Άρθρο του Σάββα Αλεξάνδρου, Θεολόγου
Με την ενδοκοσμική θεώρηση των πραγμάτων, πνευματικός άνθρωπος, θεωρείται ο άνθρωπος των γραμμάτων και των τεχνών, ο άνθρωπος της διανόησης και της κουλτούρας.
Ασφαλώς, η ενασχόληση του ανθρώπου, με τα γράμματα και τις τέχνες, αποτελεί μια εν δυνάμει ενεργοποίηση του εικονισμού του Θεού στο ανθρώπινο πρόσωπο. Συνδέεται αμεσότατα με τη γνώση, η οποία κατά τον Αββά Ισαάκ τον Σύρο, «Δόσις εστίν αγαθή, υπό του Θεού δοθείσα τω ανθρώπω εξ' αρχής της αυτού διαπλάσεως».
Επομένως είναι αποδεκτή και καταξιώνει τον άνθρωπο, που προβάλλει με αυτό τον τρόπο, τον πνευματικό πολιτισμό, που είναι ότι λεπτότερο και ευγενέστερο, έχει να επιδείξει η ανθρώπινη ύπαρξη.
Στον χώρο της ορθόδοξης ανατολής, πνευματικός άνθρωπος νοείται εκείνος που εμφορείται από το Άγιο Πνεύμα και έχει κάνει υπέρβαση των παθών. Έτσι οι φιλοκαλικοί Πατέρες, θα πουν πως ο πνευματικός άνθρωπος δεν κατατρύχεται από την ηδυπάθεια του σώματος, αλλά από την απάθεια, δεν αιχμαλωτίζεται από την εμπάθεια της ψυχής αλλά από την αγάπη, δεν κατευθύνεται από την προσπάθεια του νου, δηλαδή την ολοκληρωτική προσκόλληση στα γήινα, αλλά διακατέχεται από την απροσπάθεια, δηλαδή την δυνατότητα, να ατενίζει και πέρα από τον κόσμο των αισθητών πραγμάτων και να έχει κατά την πατερική ορολογία, «Αληθή γνώση των όντων».
Ο Μέγας Βασίλειος, στον περίφημο λόγο του περί Αγίου Πνεύματος δίνοντας το στίγμα του πνευματικού ανθρώπου, θα πει πως, «Πνευματικός εστίν, ο μηκέτι κατά σάρκαν ζών, αλλ' ο Πνεύματι Θεού αγόμενος».
Ασφαλώς, η ενασχόληση του ανθρώπου, με τα γράμματα και τις τέχνες, αποτελεί μια εν δυνάμει ενεργοποίηση του εικονισμού του Θεού στο ανθρώπινο πρόσωπο. Συνδέεται αμεσότατα με τη γνώση, η οποία κατά τον Αββά Ισαάκ τον Σύρο, «Δόσις εστίν αγαθή, υπό του Θεού δοθείσα τω ανθρώπω εξ' αρχής της αυτού διαπλάσεως».
Επομένως είναι αποδεκτή και καταξιώνει τον άνθρωπο, που προβάλλει με αυτό τον τρόπο, τον πνευματικό πολιτισμό, που είναι ότι λεπτότερο και ευγενέστερο, έχει να επιδείξει η ανθρώπινη ύπαρξη.
Στον χώρο της ορθόδοξης ανατολής, πνευματικός άνθρωπος νοείται εκείνος που εμφορείται από το Άγιο Πνεύμα και έχει κάνει υπέρβαση των παθών. Έτσι οι φιλοκαλικοί Πατέρες, θα πουν πως ο πνευματικός άνθρωπος δεν κατατρύχεται από την ηδυπάθεια του σώματος, αλλά από την απάθεια, δεν αιχμαλωτίζεται από την εμπάθεια της ψυχής αλλά από την αγάπη, δεν κατευθύνεται από την προσπάθεια του νου, δηλαδή την ολοκληρωτική προσκόλληση στα γήινα, αλλά διακατέχεται από την απροσπάθεια, δηλαδή την δυνατότητα, να ατενίζει και πέρα από τον κόσμο των αισθητών πραγμάτων και να έχει κατά την πατερική ορολογία, «Αληθή γνώση των όντων».
Ο Μέγας Βασίλειος, στον περίφημο λόγο του περί Αγίου Πνεύματος δίνοντας το στίγμα του πνευματικού ανθρώπου, θα πει πως, «Πνευματικός εστίν, ο μηκέτι κατά σάρκαν ζών, αλλ' ο Πνεύματι Θεού αγόμενος».
Πνευματικός, λοιπόν, είναι ο άνθρωπος εκείνος, που δεν ζει σαρκική ζωή, δηλαδή δεν έχει μια ατομοκεντρική και υλώδη θεώρηση των πραγμάτων, αλλά λειτουργεί αναγωγικά και μέσα ακόμα από τον κόσμο των αισθητών και οι όλες ενέργειες του, κατευθύνονται από το Άγιο Πνεύμα.
Έτσι λοιπόν, στον ορθόδοξο Θεανθρωποκεντρικό υπαρξισμό των Πατέρων της Ανατολής, η έννοια του πνευματικού ανθρώπου, είναι ταυτόσημη με την έννοια του Αγίου.
Ο Μέγας Βασίλειος, θα διακηρύξει εμφαντικά πώς, ο Άγιος «Τόπος εστίν οικείος τω Πνεύματι εμπαρέχων εαυτόν προς ενοίκησιν». Άγιος λοιπόν, είναι ο άνθρωπος εκείνος, που παραχώρησε όλο το είναι του στο Άγιο Πνεύμα και έγινε έτσι κατοικητήριο Του ψυχή τε και σώματι.
Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, τονίζει πώς η ειδοποιός διαφορά του πνευματικού ανθρώπου με την συνήθη έννοια του όρου και του πνευματικού ανθρώπου με την εκκλησιολογική διάσταση του όρου, έγκειται στο γεγονός ότι, ο πρώτος μαθαίνει τα γήινα πράγματα, χρησιμοποιώντας την επίγεια διάνοια του και έχει ένα πεπερασμένο ορίζοντα γνώσεων, ενώ στην δεύτερη περίπτωση ο πνευματικός άνθρωπος, βοηθούμενος από το Άγιο Πνεύμα, έχει γνώση και εμπειρία πραγμάτων και καταστάσεων, που είναι εντελώς άγνωστα, γι' αυτόν που δεν έχει αναγεννηθεί, εν Αγίω Πνεύματι.
Έτσι λοιπόν, στον ορθόδοξο Θεανθρωποκεντρικό υπαρξισμό των Πατέρων της Ανατολής, η έννοια του πνευματικού ανθρώπου, είναι ταυτόσημη με την έννοια του Αγίου.
Ο Μέγας Βασίλειος, θα διακηρύξει εμφαντικά πώς, ο Άγιος «Τόπος εστίν οικείος τω Πνεύματι εμπαρέχων εαυτόν προς ενοίκησιν». Άγιος λοιπόν, είναι ο άνθρωπος εκείνος, που παραχώρησε όλο το είναι του στο Άγιο Πνεύμα και έγινε έτσι κατοικητήριο Του ψυχή τε και σώματι.
Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, τονίζει πώς η ειδοποιός διαφορά του πνευματικού ανθρώπου με την συνήθη έννοια του όρου και του πνευματικού ανθρώπου με την εκκλησιολογική διάσταση του όρου, έγκειται στο γεγονός ότι, ο πρώτος μαθαίνει τα γήινα πράγματα, χρησιμοποιώντας την επίγεια διάνοια του και έχει ένα πεπερασμένο ορίζοντα γνώσεων, ενώ στην δεύτερη περίπτωση ο πνευματικός άνθρωπος, βοηθούμενος από το Άγιο Πνεύμα, έχει γνώση και εμπειρία πραγμάτων και καταστάσεων, που είναι εντελώς άγνωστα, γι' αυτόν που δεν έχει αναγεννηθεί, εν Αγίω Πνεύματι.
Λέει χαρακτηριστικά: «Τα επίγεια, μαθαίνονται με την επίγεια διάνοια, ενώ ο Θεός και όλα τα ουράνια, γνωρίζονται μόνο με το Άγιο Πνεύμα, ενώ παραμένουν απρόσιτα και άγνωστα, για αυτούς που δεν αναγεννήθηκαν».
Η ορθόδοξη Ανατολή, τονίζει πως για να γίνει ο άνθρωπος πνευματικός, πρέπει πρώτα απ' όλα να χωριστεί από τα πάθη του, τα οποία κατά τον Άγιο Κύριλλο Ιεροσολύμων, «Διϊστώσιν ημάς, από της θεωρίας του όντως φωτός», μας εμποδίζουν δηλαδή, από το να έχουμε γεύση και εμπειρία Θεού στη ζωή μας. Ο τρόπος υπέρβασης των παθών, που προτείνεται από την Εκκλησία, είναι η άσκηση η οποία κατά τον Αββά Ισαάκ το Σύρο «Μήτηρ του Αγιασμού εστίν».
Ο άνθρωπος δια της ασκήσεως, στοχεύει στην πάταξη της φιλαυτίας, δηλαδή του ατομικισμού, που τον αποστερεί από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Εκείνος που έχει κάνει υπέρβαση της φιλαυτίας και βιώνει την αρετή της ταπεινώσεως, έλκει σαν μαγνήτης τη χάρη του Αγίου Πνεύματος «Η ταπείνωσις, όχημα εστίν, της προς τον Θεό αναβάσεως» θα τονίσει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς.
Δεύτερος δρόμος και τρόπος, που προτείνεται, είναι η μετοχή μας στις λειτουργικές συνάξεις. Ο Άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης, αντιπροσωπευτικό δείγμα πνευματικού ανθρώπου, με την εκκλησιολογική έννοια του όρου, συνήθιζε να λέει: «Μέσα από την Θεία Λειτουργία, ανακαλύπτω τον Θεό μου, τον εαυτό μου και μέσα από αυτόν, μπορώ να αγαπώ αληθινά τον κάθε άνθρωπο. Η Θεία Λειτουργία από μόνη της, αποτελεί την μεγαλύτερη πράξη αγάπης, αφού κατά την διάρκεια της αναπέμπονται ευχές και δεήσεις για όλο τον κόσμο, για όλη τη κτίση».
Τέλος η Εκκλησία μας, μας καλεί να γίνουμε πνευματικοί άνθρωποι με την κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Χριστού. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς θα τονίσει εμφαντικά, πως ο άνθρωπος που κοινωνεί το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, γίνεται θέσει και ενεργεία Θεός, δηλαδή Άγιος «Δια της θέας των τιμίων δώρων και της αυτών μεθέξεως, όλος Θεοειδής εκτελείται ο άνθρωπος».
Τέλος στην Πατερική γραμματεία, τονίζεται έντονα η άσκηση της αρετής της αγάπης. Η αγάπη κατά τους Φιλοκαλικούς Πατέρες, αποτελεί το κατεξοχήν γνώρισμα του πνευματικού ανθρώπου.
Ο Αββάς Ισαάκ ο Σύρος, στα περίφημα ασκητικά του, δίνοντας το στίγμα της, όπως το βιώνει η ορθόδοξη ανατολή, λέει «Αγάπη, καύσις καρδίας εστίν, υπέρ πάσης κτίσεως λογικής και αλόγου». Είναι λοιπόν αγάπη, το να καίγεται η καρδιά σου από συμπάθεια για όλο τον κόσμο. Για τον κάθε άνθρωπο, ανεξάρτητα από φυλή, χρώμα ή θρησκεία, αλλά και για την άλογο κτίση, δηλαδή τα δέντρα, τα ζώα, τα πουλιά, με δυο λόγια και γι' αυτό ακόμα το οικοσύστημα, το οποίο στην καθ' ημάς ανατολή, είναι ιεροπρεπές, αφού φέρει την σφραγίδα της Αγίας Τριάδος.
Έτσι λοιπόν η ορθόδοξη ανατολή, ενώ δεν αποκλείει την έννοια και πραγματικότητα του πνευματικού ανθρώπου, με την ενδοκοσμική θεώρηση των πραγμάτων, προβάλλει σαφώς την υπεροχή του πνευματικού ανθρώπου, με την εκκλησιολογική διάσταση του όρου. Προβάλλει δηλαδή τον αγιασμένο άνθρωπο, που έχει κάνει υπέρβαση του υπαρξιακού προβλήματος του θανάτου και του πόνου.
Η ορθόδοξη Ανατολή, τονίζει πως για να γίνει ο άνθρωπος πνευματικός, πρέπει πρώτα απ' όλα να χωριστεί από τα πάθη του, τα οποία κατά τον Άγιο Κύριλλο Ιεροσολύμων, «Διϊστώσιν ημάς, από της θεωρίας του όντως φωτός», μας εμποδίζουν δηλαδή, από το να έχουμε γεύση και εμπειρία Θεού στη ζωή μας. Ο τρόπος υπέρβασης των παθών, που προτείνεται από την Εκκλησία, είναι η άσκηση η οποία κατά τον Αββά Ισαάκ το Σύρο «Μήτηρ του Αγιασμού εστίν».
Ο άνθρωπος δια της ασκήσεως, στοχεύει στην πάταξη της φιλαυτίας, δηλαδή του ατομικισμού, που τον αποστερεί από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Εκείνος που έχει κάνει υπέρβαση της φιλαυτίας και βιώνει την αρετή της ταπεινώσεως, έλκει σαν μαγνήτης τη χάρη του Αγίου Πνεύματος «Η ταπείνωσις, όχημα εστίν, της προς τον Θεό αναβάσεως» θα τονίσει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς.
Δεύτερος δρόμος και τρόπος, που προτείνεται, είναι η μετοχή μας στις λειτουργικές συνάξεις. Ο Άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης, αντιπροσωπευτικό δείγμα πνευματικού ανθρώπου, με την εκκλησιολογική έννοια του όρου, συνήθιζε να λέει: «Μέσα από την Θεία Λειτουργία, ανακαλύπτω τον Θεό μου, τον εαυτό μου και μέσα από αυτόν, μπορώ να αγαπώ αληθινά τον κάθε άνθρωπο. Η Θεία Λειτουργία από μόνη της, αποτελεί την μεγαλύτερη πράξη αγάπης, αφού κατά την διάρκεια της αναπέμπονται ευχές και δεήσεις για όλο τον κόσμο, για όλη τη κτίση».
Τέλος η Εκκλησία μας, μας καλεί να γίνουμε πνευματικοί άνθρωποι με την κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Χριστού. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς θα τονίσει εμφαντικά, πως ο άνθρωπος που κοινωνεί το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, γίνεται θέσει και ενεργεία Θεός, δηλαδή Άγιος «Δια της θέας των τιμίων δώρων και της αυτών μεθέξεως, όλος Θεοειδής εκτελείται ο άνθρωπος».
Τέλος στην Πατερική γραμματεία, τονίζεται έντονα η άσκηση της αρετής της αγάπης. Η αγάπη κατά τους Φιλοκαλικούς Πατέρες, αποτελεί το κατεξοχήν γνώρισμα του πνευματικού ανθρώπου.
Ο Αββάς Ισαάκ ο Σύρος, στα περίφημα ασκητικά του, δίνοντας το στίγμα της, όπως το βιώνει η ορθόδοξη ανατολή, λέει «Αγάπη, καύσις καρδίας εστίν, υπέρ πάσης κτίσεως λογικής και αλόγου». Είναι λοιπόν αγάπη, το να καίγεται η καρδιά σου από συμπάθεια για όλο τον κόσμο. Για τον κάθε άνθρωπο, ανεξάρτητα από φυλή, χρώμα ή θρησκεία, αλλά και για την άλογο κτίση, δηλαδή τα δέντρα, τα ζώα, τα πουλιά, με δυο λόγια και γι' αυτό ακόμα το οικοσύστημα, το οποίο στην καθ' ημάς ανατολή, είναι ιεροπρεπές, αφού φέρει την σφραγίδα της Αγίας Τριάδος.
Έτσι λοιπόν η ορθόδοξη ανατολή, ενώ δεν αποκλείει την έννοια και πραγματικότητα του πνευματικού ανθρώπου, με την ενδοκοσμική θεώρηση των πραγμάτων, προβάλλει σαφώς την υπεροχή του πνευματικού ανθρώπου, με την εκκλησιολογική διάσταση του όρου. Προβάλλει δηλαδή τον αγιασμένο άνθρωπο, που έχει κάνει υπέρβαση του υπαρξιακού προβλήματος του θανάτου και του πόνου.
Τον άνθρωπο που βιώνει την λειτουργική και μυστηριακή ζωή της εκκλησίας. Προβάλλει τέλος, τον άνθρωπο εκείνο, που ενεργούμενος από το Άγιο Πνεύμα, μπορεί να αγαπά όλους τόσο δυνατά και έντονα, ώστε να επαναλαμβάνει με τον Αββά Απολλώ «Είδα τον αδελφό μου, είδα στ' αλήθεια Κύριο τον Θεό μου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου