«Ἕλληνες ἀεί παῖδες ἐστε, γέρων δέ Ἕλλην οὐκ ἔστιν» (Πλάτων, Τίμαιος, 22b).


"Ὁμολογεῖται μὲν γὰρ τὴν πόλιν ἡμῶν ἀρχαιοτάτην εἶναι καὶ μεγίστην καὶ παρὰ πᾶσιν ἀνθρώποις ὀνομαστοτάτην· οὕτω δὲ καλῆς τῆς ὑποθέσεως οὔσης,
ἐπὶ τοῖς ἐχομένοις τούτων ἔτι μᾶλλον ἡμᾶς προσήκει τιμᾶσθαι. 24. Ταύτην γὰρ οἰκοῦμεν οὐχ ἑτέρους ἐκβαλόντες οὐδ' ἐρήμην καταλαβόντες
οὐδ' ἐκ πολλῶν ἐθνῶν μιγάδες συλλεγέντες, ἀλλ' οὕτω καλῶς καὶ γνησίως γεγόναμεν ὥστ' ἐξ ἧσπερ ἔφυμεν, ταύτην ἔχοντες ἅπαντα τὸν χρόνον διατελοῦμεν,
αὐτόχθονες ὄντες καὶ τῶν ὀνομάτων τοῖς αὐτοῖς οἷσπερ τοὺς οἰκειοτάτους τὴν πόλιν ἔχοντες προσειπεῖν".
(Ἰσοκράτης, Πανηγυρικός, στίχοι 23-24).

Τα άρθρα που φιλοξενούνται στον παρόντα ιστότοπο και προέρχονται απο άλλες πηγές, εκφράζουν αποκλειστικά και μόνον τις απόψεις των συγγραφέων τους.

Καθίσταται σαφές ότι η δημοσίευση ανάρτησης, δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά αποδοχή των απόψεων του συγγραφέως.


ΕΑΝ ΘΕΛΕΤΕ, ΑΦΗΝΕΤΕ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ, ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΑΡΘΡΟ-ΑΝΑΡΤΗΣΗ (΄κλίκ΄ στο "Δεν υπάρχουν σχόλια"). ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ.

Ακολουθήστε μας στο Facebook

Σάββατο 6 Ιουνίου 2015

Η έννοια του Χρόνου, στους Πλάτωνα και Αριστοτέλη


Ο Χρόνος, η γένεσή του, καθώς και τα διάφορα χρονικά παράδοξα, αποτέλεσαν αντικείμενο ιδιαίτερης μελέτης για τους αρχαίους Έλληνες διανοητές. Με την παρούσα εργασία θα επιχειρήσουμε να ερμηνεύσουμε τα πιστεύω των δύο σπουδαιότερων: του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Αρχικά θα δούμε πως ορίζουν αμφότεροι την έννοια του χρόνου σε δύο ξεχωριστές ενότητες. 

Στην συνέχεια θα αναλύσουμε το πώς αντιλαμβάνεται ο Πλάτων την σχέση ανάμεσα στον χρόνο και τα ουράνια σώματα. Έπειτα, θα στραφούμε στον Αριστοτέλη και στον τρόπο που συσχετίζει τον χρόνο και την κίνηση. Τέλος, θα κλείσουμε εξάγοντας πολύτιμα συμπεράσματα σχετικά με τις θεωρίες των δύο μεγάλων στοχαστών της αρχαιότητας. Να σημειώσουμε εδώ ότι θα ξεκινήσουμε με τον Πλάτωνα, αφιερώνοντας δύο ενότητες, και, στη συνέχεια θα εξετάσουμε τον Αριστοτέλη σε άλλες δύο.

I. Ορισμός της έννοιας του χρόνου από τον Πλάτωνα




Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, οτιδήποτε γίνεται έχει αιτία. Εισάγεται, με αυτόν τον τρόπο, η ιδέα του «δημιουργού»1 που κατασκευάζει τον κόσμο. Όμως, κάθε δημιουργός εργάζεται βάσει προτύπου. Το πρότυπο, του οποίου αντίγραφο ή εικόνα αποτελεί ο αισθητός κόσμος, είναι αιώνιο. Ο κόσμος δεν είναι αιώνιος, αλλά γεγονός, δηλαδή κάτι που έγινε. Κάθε αισθητό προέκυψε ως αποτέλεσμα μιας διεργασίας. Ο αισθητός κόσμος βρίσκεται πάντα σε εξέλιξη και έχει ιστορία, σε αντίθεση με τον δημιουργό που είναι αιώνιος, όπως και το πρότυπο της δημιουργίας.

Ο μεγάλος αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος δέχεται τον απόλυτο, τον αιώνιο χρόνο ως τον μόνο πραγματικό, ενώ τα διάφορα συμβαίνοντα στον δικό μας γύρω κόσμο γεγονότα τα θεωρεί ως είδωλα απατηλά των αισθήσεων μας. Ο χρόνος για εκείνον είναι αντανάκλαση της αιωνιότητας. Το αμετάβλητο και τέλεια άχρονο, προβάλλεται στην κατώτερη διάσταση, στην οποία ανήκει ο υλικός κόσμος. Ο εγκόσμιος χρόνος νοείται ως «εικόνα κινητή της αιωνιότητας»2. Ο υλικός κόσμος είναι εγκλωβισμένος στην ματαιότητα, χωρίς προοπτική λύτρωσης.

Αποτελεί απόλυτη πεποίθηση του Πλάτωνα, όπως ήδη αναφέραμε, το γεγονός ότι η απόλυτα ομοιόμορφη ροή του χρόνου αντανακλά κατ’ ουσία την ίδια την αιωνιότητα. Ο χρόνος αποτελεί τη χαρακτηριστική μορφή του αισθητού. Όταν αναφερόμαστε στο αιώνιο, το αναφέρουμε ως αυτό που ήταν, είναι και θα είναι. Για την ακρίβεια, όμως, ότι μπορεί να καλείται αιώνιο απλώς είναι. Δεν πρέπει να λέμε ούτε ότι ήταν, ούτε ότι θα είναι, γιατί αυτού του είδους οι εκφράσεις ταιριάζουν μόνο σε ότι συμβαίνει.

Ο χρόνος γεννήθηκε μαζί με τον «ουρανό»3. Κατά συνέπεια, από την στιγμή που γεννήθηκαν μαζί, θα διαλυθούν και μαζί, εάν βεβαίως χρειαστεί ποτέ να διαλυθούν. Η γένεσή τους έγινε με υπόδειγμα την αιώνια φύση του ανώτερου Έμβιου Όντος, ώστε τα δημιουργήματά αυτά να του μοιάσουν, όσο το δυνατόν περισσότερο. Ο μεν χρόνος ως υπόδειγμα, πρότυπο θα λέγαμε, της αιωνιότητας, ενώ ο δε ουρανός ορίστηκε να διατρέχει την ολότητα του χρόνου.


II. Η σχέση ανάμεσα στον χρόνο και τα ουράνια σώματα σύμφωνα με τον Πλάτωνα

Πριν ο Θεός δημιουργήσει τον κόσμο δεν υπήρχε χρόνος, αφού ο χρόνος και ο κόσμος άρχισαν μαζί. Προκειμένου να υπάρξει χρόνος, χρειάζονται αισθητά σώματα με σταθερή κίνηση, τα οποία χρησιμεύουν για τη μέτρησή του. Έτσι, ο δημιουργός επινόησε τον Ήλιο, την Σελήνη και πέντε ακόμα άστρα, τα οποία οι άνθρωποι τα αποκαλούσαν «πλανήτες»4, και τα έθεσε σε συγκεκριμένες τροχιές, τις οποίες διαγράφει η κυκλική κίνηση του Διαφορετικού.

Επομένως, τα ουράνια σώματα δημιουργήθηκαν για να καθορίζουν και να διαφυλάσσουν τα μέτρα του χρόνου. Χρησιμεύουν με άλλα λόγια για την διαίρεση και μέτρηση του χρόνου: «αριθμοί του χρόνου»5, η οποία είναι αποτέλεσμα της συνεργασίας τους. Από αυτά η Σελήνη τοποθετήθηκε στον πλησιέστερο προς την Γη κύκλο, ο Ήλιος στον δεύτερο, ενώ ο Εωσφόρος (η Αφροδίτη) και το επονομαζόμενο ιερό άστρο του Ερμή, διατρέχουν τους δύο επόμενους κύκλους, έχοντας με τον κύκλο του Ηλίου την ίδια ταχύτητα, αλλά την αντίθετη δύναμη. Επιπλέον, αυτή η περιφορά, η οποία επιβάλλεται από την αμετάβλητη ουσία του Διαφορετικού, στρέφει ελικοειδώς όλους τους κύκλους των πλανητών, με αποτέλεσμα ο κάθε πλανήτης να προχωρά συγχρόνως προς δύο διακριτές αντίθετες κατευθύνσεις. Έτσι, όποιος πλανήτης απομακρύνεται βραδύτερα από την περιφορά του Διαφορετικού –την ταχύτερη από όλες τις περιφορές- φαίνεται να την ακολουθεί από πιο κοντά.

Ο Δημιουργός, επειδή ήθελε να υπάρχει εμφανές μέτρο στις σχέσεις βραδύτητας και ταχύτητας των ουρανίων σωμάτων, αλλά και για να διευκολύνει τις περιφορές στην διαδρομή τους, άναψε ένα φως στην δεύτερη επάνω από τη Γη τροχιά, τον Ήλιο. 

Ο στόχος, σύμφωνα πάντα με τον Πλάτωνα, ήταν αφενός μεν να φωτίζεται ο ουράνιος θόλος αφετέρου δε να έρθουν σε επαφή με την χρονική μέτρηση, εκπεφρασμένη με αριθμούς, εκείνα τα έμβια όντα που θα μπορούσαν να τους γνωρίσουν, μαθαίνοντας τους από την περιφορά του Διαφορετικού. Με αυτόν τον τρόπο γεννήθηκε η νύχτα και η ημέρα, η περίοδος της μοναδικής και πλέον σοφής περιστροφής του ουρανού, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει το κείμενο. Όσο για τον μήνα, εκείνος παράγεται όταν η Σελήνη ολοκληρώνει τον δικό της κύκλο, φθάνοντας ξανά στον Ήλιο, ενώ το έτος αποτελεί την ολοκλήρωση ενός ηλιακού κύκλου.

Καταλήγοντας ο Αθηναίος φιλόσοφος, μας εξηγεί ότι σε τελική ανάλυση ο «τέλειος αριθμός του χρόνου συμπληρώνει το τέλειο έτος»6. Δηλαδή η τέλεια χρονική αρίθμηση δίνει το μέτρο του τέλειου Ενιαυτού, όταν οι σχετικές ταχύτητες και των οκτώ περιφορών (συμπεριλαμβανομένης και της Γης) ολοκληρωθούν ταυτόχρονα και μετρηθούν με βάση την ομαλή περιφορά του Διαφορετικού. Άρα, ο τρόπος κατασκευής, καθώς και ο σκοπός γένεσης των ουρανίων σωμάτων, τα οποία ενώ πορεύονται μέσα στον ουρανό εμφανίζουν τροπές, είναι να γίνει ο αισθητός κόσμος όσο το δυνατόν περισσότερο όμοιος με το τέλειο και νοητό Έμβιο Ον και να μιμηθεί την αιωνιότητα της φύσεώς του.


IΙΙ. Ορισμός της έννοιας του χρόνου από τον Αριστοτέλη




Ο Αριστοτέλης θεώρησε τον χρόνο ως ενδογενή και θεμελιακό για το σύμπαν. Ο χρόνος για τον Σταγειρίτη φιλόσοφο εξελίσσεται προσανατολισμένα, ευθύγραμμα και χωρίς αναστροφή: «συνεχής»7. Υποστηρίζει δηλαδή την γραμμική χρονική θεώρηση. Ο ίδιος δέχεται ως πραγματικό χρόνο αυτόν που βιώνουμε και οι αισθήσεις καταγράφουν ως φυσικό και μετρήσιμο χρόνο. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που παραθέτει σχετικά με τους ανθρώπους των Σάρδεων8, οι οποίοι κοιμήθηκαν κοντά στους ήρωες και συνδέουν τις προηγούμενες στιγμές με τις μετέπειτα, σβήνοντας το χρονικό διάστημα το οποίο μεσολαβεί κατά την διάρκεια που δεν έχουν τις αισθήσεις τους.

Προχωρώντας περισσότερο προσδιορίζει ως ουσία του χρόνου την διάρκεια κάποιας μεταβολής, είτε αυτή εκδηλώνεται σε κίνηση πραγμάτων, είτε εκδηλώνεται ως βιολογική εξέλιξη και ως ιστορία γεγονότων και πράξεων. Θεωρεί ότι δεν μπορεί να υπάρξει χρόνος χωρίς κίνηση και μεταβολή, επισημαίνοντας ότι: «ο χρόνος ούτε κίνηση είναι ούτε υπάρχει δίχως κίνηση»9. Με άλλα λόγια τον ορίζει ως κάτι από την κίνηση, χωρίς να προσδιορίζει ακριβώς τι, πράγμα που θα πράξει παρακάτω.

Συνεχίζοντας την ανάλυσή του για τον χρόνο, ο Αριστοτέλης τον ορίζει σε σχέση με το τώρα: «νυν»10, επισημαίνοντας όμως ότι όταν το αντιλαμβανόμαστε ως κάτι ξεχωριστό, δίχως ταυτόχρονα να το συνδέουμε με το πριν και το μετά, τα οποία βρίσκονται σε διαρκή κίνηση και αποτελούν δομικούς παράγοντες για την κατανόηση της έννοιας του χρόνου, τότε σχηματίζουμε λανθασμένα την εντύπωση πως δεν έχει περάσει καθόλου χρόνος. Το τελευταίο αποτελεί φυσικό επακόλουθο του γεγονότος της ανυπαρξίας κίνησης.

Επιπρόσθετα, υποστηρίζει ότι στον φυσικό κόσμο συντελείται μέσα στον χρόνο πραγματική μεταβολή ποιοτήτων, όπως γένεσις και φθορά, ένα διαρκές γίγνεσθαι δηλαδή. Για τον Σταγειρίτη φιλόσοφο, ο κόσμος έχει μια θεμελιώδη χρονική δομή, κάθε διαδικασία έχει εγγενή χρονικά μέρη και σχέσεις που αποτελούν ουσιαστικό στοιχείο της πραγματικότητάς της. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γίνει πλήρως κατανοητή (η διαδικασία), αν δεν λάβουμε υπόψη μας αυτή την χρονική δομή. Έτσι, καταλήγει στον τελικό ορισμό που δίνει για τον χρόνο, ορίζοντάς τον ως αριθμό κινήσεως11 από την άποψη του προηγηθέντος και του κατοπινού: «πρότερον και ύστερον»12.


ΙV. Ο συσχετισμός μεταξύ χρόνου και κινήσεως σύμφωνα με τον Αριστοτέλη

Ας έρθουμε τώρα να εξετάσουμε την θεμελιώδη, σύμφωνα με τον μεγάλο Σταγειρίτη φιλόσοφο, σχέση μεταξύ χρόνου και κίνησης. Όπως ήδη αναφέραμε, ο Αριστοτέλης εννοεί τον χρόνο ως κίνηση αριθμού κατά το πρότερον και ύστερον. 

Οι λέξεις πρότερον και ύστερον δεν θα είχαν κανένα απολύτως νόημα, εάν η έννοια του χρόνου, δεν ήταν υπαρκτή και κατανοητή, και τότε όλα θα βρισκόταν σε μία αέναη κίνηση, στην οποία ούτε κατάσταση ούτε γεγονός θα μπορούσε να δώσει το στίγμα του στη συλλογιστική συνέχεια των ανθρώπων. Κι έτσι, ενώ ο χρόνος παρουσιάζεται ως μια μονάδα μέτρησης, η οποία διευκολύνει τον άνθρωπο να προγραμματίζει, τελικά έχει άμεση σχέση με τη μνήμη, η οποία έχει θεμελιώδη σημασία για την έννοια του χρόνου. Η γνώση ότι ένα γεγονός προηγήθηκε ενός άλλου, συνήθως, προέρχεται από τη θύμηση ότι το πρώτο είναι λιγότερο έντονο από το δεύτερο.

Συνεχίζοντας, και αφού υπενθυμίσουμε το γεγονός ότι η ιδέα της κίνησης βρίσκεται στην καρδιά της αριστοτελικής φυσικής φιλοσοφίας, διαπιστώνουμε ότι ο Αριστοτέλης παραθέτοντας την κίνηση με την έννοια της μεταβολής και του διαρκούς γίγνεσθαι, επιχειρεί με αυτόν τον τρόπο να κατανοήσει τα φυσικά φαινόμενα με τους όρους που υπαγορεύει η φύση. 

Η σύνδεση αυτή της εσωτερικής κίνησης και μεταβολής με την ύλη και τη φύση αποτελεί το κρίσιμο δεδομένο, στο οποίο εισάγεται ο χρόνος για να συμπληρώσει το σκηνικό. Ο χρόνος, δηλαδή, συνδέεται, πάντα κατά την Αριστοτέλεια άποψη, με έναν τρόπο άμεσο και ουσιαστικό με την κίνηση: «καθίσταται φανερό ότι δεν υπάρχει χρόνος χωρίς την κίνηση και μεταβολή»13. Το επισημάναμε, άλλωστε, στην ενότητα όπου παραθέσαμε τον ορισμό του.

Ο συσχετισμός μεταξύ χρόνου και κίνησης, σύμφωνα με τον Σταγειρίτη φιλόσοφο, έγκειται στον εγγενή χαρακτήρα της κίνησης η οποία επιτρέπει την αρίθμηση των διαδοχικών καταστάσεων, οι οποίες με την σειρά τους σημαδεύονται από μια σαφή διάκριση μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος. Θα μπορούσαμε έτσι να υποστηρίξουμε ότι ο Αριστοτέλης εγκαινιάζει εδώ τη θεωρητική θεμελίωση της ιδέας του «Βέλους του χρόνου»14 και της ασυμμετρίας μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος, που συνδέονται με το τώρα.

Κατά συνέπεια, το αριστοτελικό μοντέλο της φύσης, το οποίο οικοδομείται με βάση ένα λογικά δομημένο σκεπτικό το οποίο παραθέσαμε αναλύοντας το διεξοδικά, έχει ένα σαφή δυναμικό χαρακτήρα, που εκφράζεται με το διαρκές πέρασμα από την εν δυνάμει στην εν ενεργεία κατάσταση. Στο πλαίσιο αυτό και η ύλη, το υποκείμενο της μεταβολής, έχει επίσης έναν δυναμικό χαρακτήρα, διότι περικλείει μέσα της την κίνηση. Τέλος, η κίνηση είναι αλληλένδετη με τον χρόνο, ο οποίος κυλάει πάντοτε προς μια κατεύθυνση, δηλαδή προς τα εμπρός, ακολουθώντας το γραμμικό μοντέλο από το παρελθόν προς το μέλλον. Ο ίδιος δε, είναι απόλυτα συνυφασμένος με το γίγνεσθαι του φυσικού κόσμου.


V. Συμπεράσματα

Εξετάζοντας τις αντιλήψεις για τον χρόνο των δύο μεγάλων στοχαστών της αρχαιότητας, του Πλάτωνα από την μία πλευρά και του Αριστοτέλη από την άλλη, παρατηρούμε δύο άκρως ενδιαφέρουσες απόψεις. Ο μαθητής του Σωκράτη, ο Πλάτωνας, προχώρησε αρκετά σε σχέση με την εκτίμηση της διάστασης του χρόνου. Σύμφωνα με τα γραφόμενα του μιλάει για την κυκλική κίνηση του χρόνου, μέσω των ουρανίων σωμάτων, και υποστηρίζει ότι τόσο ο φυσικός κόσμος όσο και ο χρόνος ανήκουν σε μια δευτερεύουσα φαινομενική πραγματικότητα. Το παρελθόν και το μέλλον αποτελούν είδη του χρόνου, ο οποίος σε τελική ανάλυση μιμείται την αιωνιότητα.

Από την άλλη, ο Σταγειρίτης φιλόσοφος πρεσβεύει την γραμμική θεώρηση του χρόνου, τον οποίο συνδέει με την αδιάκοπη κίνηση και μεταβολή. Πρόκειται για δύο μεγέθη ανάλογα, αφού ο χρόνος κυλά κατ’ αναλογία με την κίνηση. Αυτή η συνάφεια χρόνου-κίνησης τοποθετείται στα πλαίσια παρελθόντος-μέλλοντος, μέσω του άχρονου παρόντος το οποίο παίζει ρόλο μεσολαβητή.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Πλάτων, Τίμαιος, Εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1993.
Αριστοτέλους, Φυσικής Ακροάσεως, Βιβλίο Δ’, Μετάφραση Νικόλαος Κυργιόπουλος, Εκδόσεις Γεωργιάδης, Αθήνα 2005.
Peter Coveney – Roger Highfield, Το Βέλος του Χρόνου, Μετάφραση Κυπριανίδης Αναστάσιος, Εκδόσεις Κάτοπτρο, Αθήνα 1991.


1 Πλάτων, ό.π: 81
2 Πλάτων, Τίμαιος, (Αθήνα 1993): 81
3 Στο ίδιο: 83
4 Πλάτων, ό.π: 83
5 Πλάτων, ό.π: 83
6 Στο ίδιο: 87
7 Αριστοτέλους, Φυσικής ακροάσεως, Βιβλίο Δ’, (Αθήνα 2005): 273
8 Αριστοτέλης, ό.π: 265
9 Στο ίδιο: 267
10 Αριστοτέλης, ό.π: 269
11 Αριστοτέλης, ό.π: 269
12 Αριστοτέλης, ό.π: 269
13 Στο ίδιο: 267
14 Peter Coveney – Roger Highfield, Το Βέλος του χρόνου, (Αθήνα 1991): 7

Δεν υπάρχουν σχόλια: