«Ἕλληνες ἀεί παῖδες ἐστε, γέρων δέ Ἕλλην οὐκ ἔστιν» (Πλάτων, Τίμαιος, 22b).


"Ὁμολογεῖται μὲν γὰρ τὴν πόλιν ἡμῶν ἀρχαιοτάτην εἶναι καὶ μεγίστην καὶ παρὰ πᾶσιν ἀνθρώποις ὀνομαστοτάτην· οὕτω δὲ καλῆς τῆς ὑποθέσεως οὔσης,
ἐπὶ τοῖς ἐχομένοις τούτων ἔτι μᾶλλον ἡμᾶς προσήκει τιμᾶσθαι. 24. Ταύτην γὰρ οἰκοῦμεν οὐχ ἑτέρους ἐκβαλόντες οὐδ' ἐρήμην καταλαβόντες
οὐδ' ἐκ πολλῶν ἐθνῶν μιγάδες συλλεγέντες, ἀλλ' οὕτω καλῶς καὶ γνησίως γεγόναμεν ὥστ' ἐξ ἧσπερ ἔφυμεν, ταύτην ἔχοντες ἅπαντα τὸν χρόνον διατελοῦμεν,
αὐτόχθονες ὄντες καὶ τῶν ὀνομάτων τοῖς αὐτοῖς οἷσπερ τοὺς οἰκειοτάτους τὴν πόλιν ἔχοντες προσειπεῖν".
(Ἰσοκράτης, Πανηγυρικός, στίχοι 23-24).

Τα άρθρα που φιλοξενούνται στον παρόντα ιστότοπο και προέρχονται απο άλλες πηγές, εκφράζουν αποκλειστικά και μόνον τις απόψεις των συγγραφέων τους.

Καθίσταται σαφές ότι η δημοσίευση ανάρτησης, δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά αποδοχή των απόψεων του συγγραφέως.


ΕΑΝ ΘΕΛΕΤΕ, ΑΦΗΝΕΤΕ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ, ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΑΡΘΡΟ-ΑΝΑΡΤΗΣΗ (΄κλίκ΄ στο "Δεν υπάρχουν σχόλια"). ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ.

Ακολουθήστε μας στο Facebook

Κυριακή 26 Απριλίου 2015

Τα όρια της επιστημονικής αλήθειας





Στάθης Λειβαδάς


Η επιστημονική αντίληψη του ανθρώπου για τον κόσμο είναι όμηρος τόσο του πλαισίου αναφοράς μας στον χωρόχρονο όσο και της γλώσσας που χρησιμοποιούμε για να την εκφράσουμε.

Ακόμη και να μπορούσαμε να ταξιδέψουμε σε άλλο Σύμπαν, δύσκολα θα καταφέρναμε να αντιληφθούμε την αλλαγή!

Έχουμε κλείσει ήδη την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα και το θέμα μιας ερμηνείας της επιστημονικής αλήθειας και των ορίων της είναι πάντοτε επίκαιρο με δεδομένη τη φρενήρηεξέλιξη της θετικής επιστήμης και των τεχνολογιών αιχμής στο σύνολό τους. 

Τα ερωτήματα «βάθους» ωστόσο παραμένουν αναπάντητα:


Υπάρχει ανάγκη μιας μεταφυσικής οντότητας - δημιουργού,
 του γνωστού τουλάχιστον Σύμπαντος;
Γιατί τελικά να υπάρχει κάτι παρά τίποτα;

Υπάρχει όντως κάποιο αινιγματικό σωμάτιο Higgs ή τουλάχιστον κάτι που είναι «σαν το σωμάτιο Higgs», το οποίο αναμένεται μέσω του ομώνυμου πεδίου να δώσει μια εμπειρική -επιστημολογική βάση στην ασυμβατότητα των παρατηρήσεων ανάμεσα στο κβαντικό και στο μακροσκοπικό επίπεδο πραγματικότητας;

Είναι η Θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης μια πλήρης θεωρία για το Σύμπαν με την έννοια ότι μπορεί να ενσωματώσει θεωρητικά οποιεσδήποτε νέες παρατηρήσεις ή είναι απλώς ένα θεωρητικό μοντέλο που περιγράφει ως ένα σημείο επιτυχώς το τρέχον παρατηρησιακό – επιστημολογικό εποικοδόμημα;

Όλα τα παραπάνω ερωτήματα ανάγονται ιστορικά περίπου στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, όταν οι θετικές επιστήμες οδηγήθηκαν μέσα από μια σειρά θεωρητικών προβληματισμών που προκάλεσε η εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνικής μετά την πρώτη Βιομηχανική Επανάσταση του 19ου αιώνα σε νέους ριζοσπαστικούς προσανατολισμούς.

...

Πώς θα ήταν το ταξίδι σε άλλο Σύμπαν;
Πιο απλά, αν υποθέσουμε ότι ευσταθούν κάποιες σύγχρονες κοσμολογικές θεωρίες που ισχυρίζονται ότι υπάρχουν άλλα παράλληλα ή εξωτικά σύμπαντα και σε κάποιο πολύ μακρινό μέλλον οι μελλοντικοί μας απόγονοι θα είχαν τις τεχνολογικές δυνατότητες να ταξιδέψουν ως εκεί, ποτέ δεν θα μπορούσαν να ισχυριστούν ότι όντως βρίσκονται σε κάποιο άλλο Σύμπαν και όχι στο δικό μας.

Κι αυτό γιατί στον βαθμό που θα εξακολουθούσαν να είναι άνθρωποι με την ιδιαίτερη «αρχιτεκτονική» ενσωματωμένης συνείδησης και ορισμένου τύπου συγκρότησης της αντικειμενικής πραγματικότητας, θα μπορούσαν μόνο να ισχυριστούν ότι αυτό το οποίο βλέπουν ή αλληλεπιδρούν είναι απλώς μια επέκταση του δικού τους «ορίζοντα» όπως τον είχαν συγκροτήσει με όρους αμοιβαιότητας στο Σύμπαν-μήτρα τους.

Αυτή είναι εξάλλου και η επικρατούσα σήμερα τάση ερμηνείας των τεσσάρων θεμελιωδών σταθερών της φυσικής (και όχι κατά κοινή παρανόηση παγκόσμιων σταθερών), δηλαδή της «παγκόσμιας» σταθεράς της βαρύτητας G, της σταθεράς Πλανκ h, της ταχύτητας του φωτός c και της σταθεράς του Μπόλτσμαν κ. Οι σταθερές αυτές, δηλαδή, εκφράζουν εγγενώς τα όρια της ανθρώπινης γνώσης που είναι μεν αναπόφευκτα και μη αλλοτριώσιμα αλλά που ταυτόχρονα μετατοπίζονται όπως ο φαινομενολογικός ορίζοντας.

Είναι γεγονός ότι οι τέσσερις αυτές σταθερές αρθρώνουν την ύπαρξη των «γραμμών οριζόντων» που μας χωρίζουν από το άπειρα μικρό και το άπειρα μεγάλο. Η ταχύτητα του φωτός c, π.χ., είναι κατά τη γενική σχετικότητα το ανώτατο όριο ταχύτητας στο Σύμπαν γιατί η άρνησή της θα οδηγούσε σε φαινόμενα ακαριαίας επίδρασης από απόσταση και σε παράλογα αποτελέσματα όπως το νοητικό πείραμα Αϊνστάιν – Ποντόλσκι – Ρόουζεν (υπάρχει ωστόσο ένσταση με πειραματικές αξιώσεις γι” αυτή τη θέση).

Η σταθερά του Πλανκ h εκφράζει ένα κατώτατο όριο δράσης στο Σύμπαν με την έννοια μιας ελάχιστης δράσης που πρέπει να παραχθεί από μια συσκευή μέτρησης ώστε να έχουμε «απόκριση» του μετρούμενου κβαντικού αντικειμένου (ΔΑ •ΔΕ≥ h , – πρώτη ανισότητα του Χάιζενμπεργκ).


Το κβαντικό κατώφλι της συνείδησης
Εν ολίγοις, οι σταθερές της σχετικότητας G και c έχουν σχέση με το αδύνατο του ορισμού ενός απόλυτου χώρου και ενός απόλυτου χρόνου στο Σύμπαν, ενώ οι σταθερές h και κ μπορεί να θεωρηθεί ότι ορίζουν τα όρια του υποατομικού Σύμπαντος με την ταυτόχρονη άρση μιας αιτιοκρατούμενης και καλώς ορισμένης πραγματικότητας.

Μια σύγχρονη ερμηνεία, στο πλαίσιο της κβαντικής βαρύτητας, της σταθεράς «παγκόσμιας» έλξης G, σε συνδυασμό με τις σταθερές h και c, οδηγεί στις έννοιες του χρόνου και του μήκους Πλανκ και την υποψία ότι ο ίδιος ο χωρόχρονος έχει κβαντική δομή με συνεπαγόμενη μια α-κατανόητη μη περαιτέρω «διαιρεσιμότητά» του.

Με αυτό το δεδομένο, είναι σημαντική η μεταθεωρητική θέση ότι ο τρόπος συγκρότησης της πραγματικότητας από ένα υποκείμενο-φορέα αυτοσυγκροτούμενης χρονικής συνείδησης οριοθετεί όχι μόνο το «βάθος» της παρατήρησης εντός του φυσικού κόσμου αλλά και τα όρια της τυπικής γλώσσας των αντίστοιχων λογικο-μαθηματικών θεωριών.

Η κατάσταση κβαντικής περιπλοκής (quantum entanglement) θεωρείται από πολλούς θεωρητικούς της κβαντομηχανικής ότι εκφράζει ακριβώς το κατώφλι μιας φυσικής κατάστασης «απρόσιτης» στην εξαντικειμένισή της από τη συνείδηση του υποκειμένου μέσω του τριγώνου κβαντικό γεγονός – συσκευή μέτρησης – νοούν υποκείμενο.

Αντίστοιχα σε τυπικο-λογικό επίπεδο είναι σήμερα ανοικτό στη μαθηματική κοινότητα κατά πόσο προτάσεις που αναφέρονται στο μαθηματικό συνεχές και στις ιδιότητές του ή το «ακαθόριστο» άπειρο είναι εν τέλει αναλυτικού χαρακτήρα και ως τέτοιες μπορεί κανείς να τις χειρισθεί.

Είναι γνωστό ότι η αρχή της επαληθευσιμότητας των επιστημονικών θεωριών (Σχολή της Βιέννης) προσέκρουσε στην ένσταση του Καρλ Πόπερ για το μάταιο της επιβεβαίωσης των λεγόμενων καθολικών προτάσεων μιας τυπικής θεωρίας μέσω της επιστημονικής τους επαλήθευσης.

Πώς μπορούμε να είμαστε σίγουροι για την εγκυρότητα μιας καθολικής μαθηματικής πρότασης, πολύ περισσότερο μιας καθολικής εμπειρικής πρότασης της Φυσικής, αν δεν προϋποθέσουμε μια ad hoc επ” άπειρον επέκταση του πεδίου και της «μορφολογίας» της φυσικής μας εμπειρίας, την οποία ωστόσο δεν έχουμε κανέναν εμπειρικό τρόπο να αποδείξουμε; Η άρνηση, για παράδειγμα, μιας τέτοιας καθολικής πρότασης στα σύνολο των πραγματικών αριθμών (αρχιμήδεια ιδιότητα) μας οδηγεί στο «εξωτικό» σύμπαν των μη συμβατικών πραγματικών αριθμών.

Η ποπεριανή υποκατάσταση της αρχής της επαληθευσιμότητας με το κριτήριο της διαψευσιμότητας όπου αρκεί μία και μόνο εμπειρική διάψευση μιας τυπικής πρότασης για να απορριφθεί εκφράζει ακριβώς και τους εγγενείς περιορισμούς της ανθρώπινης γνώσης. Δεν υπάρχει, δηλαδή, αντικειμενική πραγματικότητα ανεξάρτητη του τρόπου συγκρότησής της και, αν υπάρχει τέτοια, δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί παρά μόνο διαμεσολαβούμενη και διυποκειμενικώς οριζόμενη μέσω των υποκειμένων-φορέων συνείδησης που είναι όλοι οι άνθρωποι.


Όμηροι του χωροχρόνου και της γλώσσας
Αν η επιστήμη είναι η εξαντικειμένιση της εμπειρίας, τότε η φυσική εμπειρία υπεκφεύγει της πλήρους επιστημονικής της σύλληψης κατά το «έλλειμμα» της συγκρότησής της σε μια αντικειμενική δομή εντός ενός αντικειμενικού χωροχρόνου και την επακόλουθη αφαίρεσή της στο πλαίσιο μιας τυπικής μαθηματικής θεωρίας.

...

Εν τέλει, αν τα μεγάλα ερωτήματα της μη πληρότητας των μαθηματικών θεωριών κατά Κ. Γκέντελ και της μη αποφασισιμότητας κρίσιμων εικασιών για το μαθηματικό άπειρο (βλ., π.χ., θεωρία των «πολυ-συμπάντων» του Γ. Χ. Γούντιν) έχουν μια υποκείμενη κοινή συνιστώσα με τα μεγάλα ανοικτά προβλήματα της θεωρητικής φυσικής – κβαντομηχανικής θεωρίας – κοσμολογίας, αυτή είναι εύλογο να υποτεθεί ότι είναι η αναγωγή στον θεμελιώδη τρόπο συγκρότησης του πεδίου αναφοράς τους και στην υποκειμενική αρχή του, η οποία δεν είναι άλλη από την ανθρώπινη συνείδηση με την (αυτοσυγκροτούμενη) χρονικότητά της εντός του κόσμου-φορέα νοήματος που την περιβάλλει.

Η ιδιαίτερη αρχιτεκτονική του ανθρώπου-φορέα συνείδησης σε σχέση με τον φυσικό κόσμο που τον «διαπερνά» και ταυτόχρονα τον υπερβαίνει και η έννοια του μετατοπίσιμου αλλά αναπαλλοτρίωτου κοσμικού ορίζοντα που επάγει η αρχιτεκτονική αυτή καθορίζουν τα όρια της επιστημονικής γνώσης για τον κόσμο αλλά και το εύρος των καλώς τιθέμενων ερωτημάτων σε σχέση με τον κόσμο αυτόν.

...

Ο κ. Στάθης Λειβαδάς είναι δρ Φιλοσοφίας Μαθηματικών και συγγραφέας.


πηγή-apocalypsejohn.com (απόσπασμα)

Δεν υπάρχουν σχόλια: