Εκείνος ο ακούραστος ταξιδιώτης, επιστήμονας, εξερευνητής και μυστικιστής, έφτασε σχεδόν χωρίς να το καταλάβει σε μια κάπως μυστηριώδη σπηλιά, κρυμμένη πίσω από έναν καταρράκτη, καταμεσής σε μια ζούγκλα, όπου κανείς δεν είχε πατήσει το πόδι του.
Όταν μπήκε, ο άνεμος που φυσούσε ακουγόταν σαν μια μουσική που τον καλούσε να προχωρήσει μέσα. Και ήταν κάτι περισσότερο από μια αίσθηση, γιατί όταν έφτασε στο κέντρο της σπηλιάς, είδε μπροστά στα μάτια του ιερογλυφικά σκαλισμένα στο βράχο.
Ο εξερευνητής κατάφερε να αποκωδικοποιήσει το μήνυμα με λίγη προσπάθεια.
Έλεγε:
Καλωσόρισες, μυστηριώδη Ταξιδιώτη. Εδώ είναι ο κρυφός Ναός της Θεάς Ximelia. Η Θεά έχει ένα δώρο να σου προσφέρει. Προχώρησε και θα βρεις ένα μπαούλο. Επάνω του θα δεις το αποτύπωμα απ’ το χέρι της θεάς. Βάλε την παλάμη σου στο αποτύπωμά της, Κι αν πραγματικά το αξίζεις, το βραβείο θα γίνει δικό σου.
Ο ταξιδιώτης προχώρησε άφοβα, ώσπου βρήκε το μπαούλο και με σιγουριά ακούμπησε την παλάμη του στο αποτύπωμα. Ακούστηκε ένα τρίξιμο παλιών μηχανισμών και το καπάκι της κιβωτού άνοιξε μπροστά στα μάτια του.
Μια φωνή —άγνωστο από πού έβγαινε—, του μίλησε στη γλώσσα του:
«Ω, άγνωστε ταξιδιώτη. Είσαι ο εκλεκτός. Το βραβείο της Ximelia είναι δικό σου. Όπως βλέπεις, μέσα στην κιβωτό υπάρχουν τρία δαχτυλίδια. Το κάθε ένα έχει μια θαυματουργή δύναμη και το κάθε ένα, αν χρησιμοποιηθεί, εξουδετερώνει τη δύναμη των άλλων δύο. Πρέπει εσύ να διαλέξεις...»
Ο ταξιδιώτης κοίταξε τα τρία δαχτυλίδια που είχε μπροστά του. Το κάθε ένα είχε μια τεράστια χρωματιστή πέτρα δεμένη με χρυσάφι και πλατίνα.
«Το κόκκινο δαχτυλίδι» συνέχισε η φωνή, «θα σου χαρίσει την αιώνια νεότητα, με παντοτινό έρωτα και σεξουαλικότητα. Όποια σε βλέπει θα πέφτει στα πόδια σου, αν το θέλεις, και δεν θα προλαβαίνεις ν’ απολαμβάνεις την ηδονή, που θα την έχεις άπειρη. Δεν θα ζήσεις ποτέ τα γηρατειά, ούτε καμία ασθένεια, εκτός κι αν εσύ το θελήσεις...
Το κίτρινο δαχτυλίδι θα σου χαρίσει άπειρα πλούτη και οποιοδήποτε γήινο αγαθό επιθυμείς. Θα έχεις όσα χρήματα ποθείς, τα πιο ακριβά κοσμήματα και όποιο πολύτιμο αντικείμενο θελήσεις, αρκεί να το ζητήσεις...
Και τέλος, το γαλάζιο δαχτυλίδι μπορεί να σου προσφέρει άπειρη σοφία και γνώσεις. Όλη η αλήθεια του κόσμου θα σου αποκαλυφθεί μονομιάς και δεν θα υπάρχει πια καμία εσφαλμένη σκέψη στο νου σου, ούτε κανένα πέπλο που να σκιάζει τη διαύγεια της σκέψης σου. Αν το επιλέξεις, θα μάθεις τα πάντα για τον εαυτό σου, για όλα και για όλους...»
Ο ταξιδιώτης κοιτούσε μαγεμένος τα δαχτυλίδια.
«Πρόσεξε, όμως, ταξιδιώτη» κατέληξε η φωνή, «διότι, όταν τελικά επιλέξεις το δαχτυλίδι σου και το φορέσεις, αυτό αμέσως θα σου δώσει ό,τι ζήτησες, όμως, τα άλλα δύο θα χαθούν για πάντα. Διάλεξε σωστά, αγαπητέ ξένε, και γύρνα στην πόλη σου με την επιλογή σου...»
Με δυνατή φωνή, λες και μπορούσε η θεά να τον ακούσει, ο ταξιδιώτης είπε:
«Δε χρειάζεται να σκεφτώ καθόλου. Τίποτα δεν είναι πιο σημαντικό για μένα από τη σοφία...»
Και παίρνοντας το γαλάζιο δαχτυλίδι, το φόρεσε στο μεσαίο δάχτυλο του αριστερού του χεριού.
Ξάφνου, μια αχλή ουράνιου καπνού τον τυλίγει, νιώθει το δαχτυλίδι να γίνεται ένα με το δάχτυλό του και βλέπει τ’ άλλα δυο να χάνονται. Το μπαούλο και η σπηλιά εξαφανίζονται κι αυτά, κι ο ταξιδιώτης μένει όρθιος πάνω στο γυμνό βράχο, κάτω από το φως του ήλιου.
Νιώθει ξαφνικά τη σοφία να πλημμυρίζει κάθε κύτταρο του κορμιού του, και μια σκέψη —η πρώτη σκέψη για την οποία μπορούσε να είναι βέβαιος ότι ήταν απολύτως σωστή—, γεννιέται στο μυαλό του.
Τότε, ο ταξιδιώτης χτυπά το μέτωπό του δυνατά και λέει: «Έπρεπε να είχα διαλέξει τα λεφτά!!!»
Από το βιβλίο του Jorge Bucai: "Από την Άγνοια στη Σοφία"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου