«Ἕλληνες ἀεί παῖδες ἐστε, γέρων δέ Ἕλλην οὐκ ἔστιν» (Πλάτων, Τίμαιος, 22b).


"Ὁμολογεῖται μὲν γὰρ τὴν πόλιν ἡμῶν ἀρχαιοτάτην εἶναι καὶ μεγίστην καὶ παρὰ πᾶσιν ἀνθρώποις ὀνομαστοτάτην· οὕτω δὲ καλῆς τῆς ὑποθέσεως οὔσης,
ἐπὶ τοῖς ἐχομένοις τούτων ἔτι μᾶλλον ἡμᾶς προσήκει τιμᾶσθαι. 24. Ταύτην γὰρ οἰκοῦμεν οὐχ ἑτέρους ἐκβαλόντες οὐδ' ἐρήμην καταλαβόντες
οὐδ' ἐκ πολλῶν ἐθνῶν μιγάδες συλλεγέντες, ἀλλ' οὕτω καλῶς καὶ γνησίως γεγόναμεν ὥστ' ἐξ ἧσπερ ἔφυμεν, ταύτην ἔχοντες ἅπαντα τὸν χρόνον διατελοῦμεν,
αὐτόχθονες ὄντες καὶ τῶν ὀνομάτων τοῖς αὐτοῖς οἷσπερ τοὺς οἰκειοτάτους τὴν πόλιν ἔχοντες προσειπεῖν".
(Ἰσοκράτης, Πανηγυρικός, στίχοι 23-24).

Τα άρθρα που φιλοξενούνται στον παρόντα ιστότοπο και προέρχονται απο άλλες πηγές, εκφράζουν αποκλειστικά και μόνον τις απόψεις των συγγραφέων τους.

Καθίσταται σαφές ότι η δημοσίευση ανάρτησης, δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά αποδοχή των απόψεων του συγγραφέως.


ΕΑΝ ΘΕΛΕΤΕ, ΑΦΗΝΕΤΕ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ, ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΑΡΘΡΟ-ΑΝΑΡΤΗΣΗ (΄κλίκ΄ στο "Δεν υπάρχουν σχόλια"). ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ.

Ακολουθήστε μας στο Facebook

Σάββατο 18 Ιουνίου 2016

«Κοράκιασα από τη δίψα»! Αλήθεια, από πότε και γιατί λέμε αυτή τη φράση; Ο αστερισμός του Κρατήρα και του Κόρακα


Σε κάποια µικρή, ορεινή πόλη της αρχαίας Ελλάδας οι κάτοικοι αποφάσισαν κάποτε να κάνουν µια σηµαντική θυσία στο θεό Απόλλωνα.



Υπήρχε στην περιοχή τους ανάµεσα σε δύσßατα φαράγγια μια πηγή της οποίας το νερό το θεωρούσαν ιερό και το χρησιµοποιούσαν στις θυσίες. Έπρεπε λοιπόν για αυτή τη σηµαντική θυσία να στείλουν κάποιον σε αυτή τη δύσκολη και ανηφορική διαδροµή, για να φέρει το «ιερό» νερό.

Ξαφνικά, ακούστηκε µια φωνή από ένα δέντρο εκεί κοντά. Ήταν η φωνή ενός µεγαλόσωµου κόρακα ο οποίος προσφερόταν να αναλάßει το συγκεκριµένο εγχείρηµα. Παρά την έκπληξη που ένιωσαν οι κάτοικοι ακούγοντας τη φωνή του κόρακα, αποφάσισαν να του αναθέσουν την αποστολή, µιας και µε τα φτερά του θα έφτανε γρήγορα και εύκολα στην πηγή που έτρεχε το «ιερό» αυτό νερό.

Έδωσαν λοιπόν, οι άνθρωποι στον κόρακα µια µικρή υδρία, αυτός την άρπαξε µε τα νύχια του και πέταξε στον ουρανό µε κατεύθυνση την πηγή. Ο κόρακας έφτασε γρήγορα στην πηγή. Πλάι της αντίκρισε µια συκιά γεµάτη σύκα και λιχούδης καθώς ήταν άρχισε να δοκιµάζει µερικά σύκα. Τα σύκα όµως ήταν άγουρα και ο κόρακας αποφάσισε να περιµένει µέχρι να ωριµάσουν, ξεχνώντας όµως την αποστολή που είχε αναλάßει για λογαριασµό των ανθρώπων.

Περίµενε τελικά δύο ολόκληρες µέρες ώσπου τα σύκα ωρίµασαν. Έφαγε πολλά µέχρι που κάποια στιγµή θυµήθηκε τον πραγµατικό λόγο για τον οποίο είχε έρθει στην πηγή. Άρχισε να σκέφτεται λοιπόν, πώς θα δικαιολογούσε την αργοπορία του στους κατοίκους της πόλης. Τελικά γέµισε µε νερό τη µικρή υδρία, άρπαξε µε το ράµφος του ένα µεγάλο φίδι το οποίο διέκρινε να κινείται κοντά στους θάµνους και πέταξε για την πόλη.

Όταν ο κόρακας έφτασε στην πόλη, οι κάτοικοι θέλησαν να µάθουν το λόγο για τον οποίο άργησε να επιστρέψει µε το νερό από την πηγή. Ο κόρακας αφού άφησε κάτω την υδρία και το φίδι, ισχυρίστηκε ότι το συγκεκριµένο φίδι ρουφούσε το νερό από την πηγή µε αποτέλεσµα αυτή να αρχίσει να ξεραίνεται. Έπειτα τους είπε πως όταν το φίδι αποκοιµήθηκε, αυτός γέµισε την υδρία µε το νερό και γράπωσε και το φίδι για να το παρουσιάσει στους κατοίκους.

Οι άνθρωποι τον πίστεψαν και σκότωσαν το φίδι χτυπώντας το µε πέτρες και ξύλα. Όµως, το φίδι αυτό ήταν του θεού Απόλλωνα και ο θεός του φωτός οργισµένος αποφάσισε να τιµωρήσει τον κόρακα για το ψέµα του. Έτσι από εκείνη την ηµέρα, κάθε φορά που ο κόρακας προσπαθούσε να πιει νερό από κάποια πηγή, αυτή στέρευε. Κράτησε πολύ καιρό το µαρτύριο αυτό της δίψας του κόρακα, µέχρι που ο Απόλλωνας τον λυπήθηκε και τον έκανε αστέρι στον ουρανό.

Από τότε, όταν κάποιος διψούσε πολύ, έλεγε τη φράση «Κοράκιασα από τη δίψα». Και αυτή η φράση έχει παραµείνει ως τις µέρες µας…

Δεν υπάρχουν σχόλια: