σπιτιού» προσθέτουν κατάλληλους στίχους. Έτσι, αν απευθύνονται σε τσέλιγκα, εγκωμιάζουν τα πρόβατά του με τα λόγια:
«Μέσα σε τούτη την αυλή τη μαρμαροστρωμένη
εδώ ‘να χίλια πρόβατα και πεντακόσια γίδιακαι χίλιασαν και μίλιασαν και γίν’καν τρεις χιλιάδες».
Τα κάλαντα ποικίλουν από τόπο σε τόπο. Έτσι στη Μακεδονία υπάρχει το έθιμο της Πρωτοχρονιάς άτομα μεγάλης ηλικίας να γυρνούν μεταμφιεσμένα στα σπίτια. Η αμοιβή τους είναι: αλεύρι, τραχανάς, λουκάνικα και άλλα είδη τροφίμων. Αφού συγκεντρώσουν την ποσότητα που θέλουν, συγκεντρώνονται σ’ ένα σπίτι, μαγειρεύουν και γλεντούν. Πάλι μεταμφιεσμένοι και κρατώντας κουδούνια που δημιουργούν δυνατό θόρυβο περιφέρονται την παραμονή των Φώτων. Ο θόρυβος αποβλέπει να φοβίσει και να διώξει τους καλλικάντζαρους.
Στη Μύκονο, τα παιδιά κρατούν στο χέρι τους φαναράκι που το ανάβουν σε εκκλησία του Αγίου Βασιλείου.
Στη Σίφνο,
για το κάθε παιδί γράφονται διαφορετικοί στίχοι από λαϊκούς ποιητές.
Στην Κέρκυρα,
εκτός από τα παιδιά με τη φυσαρμόνικα, περιφέρονται στα σπίτια ολόκληρα λαϊκά συγκροτήματα με βιολιά και ακορντεόν και τοπικές μπάντες.
Η ανταμοιβή για τους ύμνους και τις ευχές είναι κυρίως χρηματική και διάφορα κεράσματα.
(Από την εγκυκλοπαίδεια 2002)
Η προέλευση των καλάντωνΤην ονομασία τους, την πήραν από την λατινική λέξη calenda, που διαμορφώθηκε από το ελληνικό ρήμα καλώ. Παιδιά, κατά ομάδες, περιφέρονταν και περιφέρονται στα σπίτια, στους δρόμους, στα καταστήματα και τραγουδούν με ειδικό όργανο τραγούδια, που αφορούν τα Χριστούγεννα, τη γιορτή της Πρωτοχρονιάς, τη γιορτή του Μ. Βασιλείου και μερικά και την Περιτομή του Χριστού.
Το έθιμο αυτό προϋπήρχε στην Ελλάδα, πριν από την Ρώμη.Τα παιδιά κρατούσαν ένα κλαδί ελιάς ή δάφνης, στολισμένο με καρπούς και άσπρο μαλλί (η λεγόμενη ειρεσιώνη, από το έριο = μαλλί), γύριζαν και τραγουδούσαν και τους έδιναν δώρα.
Μετά, πήρε το έθιμο αυτό και η Ρώμη.
Στο Βυζάντιο κρατούσαν ραβδιά, ή φανάρια, ή ομοιώματα πλοιαρίων ή και κτιρίων, στολισμένα και τραγουδώντας, συνόδευαν το τραγούδι με κρούση τριγώνου ή τύμπανου... (περίφημος ο σχετικός πίνακας του Νικηφόρου Λύτρα ο τυμπανιστής - 1832- 1927).
Σήμερα η βάση, και μάλιστα στους Πόντιους, διασώζεται άθικτη. Ακούμε κάλαντα πολλά και ποικίλα, με πολλές παραλλαγές και αποχρώσεις, στα διάφορα διαμερίσματα της χώρας μας.
(Από το βιβλίο «Ήθη, έθιμα και… άλλα» του Τιμόθεου Κ. Κιλίφη)
Χαρά και συγκίνηση προσφέρουν οι στίχοι τους, γιατί απευθύνονται σ’ όλα τα μέλη της οικογένειας, από τον μεγαλύτερο έως τον πιο μικρό.
Τα παλαιότερα χρόνια, οι νοικοκυραίοι έδιναν για δώρο στα παιδιά που τραγουδούσαν τα κάλαντα, καρύδια, μήλα και μπιλίτσκες (μικρά χοιρινά λουκάνικα) και σπανιότερα χρήματα.
Το μέλι το τρων οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες. Και μεις να σας τραγουδήσουμι, Χριστός να σας φυλάει, Και του χρόνου".
Σκοπός των καλαντάρηδων είναι η συλλογή κάποιου χρηματικού ποσού, που θα έχουν στη διάθεσή τους όσο διαρκεί η θητεία τους, η οποία θεωρείται προθάλαμος της ωρίμανσής τους. Έτσι, το έθιμο συνδυάζει τον εορτασμό των Χριστουγέννων με το πέρασμα των νεαρών στην ενηλικίωση.
Μπαίναμε στα σπίτια, που ήταν όλα ανοιχτά και περίμεναν, και αφού χαιρετούσαμε ρωτάγαμε:
- Να τα πούμε; να τα πούμε;
- Πέστε τα.
Ήταν πάντοτε καταφατική η απάντηση. Αρχίζαμε τότε δυνατά και πολλές φορές παράτονα "Καλήν εσπέρα άρχοντες..." και τελειώναμε: "σ’ αυτό το σπίτι πού ‘ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει...".
Οι νοικοκυρές μας εύχονταν "και του χρόνου" και μας έδιναν χρήματα ή μας έριχναν από το ρογί του σπιτιού, λάδι στο ντενεκάκι που κάποιος από μας κρατούσε.. Φυσικά το ύψος της αμοιβής ήταν πάντα σχετικό με την οικονομική κατάσταση και την ...τσιγκουνιά του καθενός. Στα λυπημένα σπίτια δεν λέγαμε τα κάλαντα. Όταν τελείωνε η γύρα και περνούσαμε όλα τα σπίτια του Χωριού, πηγαίναμε και πουλάγαμε το λάδι στον μπακάλη και κάναμε δίκαιη μοιρασιά σε όλα τα έσοδα.
(Από το περιοδικό «Μάνη, χθες, σήμερα, αύριο»)
(Από το περιοδικό «Μάνη, χθες, σήμερα, αύριο»)
Κάλαντα καί έθιμα
Ομάδες παιδιών ή και ώριμων ανδρών γυρνούν στα σπίτια κρατώντας ένα τρίγωνο συρμάτινο και το χτυπούν με ένα ευθύ σιδερένιο αντικείμενο, για να παράγει τον απαιτούμενο ήχο. Άλλοτε έχουν μαζί τους φυσαρμόνικες ή ακορντεόν, και στα νησιά βιολιά και κιθάρες.Εκτός από τους συνηθισμένους ευχητήριους στίχους, ανάλογα με το «νοικοκύρη του σπιτιού» προσθέτουν κατάλληλους στίχους. Έτσι, αν απευθύνονται σε τσέλιγκα, εγκωμιάζουν τα πρόβατά του με τα λόγια:
«Μέσα σε τούτη την αυλή τη μαρμαροστρωμένη
εδώ ‘να χίλια πρόβατα και πεντακόσια γίδιακαι χίλιασαν και μίλιασαν και γίν’καν τρεις χιλιάδες».
Τα κάλαντα ποικίλουν από τόπο σε τόπο. Έτσι στη Μακεδονία υπάρχει το έθιμο της Πρωτοχρονιάς άτομα μεγάλης ηλικίας να γυρνούν μεταμφιεσμένα στα σπίτια. Η αμοιβή τους είναι: αλεύρι, τραχανάς, λουκάνικα και άλλα είδη τροφίμων. Αφού συγκεντρώσουν την ποσότητα που θέλουν, συγκεντρώνονται σ’ ένα σπίτι, μαγειρεύουν και γλεντούν. Πάλι μεταμφιεσμένοι και κρατώντας κουδούνια που δημιουργούν δυνατό θόρυβο περιφέρονται την παραμονή των Φώτων. Ο θόρυβος αποβλέπει να φοβίσει και να διώξει τους καλλικάντζαρους.
Στη Μύκονο, τα παιδιά κρατούν στο χέρι τους φαναράκι που το ανάβουν σε εκκλησία του Αγίου Βασιλείου.
Στη Σίφνο,
για το κάθε παιδί γράφονται διαφορετικοί στίχοι από λαϊκούς ποιητές.
Στην Κέρκυρα,
εκτός από τα παιδιά με τη φυσαρμόνικα, περιφέρονται στα σπίτια ολόκληρα λαϊκά συγκροτήματα με βιολιά και ακορντεόν και τοπικές μπάντες.
Η ανταμοιβή για τους ύμνους και τις ευχές είναι κυρίως χρηματική και διάφορα κεράσματα.
(Από την εγκυκλοπαίδεια 2002)
Η προέλευση των καλάντωνΤην ονομασία τους, την πήραν από την λατινική λέξη calenda, που διαμορφώθηκε από το ελληνικό ρήμα καλώ. Παιδιά, κατά ομάδες, περιφέρονταν και περιφέρονται στα σπίτια, στους δρόμους, στα καταστήματα και τραγουδούν με ειδικό όργανο τραγούδια, που αφορούν τα Χριστούγεννα, τη γιορτή της Πρωτοχρονιάς, τη γιορτή του Μ. Βασιλείου και μερικά και την Περιτομή του Χριστού.
Το έθιμο αυτό προϋπήρχε στην Ελλάδα, πριν από την Ρώμη.Τα παιδιά κρατούσαν ένα κλαδί ελιάς ή δάφνης, στολισμένο με καρπούς και άσπρο μαλλί (η λεγόμενη ειρεσιώνη, από το έριο = μαλλί), γύριζαν και τραγουδούσαν και τους έδιναν δώρα.
Μετά, πήρε το έθιμο αυτό και η Ρώμη.
Στο Βυζάντιο κρατούσαν ραβδιά, ή φανάρια, ή ομοιώματα πλοιαρίων ή και κτιρίων, στολισμένα και τραγουδώντας, συνόδευαν το τραγούδι με κρούση τριγώνου ή τύμπανου... (περίφημος ο σχετικός πίνακας του Νικηφόρου Λύτρα ο τυμπανιστής - 1832- 1927).
Σήμερα η βάση, και μάλιστα στους Πόντιους, διασώζεται άθικτη. Ακούμε κάλαντα πολλά και ποικίλα, με πολλές παραλλαγές και αποχρώσεις, στα διάφορα διαμερίσματα της χώρας μας.
(Από το βιβλίο «Ήθη, έθιμα και… άλλα» του Τιμόθεου Κ. Κιλίφη)
Τα Κόλιεντα (Καστοριά)
Τα τοπικά παραδοσιακά χριστουγεννιάτικα κάλαντα της Καστοριάς εξακολουθούν να τραγουδιούνται και σήμερα τα χαράματα της 23ης Δεκεμβρίου από τις παρέες μικρών και μεγάλων και από τα μέλη πολιτιστικών σωματείων, τα οποία, νιώθοντας την περιθωριοποίηση που δέχονται τα τελευταία χρόνια από κάλαντα άλλων περιοχών, κατορθώνουν κάθε παραμονή Χριστουγέννων να μας τα θυμίζουν, προστατεύοντάς τα από τη λησμονιά και τη φθορά του χρόνου.Χαρά και συγκίνηση προσφέρουν οι στίχοι τους, γιατί απευθύνονται σ’ όλα τα μέλη της οικογένειας, από τον μεγαλύτερο έως τον πιο μικρό.
Τα παλαιότερα χρόνια, οι νοικοκυραίοι έδιναν για δώρο στα παιδιά που τραγουδούσαν τα κάλαντα, καρύδια, μήλα και μπιλίτσκες (μικρά χοιρινά λουκάνικα) και σπανιότερα χρήματα.
Κόλλιντα και Καλαντάρηδες (Φυλακτό)
Αντίστοιχο έθιμο με τα κάλαντα σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, οι καλαντάρηδες την παραμονή των Χριστουγέννων αφορούν στην περιφορά των νεαρών που πρόκειται να πάνε φαντάροι, κατά την οποία τραγουδούν το παραδοσιακό τραγούδι: "Σαράντα μέρες έχουμι Χριστόν που καρτερούμι, κι αυτές σαράντα τώρα θέλω να τον τραγουδήσω. Χριστούγεννα, να Χριστούγεννα, Χριστός τώρα γεννιέται. Γεννιέτι και βαφτίζετι, στο μέλι και στο γάλα. Το μέλι το τρων οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες. Και μεις να σας τραγουδήσουμι, Χριστός να σας φυλάει, Και του χρόνου".
Σκοπός των καλαντάρηδων είναι η συλλογή κάποιου χρηματικού ποσού, που θα έχουν στη διάθεσή τους όσο διαρκεί η θητεία τους, η οποία θεωρείται προθάλαμος της ωρίμανσής τους. Έτσι, το έθιμο συνδυάζει τον εορτασμό των Χριστουγέννων με το πέρασμα των νεαρών στην ενηλικίωση.
«Καληνεσπέρα» (Χωριά της Έξω Μάνης)
Την παραμονή των Χριστουγέννων, με το ηλιοβασίλεμα βγαίναμε στην "Καληνεσπέρα". Όλα τα παιδιά είχαν φτιάξει τις παρέες τους, είχαν σχηματίσει ομαδούλες και είχαν ετοιμαστεί για τα κάλαντα με πολλές πρόβες.Μπαίναμε στα σπίτια, που ήταν όλα ανοιχτά και περίμεναν, και αφού χαιρετούσαμε ρωτάγαμε:
- Να τα πούμε; να τα πούμε;
- Πέστε τα.
Ήταν πάντοτε καταφατική η απάντηση. Αρχίζαμε τότε δυνατά και πολλές φορές παράτονα "Καλήν εσπέρα άρχοντες..." και τελειώναμε: "σ’ αυτό το σπίτι πού ‘ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει...".
Οι νοικοκυρές μας εύχονταν "και του χρόνου" και μας έδιναν χρήματα ή μας έριχναν από το ρογί του σπιτιού, λάδι στο ντενεκάκι που κάποιος από μας κρατούσε.. Φυσικά το ύψος της αμοιβής ήταν πάντα σχετικό με την οικονομική κατάσταση και την ...τσιγκουνιά του καθενός. Στα λυπημένα σπίτια δεν λέγαμε τα κάλαντα. Όταν τελείωνε η γύρα και περνούσαμε όλα τα σπίτια του Χωριού, πηγαίναμε και πουλάγαμε το λάδι στον μπακάλη και κάναμε δίκαιη μοιρασιά σε όλα τα έσοδα.
(Από το περιοδικό «Μάνη, χθες, σήμερα, αύριο»)
Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα στα χωριά της Έξω Μάνης
Την παραμονή της πρωτοχρονιάς, την ίδια ώρα βγαίναμε στον "Άγιο Βασίλη" κρατώντας μια κλάρα ελιές με καρπό. Σε κάθε σπίτι που πηγαίναμε κόβανε και από ένα κλαδάκι ελιάς και το έβαζαν κοντά στο τζάκι. Ήταν για βοήθεια και θα έμενε εκεί για αρκετό χρονικό διάστημα.(Από το περιοδικό «Μάνη, χθες, σήμερα, αύριο»)
Τα κάλαντρα (Κρήτη)
Τα κάλαντα (αρχαίο έθιμο σχετικό με την αρχή του χρόνου), κάλαντρα στην κρητική διάλεκτο, είναι τραγούδια που, με αφορμή το θρησκευτικό περιεχόμενο της εορτής, ζητουν φιλοδωρήματα για τους τραγουδιστές, τους καλαντράδες.
Η βάση των παραδοσιακών καλάντων σε όλη την Ελλάδα είναι κοινή: αφού λένε για την εορτή, περνάνε στα παινέματα (επαίνους) για το νοικοκύρη, την «κερά», το γιο και τη θυγατέρα, με στίχους που είναι ένας ποταμός από εικόνες εκπληκτικής ομορφιάς, γεμάτες όμορφες κοπελιές, ξομπλιαστές, υφαντά, γραμματικούς με χρυσά κοντύλια (μολύβια), σπαθιά και ευαγγέλια κ.λ.π. (που τα σημερινά παιδιά της πολυκατοικίας και της τηλεόρασης, χωρίς να φταίνε βέβαια τα ίδια, μάλλον δεν θα τα καταλάβαιναν καν), και καταλήγουν στα δοσίματα: γ-ή απάκι γ-ή λουκάνικο γ-ή από λαγού κομμάτι, γ-ή από τη μαύρη όρνιθα κιανένα-ν-αβγουλάκι, κι αν είν’ κι απού τη γαλανή (άσπρη) ας είν’ και ζευγαράκι (δύο αβγά). Κι απού το λαδοπίθαρο κιαμια οκά λαδάκι, κι αν είν’ και περισσότερο, κρατούμε μεις τ’ ασκάκι (να το βάλουμε)…Όχι εφετζίδικα δώρα, όχι εμπορεύματα, αλλά είδη πρώτης ανάγκης!
(Από το περιοδικό του Ρεθύμνου «Πολιτεία»)
(Από το περιοδικό του Ρεθύμνου «Πολιτεία»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου