Αντιδράσεις και έντονες επικρίσεις έχει προκαλέσει τις τελευταίες μέρες η αποκάλυψη των δύο αμερικανικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων για τα αποτελέσματα μια έρευνας που διεξήχθη το 2012 και η οποία αποσκοπούσε στη διερεύνηση του κατά πόσο η έκθεση σε καθορισμένα συναισθήματα με θετικό ή αρνητικό πρόσημο είχε τη δύναμη να διαμορφώσει τις επιλογές των χρηστών του Facebook και να μεταβάλλει αναλόγως το συναισθηματικό φορτίο των αναρτήσεών τους.
Οι συντάκτες της έρευνας παρατήρησαν ότι οι χρήστες που συμμετείχαν –εν αγνοία τους– σε αυτήν άρχισαν να χρησιμοποιούν κυρίως αρνητικού ή θετικού περιεχομένου λέξεις ανάλογα με το περιεχόμενο στο οποίο είχαν «εκτεθεί».
Το κοινωνικό πείραμα της συμμόρφωσης, όπως είναι ευρύτερα γνωστό, ήταν μία σειρά μελετών που δημοσιεύτηκαν τη δεκαετία του '50, επιδεικνύοντας την δύναμη της συμμόρφωσης στις ομάδες. Γνωστό και ως το "Παράδειγμα του Ας". Στα πειράματα υπό τον καθηγητή Πανεπιστημίου Σολομώντα Ας, ζητούνταν από μία ομάδα φοιτητών του να πάρει μέρος σε ένα υποτιθέμενο "οπτικό τεστ".
Στην πραγματικότητα, όλοι οι συμμετέχοντες, πλην ενός, ήταν συνεργάτες του ερευνητή με αντικείμενο μελέτης το πως θα αντιδράσει το υποκείμενο στη συμπεριφορά των "συννενοημένων" συμμετεχόντων, οι οποίοι θα έδιναν όλοι τις ίδιες λανθασμένες απαντήσεις. Το 33% των φοιτητών συμμορφώθηκε, απαντώντας λάθος, ακολουθώντας τις εξόφθαλμα λανθασμένες απαντήσεις των άλλων συμμετεχόντων.
Η δύναμη της συμμόρφωσης κυριαρχεί έναντι της λογικής και από κοινωνικής οπτικής η συναίνεση στο ευρύτερο κανόνα, λειτουργεί επιβεβαιωτικά στην τοποθέτηση του Γκάρι Μπέκερ, περί αδυναμίας του ατόμου να γίνει παραβάτης, φοβούμενος τον κοινωνικό στιγματισμό ή την τιμωρία.
Αφορμή για το πείραμα, στάθηκε η δολοφονία μίας νεαρής γυναίκας το 1964. Συγκλονιστικός ήταν ο αριθμός από τους αυτόπτες μάρτυρες που ανέρχεται στους 38.
Συγκλονιστικότερο, ωστόσο, είναι πως και οι 38 έμειναν απαθείς στη θέαση της στυγερής δολοφονίας. Οι John Darley και Bibb Latane ζήτησαν από εθελοντές, να λάβουν μέρος σε μία συζήτηση, όπου θα συζητούσαν με αγνώστους. Κάθε συνομιλητής, θα ήταν σε διαφορετικό δωμάτιο και θα συζητούσαν μέσω ενδοεπικοινωνίας.
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης, ένας από τους συνομιλητές θα πάθαινε κρίση επιληψίας. Ο στόχος του πειράματος ήταν να εξεταστεί το φαινόμενο της επίδρασης των παρευρισκομένων (bystander effect) ή αλλιώς το σύνδρομο Genovese και ειδικότερα οι λόγοι και οι διεργασίες που συντελούνται, ώστε τα άτομα να αρνούνται να πάρουν την ευθύνη ή να δώσουν βοήθεια σε κάποιον που την χρειάζ εται όταν άλλα άτομα είναι παρόντα.
Επιστρέφοντας στο πείραμα παρατηρήθηκε πως όταν η συζήτηση γινόταν μεταξύ δύο ατόμων και ο ένας πάθαινε επιληψία, το 85% των συνομιλητών, έβγαινε από το δωμάτιο και έψαχνε να τον βρει και να τον βοηθήσει. Όταν όμως τους δινόταν η εντύπωση πως τους ακούν ακόμα 3 άτομα, μόλις το 31% βγήκε από το δωμάτιο αναζητώντας αυτόν που χρειαζόταν τη βοήθειά του.
Ο καθηγητής Philip Zimbardo, αποφάσισε να πραγματοποιήσει ένα πείραμα - παιχνίδι. Ένα παιχνίδι ρόλων εξουσίας και υποταγής, το οποίο στην αρχή έμοιαζε απλό και ακίνδυνο. Έπειτα από εθελοντική συμμετοχή και ύστερα από ενημέρωση σχετικής αγγελίας (η οποία ζητούσε για το πείραμα νέους, υγιείς τόσο σωματικά όσο και ψυχικά), τα άτομα θα έμπαιναν “στην φυλακή του Stanford” άλλοι ως κρατούμενοι και άλλοι ως σωφρονιστικοί υπάλληλοι. Ο χώρος του τομέα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου είχε διαμορφωθεί σε φυλακή και επιβλεπόταν από τους αρμόδιους επιστήμονες.
Tην πρώτη μέρα, όλα κύλησαν ομαλά. Ωστόσο, η διαχωριστική γραμμή μεταξύ κρατουμένων και φυλάκων, πειράματος και πραγματικότητας, ηθικής και διαφθοράς γρήγορα εξαφανίστηκε και γρήγορα η κατάσταση τέθηκε εκτός ελέγχου. Η βία, η παράνοια και η κατάχρηση της εξουσίας κυριάρχησαν και ανέδειξαν το πείραμα του Zimbardo ως το πιο γνωστό και συγκλονιστικό πείραμα στην Κοινωνική Ψυχολογία.
Το πρωτοποριακό και συγχρόνως αμφισβητούμενο πείραμα του Milgram μελέτησε συστηματικά μια πλευρά της υπακοής με αφορμή τις φρικαλεότητες της ναζιστικής εποχής. Το πείραμα "φάρσα" που ξεγύμνωσε την ανθρώπινη ψυχή, έφερε συγκλονιστικά αποτελέσματα στην επιφάνεια και μια αλήθεια για το περίφημο “τέρας” που κρύβεται μέσα μας.
Συγκεκριμένα πρόκειται για μια σειρά πειραμάτων κοινωνικής ψυχολογίας που διενεργήθηκαν από τον ψυχολόγο του Πανεπιστημίου του Γιέηλ, Stanley Milgram. Σε αυτό μετρήθηκε η προθυμία των συμμετεχόντων στο να υπακούν στο πρόσωπο του Επιστήμονα που συμβολίζει εξουσία και αυθεντία, όταν αυτός τους ζητούσε να κάνουν πράγματα που αντιτίθενται στην συνείδησή τους.
Τα πειράματα ξεκίνησαν τον Ιούλιο του 1961, τρεις μήνες μετά την έναρξη της δίκης του Γερμανού ΝΑΖΙ Adolf Eichmann για το Ολοκαύτωμα. Ο Μίλγκραμ πίστευε ότι η υπακοή που οδηγεί στο έγκλημα, δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα μόνο της προσωπικότητας, αλλά περισσότερο των πιεστικών συνθηκών. Και το απέδειξε κάνοντας τη «φάρσα» του. Σύμφωνα με τα πειράματα του Milgram είναι δυνατόν εκατομμύρια συνεργοί απλά να ακολουθούν εντολές, ακόμα κι αν αυτές παραβιάζουν τις βαθύτερες ηθικές αρχές τους.
Τα υποκείμενα του πειράματος ήταν εθελοντές, κυρίως φοιτητές, οι οποίοι καλούνταν έναντι αμοιβής να συμμετέχουν σε ένα ψυχολογικό πείραμα σχετικό με τη μνήμη. Ο υπεύθυνος χώριζε τα άτομα σε ζεύγη, μαθητή και δασκάλου. Ο «μαθητευόμενος» - ηθοποιός δενόταν σε μια ηλεκτρική καρέκλα και του περνούσαν ηλεκτρόδια σε όλο το σώμα. Έπειτα του έδιναν να μάθει δέκα ζεύγη λέξεων.
Σύμφωνα με τους ερευνητές και τη σχετική δημοσίευση της έρευνας στην αμερικανική επιστημονική επιθεώρηση Proceedings of the National Academy of Sciences (PNAS), «τα αποτελέσματα δείχνουν την πραγματικότητα του μαζικού συναισθηματικού επηρεασμού μέσω των ιστότοπων κοινωνικής δικτύωσης».
Σοκαρισμένοι οι χρήστες του Διαδικτύου εξέφρασαν το «βαθύ προβληματισμό τους» και χαρακτήρισαν τη μέθοδο που χρησιμοποιήθηκε «ανησυχητική» ή «διαβολική» σε ιστοτόπους κοινωνικής δικτύωσης, ενώ παράλληλα η Αρχή Προστασίας των Προσωπικών Δεδομένων στο Διαδίκτυο ξεκίνησε έρευνα για τις ενέργειες της διεύθυνσης του διάσημου ιστοτόπου. Προσφάτως, μάλιστα, η βρετανική αρχή προστασίας δεδομένων προέβη σε παρόμοια ανακοίνωση.
Παρά το γεγονός πως η δημοσίευση των αποτελεσμάτων έγινε πριν από περίπου ένα μήνα, η οργή για την έρευνα ξέσπασε τις τελευταίες μέρες, έπειτα από αναφορές στα μέσα, όπως οι “The New York Times” και το περιοδικό “The Atlantic” και τα ερωτήματα περί ηθικής και πειραματόζωων που τέθηκαν στα εν λόγω δημοσιεύματα.
Το ασυνήθιστο ξέσπασμα του Τύπου για την ενέργεια του Πανεπιστημίου Κορνέλ και του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας οφείλεται στην ανυπαρξία συγκατάθεσης των χρηστών, αλλά και στο γεγονός της έλλειψης ενημέρωσης των κινδύνων που εγκυμονούσε η συμμετοχή τους. «Η μελέτη έβλαψε τους συμμετέχοντες επειδή μετέβαλε τη διάθεσή τους», καταλήγει ο Αμερικανός καθηγητής, «και αυτό είναι κακό ακόμα και για το Facebook».
Η έκταση, ωστόσο, που δόθηκε στο ζήτημα περί νομιμότητας η μή κατά την εκτέλεση της έρευνας οδηγεί αναπόφευκτα στη λήθη τα ενδιαφέροντα και ουσιώδη αποτελέσματά της. Η ταχύτητα επίδρασης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης τόσο γνωστικά όσο και συγκινησιακά στο άτομο ανοίγουν αναμφίβολα ένα νέο κύκλο συζητήσεων στην ακαδημαϊκή κοινότητα στον τομέα της Γνωστικής και Συναισθηματικής Ψυχολογίας της Επικοινωνίας.
Το ψυχολογικό πείραμα “μεταβολής συναισθήματος στο Facebook", δεν είναι το μόνο που έχει συγκλονίσει την κοινή γνώμη τόσο ως προς τη διαδικασία, όσο και ως προς τα σοκαριστικά αποτελέσματά του.
Σοκαρισμένοι οι χρήστες του Διαδικτύου εξέφρασαν το «βαθύ προβληματισμό τους» και χαρακτήρισαν τη μέθοδο που χρησιμοποιήθηκε «ανησυχητική» ή «διαβολική» σε ιστοτόπους κοινωνικής δικτύωσης, ενώ παράλληλα η Αρχή Προστασίας των Προσωπικών Δεδομένων στο Διαδίκτυο ξεκίνησε έρευνα για τις ενέργειες της διεύθυνσης του διάσημου ιστοτόπου. Προσφάτως, μάλιστα, η βρετανική αρχή προστασίας δεδομένων προέβη σε παρόμοια ανακοίνωση.
Παρά το γεγονός πως η δημοσίευση των αποτελεσμάτων έγινε πριν από περίπου ένα μήνα, η οργή για την έρευνα ξέσπασε τις τελευταίες μέρες, έπειτα από αναφορές στα μέσα, όπως οι “The New York Times” και το περιοδικό “The Atlantic” και τα ερωτήματα περί ηθικής και πειραματόζωων που τέθηκαν στα εν λόγω δημοσιεύματα.
Το ασυνήθιστο ξέσπασμα του Τύπου για την ενέργεια του Πανεπιστημίου Κορνέλ και του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας οφείλεται στην ανυπαρξία συγκατάθεσης των χρηστών, αλλά και στο γεγονός της έλλειψης ενημέρωσης των κινδύνων που εγκυμονούσε η συμμετοχή τους. «Η μελέτη έβλαψε τους συμμετέχοντες επειδή μετέβαλε τη διάθεσή τους», καταλήγει ο Αμερικανός καθηγητής, «και αυτό είναι κακό ακόμα και για το Facebook».
Η έκταση, ωστόσο, που δόθηκε στο ζήτημα περί νομιμότητας η μή κατά την εκτέλεση της έρευνας οδηγεί αναπόφευκτα στη λήθη τα ενδιαφέροντα και ουσιώδη αποτελέσματά της. Η ταχύτητα επίδρασης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης τόσο γνωστικά όσο και συγκινησιακά στο άτομο ανοίγουν αναμφίβολα ένα νέο κύκλο συζητήσεων στην ακαδημαϊκή κοινότητα στον τομέα της Γνωστικής και Συναισθηματικής Ψυχολογίας της Επικοινωνίας.
Το ψυχολογικό πείραμα “μεταβολής συναισθήματος στο Facebook", δεν είναι το μόνο που έχει συγκλονίσει την κοινή γνώμη τόσο ως προς τη διαδικασία, όσο και ως προς τα σοκαριστικά αποτελέσματά του.
Αναδρομή στα πιο σοκαριστικά κοινωνικά πειράματα
Το πείραμα του Ash (1953)
Το κοινωνικό πείραμα της συμμόρφωσης, όπως είναι ευρύτερα γνωστό, ήταν μία σειρά μελετών που δημοσιεύτηκαν τη δεκαετία του '50, επιδεικνύοντας την δύναμη της συμμόρφωσης στις ομάδες. Γνωστό και ως το "Παράδειγμα του Ας". Στα πειράματα υπό τον καθηγητή Πανεπιστημίου Σολομώντα Ας, ζητούνταν από μία ομάδα φοιτητών του να πάρει μέρος σε ένα υποτιθέμενο "οπτικό τεστ".
Στην πραγματικότητα, όλοι οι συμμετέχοντες, πλην ενός, ήταν συνεργάτες του ερευνητή με αντικείμενο μελέτης το πως θα αντιδράσει το υποκείμενο στη συμπεριφορά των "συννενοημένων" συμμετεχόντων, οι οποίοι θα έδιναν όλοι τις ίδιες λανθασμένες απαντήσεις. Το 33% των φοιτητών συμμορφώθηκε, απαντώντας λάθος, ακολουθώντας τις εξόφθαλμα λανθασμένες απαντήσεις των άλλων συμμετεχόντων.
Η δύναμη της συμμόρφωσης κυριαρχεί έναντι της λογικής και από κοινωνικής οπτικής η συναίνεση στο ευρύτερο κανόνα, λειτουργεί επιβεβαιωτικά στην τοποθέτηση του Γκάρι Μπέκερ, περί αδυναμίας του ατόμου να γίνει παραβάτης, φοβούμενος τον κοινωνικό στιγματισμό ή την τιμωρία.
Το πείραμα της απάθειας τουπαρευρισκομένου - Bystander effect (1968)
Αφορμή για το πείραμα, στάθηκε η δολοφονία μίας νεαρής γυναίκας το 1964. Συγκλονιστικός ήταν ο αριθμός από τους αυτόπτες μάρτυρες που ανέρχεται στους 38.
Συγκλονιστικότερο, ωστόσο, είναι πως και οι 38 έμειναν απαθείς στη θέαση της στυγερής δολοφονίας. Οι John Darley και Bibb Latane ζήτησαν από εθελοντές, να λάβουν μέρος σε μία συζήτηση, όπου θα συζητούσαν με αγνώστους. Κάθε συνομιλητής, θα ήταν σε διαφορετικό δωμάτιο και θα συζητούσαν μέσω ενδοεπικοινωνίας.
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης, ένας από τους συνομιλητές θα πάθαινε κρίση επιληψίας. Ο στόχος του πειράματος ήταν να εξεταστεί το φαινόμενο της επίδρασης των παρευρισκομένων (bystander effect) ή αλλιώς το σύνδρομο Genovese και ειδικότερα οι λόγοι και οι διεργασίες που συντελούνται, ώστε τα άτομα να αρνούνται να πάρουν την ευθύνη ή να δώσουν βοήθεια σε κάποιον που την χρειάζ εται όταν άλλα άτομα είναι παρόντα.
Επιστρέφοντας στο πείραμα παρατηρήθηκε πως όταν η συζήτηση γινόταν μεταξύ δύο ατόμων και ο ένας πάθαινε επιληψία, το 85% των συνομιλητών, έβγαινε από το δωμάτιο και έψαχνε να τον βρει και να τον βοηθήσει. Όταν όμως τους δινόταν η εντύπωση πως τους ακούν ακόμα 3 άτομα, μόλις το 31% βγήκε από το δωμάτιο αναζητώντας αυτόν που χρειαζόταν τη βοήθειά του.
Το πείραμα της φυλακής του Stanford (1971)
Ο καθηγητής Philip Zimbardo, αποφάσισε να πραγματοποιήσει ένα πείραμα - παιχνίδι. Ένα παιχνίδι ρόλων εξουσίας και υποταγής, το οποίο στην αρχή έμοιαζε απλό και ακίνδυνο. Έπειτα από εθελοντική συμμετοχή και ύστερα από ενημέρωση σχετικής αγγελίας (η οποία ζητούσε για το πείραμα νέους, υγιείς τόσο σωματικά όσο και ψυχικά), τα άτομα θα έμπαιναν “στην φυλακή του Stanford” άλλοι ως κρατούμενοι και άλλοι ως σωφρονιστικοί υπάλληλοι. Ο χώρος του τομέα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου είχε διαμορφωθεί σε φυλακή και επιβλεπόταν από τους αρμόδιους επιστήμονες.
Tην πρώτη μέρα, όλα κύλησαν ομαλά. Ωστόσο, η διαχωριστική γραμμή μεταξύ κρατουμένων και φυλάκων, πειράματος και πραγματικότητας, ηθικής και διαφθοράς γρήγορα εξαφανίστηκε και γρήγορα η κατάσταση τέθηκε εκτός ελέγχου. Η βία, η παράνοια και η κατάχρηση της εξουσίας κυριάρχησαν και ανέδειξαν το πείραμα του Zimbardo ως το πιο γνωστό και συγκλονιστικό πείραμα στην Κοινωνική Ψυχολογία.
Philip Zimbardo: Η ψυχολογία του κακού
Το πείραμα του Milgram - Η δύναμη των εντολών (1974)
Το πρωτοποριακό και συγχρόνως αμφισβητούμενο πείραμα του Milgram μελέτησε συστηματικά μια πλευρά της υπακοής με αφορμή τις φρικαλεότητες της ναζιστικής εποχής. Το πείραμα "φάρσα" που ξεγύμνωσε την ανθρώπινη ψυχή, έφερε συγκλονιστικά αποτελέσματα στην επιφάνεια και μια αλήθεια για το περίφημο “τέρας” που κρύβεται μέσα μας.
Συγκεκριμένα πρόκειται για μια σειρά πειραμάτων κοινωνικής ψυχολογίας που διενεργήθηκαν από τον ψυχολόγο του Πανεπιστημίου του Γιέηλ, Stanley Milgram. Σε αυτό μετρήθηκε η προθυμία των συμμετεχόντων στο να υπακούν στο πρόσωπο του Επιστήμονα που συμβολίζει εξουσία και αυθεντία, όταν αυτός τους ζητούσε να κάνουν πράγματα που αντιτίθενται στην συνείδησή τους.
Τα πειράματα ξεκίνησαν τον Ιούλιο του 1961, τρεις μήνες μετά την έναρξη της δίκης του Γερμανού ΝΑΖΙ Adolf Eichmann για το Ολοκαύτωμα. Ο Μίλγκραμ πίστευε ότι η υπακοή που οδηγεί στο έγκλημα, δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα μόνο της προσωπικότητας, αλλά περισσότερο των πιεστικών συνθηκών. Και το απέδειξε κάνοντας τη «φάρσα» του. Σύμφωνα με τα πειράματα του Milgram είναι δυνατόν εκατομμύρια συνεργοί απλά να ακολουθούν εντολές, ακόμα κι αν αυτές παραβιάζουν τις βαθύτερες ηθικές αρχές τους.
Τα υποκείμενα του πειράματος ήταν εθελοντές, κυρίως φοιτητές, οι οποίοι καλούνταν έναντι αμοιβής να συμμετέχουν σε ένα ψυχολογικό πείραμα σχετικό με τη μνήμη. Ο υπεύθυνος χώριζε τα άτομα σε ζεύγη, μαθητή και δασκάλου. Ο «μαθητευόμενος» - ηθοποιός δενόταν σε μια ηλεκτρική καρέκλα και του περνούσαν ηλεκτρόδια σε όλο το σώμα. Έπειτα του έδιναν να μάθει δέκα ζεύγη λέξεων.
Ο «δάσκαλος» καθόταν μπροστά σε μια κονσόλα ηλεκτρικής γεννήτριας. Μπροστά του δέκα κουμπιά με ενδείξεις: «15 βολτ, 30 βολτ, 50 βολτ κλπ.» Το τελευταίο κουμπί έγραφε: «450 βολτ. Προσοχή! Κίνδυνος!». Πίσω από το «δάσκαλο» στεκόταν ο υπεύθυνος του πειράματος. Κάθε φορά που ο ηθοποιός - μαθητής, έδινε λανθασμένη απάντηση, ο υπεύθυνος έδινε την εντολή, να πατήσουν το κουμπί, προκαλώντας ηλεκτροσόκ.
Μάλιστα σε κάθε λάθος απάντηση το επόμενο ηλεκτροσόκ, ήταν ισχυρότερο. Πόσοι από τους εθελοντές έφτασαν ως τον τελευταίο μοχλό; Το 66%, καθώς το πείραμα “ έπρεπε να ολοκληρωθεί”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου