Ο θεσμός της προξενίας, με τον οποίο μια πόλη συνάπτει ένα είδος σχέσης με κάποιο άτομο σε άλλη πόλη στη βάση του αντίστοιχου προτύπου της ξενίας στην ιδιωτική σφαίρα ζωής, φαίνεται ότι θεσμοποιήθηκε στις ελληνικές πόλεις ήδη από τον 7ο αιώνα π.Χ. ως κρατική πολιτική εκδοχή της παραδοσιακής ξενίας, αφού στην αρχαιότητα δεν υπήρχαν τακτικές διπλωματικές υπηρεσίες, ούτε μόνιμες πρεσβείες στο εξωτερικό.
Είναι χαρακτηριστικό ότι την ίδια μετάβαση από την ιδιωτική στη δημόσια σφαίρα που παρατηρούμε στη σχέση μεταξύ ξενίας και προξενίας μπορούμε να την παρατηρήσουμε και στην περίπτωση των ad hoc πρέσβεων, κηρύκων και αγγελιαφόρων, οι οποίοι δεν αποτελούν πια ιδιωτικά πρόσωπα, αλλά ορίζονται από τη συνέλευση (Βουλή ή Εκκλησία), συνήθως με εκλογή, και εκπροσωπούν την πόλη. Γενικά ο πρόξενος προσέφερε σε επίσημο επίπεδο τις υπηρεσίες που ένας ιδιώτης θα περίμενε από ένανξένο.
Ο πρόξενος αναλάμβανε να μιλήσει για λογαριασμό των ξένων στη συνέλευση του λαού ή στη Βουλή και ήταν επίσης υποχρεωμένος να δέχεται και να φιλοξενεί στο σπίτι του τους πρέσβεις ή γενικά εκπροσώπους της πόλης, της οποίας ήταν πρόξενος. Έτσι λ.χ. οι πρέσβεις της Σπάρτης που ήρθαν στην Αθήνα το 378 π.Χ. φιλοξενήθηκαν στο σπίτι του Καλλία, προξένου της Σπάρτης στην Αθήνα (Ξενοφ., Ελλ. 5.4.22). Τα καθήκοντα του προξένου απέναντι στην πόλη που εκπροσωπούσε περιλάμβαναν ακόμη και τις θρησκευτικές λειτουργίες που ένας ξένος εκτελούσε για λογαριασμό του φιλοξενούμενού του σε σχέση με την τοπική λατρεία.
Δύο επιγραφές από την Ολυμπία της αρχαϊκής περιόδου (IvO 10 και 13) παρουσιάζουν τους προξένους να είναι υποχρεωμένοι να απομακρύνουν από το βωμό διάφορους παραβάτες των ιερών κανόνων και συμφωνιών. Οι πρόξενοι αυτού του τύπου ήταν υπεύθυνοι για την τέλεση θυσιών για λογαριασμό των ξένων επισκεπτών, προκειμένου να αποφευχθεί κάποια ιεροσυλία. Ας σημειωθεί εδώ ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της σπαρτιατικής προξενίας, όπου οι πρόξενοι των ξένων πόλεων στη Σπάρτη ορίζονταν από το ίδιο το κράτος της Σπάρτης (Ηρόδ. 6.57.2). Η ιδιομορφία αυτή φαίνεται να είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας της Σπάρτης να ελέγχει τις επαφές με τους ξένους.
Η σύναψη συμμαχιών συμπεριλαμβάνεται γενικά στο ρόλο που είχαν οι πρόξενοι ως μεσολαβητές μεταξύ κρατών. Έτσι ο Θουκυδίδης (2.29.1) αναφέρει ότι οι Αθηναίοι έκαναν πρόξενό τους το Νυμφόδωρο από τα Άβδηρα, την αδερφή του οποίου είχε ως σύζυγο ο Σιτάλκης, με την ελπίδα να κλείσουν με τη μεσολάβησή του συμμαχία με το Θράκα βασιλιά. O Βρασίδας, για να διευκολύνει τις διαπραγματεύσεις με τους Χαλκιδείς, πήρε μαζί του τον πρόξενό τους στα Φάρσαλα Στρόφακο (Θουκ. 4.78.1).
Οι διασυνδέσεις με το εξωτερικό, όπως εκφράζονται από την προξενία, αποτελούσαν ένα μέσο για την αύξηση της δημοτικότητας του πολιτικού και της επιρροής του στο εσωτερικό της χώρας του. Αυτό φανερώνει τη μεγάλη πολιτική σημασία του θεσμού, αλλά και εξηγεί για ποιο λόγο η προξενία δέχεται συχνά τις επιθέσεις αντίπαλων πολιτικών.
Ο πολιτικός απευθυνόταν στο λαό επισημαίνοντας τις προσωπικές του σχέσεις με κράτη και με σημαντικούς ανθρώπους στο εξωτερικό, υπαινισσόμενος έτσι τις πιθανές ωφέλειες που θα μπορούσε ο ίδιος να φέρει στη χώρα του. Οι αντίπαλοί του, αντίθετα, προσπαθούσαν να μειώσουν τις θετικές εντυπώσεις που δημιουργούνταν μ’ αυτόν τον τρόπο [1] αναδεικνύοντας την πιθανώς ύποπτη φύση αυτών των διασυνδέσεων [2] και τονίζοντας ότι τα συμφέροντα του ξένου κράτους τίθενται σε ανώτερη μοίρα από τον πρόξενο σε σχέση με τα συμφέροντα της ίδιας του της πατρίδας. [3] Πάντως η κατηγορία αυτή δεν ήταν και εντελώς άδικη.
Υπήρξαν πολλά παραδείγματα προξένων που προτίμησαν τα συμφέροντα της ξένης πόλης σε βάρος των συμφερόντων της πατρίδας τους. Έτσι λ.χ. οι πρόξενοι της Αθήνας στη Μυτιλήνη ειδοποιούν την Αθήνα για επικείμενη εξέγερση το 428 π.Χ. (Θουκ. 3.2.3, Αριστοτ, Αθ. πολ. 5). Στη διάρκεια του 5ου αιώνα η κατηγορία ότι ένας πολιτικός, επηρεασμένος από τις σχέσεις τους με ξένους, πρόδωσε την πατρίδα του αποτελεί μια από τις βασικές αιτίες οστρακισμού μετά το 487. Είναι επίσης γνωστό ότι ο Πεισίστρατος χρησιμοποίησε τους ξένους φίλους του για να γίνει τύραννος στην Αθήνα, οι Αλκμεωνίδες έκαναν το ίδιο για να διώξουν τους Πεισιστρατίδες και οι αντίπαλοι του Κλεισθένη, για να εμποδίσουν τις μεταρρυθμίσεις του. Έτσι ο αθηναϊκός λαός ήταν καχύποπτος απέναντι στις διασυνδέσεις των πολιτικών με ξένους.
Το πώς το δημοκρατικό κράτος κατόρθωσε τον 5ο αιώνα να υπερκεράσει και να θέσει υπό έλεγχο τις αριστοκρατικές διεθνείς διασυνδέσεις φαίνεται στην αγωνία του Περικλή (Θουκ. 2.13.1, Πλούτ., Περ. 33.3) μήπως και ο φίλος του από ξενία Αρχίδαμος δεν καταστρέψει και τα δικά του χωράφια λεηλατώντας την Αττική. Ο φόβος του ήταν μήπως οι Αθηναίοι υποψιαστούν ότι η φιλία του με τον Αρχίδαμο φανεί ανώτερη από τη σχέση του με την πόλη. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι η προξενία αποκάλυπτε πολλά για τις διασυνδέσεις ενός πολιτικού, την ιδεολογία και την εξωτερική πολιτική του.
Έτσι ο Κίμων, απολογούμενος στο δικαστήριο για τις κατηγορίες που του απηύθυνε ο Περικλής μετά την πολιορκία της Θάσου, τονίζει ότι η προξενική του σχέση με τη Σπάρτη αποτελεί δείγμα και του ιδεολογικού και πολιτικού του προσανατολισμού σε αντίθεση με άλλους που είναι πρόξενοι των Ιώνων ή των Θεσσαλών, επειδή έχουν στο νου το κέρδος (Πλούτ., Κίμ. 14.4). Ο υπαινιγμός του Κίμωνα μπορεί να στοχεύει αναδρομικά και στο Θεμιστοκλή, ο οποίος προωθούσε την ιδέα της συμμαχίας Αθηναίων και Ιώνων ήδη από τη δεκαετία 500-490, αλλά και ενάντια στους δημοκρατικούς που προωθούσαν εκείνη την εποχή την ιδέα της συμμαχίας με τη Θεσσαλία (Θουκ. 1.102.4).
Η σχέση του Κίμωνα και του κύκλου του [4] με τη Σπάρτη είναι γνωστή: έδωσε σε έναν από τους γιους του το όνομα Λακεδαιμόνιος (Πλούτ., Κίμ. 16.1-3)[5] και το πολιτικό του πρόγραμμα βασιζόταν στην κοινή ηγεμονία Αθήνας και Σπάρτης στην Ελλάδα (Πλούτ., Κίμ.16.8-10), ενώ οι Σπαρτιάτες προσπαθούσαν να ενισχύσουν ή να προωθήσουν την επιρροή του στην Αθήνα. Το ίδιο ισχύει και για τις περιπτώσεις του Αλκιβιάδη και του Ξενοφώντα: οι συντηρητικές απόψεις τους για την εσωτερική πολιτική στην Αθήνα ταίριαζαν με την ιδιότητά τους ως προξένων της Σπάρτης.
Από την άλλη μεριά οι ηγέτες των δημοκρατικών παρατάξεων στις πόλεις της αθηναϊκής συμμαχίας συχνά ήταν πρόξενοι των Αθηναίων στις πόλεις τους. Έτσι λ.χ. ο Αλκιβιάδης, αφού ανακατέλαβε τη Σηλυβρία, με ψήφισμα στην Αθήνα κατέστησε προξένους της πόλης του στη Σηλυβρία τους ηγέτες τις φιλοαθηναϊκής παράταξης.
Η απόδοση προξενίας σε Αθηναίους στρατηγούς ή κυβερνήτες εγκατεστημένους σε συμμαχικές πόλεις αποτελεί πράξη αποδοχής, αναμφίβολα κάτω από αθηναϊκή πίεση, της αθηναϊκής ηγεμονίας, ενώ ταυτόχρονα χρησίμευε ως αποδεικτικό στοιχείο για τον πολιτικό ενώπιον του ίδιου του αθηναϊκού λαού. Η δυναμική, λοιπόν, της προξενίας έγκειται κυρίως στη σημασία της ως διπλωματικής και πολιτικής πράξης που εκφράζει την επιρροή, την επέκταση και τις συμμαχίες στη διεθνή ελληνική πολιτική σκηνή. Οι πρόξενοι ήταν κατά κανόνα εξέχοντες πολίτες στο κράτος τους.
Ήταν γνωστοί πολιτικοί και έπαιζαν ενεργητικό ρόλο στα εσωτερικά πολιτικά πράγματα. Το γεγονός ότι ένας πολιτικός αναλαμβάνει από μόνος του μια προξενία αποτελεί απόδειξη της σημασίας του θεσμού. Βλ. λ.χ. την περίπτωση του Πειθία που αναφέρει ο Θουκυδίδης, 3.70.3-4: καὶ -ἦν γὰρ Πειθίας ἐθελοπρόξενός τε τῶν Ἀθηναίων καὶ τοῦ δήμου προειστήκει- ὑπάγουσιν αὐτὸν οὗτοι οἱ ἄνδρες ἐς δίκην͵ λέγοντες Ἀθηναίοις τὴν Κέρκυραν καταδουλοῦν.[6] Ο όρος εθελοπρόξενος στο παραπάνω χωρίο μπορεί να είναι επίσημος, να ανταποκρίνεται δηλαδή σε κάποιο επίσημο κρατικό θεσμό, και να δηλώνει αντίθεση προς την κληρονομική προξενία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου