Ο Μέγας Αλέξανδρος απέχει χιλιάδες χιλιόμετρα από την πατρίδα του, την Μακεδονία. Βρίσκεται στην χώρα των Μαλλών, στις απαρχές της Ινδίας, ανάμεσα σε μύριους εχθρούς.
Καταδιώκει αμείλικτα τους Ινδούς που αντιστέκονται στο πέρασμά του. Ολόκληρο το έθνος των Μαλλών βρίσκεται σε μια οχυρή πόλη.
Ο Αλέξανδρος με όλη την γενναιοψυχία που τον διακρίνει, επιτίθεται σαν άγριο θηρίο στα τείχη, κυριεύοντας χωρίς ιδιαίτερο κόπο το εξωτερικό τείχος της πόλης.
Οι Ινδοί τα έχουν χαμένα με την ορμητικότητα του Αλεξάνδρου και τρέχουν αλαφιασμένοι να βρουν καταφύγιο στα ασφαλέστερα τείχη της ακροπόλεως. Τους καταδιώκει ανηλεώς κραδαίνοντας την κοπίδα του και τους χτυπάει αλύπητα.
Βλέποντας τους στρατιώτες του να προχωρούν απρόθυμα στις σκάλες, αρπάζει μια σκάλα και τρέχει σαν μανιασμένος ταύρος ίσια στα τείχη της ακρόπολης.
Την βάζει στο τείχος και αρχίζει να ανεβαίνει με γρηγοράδα κρατώντας πάνω από το κεφάλι του την ασπίδα για να προστατευτεί από τα τοξεύματα, τα ακόντια, τις πέτρες και ό,τι άλλο πετούν επάνω του οι αμυνόμενοι.
Ανεβαίνει πάνω στα τείχη της ακρόπολης και με την ασπίδα σπρώχνει τους δεκάδες Ινδούς που στριμώχνονται για το ποιος θα τον σκοτώσει.
Καταπόδας ακολουθεί ο Πευκέστας που κρατάει στα στιβαρά του μπράτσα την ιερή ασπίδα από το Ίλιο, την Τροία του Ομήρου. Είναι η ασπίδα του ανίκητου Αχιλλέα, που την είχε πάρει μαζί του ξεκινώντας την πανελλήνια εκστρατεία του στην Ασία.
Αμέσως μετά τον Πευκέστα έρχεται ο βασιλικός σωματοφύλακας, ο Λεοννάτος, σπρώχνοντας και αυτός με δύναμη τους Ινδούς. Από άλλη σκάλα ανεβαίνει ο διμοιρίτης Αβρέας για να προστατεύσει και αυτός τον βασιλιά του. Απωθεί με το ξίφος του το πλήθος των Μαλλών.
Οι στρατιώτες που βρίσκονται έξω από την ακρόπολη βλέποντας τον βασιλιά τους μόνο με τρεις στρατιώτες να τον προστατεύουν, ορμάνε πάνω στις σκάλες. Από το βάρος τόσων ανδρών, οι σκάλες, σπάνε σαν ξυλαράκια και οι στρατιώτες πέφτουν με πάταγο στο έδαφος. Κόκαλα σπάνε, ξίφη λυγίζουν, ασπίδες τσακίζονται.
Πάνω στα τείχη έχει ανάψει για τα καλά η μάχη. Ο Αλέξανδρος, ο Πευκέστας, ο Λεοννάτος και ο Αβρέας δέχονται καταιγιστική βροχή από βέλη και ακόντια. Οι εχθροί είναι πολυάριθμοι, στο βαθμό που οι σωματοφύλακες δεν ξέρουν από πού να φυλαχθούν.
Ο Αλέξανδρος χωρίς να το πολυσκεφτεί, πηδάει μέσα στο εσωτερικό και χτυπάει τους Ινδούς. Καλύπτει τα νώτα του στηριζόμενος στο τείχος. Σκοτώνει μάλιστα με την κοπίδα του τον ηγεμόνα των Ινδών.
Οι αμυνόμενοι αναγνωρίζουν τον Αλέξανδρο από την στολή και τα όπλα που φέρει. Του επιτίθενται λυσσαλέα. Δεν τους νοιάζει που είναι ένας. Το μόνο που θέλουν είναι να τον σκοτώσουν οπωσδήποτε. Από την πλευρά του, άλλοτε πετάει πέτρες κι άλλοτε ξιφομαχεί.
Οι Ινδοί βλέποντας το λιοντάρι της Μακεδονίας να μάχεται σαν τον πρόγονο του τον Αχιλλέα, πισωπατούν. Οι υπόλοιποι συνεχίζουν να τοξεύουν και να πετροβολούν ασταμάτητα.
Ο Λεοννάτος, ο Πευκέστας και ο Αβρέας βλέποντας τον βασιλιά τους να ριψοκινδυνεύει έτσι και να μάχεται μόνος του, πηδάνε μέσα από τα τείχη και βάζουν τα σώματά τους μπροστά, προστατεύοντάς τον.
Η μάχη είναι Ομηρική. Το αμέτρητο πλήθος των Ινδών είναι σαν κινούμενη μάζα που τείνει να καταπιεί τους επιτιθέμενους.
Ο Αβρέας μάχεται με πυγμή και πείσμα υπερασπιζόμενος τον βασιλιά του, όμως ξαφνικά ένα βέλος τον βρίσκει στο πρόσωπο. Ο θάνατος του Αβρέα ήταν ακαριαίος σκορπίζοντας το αίμα του στα πόδια του βασιλιά και των υπολοίπων υπερασπιστών του.
Τον Αλέξανδρο τον βρίσκει ένα βέλος κατάστηθα, διαπερνώντας τον χρυσοποίκιλτο θώρακά του. Αντιστέκεται με όσες δυνάμεις του απομένουν, αλλά σταδιακά ο ίλιγγος τον κυριεύει από την ακατάσχετη αιμορραγία.
Η πανοπλία πλέον τον βαραίνει και η κοπίδα που τον συντρόφευσε σε τόσες μάχες, μοιάζει ασήκωτη. Πέφτει λιπόθυμος από την αιμορραγία.
Ο Πευκέστας που είναι δίπλα του, τον σκεπάζει με την ασπίδα του Αχιλλέα. Από την άλλη μεριά τον καλύπτει με την δικιά του ασπίδα ο Λεοννάτος. Η κατάσταση μέσα στα τείχη είναι τραγική.
Οι Μακεδόνες που είναι απ' έξω έχουν λυσσάξει σκεπτόμενοι τον αβοήθητο βασιλιά. Μπήγουν πασσάλους στα τείχη, κάνουν τα κορμιά τους σκάλες και ο ένας πατάει πάνω στον άλλον για να ανεβαίνουν γρήγορα πάνω στα τείχη.
Αντικρίζοντας τον βασιλιά τους λιπόθυμο στο έδαφος, τον Λεοννάτο και τον Πευκέστα να αγωνίζονται παλληκαρήσια μην αφήνοντας τους Ινδούς να πλησιάσουν, ορμάνε στους Ινδούς με λύσσα, σκοτώνοντας όποιον βρίσκεται μπροστά τους.
Οι υπόλοιποι Μακεδόνες που βρίσκονται ακόμα έξω από την ακρόπολη σπάζουν τον σύρτη της πύλης.
Εξαγριωμένοι αρχίζουν την μαζική σφαγή των κατοίκων της πόλης. Ενόσω η μάχη συνεχίζεται, ο λιπόθυμος Αλέξανδρος μεταφέρεται εκτός, πάνω σε ασπίδα. Κανείς δεν γνωρίζει ακόμη αν είναι ζωντανός ή νεκρός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου