«Ἕλληνες ἀεί παῖδες ἐστε, γέρων δέ Ἕλλην οὐκ ἔστιν» (Πλάτων, Τίμαιος, 22b).


"Ὁμολογεῖται μὲν γὰρ τὴν πόλιν ἡμῶν ἀρχαιοτάτην εἶναι καὶ μεγίστην καὶ παρὰ πᾶσιν ἀνθρώποις ὀνομαστοτάτην· οὕτω δὲ καλῆς τῆς ὑποθέσεως οὔσης,
ἐπὶ τοῖς ἐχομένοις τούτων ἔτι μᾶλλον ἡμᾶς προσήκει τιμᾶσθαι. 24. Ταύτην γὰρ οἰκοῦμεν οὐχ ἑτέρους ἐκβαλόντες οὐδ' ἐρήμην καταλαβόντες
οὐδ' ἐκ πολλῶν ἐθνῶν μιγάδες συλλεγέντες, ἀλλ' οὕτω καλῶς καὶ γνησίως γεγόναμεν ὥστ' ἐξ ἧσπερ ἔφυμεν, ταύτην ἔχοντες ἅπαντα τὸν χρόνον διατελοῦμεν,
αὐτόχθονες ὄντες καὶ τῶν ὀνομάτων τοῖς αὐτοῖς οἷσπερ τοὺς οἰκειοτάτους τὴν πόλιν ἔχοντες προσειπεῖν".
(Ἰσοκράτης, Πανηγυρικός, στίχοι 23-24).

Τα άρθρα που φιλοξενούνται στον παρόντα ιστότοπο και προέρχονται απο άλλες πηγές, εκφράζουν αποκλειστικά και μόνον τις απόψεις των συγγραφέων τους.

Καθίσταται σαφές ότι η δημοσίευση ανάρτησης, δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά αποδοχή των απόψεων του συγγραφέως.


ΕΑΝ ΘΕΛΕΤΕ, ΑΦΗΝΕΤΕ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ, ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΑΡΘΡΟ-ΑΝΑΡΤΗΣΗ (΄κλίκ΄ στο "Δεν υπάρχουν σχόλια"). ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ.

Ακολουθήστε μας στο Facebook

Δευτέρα 1 Ιουλίου 2013

Στα παγκάκια της Πανόρμου



Μόνο οι υπαρκτοί άνθρωποι ορίζουν τα σημεία


Πέμπτη πρωί. Δροσιά στην πλατεία της Πανόρμου.
Η κίνηση ακόμη μικρή. Λίγα ταξί στην αναμονή. Περισσότερο το σημείο μοιάζει με τόπο αναχώρησης, παρά με σημείο κατάληξης. Η στάση απέναντι, άδεια στην αρχή, γεμίζει σιγά - σιγά. Οι κλίμακες καθόδου στην υπόγεια συγκοινωνία εξαφανίζουν ως δια μαγείας πρωινούς βιαστικούς περαστικούς.

Η πλατεία γεμίζει και αδειάζει. Καθημερινή διασταύρωση καθημερινών ανθρώπων. Ξαφνικά τη ματιά μου κερδίζει μια σταθερή παρέα που πληθαίνει. Τα παγκάκια γεμίζουν. Ένας μετά τον άλλο, μία μετά την άλλη, αναζητούν στην πρωινή δροσιά της πόλης μια θέση ανάπαυσης. Ηλικιωμένοι, όλοι χωρίς εξαίρεση. Λίγο στενά τοποθετημένοι. Έφτασαν εκεί χωρίς κάποιον προορισμό. Στο υπαρκτό ή φανταστικό σημείο συνάντησης. 

Τους παρατηρώ. Αμίλητοι. Το βλέμμα αριστερά, δεξιά. Όλοι άγνωστοι. Δεν ανταλλάσσουν ούτε ματιά, ούτε λέξη.

Μέσα στη μοναξιά της πόλης, η μικρή πλατεία γίνεται ένας τόπος άρρητης συντροφικότητας. Σαν την άρρητη καλημέρα που αφήνει άθελά του κάθε περαστικός δίπλα τους. Και να, που το άρρητο γίνεται ρητό. Η «στενή» επαφή στα παγκάκια βρίσκει μια συνέχεια στις λέξεις. Και η σιωπή υποχωρεί. 

Και η συζήτηση αρχίζει. Η δειλή γνωριμία ζεσταίνει σιγά-σιγά την ατμόσφαιρα της πλατείας. Μαζί με τον ήλιο, που έχει πια αισθητά σηκωθεί. Και η παρέα συνομιλεί. Τα γνωστά και τα τρέχοντα. Για τις τιμές, άκουσα να λέει ο ένας, για την πιο δροσερή μέρα ο άλλος, για τη ζέστη της νύχτας ο διπλανός.

Στο απέναντι παγκάκι, η ηλικιωμένη κυρία
σχεδόν μονολογεί για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει στον πρωινό της περίπατο. Έτοιμη να μπει και αυτή στη συζήτηση. Και τη μικρή συντροφιά, έτσι όπως έπαιρνε σιγά-σιγά ζωή στα παγκάκια της Πανόρμου, τη διακόπτει μια δυνατή φωνή.

- Ξέρετε που είναι το Ταχυδρομείο;

- Να εδώ δίπλα, απαντά η ηλικιωμένη κυρία, βγαίνοντας από το μονόλογό της.


Και πριν ακούσει το ευχαριστώ, «θα έρθω μαζί σου» της λέει. «Να σου δείξω. Να πούμε και καμιά κουβέντα». Και το άδειο πια παγκάκι, γέμισε γρήγορα και ξανά. Και η αυθόρμητη αυτή παρέα, όπως τους παρατηρούσα, έψαχνε αφορμές και θέματα.

Τελικά, δεν υπάρχει φανταστικό σημείο συνάντησης. Μόνο οι υπαρκτοί άνθρωποι ορίζουν τα σημεία. Τα σημεία και τις σημασίες.


Δεν υπάρχουν σχόλια: