«Ἕλληνες ἀεί παῖδες ἐστε, γέρων δέ Ἕλλην οὐκ ἔστιν» (Πλάτων, Τίμαιος, 22b).


"Ὁμολογεῖται μὲν γὰρ τὴν πόλιν ἡμῶν ἀρχαιοτάτην εἶναι καὶ μεγίστην καὶ παρὰ πᾶσιν ἀνθρώποις ὀνομαστοτάτην· οὕτω δὲ καλῆς τῆς ὑποθέσεως οὔσης,
ἐπὶ τοῖς ἐχομένοις τούτων ἔτι μᾶλλον ἡμᾶς προσήκει τιμᾶσθαι. 24. Ταύτην γὰρ οἰκοῦμεν οὐχ ἑτέρους ἐκβαλόντες οὐδ' ἐρήμην καταλαβόντες
οὐδ' ἐκ πολλῶν ἐθνῶν μιγάδες συλλεγέντες, ἀλλ' οὕτω καλῶς καὶ γνησίως γεγόναμεν ὥστ' ἐξ ἧσπερ ἔφυμεν, ταύτην ἔχοντες ἅπαντα τὸν χρόνον διατελοῦμεν,
αὐτόχθονες ὄντες καὶ τῶν ὀνομάτων τοῖς αὐτοῖς οἷσπερ τοὺς οἰκειοτάτους τὴν πόλιν ἔχοντες προσειπεῖν".
(Ἰσοκράτης, Πανηγυρικός, στίχοι 23-24).

Τα άρθρα που φιλοξενούνται στον παρόντα ιστότοπο και προέρχονται απο άλλες πηγές, εκφράζουν αποκλειστικά και μόνον τις απόψεις των συγγραφέων τους.

Καθίσταται σαφές ότι η δημοσίευση ανάρτησης, δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά αποδοχή των απόψεων του συγγραφέως.


ΕΑΝ ΘΕΛΕΤΕ, ΑΦΗΝΕΤΕ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ, ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΑΡΘΡΟ-ΑΝΑΡΤΗΣΗ (΄κλίκ΄ στο "Δεν υπάρχουν σχόλια"). ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ.

Ακολουθήστε μας στο Facebook

Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2015

M' αγαπούσε έλεγε....




Ήταν ένας γεωργός που αγαπούσε πολύ τις ελιές του, αλλά πιο πολύ μια ελιά, μια μικρούλα ελιά που του θύμιζε την πρώτη του αγάπη κοντή και στρουμπουλή. Της είχε φτιάξει ένα λευκό περιδέραιο με πέτρες, είχε μια παλιά πολυθρόνα από κάτω, καθότανε τα βράδια και κουβέντιαζε τις αναμνήσεις και τα όνειρά του. 

Η ελιά για πρώτη χρονιά φορτώθηκε καρπό. Ομόρφυνε, λύγισε τα κλαδιά της. Κάποια στιγμή τον Νοέμβρη, έρχεται ο γεωργός, βάζει από κάτω τα πανιά, παίρνει μια βέργα, ανεβαίνει πάνω..πάνε οι ελιές .. πάνε τα φύλλα..πάει η ομορφιά…

Εκείνη άρχισε να κλαίει…

-Μα πως εννοεί ο άνθρωπος την αγάπη;

-Μ’ αγαπούσε έλεγε… και με χάλασε ;

Τότε ακούει μια μαργαρίτα από κάτω να της λέει …

-Τον άνθρωπο μην τον παρεξηγείς.

Είναι ο μόνος … είναι ο μόνος , που δεν ξέρει την αγάπη.

Κοίταξε έμενα, που μια ζωή με μαδάει για να μάθει…!


Δεν υπάρχουν σχόλια: