«Ἕλληνες ἀεί παῖδες ἐστε, γέρων δέ Ἕλλην οὐκ ἔστιν» (Πλάτων, Τίμαιος, 22b).


"Ὁμολογεῖται μὲν γὰρ τὴν πόλιν ἡμῶν ἀρχαιοτάτην εἶναι καὶ μεγίστην καὶ παρὰ πᾶσιν ἀνθρώποις ὀνομαστοτάτην· οὕτω δὲ καλῆς τῆς ὑποθέσεως οὔσης,
ἐπὶ τοῖς ἐχομένοις τούτων ἔτι μᾶλλον ἡμᾶς προσήκει τιμᾶσθαι. 24. Ταύτην γὰρ οἰκοῦμεν οὐχ ἑτέρους ἐκβαλόντες οὐδ' ἐρήμην καταλαβόντες
οὐδ' ἐκ πολλῶν ἐθνῶν μιγάδες συλλεγέντες, ἀλλ' οὕτω καλῶς καὶ γνησίως γεγόναμεν ὥστ' ἐξ ἧσπερ ἔφυμεν, ταύτην ἔχοντες ἅπαντα τὸν χρόνον διατελοῦμεν,
αὐτόχθονες ὄντες καὶ τῶν ὀνομάτων τοῖς αὐτοῖς οἷσπερ τοὺς οἰκειοτάτους τὴν πόλιν ἔχοντες προσειπεῖν".
(Ἰσοκράτης, Πανηγυρικός, στίχοι 23-24).

Τα άρθρα που φιλοξενούνται στον παρόντα ιστότοπο και προέρχονται απο άλλες πηγές, εκφράζουν αποκλειστικά και μόνον τις απόψεις των συγγραφέων τους.

Καθίσταται σαφές ότι η δημοσίευση ανάρτησης, δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά αποδοχή των απόψεων του συγγραφέως.


ΕΑΝ ΘΕΛΕΤΕ, ΑΦΗΝΕΤΕ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ, ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΑΡΘΡΟ-ΑΝΑΡΤΗΣΗ (΄κλίκ΄ στο "Δεν υπάρχουν σχόλια"). ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ.

Ακολουθήστε μας στο Facebook

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2014

Ο Χρόνος και η Αγάπη






Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε ένα νησί στο οποίο ζούσαν όλα τα συναισθήματα η Ευτυχία η Λύπη, η Γνώση, η Αγάπη και όλα τα άλλα.

Μια μέρα έμαθαν ότι το νησί τους θα βούλιαζε και έτσι όλοι επισκεύασαν τις βάρκες τους και άρχισαν να φεύγουν.

Η Αγάπη ήταν η μόνη που έμεινε πίσω. ΄Ήθελε ν’ αντέξει μέχρι τελευταία στιγμή.

Όταν το νησί άρχισε να βυθίζεται, η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια.

Βλέπει τον Πλούτο που περνούσε με μια λαμπερή θαλαμηγό. Η Αγάπη τον ρωτάει: «Πλούτε μπορείς να με πάρεις μαζί σου;»

«΄Όχι δεν μπορώ», απάντησε ο Πλούτος. «΄Έχω ασήμι και χρυσάφι στο σκάφος μου και δεν υπάρχει χώρος για σένα».

Η Αγάπη τότε αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από την Αλαζονεία, που επίσης περνούσε από μπροστά της σε ένα πανέμορφο σκάφος. «Σε παρακαλώ βοήθησέ με», είπε η Αγάπη.

«Δεν μπορώ να σε βοηθήσω Αγάπη, είσαι μούσκεμα και θα μου λερώσεις το σκάφος μου», της απάντησε η Αλαζονεία.

Η Λύπη ήταν πιο πέρα κι έτσι η Αγάπη αποφάσισε να της ζητήσει βοήθεια. «Λύπη, άφησέ με να έρθω μαζί σου».

«Ω! Αγάπη είμαι τόσο στενοχωρημένη που θέλω να μείνω μόνη μου», είπε η Λύπη.


Η Ευτυχία πέρασε μπροστά από την Αγάπη, αλλά και αυτή δεν της έδωσε σημασία, ήταν τόσο χαρούμενη, που ούτε καν άκουσε την Αγάπη που ζητούσε βοήθεια.

Ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή: «Αγάπη έλα προς τα εδώ θα σε πάρω εγώ μαζί μου».

΄Ήταν ένας πολύ ηλικιωμένος κύριος, που η Αγάπη δεν γνώριζε, αλλά ήταν τόσο συγκινημένη από ευγνωμοσύνη, που ξέχασε να ρωτήσει το όνομα του.

΄Όταν έφτασαν στη στεριά, ο κύριος έφυγε και πήρε στο δρόμο του.

Η Αγάπη γνωρίζοντας πόσα χρωστούσε στον κύριο που την βοήθησε, ρώτησε τη Γνώση: «Γνώση, ποιός ήταν ο κύριος που με βοήθησε

«Ο Χρόνος», απάντησε η Γνώση.

«Ο Χρόνος;» ρώτησε η Αγάπη. «Γιατί με βοήθησε ο Χρόνος;»

Τότε η Γνώση χαμογέλασε και με βαθιά σοφία της είπε:

«Μόνο ο Χρόνος μπορεί να καταλάβει πόσο μεγάλη σημασία έχει η Αγάπη».


Δεν υπάρχουν σχόλια: