Εδώ είναι ένα σχέδιο της Ακρόπολης, το οποίο θα φανεί χρήσιμο κατά την ανάγνωση, είναι από την Εγκυκλοπαίδεια του Ήλιου (έκδοση 45)!
Είναι γενικότερα γνωστός ο όρος Ακρόπολις ως το άκρο της πόλεως όχι στο μηκός αλλά ως προς το ύψος, ως δηλαδή το ψηλότερο σημείο της πόλεως, όπου εύρισκαν καταφύγιο οι πολίτες σε περίπτωση πολιορκίας ή εθροπραξιών. Στην αρχαιότατη εποχή επί Πελασγών Ελλήνων (πριν απο το – 3000) οι ακροπόλεις ονομάζονταν Λάρισες (το όνομα αυτό έμεινε αργότερα ως όνομα τοπονυμίων και πόλεων). Έχουν βρεθεί απομεινάρια από τους μυκηναϊκούς χρόνους (βασιλικά ανάκτορα) στον χώρο που αργότερα κατέλαβε το Ερέχθειο και ο λεγόμενος Εκατόμπεδος ναός του οποίου μόνο τα θεμέλια σώθηκαν έως σήμερα. Την εποχή εκείνη οι Έλληνες δεν έχτιζαν ναούς (δεν έχουν βρεθεί τουλάχιστον), ο βασιλέας ήταν και αρχιερέας και οι τελετές γίνονταν επί υπαίθριου βωμού. Τέτοιος βωμός είναι ο βωμός του Εοκείου Διός, ο οποίος βρίσκεται στην αυλή του μυκηναϊκού ανακτόρου η οποία βρίσκεται δυτικά σήμερον του Ερεχθείου. Τα υπόλοιπα μυκηναϊκά απομεινάρια σώζονται σήμερα μεταξύ του Ερεχθείου και των Προπυλαίων κατά την βορεινή πλευρά της Ακροπόλεως (μάλλον κτίσματα αξιοματούχων και ευγενών οι οποίοι διέμεναν πλησίον του βασιλέως).
Το σπουδαιότερο πάντως έργο που μας έχει απομείνει από την εποχή εκείνη (μυκηναϊκή) είναι το τείχος της Ακροπόλεως. Τούτο το τείχος της Ακροπόλεως προσομοιάζει πολύ με τα τείχη των υπολοίπων Ακροπόλεων της Μυκηναϊκής περιόδου (π.χ. Ακρόπολη της Τίρυνθος, Ακρόπολη Μυκηνών κτλ.). Τα τείχη αυτά οι μεταγενέστεροι των Πελασγών Έλληνες τα ονόμασαν Κυκλώπεια (έργα δηλαδή του μυθικού πρωτοελληνικού φύλου των Κυκλώπων, κατ’ Εγκυκλοπαίδειαν Ήλιου). Μία άλλη παράδοση των Αθηναίων μας λέει ότι τα ονόμαζαν και “Πελασγικά” τείχη (έργα των Πελασγών – Ελλήνων). Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Θουκυδίδης (Β,17) καθώς και επιγραφές του 5ου αιώνος που ονομάζουν το τείχος της δυτικής πλευράς και το προτείχισμα “εννεάπυλον Πελαργικόν” (η μεγαλύτερη πιθανότητα είναι οι Πελασγοί να πείραν το όνομά τους εκ του Πελαργοί, διότι οι συχνές μετακινήσεις – αποικίες τους ομοίαζαν των συχνών μετακινήσεων του ομώνυμου πτηνού. Η ανάλυση του Πελαργικόν απο το πρόγραμμα Περσέας μας λέει: Perseus (TLG) analyses of Πελαργικόν: πελαργ-ικός, ή, όν = Πελασγικός : τὸ Π. the northern slope of the Acropolis at Athens, IG12.76.55, Ar.Av.832 ; τὸ Π. τεῖχος Arist.Ath.19. 5 ; written τὸ Πελαργικόν in Hdt.5.64, Th.2.17 (with v.l. Πελασγ-, but cf. Πελαργικόν· ἀντὶ τοῦ Πελασγικόν, Hsch.) ; also Τυρσηνῶν τείχισμα Π. Call. Fr.283.
Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι παλαιότατοι Αθηναίοι ήταν Πελασγοί και καλλούνταν Κραναοί, κατόπιν επί βασιλείας Κέκρωπος εκλήθησαν Κεκρωπίδαι και μόνο επί βασιλείας του Ερεχθέως εκλήθησαν Αθηναίοι. Επί της στραταρχείας δε του Ίωνος (υιού του Ξούθου) εκλήθησαν Ίωνες.
Ο Παυσανίας μας πληροφορεί ότι στο σημείο του πύργου της Απτέρου Νίκης βρισκόταν παλαιότατο ιερό του θεού Αιγέως (παλαιότερου του Αιγέα – πατέρα του Θησέα, ο οποίος λέγεται ότι εκρημνίσθει από το ίδιο σημείο, όταν είδε ότι το καράβι που επιστρέφει από την Κρήτη ο Θησέας είχε μαύρα πανιά, άλλοι λένε ότι εκρημνίσθει εκ του Σουνίου ακρωτηρίου εις το πέλαγος που αργότερα πείρε το όνομά του). Με την κάθοδο των Δωριέων και την συγχώνευση με τους ήδη υπάρχοντες Έλληνες επικρατεί εις άπασες τις Ελληνικές πόλεις η λατρεία του Δωδεκάθεου του Ολύμπου, η οποία λατρεία κρατάει πάρα πολλά στοιχεία της παλαιότερης σε σημείο που μπορούμε να πούμε ότι ήταν μια ανανέωσις βεβαιομένων παλαιότερων λατρειών. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι παλαιότατες λατρευτικές και εθνικές τελετές των Αθηναίων επικεντρώνονταν στην βορεινή πλευρά της Ακρόπολης εκεί όπου βρισκόταν και το Μυκηναϊκό ανάκτορο ως ο πλέον σεβάσμιος χώρος όπου η κάθε σπιθαμή χώρου αντιπροσώπευε και μία ιερή ανάμνηση.
Είναι γενικότερα γνωστός ο όρος Ακρόπολις ως το άκρο της πόλεως όχι στο μηκός αλλά ως προς το ύψος, ως δηλαδή το ψηλότερο σημείο της πόλεως, όπου εύρισκαν καταφύγιο οι πολίτες σε περίπτωση πολιορκίας ή εθροπραξιών. Στην αρχαιότατη εποχή επί Πελασγών Ελλήνων (πριν απο το – 3000) οι ακροπόλεις ονομάζονταν Λάρισες (το όνομα αυτό έμεινε αργότερα ως όνομα τοπονυμίων και πόλεων). Έχουν βρεθεί απομεινάρια από τους μυκηναϊκούς χρόνους (βασιλικά ανάκτορα) στον χώρο που αργότερα κατέλαβε το Ερέχθειο και ο λεγόμενος Εκατόμπεδος ναός του οποίου μόνο τα θεμέλια σώθηκαν έως σήμερα. Την εποχή εκείνη οι Έλληνες δεν έχτιζαν ναούς (δεν έχουν βρεθεί τουλάχιστον), ο βασιλέας ήταν και αρχιερέας και οι τελετές γίνονταν επί υπαίθριου βωμού. Τέτοιος βωμός είναι ο βωμός του Εοκείου Διός, ο οποίος βρίσκεται στην αυλή του μυκηναϊκού ανακτόρου η οποία βρίσκεται δυτικά σήμερον του Ερεχθείου. Τα υπόλοιπα μυκηναϊκά απομεινάρια σώζονται σήμερα μεταξύ του Ερεχθείου και των Προπυλαίων κατά την βορεινή πλευρά της Ακροπόλεως (μάλλον κτίσματα αξιοματούχων και ευγενών οι οποίοι διέμεναν πλησίον του βασιλέως).
Το σπουδαιότερο πάντως έργο που μας έχει απομείνει από την εποχή εκείνη (μυκηναϊκή) είναι το τείχος της Ακροπόλεως. Τούτο το τείχος της Ακροπόλεως προσομοιάζει πολύ με τα τείχη των υπολοίπων Ακροπόλεων της Μυκηναϊκής περιόδου (π.χ. Ακρόπολη της Τίρυνθος, Ακρόπολη Μυκηνών κτλ.). Τα τείχη αυτά οι μεταγενέστεροι των Πελασγών Έλληνες τα ονόμασαν Κυκλώπεια (έργα δηλαδή του μυθικού πρωτοελληνικού φύλου των Κυκλώπων, κατ’ Εγκυκλοπαίδειαν Ήλιου). Μία άλλη παράδοση των Αθηναίων μας λέει ότι τα ονόμαζαν και “Πελασγικά” τείχη (έργα των Πελασγών – Ελλήνων). Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Θουκυδίδης (Β,17) καθώς και επιγραφές του 5ου αιώνος που ονομάζουν το τείχος της δυτικής πλευράς και το προτείχισμα “εννεάπυλον Πελαργικόν” (η μεγαλύτερη πιθανότητα είναι οι Πελασγοί να πείραν το όνομά τους εκ του Πελαργοί, διότι οι συχνές μετακινήσεις – αποικίες τους ομοίαζαν των συχνών μετακινήσεων του ομώνυμου πτηνού. Η ανάλυση του Πελαργικόν απο το πρόγραμμα Περσέας μας λέει: Perseus (TLG) analyses of Πελαργικόν: πελαργ-ικός, ή, όν = Πελασγικός : τὸ Π. the northern slope of the Acropolis at Athens, IG12.76.55, Ar.Av.832 ; τὸ Π. τεῖχος Arist.Ath.19. 5 ; written τὸ Πελαργικόν in Hdt.5.64, Th.2.17 (with v.l. Πελασγ-, but cf. Πελαργικόν· ἀντὶ τοῦ Πελασγικόν, Hsch.) ; also Τυρσηνῶν τείχισμα Π. Call. Fr.283.
Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι παλαιότατοι Αθηναίοι ήταν Πελασγοί και καλλούνταν Κραναοί, κατόπιν επί βασιλείας Κέκρωπος εκλήθησαν Κεκρωπίδαι και μόνο επί βασιλείας του Ερεχθέως εκλήθησαν Αθηναίοι. Επί της στραταρχείας δε του Ίωνος (υιού του Ξούθου) εκλήθησαν Ίωνες.
Ο Παυσανίας μας πληροφορεί ότι στο σημείο του πύργου της Απτέρου Νίκης βρισκόταν παλαιότατο ιερό του θεού Αιγέως (παλαιότερου του Αιγέα – πατέρα του Θησέα, ο οποίος λέγεται ότι εκρημνίσθει από το ίδιο σημείο, όταν είδε ότι το καράβι που επιστρέφει από την Κρήτη ο Θησέας είχε μαύρα πανιά, άλλοι λένε ότι εκρημνίσθει εκ του Σουνίου ακρωτηρίου εις το πέλαγος που αργότερα πείρε το όνομά του). Με την κάθοδο των Δωριέων και την συγχώνευση με τους ήδη υπάρχοντες Έλληνες επικρατεί εις άπασες τις Ελληνικές πόλεις η λατρεία του Δωδεκάθεου του Ολύμπου, η οποία λατρεία κρατάει πάρα πολλά στοιχεία της παλαιότερης σε σημείο που μπορούμε να πούμε ότι ήταν μια ανανέωσις βεβαιομένων παλαιότερων λατρειών. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι παλαιότατες λατρευτικές και εθνικές τελετές των Αθηναίων επικεντρώνονταν στην βορεινή πλευρά της Ακρόπολης εκεί όπου βρισκόταν και το Μυκηναϊκό ανάκτορο ως ο πλέον σεβάσμιος χώρος όπου η κάθε σπιθαμή χώρου αντιπροσώπευε και μία ιερή ανάμνηση.
Κατά δε τους ιστορικούς χρόνους όλες οι μεγάλες λατρευτικές τελετές ήταν για την θεά Αθηνά την Πολιούχο ή Πολίαν της πόλης των Αθηνών. Παράλληλα με την μεγάλη θεά Αθηνά οι Αθηναίοι Ίωνες το γένος χρειάζονταν και ένα μεγάλο Ήρωα εφάμιλλο του Ηρακλέους των Δωριέων, έτσι ανακάλεσαν στην μνήμη τους τον Ήρωα Θησέα (υιό του Αιγέα) του οποίου τα κατορθώματα διαδίδονταν γρήγορα λόγω των ποιημάτων και της τέχνης γενικότερα.
Δύο είναι τα μεγάλα κατορθώματα το Θησέα που σχετίζονται με τον χώρο της Ακροπόλεως:
α) Ο νικηφόρος πόλεμός του εναντίον των Αμαζόνων οι οποίες είχαν καταλάβει την Πνύκα και πολιορκούσαν την Ακρόπολη, και
β) όταν ο Θησέας κατάφερε να συνενώσει ή να υποτάξει τους διάφορους μικρότερους άρχοντες – βασιλείς της Αττικής υπό το σκήπτρο του βασιλέως των Αθηναίων.
Εξάλλου και η λαμπρότερη εορτή των Αθηναίων που ήταν τα Παναθήναια (περί τον Αύγουστο) γίνονταν εις ανάμνησιν της υπό του Θησέως συνενώσεως σε ένα κράτος, των κρατιδίων της Αττικής.
Αργότερα η Ακρόπολη καταστράφηκε από τον Ξέρξη ο οποίος κατέλαβε τον Άρειο Πάγο και από εκεί πολιόρκησε την Ακρόπολη. Αλλά επειδή δεν μπορούσε να την καταλάβει με κατά μέτοπον επίθεση, έστειλε μέρος του στρατεύματος να ανέβει στον ιερό βράχο από το μυστικό πέρασμα της βορεινής πλευράς (το οποίο ήταν παλαιότατο και βοηθούσε στην άμεση επικοινωνία του παλαιού Μυκηναϊκού ανακτόρου με την υπόλοιπη πόλη) έτσι περικύκλωσε τους αμυνόμενους και λεηλάτησε τα ιερά, κατέστρεψε μέρος του Εκατομπέδου ναού, έκαψε την “ιεράν ελαίαν” και έσφαξε του ιερείς και όσους έμειναν στην ακρόπολη για την ύστατη αντίσταση (ο λαός είχε καταφύγει στα πλοία του στόλου μαζί με τον Θεμιστοκλή και τα γυναικόπαιδα στην Τροιζήνα και στα γύρω νησάκια, λόγω χρησμού του Μαντείου των Δελφών “περί ξύλινων τειχών”, αφού είχαν πάρει το παλαιότατο ξύλινο ξόανο της θεάς μαζί τους, το οποίο πίστευαν ότι είχε πέσει από τον ουρανό!).
Αλλά οι ιερείς και διάφοροι συντηρητικοί πίστεψαν ότι τα ξύλινα τείχη ήταν τα θυρώματα των πυλών του Πελασγικού τείχους της Ακροπόλεως και αυτοί ήταν που εσφάγησαν από τους Πέρσες. Μετά την ναυμαχία της Σαλαμίνας και της μάχης των Πλαταιών όπου οι Πέρσες εκδιώχθηκαν από την Ελλάδα οι Αθηναίου γύρισαν στην Αθήνα αλλά δεν βρήκαν λίθο επί λίθου. Ότι είχε δημιουργήσει ο πολιτισμός τους του 6ου αιώνα πχ τα διέλυσαν σε λίγες ημέρες οι βάρβαροι. Πάντα η καταστροφή είναι ευκολότερη από την δημιουργία. Ξεκίνησαν λοιπόν οι κατασκευές – επισκευές των τειχών της Ακρόπολης και η πρόχειρη επισκευή του Εκατομπέδου ναού όπου θα φυλασσόταν το ιερό ξόανο της Αθηνάς στην οποία απέδιδαν την σωτηρία τους.
Έπειτα περισυνέλεξαν ευλαβώς τα σπασμένα αγάλματα και τα έθαψαν εις χώρο δυτικώς του Ερεχθείου, τα οποία μετά από δυόμιση και, χιλιάδες χρόνια ξαναήρθαν στο φως υπό της αρχαιολογικής σκαπάνης.
Ο Θεμιστοκλής με το που γύρισε στην Αθήνα άρχησε τις οχυρωματικές εργασίες, ξεκίνησε να επισκευάζει τα τείχη τις Ακρόπολης, αλλά και τα Μακρά τείχη που ένωναν την πόλη με τον Πειραιά. Τοποθέτησε δε πολλά κομμάτια, καλαίσθητα μεν αλλά και επιβλητικά του Εκατομπέδου ναού προς τα έξω της βορεινής πλευράς του Θεμιστοκλείου τείχους της Ακρόπολης ώστε ο λαός να τα βλέπει από κάτω και να μην ξεχάσει ποτέ τι θα πεί ξενική κατοχή της πόλεως.
Η Ακρόπολη πήρε την τελική της μορφή περί του –465 την οποία διατηρεί έως και σήμερα, τότε κατασκευάσθηκε και η νότεια πλευρά του τείχους το λεγόμενο Κιμώνειον τείχος.
Ο Παρθενώνας ξεκίνησε να σχεδιάζεται και να κτίζεται υπό του Περικλέους περί το – 449 (Χρυσός Αιών) από Πεντελικό μάρμαρο, όπως και το Ερέχθειον, τα Προπύλαια και ο ναός της Απτέρου Νίκης, γενικός δε επιθεωρητής όλων των έργων είχε ορίσθει ο Φειδίας. Τα έργα αυτά δεν πρόλαβαν να τελείωσουν λόγω του Πελοποννησιακού πολέμου (- 431 με – 404) ο οποίος διέλυσε την Ελλάδα και την αποδυνάμωσε τελείως.
Ο Περικλής δεν πρόλαβε να δει αυτά τα έργα ολοκληρωμένα μιας και πέθανε το δεύτερο έτος του πολέμου (από το λοιμό), και από τότε τα έργα έμειναν ημιτελή και ετσι τα βρήκαμε και εμείς σήμερα (αφού πέρασαν και άλλες πολλές καταστροφές από χριστιανούς, Τούρκους, Βενετούς, Γότθους και άλλους…).
Αρχιτέκτων των Προπυλαίων ήταν ο Μνησικλής και ξεκίνησε το κτίσιμο το – 437, εποχή κατά την οποία ο Παρθενώνας είχε ήδη κτισθεί. Αλλά οι εργασίες σταμάτησαν με την έναρξη του Πελοποννησιακού πολέμου (- 431 ) και παρέμειναν όπως τα βλέπουμε σήμερα. Εισερχόμενοι μέσα στα Προπύλαια εις την εσωτερική νοτιοανατολική γωνία μπορούμε να δούμε τα ερείπια των παλαιών πολύ μικροτέρων Προπύλαιων τα οποία είναι προσανατολισμένα στον παλαιότερο Εκατόμπεδο ναο διότι δεν υπήρχε τότε ο Παρθενώνας.
Αρχαιότερες μαρτυρίες ονομάζουν τον ναό ως “ο μέγας νεώς”. Το άγαλμα της Αθηνάς την απεικόνιζε με μεγάλη σοβαρότητα και αλυγισία, πάνοπλη φέρουσα πανοπλία, ασπίδα και δόρυ. Απεικόνιζε τον ακόλουθο όφι (Ερεχθέας) και την αιώνια σύντροφο της θεάς την Νίκη. Ο Παρθενώνας είναι το πρώτο από τα έργα της εποχής του Περικλέους επί της Ακροπόλεως και συνετελέσθει μεταξύ των ετών – 447 εως – 438. Αρχιτέκτων φέρεται ο Ικτίνος και ίσως είχε και βοηθό τον Καλλικράτη. Ο Ναός φέρει 46 κίονες (8 κατά πλάτος και 17 κατά μήκος, με τους γωνιακούς να τους μετράμε δυο φορές). Εις το εσωτερικό υπήρχε διπλή κιονοστοιχεία Δωρικού ρυθμού με τους εσωτερικούς κατά μήκος του ναού να στηρίζουν την στέγη του ναού. Το εσωτερικό του ναού χωριζόταν σε δύο τμήματα αυτό που κοιτούσε ανατολή και το άλλο που κοιτούσε στην δύση. Δεν επικοινωνούσαν μεταξύ τους με εσωτερικό διάδρομο αλλά χωρίζονταν με τειχίο ψηλό. Αυτό που κοιτούσε στη δύση ήταν ο χώρος που έμεναν οι ιέριες – παρθένοι και ονομαζόταν Παρθενώνας (έδωσε το όνομά του σε ολόκληρο το κτίσμα). Το κομμάτι που κοιτούσε προς την Ανατολή ήταν ο κυρίος ναός ο λεγόμενος “σηκός”, στο εσωτερικό του οποίου έβλεπες το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς. Επειδή ο Παρθενώνας δεν είχε παράθυρα, προβληματισμό προκαλεί το ερώτημα για το πως φωτίζονταν ο χώρος του αγάλματος μιας και ο φωτισμός ο οποίος προερχόταν από την κεντρική ανατολική είσοδο έδειχνε ελλειπής. Έτσι και αλλιώς στον σήκο συνήθως δεν είχαν πρόσβαση οι πιστοί διότι τον θεωρούσαν σαν την οικία της θεάς, και όλες οι λατρευτικές τελετές γίνονταν έξω στον υπαίθριο χώρο του σήκου όπου ήταν ο βωμός της θεάς, και εκεί συγκεντρώνονταν οι πιστοί δια να τελέσσουν τις ιεροπραξίες – ιεροτελεστίες.
Οι κίονες του ναού είναι σαν ένα ζωντανό ον οι οποίοι λόγω της πλαστικότητάς τους δίνουν ρυθμό και κίνηση στο αρχιτεκτόνημα καθώς επιτρέπουν και την δημιουργία φωτοσκιάσεων οι οποίες ζωντανεύουν το σύνολο. Ο τεκτονικός προορισμός των κιόνων είναι να στηρίξουν την στέγη, της οποίας το μεγάλο βάρος είναι δυσβάσταχτο. Υπάρχουν δύο αντίρροπες δυνάμεις μία τις στέγης από
Στο εσωτερικό του σήμερα διακρίνουμε τα λείψανα παλαιοβυζαντικής εκκλησίας. Σήμερα ο ανατολικός τοίχος δεν υπάρχει, το δυτικό τμήμα του χώρου αποτελεί τετράγωνο δωμάτιο διαστάσεων 11 χ 11 μέτρων και το πάτωμά του είναι τρία μέτρα χαμηλότερο του ανατολικού τμήματος. Εκεί βρισκόταν το ιερό του Ερεχθέως, το οποίο είχε είσοδο από τον βόρειο πυλώνα. Δυτικώς του δωματίου τούτου υπήρχε στοά η οποία μετεσκευάσθει κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους υπό το δάπεδο της οποίας υπήρχε η λεγόμενη “Ερεχθηίς πηγή” ή “η θάλασσα του Ποσειδώνος” (οι λατρίες του Ποσειδώνος και του Ερεχθέα είναι πολύ κοντά, μιας και Ποσειδώνας σχίζει με την τρίαινα την Γη, και ο Ερεχθέας σημαίνει αυτός που σχίζει την χθων, την Γη, δηλαδή ο κεραυνός). Πρέπει να συνάντησαν αρκετές δυσκολίες κατά την κατασκευή του διότι το έδαφος δεν είναι ευθύγραμμο, παρόλα αυτά ο αρχιτέκτων με φωτισμένο πνεύμα και έξυπνες προσθήκες κατάφερε να τις ξεπεράσει.
Αυτή ήταν μια σύντομη, αλλά περιεκτική περιγραφή του χώρου της Ακροπόλεως των Αθηνών κατά την αρχαία εποχή, από τότε έως και σήμερα πέρασαν πολλοί κατακτητές οι οποίοι μόνο καταστροφές επέφεραν μετατρέποντας τον ιερό αυτό βράχο εις εκκλησία της εκάστοτε θρησκείας. Το αποκορύφωμα των καταστροφών το επέφερε ο Άγγλος πρόξενος Έλγιν ο οποίος αφαίρεσε μεγάλο πλείθος αγαλμάτων και διακοσμητικών στοιχείων από πολλά σημεία κατά την Τουρκοκρατία και τα μετέφερε στην Αγγλία και ο Βενετός Μοροζίνι ο οποίος σε πολιορκία της Ακρόπολης βάλλων με κανόνια ανατίναξε τον Παρθενώνα τον οποίο οι Τούρκοι είχαν μετατρέψει σε μπαρουταποθήκη.
Ας ελπίζουμε ότι κάποια στιγμή τα αγάλματα και όλα αυτά που εκλάπησαν θα επιστρέψουν στην πραγματική τους πατρίδα…
Δύο είναι τα μεγάλα κατορθώματα το Θησέα που σχετίζονται με τον χώρο της Ακροπόλεως:
α) Ο νικηφόρος πόλεμός του εναντίον των Αμαζόνων οι οποίες είχαν καταλάβει την Πνύκα και πολιορκούσαν την Ακρόπολη, και
β) όταν ο Θησέας κατάφερε να συνενώσει ή να υποτάξει τους διάφορους μικρότερους άρχοντες – βασιλείς της Αττικής υπό το σκήπτρο του βασιλέως των Αθηναίων.
Εξάλλου και η λαμπρότερη εορτή των Αθηναίων που ήταν τα Παναθήναια (περί τον Αύγουστο) γίνονταν εις ανάμνησιν της υπό του Θησέως συνενώσεως σε ένα κράτος, των κρατιδίων της Αττικής.
Αργότερα η Ακρόπολη καταστράφηκε από τον Ξέρξη ο οποίος κατέλαβε τον Άρειο Πάγο και από εκεί πολιόρκησε την Ακρόπολη. Αλλά επειδή δεν μπορούσε να την καταλάβει με κατά μέτοπον επίθεση, έστειλε μέρος του στρατεύματος να ανέβει στον ιερό βράχο από το μυστικό πέρασμα της βορεινής πλευράς (το οποίο ήταν παλαιότατο και βοηθούσε στην άμεση επικοινωνία του παλαιού Μυκηναϊκού ανακτόρου με την υπόλοιπη πόλη) έτσι περικύκλωσε τους αμυνόμενους και λεηλάτησε τα ιερά, κατέστρεψε μέρος του Εκατομπέδου ναού, έκαψε την “ιεράν ελαίαν” και έσφαξε του ιερείς και όσους έμειναν στην ακρόπολη για την ύστατη αντίσταση (ο λαός είχε καταφύγει στα πλοία του στόλου μαζί με τον Θεμιστοκλή και τα γυναικόπαιδα στην Τροιζήνα και στα γύρω νησάκια, λόγω χρησμού του Μαντείου των Δελφών “περί ξύλινων τειχών”, αφού είχαν πάρει το παλαιότατο ξύλινο ξόανο της θεάς μαζί τους, το οποίο πίστευαν ότι είχε πέσει από τον ουρανό!).
Αλλά οι ιερείς και διάφοροι συντηρητικοί πίστεψαν ότι τα ξύλινα τείχη ήταν τα θυρώματα των πυλών του Πελασγικού τείχους της Ακροπόλεως και αυτοί ήταν που εσφάγησαν από τους Πέρσες. Μετά την ναυμαχία της Σαλαμίνας και της μάχης των Πλαταιών όπου οι Πέρσες εκδιώχθηκαν από την Ελλάδα οι Αθηναίου γύρισαν στην Αθήνα αλλά δεν βρήκαν λίθο επί λίθου. Ότι είχε δημιουργήσει ο πολιτισμός τους του 6ου αιώνα πχ τα διέλυσαν σε λίγες ημέρες οι βάρβαροι. Πάντα η καταστροφή είναι ευκολότερη από την δημιουργία. Ξεκίνησαν λοιπόν οι κατασκευές – επισκευές των τειχών της Ακρόπολης και η πρόχειρη επισκευή του Εκατομπέδου ναού όπου θα φυλασσόταν το ιερό ξόανο της Αθηνάς στην οποία απέδιδαν την σωτηρία τους.
Έπειτα περισυνέλεξαν ευλαβώς τα σπασμένα αγάλματα και τα έθαψαν εις χώρο δυτικώς του Ερεχθείου, τα οποία μετά από δυόμιση και, χιλιάδες χρόνια ξαναήρθαν στο φως υπό της αρχαιολογικής σκαπάνης.
Ο Θεμιστοκλής με το που γύρισε στην Αθήνα άρχησε τις οχυρωματικές εργασίες, ξεκίνησε να επισκευάζει τα τείχη τις Ακρόπολης, αλλά και τα Μακρά τείχη που ένωναν την πόλη με τον Πειραιά. Τοποθέτησε δε πολλά κομμάτια, καλαίσθητα μεν αλλά και επιβλητικά του Εκατομπέδου ναού προς τα έξω της βορεινής πλευράς του Θεμιστοκλείου τείχους της Ακρόπολης ώστε ο λαός να τα βλέπει από κάτω και να μην ξεχάσει ποτέ τι θα πεί ξενική κατοχή της πόλεως.
Η Ακρόπολη πήρε την τελική της μορφή περί του –465 την οποία διατηρεί έως και σήμερα, τότε κατασκευάσθηκε και η νότεια πλευρά του τείχους το λεγόμενο Κιμώνειον τείχος.
Ο Παρθενώνας ξεκίνησε να σχεδιάζεται και να κτίζεται υπό του Περικλέους περί το – 449 (Χρυσός Αιών) από Πεντελικό μάρμαρο, όπως και το Ερέχθειον, τα Προπύλαια και ο ναός της Απτέρου Νίκης, γενικός δε επιθεωρητής όλων των έργων είχε ορίσθει ο Φειδίας. Τα έργα αυτά δεν πρόλαβαν να τελείωσουν λόγω του Πελοποννησιακού πολέμου (- 431 με – 404) ο οποίος διέλυσε την Ελλάδα και την αποδυνάμωσε τελείως.
Ο Περικλής δεν πρόλαβε να δει αυτά τα έργα ολοκληρωμένα μιας και πέθανε το δεύτερο έτος του πολέμου (από το λοιμό), και από τότε τα έργα έμειναν ημιτελή και ετσι τα βρήκαμε και εμείς σήμερα (αφού πέρασαν και άλλες πολλές καταστροφές από χριστιανούς, Τούρκους, Βενετούς, Γότθους και άλλους…).
Προπύλαια
Το να εισέρχεται ο πιστός σε ένα ιερό τέμενος ή χώρο γενικά μέσω προπυλαίων ήταν πανάρχαια παράδοση των Ελλήνων την οποία την παρατηρούμαι και στα αρχαιότατα Μυκηναϊκά ανάκτορα, και μια απλούστερη μορφή μέχρι και σήμερα σε διάφορα οικίες σε Ελληνικά χωριά. Τα προπύλαια τοποθετούνταν δια να προφυλλάτουν την κεντρική είσοδο του χώρου από τον ήλιο και την βροχή και συνήθως αποτελλούν την είσοδο καλά περιφραγμένου χώρου από τειχίο, το οποίο περικλείει μια αυλή. Πολές φορές βέβαια έχει παρατηρηθεί η ύπαρξη πρόπυλου και χωρίς τειχίο μπροστά από κεντρικές εισόδους ναών άγνωστο δια ποίο λογο.Αρχιτέκτων των Προπυλαίων ήταν ο Μνησικλής και ξεκίνησε το κτίσιμο το – 437, εποχή κατά την οποία ο Παρθενώνας είχε ήδη κτισθεί. Αλλά οι εργασίες σταμάτησαν με την έναρξη του Πελοποννησιακού πολέμου (- 431 ) και παρέμειναν όπως τα βλέπουμε σήμερα. Εισερχόμενοι μέσα στα Προπύλαια εις την εσωτερική νοτιοανατολική γωνία μπορούμε να δούμε τα ερείπια των παλαιών πολύ μικροτέρων Προπύλαιων τα οποία είναι προσανατολισμένα στον παλαιότερο Εκατόμπεδο ναο διότι δεν υπήρχε τότε ο Παρθενώνας.
Ναός της Απτέρου Νίκης
Οι Αθηναίοι είχαν βέβαια θεά την Νίκη αλλά ουδέποτε χωρίς φτερά, ο ναΐσκος αυτός ήταν αφιερωμένος στην θεά Αθηνά Νίκη (Νικηφόρος Αθηνά), αργότερα όμως το επίθετο αντικατέστησε το ουσιαστικό όπως γίνεται σε διάφορες περιπτώσεις στην Ελληνική γλώσσα και τον ονόμασαν ναό της Απτέρου Νίκης. Διότι δεν έβλεπαν φτερά (λογικό αφού ήταν της Αθηνάς και όχι της Νίκης), έπλασαν τον μύθο ότι οι Αθηναίοι της αφαίρεσαν τα φτερά δια να μείνει για πάντα μαζί τους η θεά. Στο σημείο αυτό έχουν βρεθεί ερείπια παλαιότερου ιερού τα οποία είναι ορατά και σήμερα. Ως αρχιτέκτων φέρεται ο Καλλικράτης ο οποίος έκτισε και τα Μακρά τείχη. Ο ναΐσκος είναι Ιωνικού ρυθμού (Ιωνικός αμφυπρόστυλος) σε αντίθεση με τα Δωρικού ρυθμού Προπύλαια και είναι κτισμένος με μία μικρή κλίση του κατά μήκους άξονά του ως προς τα Προπύλαια. Ήταν δε ο μόνος ναός έξω από τα τείχη.
Παρθενώνας
Εις το υψηλότερο σημείο του ιερού βράχου εκτίσθει ο Παρθενώνας, το σημαντικότερο και επιβλυτικότερο δημιούργημα. Στην ιστορία καταγράφονται άλλα δυο κτίσματα πριν από το τελευταίο Παρθενώνα τα οποία λόγω εχθροπραξιών και άλλων λόγων δεν κατάφεραν να ολοκληρωθούν! Είναι Δωρικού ρυθμού και εσωτερικά φιλοξενεί το περίτεχνο και περιλάλητο χρυσελεφάντινο άγαλμα της Παρθένου Αθηνάς (το φιλοτέχνησε ο Φειδίας) του οποίου η κορυφή προεξείχε της στέγης του ναού.Αρχαιότερες μαρτυρίες ονομάζουν τον ναό ως “ο μέγας νεώς”. Το άγαλμα της Αθηνάς την απεικόνιζε με μεγάλη σοβαρότητα και αλυγισία, πάνοπλη φέρουσα πανοπλία, ασπίδα και δόρυ. Απεικόνιζε τον ακόλουθο όφι (Ερεχθέας) και την αιώνια σύντροφο της θεάς την Νίκη. Ο Παρθενώνας είναι το πρώτο από τα έργα της εποχής του Περικλέους επί της Ακροπόλεως και συνετελέσθει μεταξύ των ετών – 447 εως – 438. Αρχιτέκτων φέρεται ο Ικτίνος και ίσως είχε και βοηθό τον Καλλικράτη. Ο Ναός φέρει 46 κίονες (8 κατά πλάτος και 17 κατά μήκος, με τους γωνιακούς να τους μετράμε δυο φορές). Εις το εσωτερικό υπήρχε διπλή κιονοστοιχεία Δωρικού ρυθμού με τους εσωτερικούς κατά μήκος του ναού να στηρίζουν την στέγη του ναού. Το εσωτερικό του ναού χωριζόταν σε δύο τμήματα αυτό που κοιτούσε ανατολή και το άλλο που κοιτούσε στην δύση. Δεν επικοινωνούσαν μεταξύ τους με εσωτερικό διάδρομο αλλά χωρίζονταν με τειχίο ψηλό. Αυτό που κοιτούσε στη δύση ήταν ο χώρος που έμεναν οι ιέριες – παρθένοι και ονομαζόταν Παρθενώνας (έδωσε το όνομά του σε ολόκληρο το κτίσμα). Το κομμάτι που κοιτούσε προς την Ανατολή ήταν ο κυρίος ναός ο λεγόμενος “σηκός”, στο εσωτερικό του οποίου έβλεπες το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς. Επειδή ο Παρθενώνας δεν είχε παράθυρα, προβληματισμό προκαλεί το ερώτημα για το πως φωτίζονταν ο χώρος του αγάλματος μιας και ο φωτισμός ο οποίος προερχόταν από την κεντρική ανατολική είσοδο έδειχνε ελλειπής. Έτσι και αλλιώς στον σήκο συνήθως δεν είχαν πρόσβαση οι πιστοί διότι τον θεωρούσαν σαν την οικία της θεάς, και όλες οι λατρευτικές τελετές γίνονταν έξω στον υπαίθριο χώρο του σήκου όπου ήταν ο βωμός της θεάς, και εκεί συγκεντρώνονταν οι πιστοί δια να τελέσσουν τις ιεροπραξίες – ιεροτελεστίες.
Οι κίονες του ναού είναι σαν ένα ζωντανό ον οι οποίοι λόγω της πλαστικότητάς τους δίνουν ρυθμό και κίνηση στο αρχιτεκτόνημα καθώς επιτρέπουν και την δημιουργία φωτοσκιάσεων οι οποίες ζωντανεύουν το σύνολο. Ο τεκτονικός προορισμός των κιόνων είναι να στηρίξουν την στέγη, της οποίας το μεγάλο βάρος είναι δυσβάσταχτο. Υπάρχουν δύο αντίρροπες δυνάμεις μία τις στέγης από
άνω προς τα κάτω και μία των κιόνων κατανεμημένοι κατά μήκος της στέγης από κάτω προς τα άνω. Την σύγκρουση και ισορρόπηση των δυνάμεων πετυχαίνει η καμπυλότητα των κιόνων. Η ζωφόρος του έφερε σκοινές από την Γιγαντομαχία, την Κενταυρομαχία και άλλα θέματα. Οι δύο προσόψεις του Ναού (ανατολική και δυτική) σχηματίζουν δύο μεγάλα τρίγωνα τα αετώματα, στα οποία αναπαριστάται με ανάγλυφη παράσταση στο ανατολικό η γέννηση της Αθηνάς και στο δυτικό η έρις της Αθηνάς με τον Ποσειδώνα δια την κατοχή της πόλεως των Αθηνών. Οι γραμμές του Παρθενώνα είτε οριζόντιοι όπως ο στηλοβάτης, το επιστήλιο, το διάζωμα κτλ, είτε και οι κάθετες κίονες, τείχη κτλ, δίνουν την εντύπωση της ευθείας γραμμής. Δεν είναι όμως! Η επιφάνεια του στηλοβάτη έχει μια ελαφριά έξαρση εις κάθε μακρά πλευρά προς το μέσον, της τάξεως των 8 εκατοστών το οποίο χάνεται μπροστά στο συνολικό μήκος των 70 μέτρων περίπου του στηλοβάτη. Ανάλογη καμπυλότητα έχουν και τα επιστύλια καθώς και οι κίονες. Η όλη δυναμική αυτή κατασκευή δίνει την εντύπωση ότι το οικοδόμημα συρικνώνεται για να απογειωθεί και προσθέτει αφάνταστη τελειότητα στο όλο έργο! Οι δε κίονες λεπταίνουν όπως ανεβαίνουν από την βάση προς το κιονόκρανο, και λίγο πριν το μέσο τους υφίστανται μία εξόγκωση (η λεγόμενη έντασις) η οποία δημιουργεί επίσης καμπυλότητα! Εκτός αυτού η κλίση των κιόνων είναι ελαφρώς προς τα μέσα, ώστε εαν τους προεκτείνουμε νοερώς εις το άπειρον σε κάποιο σημείο ενώνονται και σχηματίζουν πυραμίδα οι κατά μήκος κίονες στα 2.200 μέτρα και οι κατά πλάτος στα 4.350 μέτρα. Η πυραμίδα που σχηματίζεται το μήκος της κορυφογραμμής και στις δύο περιπτώσεις φτάνει τα 35 μέτρα.
Εκατόμπεδον
Μεταξύ του Παρθενώνος και του Ερεχθείου και πολύ πιο κοντά στο Ερέχθειο διακρίνουμε τα θεμέλια του παλαιού ναού του 6ου αιώνος, τον επονομαζόμενον Εκατόμπεδον, επειδή πράγματι το κύριο οικοδόμημα είχε μήκος εκατό ποδών. Και πάλι ο ναός χωρίζεται σε δύο τμήματα το ανατολικό και το δυτικό. Ηταν Δωρικού ρυθμού και είχε δυο εισόδους, μία για κάθε τμήμα του ναού, μια από ανατολή και μια από δύση. Στο ανατολικό αέτωμα του παλαιού αυτού ναού, απεικονίζεται η πάλη του Ηρακλέους προς τον Τρίτωνα την οποία παρακολουθεί ο Άλιος Γέρων. Στο δυτικό πάλι αέτωμα διακρίνονται και εκεί πελώριες διακοσμητικές όψεις. Ο παλαιός τούτος ναός φένεται ότι ήταν κτίσμα περί του – 570. Περί του τέλους της τυραννίδος των Πεισιστρατιδών κατασκευάστηκαν νέα μαρμάρινα αετώματα εικονίζωντα την Γιγαντομαχία και εις την μέση είχαν την Αθηνά. Τον ναό αυτό κατέστρεψαν οι Πέρσες και επισκεύασαν αργότερα πρόχειρα οι Αθηναίοι για να τοποθετήσουν το ξύλινο ξόανο της Αθηνάς όπως προείπαμε (- 479).
Ερέχθειον
Είναι Ιωνικού ρυθμού ναΐσκος του οποίου το τεκτονικό λειτούργημα ήταν να συνενώσει πολλούς μικρότερους ναΐσκους αρχικά, αλλά και να καλύψει τον παλαιότερο ναό του Εκατομπέδου. Είναι χτισμένο πάνω σε ιερή γη, μιας και το άβατόν του δεν το έχουν καλύψει με την στέγη, έχουν αφήσει άνοιγμα στην οροφή διότι σε αυτό το σημείο έπεσε ο πρώτος κεραυνός ο οποίος γονιμοποίησε την γη και γεννήθηκε ο πρώτος Αθηναίος. Ήταν αφιερωμένο στην θεά Αθηνά και στον Ερεχθέα (το ακόλουθο φίδι που λατρεύεται μαζί με την θεά). Επειδή δεν θα ήταν δυνατό να σταθεί άλλος ναός Δωρικού ρυθμού δίπλα στον Δωρικό Παρθενώνα, δια αυτόν τον λόγο κτίσθηκε το Ερέχθειον εις Ιωνικό ρυθμό. Η έλλειψη κιονοστοιχείας όμως το κάνει πολύ μονότονο στην νότια πλευρά γιαυτό και τοποθετήθηκαν εκεί οι 6 Καρυάτιδες αντί κιόνων εις τις κεφαλές των οποίων στηρίζεται η στέγη της Προστάσεως. Όπισθεν ακριβώς αυτού του σημείου υπήρχε μυθικός τάφος του Κέκρωπος (πρώτου βασιλέα των Αθηνών) και δυτικώς του Ερεχθείου υπήρχε το ιερόν της κόρης της Πανδρόσου (παλαιότατο επίθετο της Γης – Χθωνός) εις το οποίο υπήρχε και η ιερά ελαία της Αθηνάς. Το Ερέχθειο όπως και τα υπόλοιπα κτίσματα της Ακροπόλεως σχεδιάστηκαν και άρχισαν να κτίζονται επί Περικλέους και συγκεκριμένα το Ερέχθειο άρχισε να κτίζεται περί του – 421 και πείρε την τελική του μορφή όπως το βλέπουμε σήμερα περί του – 407. Αρχιτέκτων του ήταν ο Φιλοκλέας. Λόγω του Πελοποννησιακού πολέμου όμως το έργο έμεινε ημιτελές (όπως και τα Προπύλαια) και δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Από την ανατολική πλευρά διαμέσου έξι κιόνων ήταν η κεντρική του είσοδος.
Στο εσωτερικό του σήμερα διακρίνουμε τα λείψανα παλαιοβυζαντικής εκκλησίας. Σήμερα ο ανατολικός τοίχος δεν υπάρχει, το δυτικό τμήμα του χώρου αποτελεί τετράγωνο δωμάτιο διαστάσεων 11 χ 11 μέτρων και το πάτωμά του είναι τρία μέτρα χαμηλότερο του ανατολικού τμήματος. Εκεί βρισκόταν το ιερό του Ερεχθέως, το οποίο είχε είσοδο από τον βόρειο πυλώνα. Δυτικώς του δωματίου τούτου υπήρχε στοά η οποία μετεσκευάσθει κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους υπό το δάπεδο της οποίας υπήρχε η λεγόμενη “Ερεχθηίς πηγή” ή “η θάλασσα του Ποσειδώνος” (οι λατρίες του Ποσειδώνος και του Ερεχθέα είναι πολύ κοντά, μιας και Ποσειδώνας σχίζει με την τρίαινα την Γη, και ο Ερεχθέας σημαίνει αυτός που σχίζει την χθων, την Γη, δηλαδή ο κεραυνός). Πρέπει να συνάντησαν αρκετές δυσκολίες κατά την κατασκευή του διότι το έδαφος δεν είναι ευθύγραμμο, παρόλα αυτά ο αρχιτέκτων με φωτισμένο πνεύμα και έξυπνες προσθήκες κατάφερε να τις ξεπεράσει.
Αυτή ήταν μια σύντομη, αλλά περιεκτική περιγραφή του χώρου της Ακροπόλεως των Αθηνών κατά την αρχαία εποχή, από τότε έως και σήμερα πέρασαν πολλοί κατακτητές οι οποίοι μόνο καταστροφές επέφεραν μετατρέποντας τον ιερό αυτό βράχο εις εκκλησία της εκάστοτε θρησκείας. Το αποκορύφωμα των καταστροφών το επέφερε ο Άγγλος πρόξενος Έλγιν ο οποίος αφαίρεσε μεγάλο πλείθος αγαλμάτων και διακοσμητικών στοιχείων από πολλά σημεία κατά την Τουρκοκρατία και τα μετέφερε στην Αγγλία και ο Βενετός Μοροζίνι ο οποίος σε πολιορκία της Ακρόπολης βάλλων με κανόνια ανατίναξε τον Παρθενώνα τον οποίο οι Τούρκοι είχαν μετατρέψει σε μπαρουταποθήκη.
Ας ελπίζουμε ότι κάποια στιγμή τα αγάλματα και όλα αυτά που εκλάπησαν θα επιστρέψουν στην πραγματική τους πατρίδα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου