Γράφει ο Κωνσταντίνος Σαπαρδάνης
«Δεν πρέπει να τιμούμε όλες τις γνώμες των ανθρώπων αλλά μερικές, και όχι όλων των ανθρώπων αλλά μερικών»
Ο Σωκράτης στο ‘Κρίτων’ του Πλάτωνα
Ο Κρίτων επισκέπτεται τον Σωκράτη στο κελί όπου περιμένει την εκτέλεσή του, και για να τον πείσει να δραπετεύσει και να αποφύγει την επιβολή της ποινής του θανάτου, χρησιμοποιεί ένα είδος ψυχολογικού εκβιασμού.
Τι θα πει ο πολύς ο κόσμος, τον ρωτάει, που, αφήνοντας τον εαυτό του να πεθάνει, παραιτείται από τη ζωή και αφήνει τα παιδιά του μόνα τους να τα μεγαλώσουν άλλοι; Και τι θα πουν «οι πολλοί» για τους φίλους του φιλοσόφου, που δεν ενδιαφέρθηκαν να τον γλιτώσουν ενώ σίγουρα μπορούσαν;
Η επιλογή να μην αποδράσει θα είναι μια προδοσία για τους γιους του, που ενώ έχει τη δυνατότητα να τους μεγαλώσει και να τους μορφώσει, τους εγκαταλείπει για να τους αναλάβουν άλλοι, και να πάθουν «ό,τι παθαίνουν τα ορφανά στην ορφάνια». Δεν πρέπει, του λέει, να κάνει κάποιος παιδιά αν δεν είναι διατεθειμένος να ταλαιπωρηθεί για να τα αναθρέψει. «Εσύ όμως, μου φαίνεται ότι προτιμάς τα εύκολα»[1]σελ.119.
Θα είναι και σαν να προδίδει τον εαυτό του, σα να βιάζεται να πάθει αυτά που οι αντίπαλοί του θα βιάζονταν να πάθουν, αλλά και βιάστηκαν να κάνουν σε αυτόν. Γίνεται σαν αυτούς, δειλός και ασυνεπής ως προς τις αρχές του. Είναι σα να προσκαλεί τον θάνατο, ενώ ο λογικός άνθρωπος θα προσπαθούσε να τον αποφύγει όσο μπορεί. Πώς, ενώ ισχυρίζεται ότι σε όλη του τη ζωή ήταν ενάρετος, αποφεύγει τώρα αυτά που προτιμά ένας καλός και γενναίος άνδρας;
Στην περίπτωση που θα αρνηθεί να δραπετεύσει με τη βοήθεια του φίλου του, «οι περισσότεροι», που δεν ξέρουν πολύ καλά ούτε τον Κρίτωνα ούτε τον Σωκράτη, θα νομίσουν ότι αυτός, ο Κρίτων, και οι υπόλοιποι του κύκλου του,δεν ενδιαφέρθηκαν για τον φίλο τους, και ενώ είχαν τη δυνατότητα να τον σώσουν, αδιαφόρησαν, μην χρηματίζοντας όποιον θα χρειαζόταν να δωροδοκηθεί για να επιτευχθεί η απόδραση, και τον άφησαν να πεθάνει.
Κι αυτό γιατί οι πολλοί δεν θα πιστέψουν ότι από μόνος του δεν θέλησε να αποδράσει παρόλο που αυτοί ήταν πρόθυμοι να βοηθήσουν. «Και υπάρχει τίποτα χειρότερο από το να πιστεύουν για κάποιον ότι ενδιαφέρεται περισσότερο για τα χρήματα παρά για τους φίλους του;»σελ.115. Μήπως φανεί πως η υπόθεση ξέφυγε από τα χέρια τους, από δική τους ανικανότητα και ανανδρία;
Ο Κρίτων τον ρωτάει μήπως ανησυχεί ότι αν δραπετεύσει, οι συκοφάντες και οι κατήγοροι θα στραφούν εναντίον αυτών που τον βοήθησαν, και έτσι μήπως χάσουν την περιουσία τους ή τους βρουν και άλλες συμφορές. Του λέει να μην ανησυχεί για αυτά, πως τα λεφτά που θα χρειαστούν, άλλωστε, δεν είναι πολλά, και πως οι φίλοι του είναι πρόθυμοι να διακινδυνεύσουν αυτά και άλλα περισσότερα, αν χρειαστεί. Ούτε θα πρέπει να φοβάται πώς θα ζήσει εκεί που θα βρεθεί, γιατί αυτός έχει φίλους στη Θεσσαλία που μπορούν να τον φιλοξενήσουν και να του παρέχουν κάθε ασφάλεια και άνεση.
Εδώ, βλέπουμε τον Κρίτωνα να προσφέρει στον φίλο του λόγους για να γλιτώσει τη θανατική καταδίκη, και προσπαθεί να του εξαφανίσει κάθε ενδοιασμό που πιθανώς θα είχε για να δραπετεύσει. Ακόμα κι αν μας φαίνεται εκβιαστική η αναφορά στα παιδιά του Σωκράτη, ακόμα κι αν η ανησυχία του για το τι θα πουν οι άλλοι για αυτόν, που δεν έσωσε τον φίλο του, μας φανεί μικροπρεπής, δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε στον Κρίτωνα γνήσιο φιλικό ενδιαφέρον και μια προσπάθεια να κάνει αυτό που είναι σωστό. Μήπως λοιπόν η επιλογή του Σωκράτη ντροπιάζει τον ίδιο και τους φίλους του; Ο Σωκράτης διαφωνεί.
«Αγαπημένε μου Κρίτωνα, η προθυμία σου θα ήταν αξιέπαινη, αν είχε κάποια λογική βάση˙ ειδάλλως, όσο μεγαλύτερη είναι, τόσο πιο ενοχλητική γίνεται»[1]σελ.119. Ο Σωκράτης έχει πάρει ήδη την απόφασή του, και μένει μόνο να του εξηγήσει το σκεπτικό του, γιατί όπως λέει κι ο ίδιος «σε τίποτα άλλο δεν πείθομαι παρά στον λόγο, όποιος μου φαίνεται μετά από σκέψη ορθότερος»[1]σελ.121.
Ο Σωκράτης παραδέχεται ότι ανησυχεί για την τύχη των φίλων του που θα τον βοηθούσαν να δραπετεύσει, του λέει όμως ότι ακριβώς για να μείνει συνεπής σε ό,τι υποστήριζε σε όλη του τη ζωή πρέπει να αποδεχτεί τη μοίρα του. Πάντα παίνευε και σεβόταν τους νόμους της πόλης.
Πώς τώρα θα τους απαρνηθεί και θα τους παραβιάσει, απλά και μόνο επειδή τυχαίνει να στρέφονται εναντίον του; Αν το κάνει αυτό, θα βοηθήσει να καταλυθούν οι νόμοι και θα βλάψει το πολίτευμα και άρα το μέλλον της Αθήνας και των κατοίκων της.
Έχει λοιπόν ηθικό χρέος να μην επιχειρήσει να δραπετεύσει παραβαίνοντας τον νόμο. Το οφείλει στην πόλη, στο πολίτευμα και στους ίδιους τους Αθηναίους, τη γνώμη των οποίων έχει υποχρέωση να σεβαστεί, ακόμα και αν είναι άδικη. «Αυτά, λοιπόν, που έλεγα στο παρελθόν, δεν μπορώ τώρα να τ’ απαρνηθώ, επειδή μου έτυχε τούτο δω, αλλά παραμένω σταθερός σε αυτά και τα ίδια πρεσβεύω και τιμώ όπως και πριν»[1]σελ.121.
Επικαλείται προηγούμενες συζητήσεις με τον Κρίτωνα, και όσα είχαν συμφωνήσει τότε, για να του δείξει ότι εκείνα εφαρμόζει και σε αυτήν την δύσκολη στιγμή, χωρίς να αλλάζει γνώμη για αυτά επειδή τώρα κινδυνεύει η ζωή του. «Σωστά λέγαμε κάθε φορά ή όχι ότι πρέπει σε άλλες γνώμες να δίνουμε προσοχή και σε άλλες όχι; Ή πριν από την καταδίκη μου σε θάνατο, σωστά λέγαμε αυτά, ενώ τώρα έγινε ολοφάνερο ότι αυτά λέγονταν αλλιώς, για να γίνεται λόγος, και ήταν στην πραγματικότητα παιχνίδια και λόγια του αέρα;…Από τις γνώμες που οι άνθρωποι σχηματίζουν πρέπει σε άλλες να δίνουμε σημασία, και σε άλλες όχι»[1]σελ.121.
Όπως είχαν συμφωνήσει στο παρελθόν λοιπόν, δεν πρέπει να αδικούμε με τη θέλησή μας με κανέναν τρόπο, για κανέναν λόγο. Ακόμα και αυτούς που αδικούν εμάς, δεν έχουμε δικαίωμα να τους ανταποδίδουμε την αδικία, όπως νομίζουν οι πολλοί. Όπως βλέπουμε σε άλλους Σωκρατικούς διαλόγους, ο φιλόσοφος πιστεύει πως αυτός που αδικεί κάποιον δεν έχει τη δύναμη να τον βλάψει πραγματικά, γιατί κακό μόνο στον εαυτό του κάνει. Η αδικία μιας πράξης βλάπτει τον δράστη της περισσότερο από τον δέκτη των άμεσων συνεπειών της[1]σελ.205.
«Δεν υπάρχει για τον καλό άνθρωπο κανένα κακό, ούτε όταν ζει ούτε όταν πεθάνει»[2]σελ.91. «Ή όλα εκείνα που είχαμε παραδεχτεί στο παρελθόν μέσα σε αυτές τις λίγες μέρες ξεχάστηκαν, και τελικά, Κρίτωνα, σε τέτοια ηλικία γέροι άνθρωποι συζητώντας μεταξύ μας σοβαρά, δεν πήραμε είδηση ότι δεν διαφέρουμε καθόλου από παιδιά; Ή μήπως ισχύουν αυτά που τότε λέγαμε είτε τα ασπάζονται οι πολλοί είτε όχι;»[1]σελ.129.
Ούτε θεωρεί ότι προδίδει τα παιδιά του. Γιατί αν δραπετεύσει και τα πάρει μαζί του, θα τα κάνει ξένους εκεί που θα πάνε, και θα υπομείνουν τον χλευασμό που και ο ίδιος θα δεχτεί, σαν δειλός και προδότης των νόμων και των ιδανικών του. Αλλά και στην Αθήνα να τα αφήσει ενώ αυτός θα βρεθεί αλλού, άλλοι δεν θα τα αναθρέψουν;
Και πάλι θα τους ακολουθεί η ντροπή του πατέρα τους. Και, όπως και να ’χει, είτε δραπετεύσει και τα αφήσει πίσω είτε δεν δραπετεύσει και πεθάνει, οι ίδιοι φίλοι του θα φροντίσουν για αυτά, με την ίδια μέριμνα και στις δύο περιπτώσεις.Είναι καλύτερα λοιπόν και για τα παιδιά του να δεχτεί την καταδίκη. Γιατί να νοιαστεί τι θα πουν κάποιοι, αν πουν το αντίθετο;
«Δεν πρέπει να τιμούμε όλες τις γνώμες των ανθρώπων αλλά μερικές, και όχι όλων των ανθρώπων αλλά μερικών»[1]σελ.123. Ο Σωκράτης εδώ κάνει δύο παρατηρήσεις. Από τη μία δεν δέχεται τις απόψεις όλων, αλλά μερικών μόνο. «Σωστές είναι οι γνώμες των γνωστικών και κακές οι γνώμες των αφρόνων». Κάποιος αθλητής όταν γυμνάζεται, πρέπει να δίνει προσοχή στους επαίνους και τις επιπλήξεις κάποιου που είναι γιατρός ή παιδοτρίβης, και όχι των πολλών.
Γιατί αν αποδεχτεί τις συμβουλές των πολλών, που δεν είναι ειδικοί, θα πάθει κακό. Οι κακές συμβουλές θα τον βλάψουν στο σώμα. Τον ειδικό πρέπει «να ντρεπόμαστε και να φοβόμαστε»[1]σελ.125.
Εφόσον όμως το να καταστρέψουμε το σώμα μας είναι κακό, «αξίζει να ζούμε με κατεστραμμένο εκείνο το οποίο η αδικία βλάπτει, και η δικαιοσύνη ωφελεί; Ή νομίζουμε ότι είναι λιγότερο σημαντικό από το σώμα μας εκείνο, όποιο κι αν είναι από τα δικά μας, το οποίο έχει σχέση με τη δικαιοσύνη και την αδικία;…Μήπως είναι πολυτιμότερο από το σώμα;»[1]σελ.125.
Και τι είναι «αυτό από τα δικά μας» που βλάπτεται από κακές συμβουλές σχετικές με τη δικαιοσύνη; Σε τι μας κάνουν κακό αυτές, με τον ίδιο τρόπο που οι κακές ιατρικές συμβουλές μας βλάπτουν στο σώμα;
Ο Σωκράτης σίγουρα εννοεί την ψυχή, την αρετή της οποίας συχνά έφερνε σε αναλογία με την υγεία του σώματος. Άρα αυτός που θα δώσει τέτοιες συμβουλές είναι πολύ χειρότερος από έναν κακό γιατρό, γιατί αυτός θα κάνει και εμάς άδικους και κακούς ανθρώπους, και «δεν πρέπει να νοιαζόμαστε περισσότερο για τη ζωή αλλά για την έντιμη ζωή»[1]σελ.127.
Το αίσθημα δικαίου (κάποιοι θα έλεγαν η τιμή) για τον Σωκράτη κατέχει κορυφαία ηθική θέση στη ζωή και τη σκέψη του, και αυτός είναι ο πραγματικός λόγος που αρνήθηκε τα διαφύγει τον θάνατο. Πρέπει να ξεπληρώσει το χρέος του προς τους νόμους που του επέτρεψαν να ζήσει ευτυχισμένα, πρέπει να κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί για τους γιους του και οφείλει να μείνει έντιμος σε αυτά που έλεγε πάντα, όχι να τα αρνηθεί και να φανεί έτσι πως, τώρα στα γεράματα, φέρεται σαν παιδί.
Γι’ αυτό και ο θάνατός του σημάδεψε τον Δυτικό κόσμο και μέχρι σήμερα επισκιάζει και την όποια κριτική για το φιλοσοφικό του έργο. Η μετατροπή του σε μάρτυρα έπαιξε μεγάλο ρόλο στην υστεροφημία του, που ο ίδιος ο Σωκράτης έπαιρνε πολύ στα σοβαρά˙ τη δικιά του αλλά και των αντιπάλων του.
Στην Απολογία (του Ξενοφώντα – Κάκτος, σελ.145), αποδίδει στον κατήγορό του Άνυτο ότι έχει ασθενική ψυχή, δουλοπρεπή ενασχόληση και ότι δεν είναι άξιος συμβουλάτορας, κάτι που θα οδηγήσει τον γιο του σε αναίσχυντες επιθυμίες και στον δρόμο της φαυλότητας. Ο Ξενοφώντας μας πληροφορεί ότι έτσι έγινε: «ο Άνυτος, λοιπόν, ακόμα και πεθαμένος, έχει κακή φήμη εξαιτίας της ανάρμοστης αγωγής του γιου του και της δικής του ακρισίας». Δεν αδιαφορεί ο Σωκράτης για τη γνώμη των άλλων, απλά διαλέγει για τίνος τη γνώμη θα ενδιαφερθεί.
Από την άλλη, εκτός του ότι σημασία έχουν οι απόψεις μερικών και όχι όλων, δεν αξίζουν όλες οι γνώμες των ανθρώπων, αλλά μερικές. Ο Σωκράτης δεν δέχεται αυθεντίες. Ακόμα και για κάποιον σαν τον Κρίτωνα, που ενώ βλέπουμε ότι τον σεβόταν σαν συνομιλητή (και στον ομώνυμο διάλογο, και σε άλλους, αλλά και από ό,τι συμπεραίνουμε από τις αναφορές σε προηγούμενες «συμφωνίες» τους) του συμπεριφέρεται και του μιλάει όπως σε οποιονδήποτε άλλο συνομιλητή του στους διαλόγους που μας παρέδωσε ο Πλάτωνας.
Δεν του αναγνωρίζει ξεχωριστή σημασία απλά και μόνο επειδή δεν είναι από τους «περισσότερους», αλλά χρησιμοποιεί τη λογική για να δει αν έχουν αξία αυτά που λέει τώρα, και να μάθει τελικά ποια είναι η αλήθεια. Σε κανέναν δεν αναγνωρίζει την σοφία σε όλα τα πράγματα, και σε όλη του τη ζωή έκανε αυτό, έλεγχε για κάποιον που οι άνθρωποι θεωρούσαν σοφό (και ίσως και ο ίδιος τον εαυτό του), αν όντως του άξιζε η φήμη του αυτή, ή αν ξέρει μόνο κάποια πράγματα και σε άλλα είναι ανίδεος (βλ. [2] Απολογία, σελ.39).
«Άρα, δεν πρέπει, φίλε μου, να ενδιαφερόμαστε τόσο για το τι θα μας πουν οι πολλοί, αλλά για το τι θα πει αυτός που γνωρίζει για το δίκαιο και το άδικο, ο ένας, και η ίδια η αλήθεια»[1]σελ.127. Θα μπορούσε βέβαια κάποιος να πει ότι το πλήθος, όσο ανίδεο ή ανάξιο κι αν είναι, έχει τη δύναμη ακόμα και να μας θανατώσει (όπως είδαμε αλλού, η πραγματική αιτία που διώχτηκε ο Σωκράτης δεν ήταν το κατηγορητήριό του, αλλά η γνώμη που είχαν σχηματίσει οι Αθηναίοι γι’ αυτόν, η κακοφημία του).
Ίσως αναγκαστικά λοιπόν πρέπει να ενδιαφερόμαστε για τη γνώμη των πολλών, αφού αυτά ακριβώς που συνέβησαν στον Σωκράτη μας δείχνουν ότι οι πολλοί είναι ικανοί να διαπράττουν όχι μόνο τα πιο μικρά κακά, αλλά και τα πιο μεγάλα. «Μακάρι, Κρίτωνα, να ήταν ικανοί οι πολλοί να κάνουν τα πιο μεγάλα κακά, γιατί έτσι θα ήταν ικανοί και για τα πιο μεγάλα καλά…
Τώρα όμως δεν είναι ικανοί ούτε για το ένα ούτε για το άλλο…αλλά ενεργούν στην τύχη»[1]σελ.115. Τον Σωκράτη όμως δεν τον ενδιαφέρει η ζωή, αλλά η έντιμη ζωή. Άρα η επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε παραμένει ίδια – ο μεγάλος κίνδυνος που διατρέχει, δεν αλλάζει τη γνώμη του. Η αλήθεια και το δίκαιο δεν εξαρτώνται από τις συνθήκες.
Πηγές:
πηγή-eranistis.net
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου