Μια σύντοµη ανασκόπηση των σύγχρονων ερευνών
Ο εγκέφαλος του ανθρώπου έχει συχνά χαρακτηριστεί σαν ένα «µαύρο κουτί» (black box), που δέχεται ερεθίσµατα από το περιβάλλον και προκαλεί απαντήσεις, µε τη µορφή των διαφόρων συµπεριφορών. Η παραγωγή όµως των απαντήσεων δεν είναι µια παθητική διαδικασία αλλά επηρεάζεται τόσο από την εµπειρία, µε τη µορφή της µάθησης και της µνήµης, όσο και από διάφορες εσωτερικές ενορµήσεις (π.χ. συναισθηµατικές καταστάσεις).
Τα διάφορα ερεθίσµατα (οπτικά, ακουστικά, απτικά, οσφρητικά και γευστικά) εισέρχονται στον εγκέφαλο µέσω των εξειδικευµένων αισθητικών συστηµάτων του εγκεφαλικού φλοιού. Τα οπτικά ερεθίσµατα, για παράδειγµα, κατευθύνονται από τον αµφιβληστροειδή χιτώνα του οφθαλµού στο πίσω µέρος του ινιακού φλοιού του εγκεφάλου, ενώ τα ακουστικά ερεθίσµατα κατευθύνονται από τα αυτιά στο άνω µέρος του κροταφικού φλοιού.
Οι απαντήσεις, µε τη µορφή των κινητικών απαντήσεων, εκπορεύονται από µια περιοχή του οπίσθιου µετωπιαίου λοβού (σωµατοκινητική περιοχή), τα κύτταρα της οποίας, µέσω του νωτιαίου µυελού, διεγείρουν τα κινητικά νεύρα που κινούν τους µύες του σώµατος. Ανάµεσα στις ειδικές αισθητικές περιοχές και τη σωµατοαισθητική περιοχή παρεµβάλλονται διάφορες περιοχές του εγκεφαλικού φλοιού που ονοµάζονται συνειρµικές.
Μάθηση είναι η διαδικασία µε την οποία ο άνθρωπος και τα ζώα αποκτούν γνώσεις για τον κόσµο. Μνήµη είναι η συγκράτηση και η αποθήκευση αυτών των γνώσεων. Στον άνθρωπο, στον οποίο αυτές οι ικανότητες είναι εξαιρετικά ανεπτυγµένες, σχεδόν όλες οι συµπεριφορές περιλαµβάνουν κάποια µορφή µάθησης.
Ο άνθρωπος, όµως, διαθέτει και το µεγαλύτερο εγκέφαλο από όλα τα ζώα, γι' αυτό είµαστε σχεδόν βέβαιοι ότι η ικανότητα µάθησης και µνήµης σχετίζεται µε την ανάπτυξη του εγκεφάλου, εξαρτάται από εκλεπτυσµένα εγκεφαλικά κυκλώµατα και εντοπίζεται σε συγκεκριµένες περιοχές του εγκεφάλου. Η τόσο προφανής αυτή άποψη, ωστόσο, άργησε να γίνει αποδεκτή από το σύνολο του επιστηµονικού κόσµου.
Έως πρόσφατα, υπήρχαν πολλοί επιστήµονες που αρνούνταν να πιστέψουν ότι διάφορες νοητικές λειτουργίες εντοπίζονται σε συγκεκριµένα σηµεία του εγκεφάλου και υποστήριζαν ότι η µνήµη κατανέµεται ευρέως σε ολόκληρο τον εγκέφαλο.
Ήταν όµως γνωστό από τα µέσα του περασµένου αιώνα ότι η γλώσσα, η κατεξοχήν ανθρώπινη νοητική ικανότητα, εντοπίζεται σε συγκεκριµένο σηµείο του ανθρώπινου εγκεφάλου.
Ο γάλλος γιατρός Paul Broca, µελετώντας ασθενείς µε αφασία, βρήκε ότι όλοι είχαν µια τυπική περιορισµένη βλάβη στον αριστερό µετωπιαίο λοβό του εγκεφάλου, σε µια περιοχή που έκτοτε αποκαλείται «περιοχή του Broca». Μέχρι τα µέσα του 20ού αιώνα, ωστόσο, ελάχιστοι ήταν εκείνοι που υποστήριζαν έναν παρόµοιο εντοπισµό και για άλλες νοητικές λειτουργίες, περιλαµβανοµένης της µνήµης και της µάθησης.
Κατά τη δεκαετία του 1940, ένας νευροχειρουργός στο Νευρολογικό Ινστιτούτο του Μόντρεαλ, ο Wilder Penfield, µετά από υπόδειξη του διάσηµου δασκάλου του, του πρωτοπόρου νευροφυσιολόγου Charles Sherrington, αποφάσισε να κάνει ένα τολµηρό πείραµα.
∆οκίµασε να ερεθίσει µε ηλεκτρικό ρεύµα διάφορες περιοχές του εγκεφάλου σε ασθενείς που υποβάλλονταν σε νευροχειρουργικές επεµβάσεις υπό τοπική αναισθησία. Με τον ίδιο τρόπο ο Sherrington είχε ανακαλύψει τις αισθητικές και κινητικές περιοχές του εγκεφάλου σε γάτες, και ο Penfield επιβεβαίωσε την ύπαρξή τους και στον άνθρωπο. Το εντυπωσιακότερο όµως εύρηµα του Penfield ήταν ότι µε τον ερεθισµό των κροταφικών λοβών, οι ασθενείς, οι οποίοι λόγω της τοπικής αναισθησίας µπορούσαν να επικοινωνούν, περιέγραφαν αναµνήσεις προηγούµενων εµπειριών τους.
Ο ρόλος του κροταφικού λοβού στη µνήµη επιβεβαιώθηκε λίγα χρόνια αργότερα, όταν η συνεργάτιδα του Penfield Brenda Milner µελέτησε έναν ασθενή, τον Η.Μ., ο οποίος είχε υποστεί αµφοτερόπλευρη αφαίρεση των κροταφικών λοβών σε µια προσπάθεια θεραπείας της βαριάς επιληψίας από την οποία έπασχε.
Ο ΗΜ, αµέσως µετά την εγχείρηση, παρουσίασε µια τροµακτική απώλεια µνήµης – έχασε την ικανότητα να σχηµατίζει νέες µακρόχρονες αναµνήσεις. Ωστόσο, διατηρούσε αναµνήσεις από τα γεγονότα της ζωής του πριν από την εγχείρηση. Θυµόταν το όνοµά του, χρησιµοποιούσε πολύ καλά τη γλώσσα και διατηρούσε το δείκτη νοηµοσύνης του σε φυσιολογικά επίπεδα. Αυτό που φαινόταν να έχει χάσει ο ΗΜ ήταν η ικανότητά του να µεταφέρει τους περισσότερους τύπους µάθησης από τη βραχύχρονη µνήµη, που διαρκεί µερικά δευτερόλεπτα ή λεπτά, στη µακρόχρονη µνήµη, που διαρκεί ώρες, µέρες, µήνες ή χρόνια.
Η Milner θεώρησε αρχικά ότι η απώλεια µνήµης µετά από αµφοτερόπλευρη βλάβη στον κροταφικό λοβό αφορούσε εξίσου όλες τις µορφές µάθησης και τη µακρόχρονη µνήµη. Αποδείχτηκε όµως ότι δεν ήταν έτσι. Μολονότι ασθενείς µε βλάβες στον κροταφικό λοβό έχουν σοβαρή απώλεια µνήµης, η Milner διαπίστωσε ότι είναι ικανοί να µάθουν και να θυµούνται ορισµένα είδη εργασιών εξίσου καλά µε τα φυσιολογικά άτοµα επί µεγάλα χρονικά διαστήµατα.
Μπορούσαν λ.χ. να µάθουν να συναρµολογούν διάφορα αντικείµενα, να µάθουν να κάνουν ποδήλατο, να µάθουν να ζωγραφίζουν, κλπ. Οι εργασίες αυτές έχουν ένα χαρακτήρα αυτοµατισµού και δεν απαιτούν συνειδητή ανάκληση στη µνήµη ή σύνθετες γνωστικές ικανότητες, όπως είναι η σύγκριση ή η εκτίµηση. Ο ασθενής δεν χρειάζεται να θυµάται σκοπίµως τίποτα και το µόνο που χρειάζεται είναι να ανταποκριθεί σε ένα ερέθισµα ή µήνυµα. Συχνά µάλιστα απορεί µε τις επιδόσεις του και δεν θυµάται ότι έχει ξανακάνει αυτή την εργασία.
Οι µελέτες λοιπόν µε ασθενείς µε βλάβη στον κροταφικό λοβό αποκάλυψαν την ύπαρξη δύο τελείως διαφορετικών τρόπων µάθησης. Μαθαίνουµε τι είναι ο κόσµος αποκτώντας γνώσεις για τα άτοµα, θέσεις και πράγµατα στον κόσµο, τα οποία είναι προσιτά στη συνείδηση, χρησιµοποιώντας µια µορφή µνήµης που ονοµάζουµε έκδηλη. Μαθαίνουµε όµως πώς να κάνουµε πράγµατα, αποκτώντας αντιληπτικές και κινητικές ικανότητες που είναι απρόσιτες στη συνείδηση, χρησιµοποιώντας την άδηλη µνήµη.
Εγκεφαλική εντόπιση της έκδηλης και της άδηλης µνήµης Η έκδηλη µνήµη κωδικοποιεί πληροφορίες για αυτοβιογραφικά συµβάντα, καθώς και την τεκµηριωµένη γνώση. Ο σχηµατισµός της εξαρτάται από γνωστικές διεργασίες, όπως η εκτίµηση, η σύγκριση και η συνεπαγωγή και ανακαλείται µε µια σκόπιµη διαδικασία ανάκλησης.
Οι έρευνες του Penfield και της Milner απέδειξαν ότι ο κροταφικός λοβός επεµβαίνει άµεσα στις διαδικασίες τις έκδηλης µνήµης, ενώ µεταγενέστερες έρευνες έδειξαν ότι η υπεύθυνη εγκεφαλική δοµή είναι ο ιππόκαµπος, µια µάζα εγκεφαλικού ιστού που βρίσκεται µέσα στον κροταφικό λοβό και ονοµάστηκε έτσι επειδή µοιάζει µε το οµώνυµο θαλάσσιο πλάσµα.
Ο ιππόκαµπος αποτελεί παροδικό µόνο χώρο αποθήκευσης της µακρόχρονης µνήµης και µεταβιβάζει τις πληροφορίες που αποκτήθηκαν στον εγκεφαλικό φλοιό για µόνιµη αποθήκευση. Επεξεργάζεται τις πληροφορίες που εισέρχονται από τα αισθητικά συστήµατα του εγκεφάλου για µια περίοδο εβδοµάδων ή µηνών και τις µεταφέρει σε συγκεκριµένες περιοχές του φλοιού. Ας υποθέσουµε, για παράδειγµα, ότι γνωρίζουµε κάποιο νέο πρόσωπο.
Η αισθητική πληροφορία µεταφέρεται από τα µάτια στην οπτική περιοχή του εγκεφάλου, στο οπίσθιο τµήµα του ινιακού λοβού. Από εκεί µεταβιβάζεται σε µια συνειρµική περιοχή του κάτω κροταφικού λοβού, που είναι υπεύθυνη για την αναγνώριση των προσώπων.
Παράλληλα, οι οπτικές αυτές πληροφορίες για το πρόσωπο µεταβιβάζονται στον ιππόκαµπο µέσω µιας περιοχής που ονοµάζεται ενδορρινικός φλοιός. Αφού υποστούν µια επεξεργασία στον ιππόκαµπο, οι πληροφορίες αυτές αποθηκεύονται πιθανώς και πάλι στο συνειρµικό φλοιό του κροταφικού λοβού, απ' όπου είναι διαθέσιµες όποτε χρειαστεί να ανακληθούν, όποτε δηλαδή χρειαστεί να θυµηθούµε το συγκεκριµένο πρόσωπο.
Η άδηλη µνήµη για µια συγκεκριµένη εργασία συνδέεται µε τη δραστηριότητα ενός ειδικού αισθητικού και του αντίστοιχου κινητικού συστήµατος που παρεµβαίνουν στο µαθησιακό έργο και διατηρείται από µηχανισµούς αποθήκευσης που υπάρχουν σε καθένα από αυτά τα συστήµατα.
Αυτό σηµαίνει ότι η µάθηση που στηρίζεται στην άδηλη µνήµη είτε στηρίζεται σε απ' ευθείας σύνδεση αισθητικών και κινητικών συστηµάτων, είτε χρησιµοποιεί ενδιάµεσα συνειρµικές περιοχές του φλοιού, που κι αυτές όµως αποτελούν λειτουργικά των αισθητικών και κινητικών περιοχών. Γι' αυτό λοιπόν έχει προταθεί η διάκριση των άδηλων µορφών µάθησης σε µη συνειρµικές και συνειρµικές.
Η µη συνειρµική µάθηση παρατηρείται όταν το άτοµο εκτίθεται µία φορά ή επανειληµµένα σε κάποιο ερέθισµα. Ο εθισµός, η ευαισθητοποίηση ή η απευαισθητοποίηση αποτελούν παραδείγµατα αυτού του τύπου µάθησης. Φανταστείτε για παράδειγµα το φόβο που αισθανόσαστε όταν την Κυριακή του Πάσχα σκάσει δίπλα σας το πρώτο βεγγαλικό.
Μετά από λίγο όµως συνηθίζετε στην ιδέα και αρχίζετε να την απολαµβάνετε. Η αντίδραση του φόβου ελαττώνεται αυτόµατα, χωρίς την ανάγκη συνειδητής επεξεργασίας του φαινοµένου. Ο εγκέφαλος προκαλεί αυτόµατα µια µείωση της αντίδρασης µέσω απ' ευθείας σύνδεσης των αισθητικών συστηµάτων και των συστηµάτων εξόδου. Σε ένα παρόµοιο σύστηµα στηρίζεται και η µιµητική µάθηση, ένα βασικό στοιχείο απόκτησης της γλώσσας στα παιδιά.
Υπάρχουν ωστόσο και τύποι µάθησης που στηρίζονται στην άδηλη µνήµη, αλλά χρησιµοποιούν πιο πολύπλοκα εγκεφαλικά συστήµατα, µε την έννοια ότι ανάµεσα στο ερέθισµα και την απάντηση παρεµβάλλονται τοπικά συνειρµικά κυκλώµατα του εγκεφάλου. Η µάθηση αυτή ονοµάζεται εξαρτηµένη και διαχωρίζεται στην κλασική εξαρτηµένη µάθηση και τη συντελεστική εξαρτηµένη µάθηση.
Κλασικό παράδειγµα της κλασικής εξαρτηµένης µάθησης είναι τα σκυλιά του ρώσου ψυχολόγου Ivan Pavlov, τα οποία παρουσίαζαν έντονη σιελόρροια σε κάθε ερέθισµα που συνδεόταν µε την παρουσία τροφής. Κλασικό παράδειγµα της συντελεστικής εξαρτηµένης µάθησης είναι τα ποντίκια του αµερικανού ψυχολόγου B.F. Skinner, τα οποία έµαθαν να παίρνουν την τροφή τους πατώντας διαρκώς ένα µοχλό που βρισκόταν σε µια γωνιά του κλουβιού τους. Και στις δυο περιπτώσεις η µάθηση αποτελεί σύνδεση ενός ερεθίσµατος µε µια απάντηση. Στην πρώτη το ερέθισµα είναι φυσικό (λ.χ. ένα καµπανάκι που προηγείται της τροφής), στη δεύτερη είναι µια απάντηση (πάτηµα του µοχλού).
Οι εγκεφαλικοί µηχανισµοί που ελέγχουν τη συνειρµική και τη µη συνειρµική µάθηση είναι εντελώς διαφορετικοί από αυτούς που ελέγχουν τη µάθηση µέσω της έκδηλης µνήµης. Η απευαισθητοποίηση στα ερεθίσµατα του φόβου λ.χ. που παρατηρείται στα βεγγαλικά του Πάσχα εξαρτάται από τη δραστηριότητα µιας οµάδας πυρήνων του εγκεφάλου που ονοµάζονται πυρήνες της αµυγδαλής, ενώ στη συντελεστική εξαρτηµένη µάθηση, εκτός των αισθητικών και κινητικών συστηµάτων του φλοιού παρεµβαίνει και η παρεγκεφαλίδα. Η παρεγκεφαλίδα, που συνιστά ουσιαστικά ένα δεύτερο εγκέφαλο κάτω από τα εγκεφαλικά ηµισφαίρια, επεξεργάζεται αισθητικές και κινητικές πληροφορίες και διαµορφώνει τις κινητικές απαντήσεις ανάλογα µε τις συνθήκες του περιβάλλοντος (προσαρµόζει λ.χ. τις διάφορες κινήσεις ανάλογα µε τη θέση του σώµατος).
Η φυσιολογία και η παθοφυσιολογία της µάθησης Από αυτά που αναφέρθηκαν παραπάνω προκύπτει το εύλογο συµπέρασµα ότι οι διαδικασίες της µάθησης εξαρτώνται από τους εγκεφαλικούς µηχανισµούς της µνήµης.
Η δραµατική περίπτωση του ασθενούς ΗΜ δείχνει ότι µια εγκεφαλική βλάβη µπορεί να επηρεάσει τη µνήµη και τη µάθηση. Ισχύει όµως και το αντίστροφο; Μνηµονικές και µαθησιακές διαταραχές που παρατηρούµε σε συγκεκριµένους ανθρώπους µπορεί να οφείλονται σε εγκεφαλικές βλάβες ή διαταραχές;
Μεγάλο βάρος της έρευνας ρίχτηκε στις γεροντικές και προγεροντικές άνοιες, όπως η νόσος του Alzheimer, για διάφορους λόγους (ένας από τους οποίους ήταν και η προσβολή του πρώην προέδρου των ΗΠΑ Ronald Reigan από τη νόσο του Alzheimer). Κοινή διαπίστωση όλων των σχετικών ερευνών είναι ότι αυτές οι νόσοι οφείλονται σε εγκεφαλικές διαταραχές, γενετικής κυρίως αιτιολογίας, που εκφράζονται µε απώλεια εγκεφαλικού ιστού στις συνειρµικές περιοχές του εγκεφάλου, οι οποίες σχετίζονται µε τη λειτουργίας της έκδηλης µνήµης.
Η απώλεια ωστόσο του εγκεφαλικού ιστού είναι αναµενόµενη στους ηλικιωµένους ανθρώπους, επειδή τα νευρικά κύτταρα, σε αντίθεση µε άλλα κύτταρα του σώµατος, δεν αναγεννιούνται. Τι συµβαίνει όµως µε τα µικρά παιδιά, τα οποία παρουσιάζουν µαθησιακές δυσκολίες στα πρώτα χρόνια της ζωής, σε περιόδους όπου αναπτύσσεται εγκέφαλος και γεννιούνται διαρκώς νέα νευρικά κύτταρα;
Ανάµεσα στις µαθησιακές δυσκολίες της παιδικής ηλικίας κυρίαρχο ρόλο φαίνεται να παίζει η δυσλεξία, η αδυναµία της µάθησης της ανάγνωσης, η οποία πολλές φορές παρουσιάζεται σε παιδιά µε αυξηµένο δείκτη νοηµοσύνης (ο Αϊνστάιν, λ.χ. υπέφερε από αυτήν την αδυναµία).
Μέχρι πρόσφατα, ψυχολόγοι και εκπαιδευτικοί πίστευαν ότι η δυσλεξία οφείλεται σε περιβαλλοντικούς παράγοντες, σε γενικά προβλήµατα επικοινωνίας του παιδιού, ή αποτελούσε µηχανισµό άµυνας του παιδιού σε περιβαλλοντικούς παράγοντες. Το 1979 διαπιστώθηκε για πρώτη φορά ότι η δυσλεξία µπορεί να οφείλεται σε ανατοµικές ανωµαλίες του εγκεφάλου. Το αριστερό ηµισφαίριο ενός ασθενούς που πέθανε σε ένα ατύχηµα έδειξε ανωµαλίες που εντοπίζονταν στις περιοχές που είναι υπεύθυνες για τη γλώσσα.
Στα χρόνια που ακολούθησαν έγιναν πολλές έρευνες µε τη χρήση των σύγχρονων απεικονιστικών µεθόδων του εγκεφάλου (f-MRI –λειτουργική µαγνητική τοµογραφία, PET –τοµογραφία εκποµπής ποζιτρονίων, κ.ά.) και όλες συγκλίνουν στην άποψη ότι η δυσλεξία οφείλεται σε µια «ανορθόδοξη» µάθηση της ανάγνωσης.
Όταν µιλάµε, ακούµε τις λέξεις µε τα αυτιά µας, επεξεργαζόµαστε αυτήν την ακουστική πληροφορία µε κάποια νευρικά κυκλώµατα που βρίσκονται στον κροταφικό λοβό (όπου πιθανόν βρίσκεται ένας αποκωδικοποιητής των ήχων σε λέξεις), και η πληροφορία αυτή µεταφέρεται στην περιοχή του Broca του µετωπιαίου λοβού, απ' όπου µεταβιβάζεται στις κινητικές περιοχές που ελέγχουν τα χείλη και τη γλώσσα για να µιλήσουµε. Όταν όµως διαβάζουµε, ενεργοποιείται ένα διαφορετικό κύκλωµα.
Από την οπτική περιοχή του ινιακού λοβού, η πληροφορία µεταφέρεται σε µια διαφορετική περιοχή (στη γωνιώδη έλικα στο όριο κροταφικού και ινιακού λοβού, όπου γίνεται η αποκωδικοποίηση του οπτικού ερεθίσµατος σε λέξεις), από την οποία µεταβιβάζεται στην περιοχή του Broca για να παραχθεί ο λόγος. Τα δυσλεκτικά άτοµα δεν χρησιµοποιούν για την αποκωδικοποίηση των λέξεων τη γωνιώδη έλικα αλλά τις περιοχές που είναι υπεύθυνες για την ακουστική αποκωδικοποίηση των λέξεων. Γράφουν ό,τι ακούν και, όταν διαβάζουν, διαβάζουν και γράφουν αυτό που αποκωδικοποιεί η ακουστική και όχι η οπτική περιοχή του εγκεφάλου τους.
∆εν γνωρίζουµε ακόµη την πηγή αυτής της διαταραχής. Πιθανόν να οφείλεται σε γενετικούς κληρονοµικούς παράγοντες ή σε αναπτυξιακούς παράγοντες που δρουν κατά την εµβρυϊκή ή την πρώιµη βρεφική ηλικία. Πιθανόν ακόµη να παίζουν κάποιο ρόλο και ορισµένοι περιβαλλοντικοί παράγοντες που δρουν σε αυτές τις ευαίσθητες περιόδους.
Το συµπέρασµα πάντως είναι ότι η δυσλεξία, καθώς και άλλες µαθησιακές δυσκολίες, δεν αντανακλούν µόνο περιβαλλοντολογικά προβλήµατα αλλά και µια παθολογική φυσιολογία του εγκεφάλου, για την οποία γνωρίζουµε ελάχιστα πράγµατα. ∆εν γνωρίζουµε γιατί ο εγκέφαλος των δυσλεκτικών παιδιών αποκωδικοποιεί τα γραπτά µηνύµατα ως ακουστικά.
Όπως δεν γνωρίζουµε γιατί κάποιοι άνθρωποι παθαίνουν γεροντική άνοια και κάποιοι άλλοι φτάνουν σε βαθιά γεράµατα χωρίς την παραµικρή γνωστική δυσλειτουργία. Ελπίζουµε ότι η µελέτη του εγκεφάλου, σε συνδυασµό µε τις µελέτες της γνωστικής και της αναπτυξιακής ψυχολογίας, θα οδηγήσει σύντοµα σε ένα ολοκληρωµένο µοντέλο µάθησης, θα καταλήξει σε µια τελική συνθετική θεωρία και θα απαντήσει σε αυτά τα ερωτήµατα, προβλέποντας λύσεις και καταξιώνοντας θεραπείες. Μέχρι τότε, πάντως, η µελέτη του εγκεφάλου πρέπει να αποτελεί συστατικό στόχο κάθε προσπάθειας κατανόησης της ανθρώπινης συµπεριφοράς, φυσιολογικής ή παθολογικής.
Βιβλιογραφία
1. Kandel E.R., Schwartz J.H. and Jessell T.M. (1995) Essentials of Neural Science
and Behavior, Appleton and Lange, µετάφραση από τις Πανεπιστηµιακές Εκδό-
σεις Κρήτης, 1997.
2. Καφετζόπουλος E. (1995) Εγκέφαλος, συνείδηση και συµπεριφορά, Εκδόσεις Εξά-
ντας, Αθήνα.
3. Shaywitz S.E (1996) "Dyslexia", Scientific American, Nov. 1996, pp. 78-84.
Συγγραφέας: Ευάγγελος Καφετζόπουλος
Πηγή: 24grammata.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου