Για να εξετάσουμε τις πιθανές αστρονομικές ερμηνείες του ουράνιου αντικειμένου που ονομάζουμε «αστέρα της Βηθλεέμ» ή «άστρο των Χριστουγέννων», πρέπει αρχικά να προσδιορίσουμε το χρόνο εμφάνισής του και στην συνέχεια να μελετήσουμε τις υπάρχουσες πηγές που αφορούν την περιγραφή του.
Το πρώτο ερώτημα που χρειάζεται να απαντηθεί αφορά την χρονολογία γέννησης του Ιησού. Η δημιουργία ημερολογίου με αφετηρία τη γέννηση του Ιησού προτάθηκε για πρώτη φορά το 532 μ.Χ, όταν ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός ανέθεσε στον εκκλησιαστικό συγγραφέα Διονύσιο τον μικρό αυτό το έργο. Η έως τότε χρονολόγηση ξεκινούσε από την κτίση της Ρώμης. Ο Διονύσιος ο μικρός όρισε ως έτος Γέννησης το 1μ.Χ, το οποίο αντιστοίχισε στο έτος 754 από κτίσεως Ρώμης. Υπήρξαν όμως και ιστορικά και μαθηματικά λάθη στους υπολογισμούς του. Αξίζει να αναφέρουμε την παράληψη του έτους μηδέν στο νέο ημερολόγιο, αφού σε εκείνη την εποχή ήταν άγνωστη η χρήση των αλγεβρικών αριθμών.
Σήμερα, ιστορικοί και θεολόγοι ερευνητές έχουν καταλήξει και τοποθετούν τη Γέννηση του Ιησού στο 6 – 7 π.Χ. Όσον αφορά την ημερομηνία της 25ης Δεκεμβρίου δεν προέκυψε από μαθηματικούς υπολογισμούς. Αποτέλεσε αρχικά απόφαση του πάπα Ιουλίου ο οποίος θέλησε να αντικαταστήσει, με τα Χριστούγεννα, την σημαντικότερη ειδωλολατρική γιορτή του Μίθρα, κατά την οποία γιορτάζονταν η «γέννηση του αήττητου ήλιου» και η διάβασή του ηλίου από το χειμερινό ηλιοστάσιο.
Γραπτές αναφορές για τον «αστέρα» της Βηθλεέμ συναντάμε στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, καθώς και σε κάποια από τα λεγόμενα «απόκρυφα» ευαγγέλια, τα οποία η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν αποδέχεται ως αξιόπιστα. Θεωρούμε επομένως μοναδική μας πηγή τις αναφορές του ευαγγελιστή Ματθαίου (κεφ. Β εδαφ. 1-12).
Οι μάγοι που παρατήρησαν τον «αστέρα» ήταν αστρονόμοι της εποχής, επομένως πολύ καλοί γνώστες των ουράνιων φαινομένων, γι’ αυτό και τους συμβουλεύθηκε ο βασιλιάς Ηρώδης. Παράλληλα, υπήρξαν αποκρυφολόγοι και αστρολόγοι και το πιθανότερο Πέρσες στην καταγωγή. Καθώς οι γραφές περιγράφουν τον «αστέρα», του προσδίδουν δύο βασικά χαρακτηριστικά: τη «κίνηση» (ὁ ἀστὴρ ὃν εἶδον ἐν τῇ ἀνατολῇ προῆγεν αὐτοὺς) και τη «στάση» πάνω στην ουράνια σφαίρα (ἕως ἐλθὼν ἐστάθη ἐπάνω οὗ ἦν τὸ παιδίον).
Οπότε το αστρονομικό αντικείμενο που αναζητούμε θα πρέπει να ικανοποιεί τα παραπάνω χαρακτηριστικά. Ας αναζητήσουμε λοιπόν όλες τις πιθανές ερμηνείες του ξεκινώντας από τις λιγότερο πιθανές και καταλήγοντας σε αυτές με τις ισχυρότερες πιθανότητες.
Οι διάττοντες αστέρες ή πεφταστέρια αποτελούν συνήθη αστρονομικά φαινόμενα. Ο χρόνος ζωής τους δεν υπερβαίνει τα μερικά δευτερόλεπτα, γεγονός το οποίο δεν έρχεται σε συμφωνία με την αναφορά των γραφών ότι το φαινόμενο ήταν ορατό από τους μάγους στη διάρκεια του ταξιδιού τους προς την Ιουδαία.
Επιπλέον, η πτώση ενός διάττοντα δεν πληροί τα παρατηρησιακά δεδομένα της «κίνησης» και της «στάσης», που αναφέραμε νωρίτερα. Η εκδοχή της βολίδας επίσης εμφανίζεται ανίσχυρη διότι, παρότι μπορεί να αποτελεί φαινόμενο εξαιρετικής λαμπρότητας, καθώς θρυμματίζεται κατά την είσοδό της στην ατμόσφαιρα, ο χρόνος ζωής της δεν υπερβαίνει τις μερικές δεκάδες δευτερολέπτων.
Ο κομήτης έχει αποτελέσει πολύ ισχυρό υποψήφιο για τον «αστέρα των Χριστουγέννων», διότι μπορεί να παρατηρηθεί για αρκετούς μήνες στον ουρανό, κινείται σχετικά με τους απλανείς αστέρες, αλλάζει θέση ως προς τον ήλιο, παρουσιάζει στάσεις όπως οι πλανήτες και η λαμπρότητά του μπορεί να τον κάνει ορατό ακόμα και την ημέρα.
Γνωρίζουμε για παρατήρηση κομήτη στις χώρες της Μεσοποταμίας το17 π.Χ. και για τον κομήτη του Halley το 12 π.Χ. Οι χρονολογίες αυτές όμως απέχουν αρκετά από την ημερομηνία γέννησης του Ιησού. Βεβαίως, ισχυρό επιχείρημα κατά της υπόθεσης του κομήτη αποτελεί το γεγονός ότι οι κομήτες ανέκαθεν θεωρούνταν προάγγελοι πολέμων, λοιμών και φυσικών καταστροφών, επομένως δύσκολα θα συνδυάζονταν με την γέννηση ενός βασιλιά.
Οι αστρονόμοι στην αρχαιότητα γνώριζαν ότι υπάρχουν αστέρες οι οποίοι εμφανίζονταν ξαφνικά στον ουρανό πολύ λαμπεροί, στην συνέχεια μειώνονταν η λαμπρότητά τους, ώσπου μετά κάποιο χρονικό διάστημα δεν ήταν πια ορατοί. Τους ονόμαζαν «νέους» αστέρες.
Ο Ίππαρχος είχε παρατηρήσει «νέο» αστέρα στον αστερισμό του Σκορπιού το 134 π.Χ. Σήμερα γνωρίζουμε ότι πρόκειται για καινοφανείς (nova) ή υπερκαινοφανείς (supernova). Πρόκειται για αστέρες μεγάλης μάζας στα τελευταία στάδια εξέλιξής τους, όπου οι θερμοπυρηνικές εκρήξεις που συντελούνται στο εσωτερικό τους εκτινάσσουν μεγάλο μέρος του υλικού τους στο διάστημα.
Παρατήρηση nova ή supernova αστέρα κοντά στο έτος μηδέν δεν υπήρξε, χωρίς βεβαίως να αποκλείεται μια τέτοια παρατήρηση μόνο από τους μάγους. Μια τέτοια παρατήρηση όμως δεν θα ήταν συνεπής με τις μαρτυρίες των γραφών, αφού μιλάμε για απλανείς αστέρες οι οποίοι δεν κινούνται ούτε και παρουσιάζουν στάσεις στον ουρανό.
Γνωστοί πλανήτες στους αρχαίους αστρονόμους ήταν οι: Ερμής, Αφροδίτη, Άρης, Δίας και Κρόνος. Γνώριζαν ότι κινούνται πάνω στην ουράνια σφαίρα σε τόξα, άλλοτε από την δύση προς την ανατολή (ορθή κίνηση) και άλλοτε από την ανατολή προς τη δύση (ανάδρομη κίνηση). Τα σημεία που άλλαζε η κίνησή τους από ορθή σε ανάδρομη τα ονόμαζαν στηριγμούς ή στάσεις.
Η ερμηνεία του «αστέρα της Βηθλεέμ» ως κάποιου πλανήτη είναι πολύ ισχυρή γιατί οι πλανήτες είναι φωτεινά ουράνια σώματα και ικανοποιούν τα κριτήρια της «κίνησης» και της «στάσης» στον ουρανό, ερχόμενοι σε συμφωνία και με την περιγραφή του ευαγγελιστή Ματθαίου. Ο πλανήτης Δίας βρέθηκε σε στάση το 7π.Χ, και μάλιστα στην κορυφή του ζωδιακού φωτός (μια λάμψη στον ορίζοντα λίγο μετά το λυκόφως ή λίγο πριν από το λυκαυγές).
Επικρατέστερη θεωρία για την ερμηνεία του «αστέρα της Βηθλεέμ» αποτελεί η σύνοδος πλανητών, φαινόμενο στο οποίο παρατηρούμε κάποιους πλανήτες σε μια περιορισμένη περιοχή του ουρανού. Μπορεί μάλιστα να βρεθούν τόσο κοντά, ώστε να μην ξεχωρίζουν ως δύο σώματα, αλλά ως ένα, μεγάλης λαμπρότητας.
Ο αστρονόμος Κωνσταντίνος Χασάπης υπολογίζοντας την θέση των πλανητών στον ουρανό της Βηθλεέμ την εποχή της γέννησης του Ιησού διαπίστωσε ότι το 7 π.Χ οι Δίας και Κρόνος βρέθηκαν σε σύνοδο τρεις φορές, στον αστερισμό των Ιχθύων. Το επόμενο έτος, το 6π.Χ τους πλησίασε και ο Άρης. Αναφορά της τριπλής συνόδου Δία - Κρόνου έχει βρεθεί σε κείμενο στη Βαβυλώνα και προέρχεται από την αστρολογική σχολή της Σιππάρ.
της Φιόρης – Αναστασίας Μεταλληνού, Αστροφυσικός
Συνεργάτης Ινστιτούτου Αστρονομίας, Αστροφυσικής, Διαστημικών Εφαρμογών & Τηλεπισκόπησης, Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου